ΠΙΣΣΑ
Η κολλώδης, υγρή μορφή της ασφάλτου, ένα σκουρόχρωμο μείγμα υδρογονανθράκων. (Βλέπε ΑΣΦΑΛΤΟΣ.) Η λέξη «πίσσα» αποτελεί μετάφραση της εβραϊκής λέξης ζέφεθ.
Η ορυκτή πίσσα είναι εξαιρετικά εύφλεκτη και, αν δεν τροφοδοτείται επαρκώς με αέρα, αναδίδει μεγάλες ποσότητες καπνού όταν καίγεται. Το γέμισμα των χειμάρρων του Εδώμ με πίσσα και η μετατροπή της γης του σε «καιόμενη πίσσα», με καπνό που θα ανέβαινε στον αιώνα, συνθέτουν μια επιτυχημένη εικόνα ολοσχερούς καταστροφής. (Ησ 34:9, 10) Αυτή η περιγραφή συμβάλλει επίσης στον προσδιορισμό της εν λόγω ουσίας, διότι ο Εδώμ βρισκόταν κοντά στη Νεκρά Θάλασσα, στις όχθες της οποίας ξεβράζεται μερικές φορές άσφαλτος ακόμη και σήμερα, προερχόμενη προφανώς από υποθαλάσσια πλέον ιζήματα.
Σύμφωνα με το εδάφιο Έξοδος 2:3, το κιβώτιο από πάπυρο όπου έκρυψαν τον Μωυσή ήταν αλειμμένο και «με άσφαλτο και [με] πίσσα». Ο Ιουδαίος σχολιαστής Ρασί πιθανολογούσε ότι αυτό σήμαινε με άσφαλτο από μέσα και με πίσσα από έξω. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, θα μπορούσε να σημαίνει ένα μείγμα από δύο μέρη της ίδιας βασικής ουσίας τα οποία έχουν όμως διαφορετική πυκνότητα. Λόγου χάρη, στο σύγγραμμα Η Γη και το Βιβλίο (The Land and the Book), ο Γ. Μ. Τόμσον πιθανολογεί ότι το εδάφιο Έξοδος 2:3 «αποκαλύπτει τη διαδικασία με την οποία παρασκεύαζαν την άσφαλτο. Το ορυκτό, όπως βρίσκεται σε αυτή τη χώρα, λιώνει αρκετά εύκολα από μόνο του. Στη συνέχεια, όμως, όταν κρυώσει, είναι εύθρυπτο σαν το γυαλί. Πρέπει να αναμειχθεί με πίσσα ενόσω λιώνει, οπότε σχηματίζει ένα σκληρό, υαλώδες κερί, τελείως αδιαπέραστο από το νερό». (Αναθεώρηση Τζ. Γκραντ, 1910, σ. 200) Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί τη σύνθετη λέξη ἀσφαλτόπισσα, εννοώντας ένα μείγμα ασφάλτου και πίσσας. Σε κάποια μέρη της Μέσης Ανατολής, η ορυκτή πίσσα χρησιμοποιούνταν ακόμη και πρόσφατα ως επίχρισμα σε ορισμένα σκάφη.