ΛΥΤΡΟ
Το αντίτιμο που καταβάλλεται για εξαγορά ή για την απαλλαγή από κάποια υποχρέωση ή ανεπιθύμητη κατάσταση. Η λέξη «λύτρο» μεταδίδει βασικά την ιδέα ενός αντίτιμου που καλύπτει (όπως όταν καταβάλλεται ένα ποσό για αποζημίωση ή για την ικανοποίηση της δικαιοσύνης), ενώ η λέξη «απολύτρωση» δίνει έμφαση στην απαλλαγή που επιτυγχάνεται με την καταβολή του λύτρου. Το σπουδαιότερο λυτρωτικό αντίτιμο είναι το χυμένο αίμα του Ιησού Χριστού, το οποίο κατέστησε δυνατή για τους απογόνους του Αδάμ την απελευθέρωση από την αμαρτία και το θάνατο.
Η εγγενής ομοιότητα ανάμεσα στις διάφορες λέξεις του πρωτότυπου εβραϊκού και ελληνικού κειμένου οι οποίες μεταφράζονται «λύτρο» και «απολυτρώνω» έγκειται στην ιδέα του αντίτιμου, δηλαδή του πολύτιμου πράγματος, που δίνεται για να επιτευχθεί η απολύτρωση. Η ιδέα της ανταλλαγής, καθώς επίσης της αντιστοιχίας, της ισοδυναμίας ή της αναπλήρωσης, είναι κοινή σε όλες αυτές τις λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι ένα πράγμα δίνεται αντί για κάποιο άλλο, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης και να αποκαταστήσει την ισορροπία.—Βλέπε ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ.
Αντίτιμο που Καλύπτει. Το εβραϊκό ουσιαστικό κόφερ προέρχεται από το ρήμα καφάρ, που βασικά σημαίνει «καλύπτω», όπως όταν ο Νώε κάλυψε την κιβωτό με πίσσα. (Γε 6:14) Ωστόσο, το ρήμα καφάρ χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την ικανοποίηση της δικαιοσύνης μέσω της κάλυψης των αμαρτιών ή της εξιλέωσης για αυτές. (Ψλ 65:3· 78:38· 79:8, 9) Το ουσιαστικό κόφερ αναφέρεται στο πράγμα που δίνεται για να επιτευχθεί αυτό, δηλαδή στο λυτρωτικό αντίτιμο. Κάτι που πετυχαίνει την κάλυψη αντιστοιχεί σε αυτό που καλύπτει, είτε ως προς τη μορφή (όπως συμβαίνει με ένα κατά γράμμα καπάκι, παραδείγματος χάρη το «κάλυμμα [καππόρεθ]» της κιβωτού της διαθήκης· Εξ 25:17-22) είτε ως προς την αξία (όπως συμβαίνει στην καταβολή αποζημίωσης).
Ως μέσο για την εξισορρόπηση της δικαιοσύνης και για την τακτοποίηση των ζητημάτων με το λαό του τον Ισραήλ, ο Ιεχωβά, στη διαθήκη του Νόμου, καθόρισε διάφορες θυσίες και προσφορές με σκοπό να γίνεται εξιλέωση για τις αμαρτίες, δηλαδή κάλυψη των αμαρτιών, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι αμαρτίες των ιερέων και των Λευιτών (Εξ 29:33-37· Λευ 16:6, 11), οι αμαρτίες άλλων ατόμων ή του έθνους συνολικά (Λευ 1:4· 4:20, 26, 31, 35), καθώς επίσης με σκοπό να εξαγνίζεται το θυσιαστήριο και η σκηνή της μαρτυρίας, ώστε να γίνεται εξιλέωση για αυτά εξαιτίας των αμαρτιών του λαού που τα περιέβαλλε. (Λευ 16:16-20) Στην ουσία, η ζωή του ζώου που θυσιαζόταν έπαιρνε τη θέση της ζωής του αμαρτωλού ανθρώπου, καθώς το αίμα του ζώου έκανε εξιλέωση πάνω στο θυσιαστήριο του Θεού—στον εφικτό βαθμό βέβαια. (Λευ 17:11· παράβαλε Εβρ 9:13, 14· 10:1-4.) Η «ημέρα της εξιλέωσης [γιωμ χακκιππουρίμ]» θα μπορούσε εξίσου ορθά να ονομαστεί «ημέρα των λύτρων». (Λευ 23:26-28) Αυτές οι θυσίες ήταν αναγκαίες προκειμένου να έχει και να διατηρεί το έθνος και η λατρεία του την αποδοχή και την επιδοκιμασία του δίκαιου Θεού.
Κάτι που δείχνει παραστατικά την έννοια του απολυτρωτικού ανταλλάγματος είναι ο νόμος σχετικά με τον ταύρο που ήταν γνωστό ότι κεράτιζε. Αν ο ιδιοκτήτης του άφηνε τον ταύρο να κυκλοφορεί ελεύθερος και εκείνος σκότωνε κάποιον, ο ιδιοκτήτης έπρεπε να θανατωθεί, πληρώνοντας με τη ζωή του τη ζωή του σκοτωμένου ανθρώπου. Ωστόσο, εφόσον ο ίδιος δεν είχε σκοτώσει εσκεμμένα ή άμεσα κάποιον, αν οι κριτές θεωρούσαν κατάλληλο να του επιβάλουν «λύτρο [κόφερ]» αντί της θανατικής ποινής, τότε έπρεπε να καταβάλει το απολυτρωτικό αντίτιμο. Το ποσό που καθοριζόταν και καταβαλλόταν θεωρούνταν ότι έπαιρνε τη θέση της δικής του ζωής σε αποζημίωση για τη ζωή που είχε χαθεί. (Εξ 21:28-32· παράβαλε Δευ 19:21.) Αντίθετα, κανένα λύτρο δεν γινόταν αποδεκτό για τον εκούσιο δολοφόνο. Μόνο η ζωή του μπορούσε να καλύψει το θάνατο του θύματος. (Αρ 35:31-33) Επειδή προφανώς μια απογραφή περιλάμβανε ζωές, όποτε απογράφονταν οι Ισραηλίτες, έπρεπε να δίνεται για κάθε άρρενα πάνω από 20 χρονών λύτρο (κόφερ) μισού σίκλου ($1,10) για την ψυχή του στον Ιεχωβά, το δε αντίτιμο ήταν ίδιο είτε το άτομο ήταν πλούσιο είτε φτωχό.—Εξ 30:11-16.
Εφόσον οποιαδήποτε ανισορροπία στη δικαιοσύνη δυσαρεστεί τον Θεό, αλλά και τους ανθρώπους, το λύτρο, ή αλλιώς αυτό που δινόταν προς κάλυψη, μπορούσε επιπλέον να αποτρέψει ή να κατευνάσει το θυμό. (Παράβαλε Ιερ 18:23· επίσης Γε 32:20, όπου η λέξη «εξευμενίσω» αποδίδει το ρήμα καφάρ.) Ωστόσο, ο σύζυγος που είναι εξοργισμένος με τον άντρα ο οποίος μοίχευσε με τη σύζυγό του αρνείται οποιοδήποτε «λύτρο [κόφερ]». (Παρ 6:35) Η ίδια λέξη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με εκείνους που θα έπρεπε να εκτελέσουν κρίση αλλά, αντιθέτως, δέχονται “χρήματα για να δωροδοκηθούν [κόφερ]” ώστε να καλύψουν την αδικοπραγία που συνέβη μπροστά στα μάτια τους.—1Σα 12:3· Αμ 5:12.
Η Απολύτρωση ή Απελευθέρωση. Το εβραϊκό ρήμα παδάχ σημαίνει «απολυτρώνω», το δε συγγενικό ουσιαστικό πιδγιών σημαίνει «απολυτρωτικό αντίτιμο». (Εξ 21:30) Αυτές οι λέξεις προφανώς δίνουν έμφαση στην απελευθέρωση που επιτυγχάνεται με το απολυτρωτικό αντίτιμο, ενώ το ρήμα καφάρ τονίζει την ποιότητα ή το περιεχόμενο του αντίτιμου και την αποτελεσματικότητά του στην εξισορρόπηση της πλάστιγγας της δικαιοσύνης. Κάποιος μπορεί να απελευθερωθεί, ή αλλιώς να απολυτρωθεί (παδάχ), από τη δουλεία (Λευ 19:20· Δευ 7:8), από άλλες οδυνηρές ή καταπιεστικές συνθήκες (2Σα 4:9· Ιωβ 6:23· Ψλ 55:18) ή από το θάνατο και τον τάφο. (Ιωβ 33:28· Ψλ 49:15) Συχνά αναφέρεται ότι ο Ιεχωβά απολύτρωσε το έθνος του Ισραήλ από την Αίγυπτο ώστε αυτό να αποτελέσει «ατομική ιδιοκτησία» του (Δευ 9:26· Ψλ 78:42) και ότι τους απολύτρωσε από την ασσυριακή και τη βαβυλωνιακή εξορία πολλούς αιώνες αργότερα. (Ησ 35:10· 51:11· Ιερ 31:11, 12· Ζαχ 10:8-10) Και εδώ επίσης η απολύτρωση περιλάμβανε ένα αντίτιμο, ένα αντάλλαγμα. Όταν απολύτρωσε τον Ισραήλ από την Αίγυπτο, ο Ιεχωβά προφανώς ανάγκασε την Αίγυπτο να καταβάλει το αντίτιμο. Ο Ισραήλ ήταν στην ουσία ο «πρωτότοκος» του Θεού, και ο Ιεχωβά προειδοποίησε τον Φαραώ ότι η πεισματική του άρνηση να απελευθερώσει τον Ισραήλ θα είχε ως αποτέλεσμα να απαιτηθεί η ζωή του πρωτοτόκου του Φαραώ και των πρωτοτόκων όλης της Αιγύπτου—ανθρώπων και ζώων. (Εξ 4:21-23· 11:4-8) Παρόμοια, σε ανταπόδοση των όσων έκανε ο Κύρος, ο οποίος ανέτρεψε τη Βαβυλώνα και απελευθέρωσε τους Ιουδαίους από την εξορία τους, ο Ιεχωβά έδωσε την «Αίγυπτο ως λύτρο [τύπος της λέξης κόφερ] για [το λαό του], την Αιθιοπία και τη Σηβά» αντί για αυτούς. Αργότερα λοιπόν, η Περσική Αυτοκρατορία κατέκτησε αυτές τις περιοχές, και έτσι “δόθηκαν εθνότητες αντί για τις ψυχές των Ισραηλιτών”. (Ησ 43:1-4) Αυτές οι ανταλλαγές βρίσκονται σε αρμονία με τη θεόπνευστη διακήρυξη ότι «ο πονηρός είναι [ή αποτελεί] λύτρο [κόφερ] για τον δίκαιο· και αυτός που φέρεται δόλια παίρνει τη θέση εκείνων που είναι ευθείς».—Παρ 21:18.
Μια άλλη εβραϊκή λέξη σχετική με την απολύτρωση είναι το ρήμα γκα’άλ, το οποίο μεταδίδει πρωτίστως την ιδέα της ανάκτησης ή της εξαγοράς. (Ιερ 32:7, 8) Η ομοιότητά του με το ρήμα παδάχ φαίνεται από το γεγονός ότι χρησιμοποιείται παράλληλα με αυτό στο εδάφιο Ωσηέ 13:14: «Από το χέρι του Σιεόλ θα τους απολυτρώσω [τύπος του ρήματος παδάχ]· από το θάνατο θα τους ανακτήσω [τύπος του ρήματος γκα’άλ]». (Παράβαλε Ψλ 69:18.) Το ρήμα γκα’άλ τονίζει το δικαίωμα της ανάκτησης ή της εξαγοράς, το οποίο μπορούσε να ασκήσει είτε ένας στενός συγγενής κάποιου ατόμου του οποίου η ιδιοκτησία ή ο ίδιος προσωπικά χρειαζόταν να εξαγοραστεί ή να ανακτηθεί είτε ο αρχικός ιδιοκτήτης ή πωλητής. Γι’ αυτό, ένας στενός συγγενής, ο αποκαλούμενος γκο’έλ, ενεργούσε ως «εξαγοραστής» (Ρθ 2:20· 3:9, 13) ή, σε περιπτώσεις δολοφονίας, ως “εκδικητής του αίματος”.—Αρ 35:12.
Ο Νόμος προέβλεπε ότι αν ένας φτωχός Ισραηλίτης αναγκαζόταν από τις περιστάσεις να πουλήσει τη γη που είχε κληρονομήσει, το σπίτι του στην πόλη ή ακόμη και τον εαυτό του σε δουλεία, “ένας εξαγοραστής που ήταν στενός συγγενής του”, δηλαδή γκο’έλ, είχε το δικαίωμα να «ξαναγοράσει [γκα’άλ] αυτά που πούλησε ο αδελφός του» ή ο ίδιος ο πωλητής μπορούσε να το κάνει αυτό αν έβρισκε τα χρήματα. (Λευ 25:23-27, 29-34, 47-49· παράβαλε Ρθ 4:1-15.) Αν κάποιος πρόσφερε με ευχή στον Θεό ένα σπίτι ή έναν αγρό και κατόπιν επιθυμούσε να τα ξαναγοράσει, έπρεπε να πληρώσει το ποσό στο οποίο είχε εκτιμηθεί η αξία αυτής της ιδιοκτησίας συν το ένα πέμπτο αυτής της υπολογισμένης αξίας. (Λευ 27:14-19) Ωστόσο, δεν μπορούσε να δοθεί αντάλλαγμα για οτιδήποτε ήταν “αφιερωμένο στην καταστροφή”.—Λευ 27:28, 29.
Σε περίπτωση δολοφονίας, ο δολοφόνος δεν έβρισκε άσυλο στις προσδιορισμένες πόλεις καταφυγίου αλλά, μετά τη δικαστική ακρόαση, οι κριτές τον παρέδιδαν στον «εκδικητή [γκο’έλ] του αίματος», έναν στενό συγγενή του θύματος, ο οποίος τον θανάτωνε. Εφόσον απαγορευόταν να δοθεί «λύτρο [κόφερ]» για το δολοφόνο και εφόσον ο στενός συγγενής που είχε το δικαίωμα της εξαγοράς δεν μπορούσε να ανακτήσει τη ζωή του νεκρού συγγενή του, δικαιωματικά αυτός απαιτούσε τη ζωή εκείνου ο οποίος είχε αφαιρέσει τη ζωή του συγγενή του δολοφονώντας τον.—Αρ 35:9-32· Δευ 19:1-13.
Όχι Πάντα Υλικό Αντίτιμο. Όπως καταδείχτηκε, ο Ιεχωβά “απολύτρωσε” (παδάχ) ή “ανέκτησε” (γκα’άλ) τον Ισραήλ από την Αίγυπτο. (Εξ 6:6· Ησ 51:10, 11) Μεταγενέστερα, επειδή οι Ισραηλίτες «πουλούσαν τον εαυτό τους στο να πράττουν το κακό» (2Βα 17:16, 17), ο Ιεχωβά σε αρκετές περιπτώσεις τους “πούλησε στα χέρια των εχθρών τους”. (Δευ 32:30· Κρ 2:14· 3:8· 10:7· 1Σα 12:9) Η μετάνοιά τους τον υποκινούσε να τους αγοράζει ξανά, ή αλλιώς να τους ανακτά, από τη στενοχώρια ή την εξορία (Ψλ 107:2, 3· Ησ 35:9, 10· Μιχ 4:10), επιτελώντας έτσι το έργο ενός Γκο’έλ, ενός Εξαγοραστή που συγγένευε με αυτούς, εφόσον είχε πάρει το έθνος ως σύζυγό του. (Ησ 43:1, 14· 48:20· 49:26· 50:1, 2· 54:5-7) Όταν ο Ιεχωβά τούς “πουλούσε”, δεν εισέπραττε κάποια υλική αμοιβή από τα ειδωλολατρικά έθνη. Η πληρωμή του συνίστατο στην ικανοποίηση της δικαιοσύνης του και στην εκπλήρωση του σκοπού που είχε να τους διορθώσει και να τους διαπαιδαγωγήσει για το στασιασμό και την ασέβειά τους.—Παράβαλε Ησ 48:17, 18.
Παρόμοια, όταν ο Θεός τούς “εξαγόραζε”, δεν κατέβαλλε κατ’ ανάγκην κάποιο υλικό αντίτιμο. Όταν ο Ιεχωβά εξαγόρασε τους Ισραηλίτες που ήταν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, ο Κύρος τούς απελευθέρωσε με τη θέλησή του, χωρίς υλική αποζημίωση στη διάρκεια της ζωής του. Ωστόσο, όταν ο Ιεχωβά απολύτρωνε το λαό του από καταδυναστευτικά έθνη που είχαν ενεργήσει με μοχθηρία εναντίον του Ισραήλ, απαιτούσε να καταβάλουν οι ίδιοι οι δυνάστες το αντίτιμο, αναγκάζοντάς τους να πληρώσουν με την ίδια τους τη ζωή. (Παράβαλε Ψλ 106:10, 11· Ησ 41:11-14· 49:26.) Όταν ο λαός του βασιλείου του Ιούδα “πουλήθηκε”, με άλλα λόγια παραδόθηκε, στους Βαβυλωνίους, ο Ιεχωβά δεν εισέπραξε κάποια προσωπική αποζημίωση. Οι δε εκτοπισμένοι Ιουδαίοι δεν κατέβαλαν χρήματα είτε στους Βαβυλωνίους είτε στον Ιεχωβά για να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Πουλήθηκαν «δωρεάν» και εξαγοράστηκαν «χωρίς χρήματα». Συνεπώς, ο Ιεχωβά δεν χρειαζόταν να δώσει στους αιχμαλωτιστές τους κάτι ως αντικαταβολή ώστε να επέλθει εξισορρόπηση. Αντιθέτως, πραγματοποιούσε την εξαγορά με τη δύναμη του “αγίου βραχίονά του”.—Ησ 52:3-10· Ψλ 77:14, 15.
Επομένως, ο ρόλος του Ιεχωβά ως Γκο’έλ περιλάμβανε την εκδίκηση για τις αδικίες που είχαν γίνει στους υπηρέτες του και απέφερε την απαλλαγή του δικού του ονόματος από τις κατηγορίες όσων χρησιμοποιούσαν τη στενοχώρια του Ισραήλ ως δικαιολογία για να τον ονειδίζουν. (Ψλ 78:35· Ησ 59:15-20· 63:3-6, 9) Ως ο Μεγαλειώδης Συγγενής και Λυτρωτής τόσο του έθνους συνολικά όσο και των μελών του ατομικά, χειριζόταν τη «δικαστική τους υπόθεση» για να αποδώσει δικαιοσύνη.—Ψλ 119:153, 154· Ιερ 50:33, 34· Θρ 3:58-60· παράβαλε Παρ 23:10, 11.
Μολονότι ο Ιώβ έζησε προτού υπάρξει το έθνος του Ισραήλ και δεν ανήκε σε αυτό, ενόσω ταλαιπωρούνταν από την ασθένεια, είπε: «Εγώ γνωρίζω καλά ότι ο λυτρωτής μου ζει και ότι θα έρθει έπειτα από εμένα και θα εγερθεί πάνω από το χώμα». (Ιωβ 19:25· παράβαλε Ψλ 69:18· 103:4.) Ακολουθώντας το παράδειγμα του ίδιου του Θεού, ο βασιλιάς του Ισραήλ έπρεπε να ενεργεί ως εξαγοραστής για χάρη των ασήμαντων και των φτωχών του έθνους.—Ψλ 72:1, 2, 13, 14.
Ο Ρόλος του Χριστού Ιησού ως Λυτρωτή. Οι παραπάνω πληροφορίες θέτουν τη βάση για την κατανόηση του λύτρου που παρασχέθηκε για το ανθρώπινο γένος μέσω του Γιου του Θεού, του Χριστού Ιησού. Η ανάγκη του ανθρωπίνου γένους για λύτρο προέκυψε λόγω του στασιασμού στην Εδέμ. Ο Αδάμ πούλησε τον εαυτό του στο να κάνει το κακό για να συνεχίσει να απολαμβάνει ιδιοτελώς τη συντροφιά της συζύγου του, η οποία ήταν τώρα αμαρτωλή παραβάτισσα, και ως εκ τούτου απέκτησε και αυτός την ίδια καταδικασμένη υπόσταση με εκείνη ενώπιον του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο, πούλησε τον εαυτό του και τους απογόνους του σε δουλεία στην αμαρτία και στο θάνατο—το αντίτιμο που απαιτούσε η δικαιοσύνη του Θεού. (Ρω 5:12-19· παράβαλε Ρω 7:14-25.) Αν και προηγουμένως κατείχε ανθρώπινη τελειότητα, ο Αδάμ έχασε αυτό το πολύτιμο απόκτημα για τον εαυτό του και για όλους τους απογόνους του.
Ο Νόμος, ο οποίος είχε «σκιά των καλών μελλοντικών πραγμάτων», προέβλεπε θυσίες ζώων για την κάλυψη των αμαρτιών. Αυτή η κάλυψη, όμως, ήταν απλώς συμβολική ή ενδεικτική, εφόσον αυτά τα ζώα ήταν κατώτερα από τον άνθρωπο και επομένως δεν ήταν «δυνατόν το αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρεί [πραγματικά] αμαρτίες», όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος. (Εβρ 10:1-4) Για αυτές τις εξεικονιστικές θυσίες έπρεπε να χρησιμοποιούνται ζώα άψογα και τέλεια. (Λευ 22:21) Επομένως, η πραγματική λυτρωτική θυσία, ο άνθρωπος που θα ήταν όντως ικανός να απομακρύνει τις αμαρτίες, θα έπρεπε να είναι επίσης τέλειος και άψογος. Ο άνθρωπος αυτός θα έπρεπε να αντιστοιχεί στον τέλειο Αδάμ και να κατέχει ανθρώπινη τελειότητα προκειμένου να πληρώσει το απολυτρωτικό αντίτιμο που θα ελευθέρωνε τους απογόνους του Αδάμ από το χρέος, την ανεπάρκεια και τη δουλεία στην οποία τους πούλησε ο πρώτος πατέρας τους, ο Αδάμ. (Παράβαλε Ρω 7:14· Ψλ 51:5.) Μόνο έτσι θα μπορούσε να ικανοποιήσει την τέλεια δικαιοσύνη του Θεού η οποία απαιτεί ανταπόδοση των ίσων, «ψυχή αντί ψυχής».—Εξ 21:23-25· Δευ 19:21.
Η αυστηρότητα της δικαιοσύνης του Θεού καθιστούσε αδύνατον για την ανθρωπότητα να προμηθεύσει η ίδια τον λυτρωτή της. (Ψλ 49:6-9) Με αυτόν τον τρόπο, όμως, μεγαλύνθηκε η αγάπη και το έλεος του Θεού, εφόσον αυτός εκπλήρωσε τις δικές του απαιτήσεις με τεράστιο κόστος για τον εαυτό του, δίνοντας τη ζωή του ίδιου του Γιου του για να προμηθεύσει το απολυτρωτικό αντίτιμο. (Ρω 5:6-8) Αυτό σήμαινε ότι ο Γιος του έπρεπε να γίνει άνθρωπος για να αντιστοιχεί στον τέλειο Αδάμ. Ο Θεός το επιτέλεσε αυτό μεταφέροντας τη ζωή του Γιου του από τον ουρανό στη μήτρα της Ιουδαίας παρθένας Μαρίας. (Λου 1:26-37· Ιωα 1:14) Εφόσον ο Ιησούς δεν όφειλε τη ζωή του σε κανέναν ανθρώπινο πατέρα, απόγονο του αμαρτωλού Αδάμ, και εφόσον το άγιο πνεύμα του Θεού “επισκίασε” τη Μαρία, προφανώς από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι τη γέννησή του, ο Ιησούς γεννήθηκε χωρίς καμιά κληρονομιά αμαρτίας ή ατέλειας και ήταν, σαν να λέγαμε, “ένα αρνί που δεν είχε ψεγάδια και κηλίδες”, του οποίου το αίμα μπορούσε να αποδειχτεί αποδεκτή θυσία. (Λου 1:35· Ιωα 1:29· 1Πε 1:18, 19) Ο Ιησούς παρέμεινε σε αυτή την αναμάρτητη κατάσταση σε όλη του τη ζωή και έτσι δεν έχασε τα προσόντα για αυτή τη θέση. (Εβρ 4:15· 7:26· 1Πε 2:22) Ως “συμμέτοχος σε αίμα και σάρκα”, ήταν στενός συγγενής της ανθρωπότητας και είχε το πολύτιμο πράγμα—την ίδια την τέλεια ζωή του που διατηρήθηκε αγνή μέσα από δοκιμασίες ακεραιότητας—με το οποίο μπορούσε να εξαγοράσει το ανθρώπινο γένος, να το απελευθερώσει.—Εβρ 2:14, 15.
Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές καθιστούν σαφές ότι η απελευθέρωση από την αμαρτία και το θάνατο επιτυγχάνεται πράγματι με την καταβολή ενός αντίτιμου. Οι Χριστιανοί λέγεται ότι “αγοράστηκαν με κάποιο αντίτιμο” (1Κο 6:20· 7:23) και ότι έχουν έναν «ιδιοκτήτη που τους αγόρασε» (2Πε 2:1), ο δε Ιησούς παρουσιάζεται ως το Αρνί το οποίο “σφάχτηκε και με το αίμα του αγόρασε άτομα για τον Θεό από κάθε φυλή και γλώσσα και έθνος”. (Απ 5:9) Σε αυτές τις περικοπές, το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιεί το ρήμα ἀγοράζω, το οποίο σημαίνει ό,τι και σήμερα, δηλαδή «προμηθεύομαι κάτι με χρήματα στην αγορά». Το συγγενικό ρήμα ἐξαγοράζω (απελευθερώνω μέσω εξαγοράς) το χρησιμοποιεί ο Παύλος για να δείξει ότι ο Χριστός απελευθέρωσε «με εξαγορά εκείνους που ήταν κάτω από νόμο» μέσω του θανάτου του στο ξύλο. (Γα 4:5· 3:13) Αλλά η ιδέα της απολύτρωσης εκφράζεται συχνότερα και πληρέστερα από τη λέξη λύτρον του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου και από συγγενικές λέξεις.
Τη λέξη λύτρον (από το ρήμα λύω, που σημαίνει «λύνω, ελευθερώνω») τη χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες συγγραφείς αναφερόμενοι ιδιαίτερα στο αντίτιμο που πληρωνόταν για την απολύτρωση αιχμαλώτων πολέμου ή για την απελευθέρωση ομήρων ή δούλων. (Παράβαλε Εβρ 11:35.) Στις δύο περιπτώσεις που χρησιμοποιείται στη Γραφή, αναφέρεται στο ότι ο Χριστός έδωσε «την ψυχή του λύτρο σε αντάλλαγμα για πολλούς». (Ματ 20:28· Μαρ 10:45) Η συγγενική λέξη ἀντίλυτρον εμφανίζεται στο εδάφιο 1 Τιμόθεο 2:6. Το Ελληνικό και Αγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Greek and English Lexicon to the New Testament), του Πάρκχερστ, ορίζει αυτή τη λέξη ως εξής: «λύτρο, απολυτρωτικό αντίτιμο ή, ακριβέστερα, αντίστοιχο λύτρο». Ο λεξικογράφος παραθέτει τα λεγόμενα του Υπέριου: «Αυτή η λέξη ορίζει ορθά το αντίτιμο με το οποίο απολυτρώνονται οι αιχμάλωτοι από τον εχθρό. Επίσης, το είδος της ανταλλαγής κατά την οποία η ζωή κάποιου απολυτρώνεται με τη ζωή ενός άλλου». Και καταλήγει λέγοντας: «Έτσι λοιπόν, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το ρήμα [ἀντιλυτρόω] για την απολύτρωση ζωής με ζωή». (Λονδίνο, 1845, σ. 47) Συνεπώς, ο Χριστός «έδωσε τον εαυτό του αντίστοιχο λύτρο για όλους». (1Τι 2:5, 6) Άλλες συγγενικές λέξεις είναι το ρήμα λυτρόομαι, «ελευθερώνω με λύτρο» (Τιτ 2:14· 1Πε 1:18, 19), και το ουσιαστικό ἀπολύτρωσις, «απελευθέρωση με λύτρο». (Εφ 1:7, 14· Κολ 1:14) Η ομοιότητα της χρήσης αυτών των λέξεων με τη χρήση των εβραϊκών όρων που εξετάστηκαν είναι καταφανής. Περιγράφουν, όχι μια συνηθισμένη εξαγορά ή απελευθέρωση, αλλά μια απολύτρωση, μια απελευθέρωση που πραγματοποιείται με την καταβολή αντίστοιχου τιμήματος.
Μολονότι η λυτρωτική θυσία του Χριστού είναι διαθέσιμη σε όλους, δεν γίνεται αποδεκτή από όλους, και η «οργή του Θεού μένει» πάνω σε εκείνους που δεν τη δέχονται, όπως επίσης έρχεται και πάνω σε εκείνους που αρχικά δέχονται αυτή την προμήθεια και στη συνέχεια στρέφονται μακριά της. (Ιωα 3:36· Εβρ 10:26-29· αντιπαράβαλε Ρω 5:9, 10.) Αυτά τα άτομα δεν ελευθερώνονται από την υποδούλωση στη Βασίλισσα Αμαρτία και στον Βασιλιά Θάνατο. (Ρω 5:21) Υπό το Νόμο, ο εκούσιος δολοφόνος δεν μπορούσε να απολυτρωθεί. Ο Αδάμ, ενεργώντας εκούσια, έφερε το θάνατο σε όλο το ανθρώπινο γένος, άρα έγινε δολοφόνος. (Ρω 5:12) Επομένως, η θυσιασμένη ζωή του Ιησού δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό ως λύτρο για τον αμαρτωλό Αδάμ.
Ωστόσο, ο Θεός ευαρεστείται να δέχεται την εφαρμογή του λύτρου στην εξαγορά όσων απογόνων του Αδάμ επωφελούνται από αυτή την απελευθέρωση. Σύμφωνα με τα λόγια του Παύλου, «όπως μέσω της ανυπακοής του ενός ανθρώπου πολλοί καταστάθηκαν αμαρτωλοί, παρόμοια και μέσω της υπακοής του ενός πολλοί θα κατασταθούν δίκαιοι». (Ρω 5:18, 19) Όταν ο Αδάμ αμάρτησε και καταδικάστηκε σε θάνατο, οι απόγονοί του, ή αλλιώς η φυλή του, ήταν όλοι αγέννητοι στην οσφύ του και έτσι πέθαναν όλοι μαζί του. (Παράβαλε Εβρ 7:4-10.) Ο Ιησούς, ως τέλειος άντρας, «ο τελευταίος Αδάμ» (1Κο 15:45), είχε στην οσφύ του μια αγέννητη φυλή, δηλαδή αγέννητους απογόνους, και όταν πέθανε αθώος ως τέλεια ανθρώπινη θυσία, αυτή η εν δυνάμει ανθρώπινη φυλή πέθανε μαζί του. Ο Ιησούς, με τη θέλησή του, δεν είχε δημιουργήσει δική του οικογένεια μέσω φυσικής αναπαραγωγής. Απεναντίας, χρησιμοποιεί την εξουσία που του έχει παραχωρήσει ο Ιεχωβά με βάση το λύτρο του για να δίνει ζωή σε όλους όσους αποδέχονται αυτή την προμήθεια.—1Κο 15:45· παράβαλε Ρω 5:15-17.
Συνεπώς, ο Ιησούς αποδείχτηκε πράγματι «αντίστοιχο λύτρο», όχι για την απολύτρωση του ενός αμαρτωλού, του Αδάμ, αλλά για την απολύτρωση όλου του ανθρωπίνου γένους που κατάγεται από τον Αδάμ. Ο Ιησούς τούς εξαγόρασε ώστε να γίνουν οικογένειά του, παρουσιάζοντας την πλήρη αξία της λυτρωτικής του θυσίας στον Θεό της απόλυτης δικαιοσύνης στον ουρανό. (Εβρ 9:24) Με τον τρόπο αυτόν, αποκτάει μια Νύφη, μια ουράνια εκκλησία αποτελούμενη από τους ακολούθους του. (Παράβαλε Εφ 5:23-27· Απ 1:5, 6· 5:9, 10· 14:3, 4.) Κάποιες Μεσσιανικές προφητείες δείχνουν επίσης ότι θα έχει «απογόνους» ως «Αιώνιος Πατέρας». (Ησ 53:10-12· 9:6, 7) Για να είναι Αιώνιος Πατέρας, το λύτρο του πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερα άτομα από τα μέλη της “Νύφης” του. Εκτός, λοιπόν, από αυτούς που «αγοράστηκαν ανάμεσα από την ανθρωπότητα ως πρώτοι καρποί» για να αποτελέσουν αυτή την ουράνια εκκλησία, και άλλοι πρόκειται να ωφεληθούν από τη λυτρωτική θυσία του και να αποκτήσουν αιώνια ζωή μέσω της αφαίρεσης των αμαρτιών τους και της συνακόλουθης ατέλειας. (Απ 14:4· 1Ιω 2:1, 2) Εφόσον τα μέλη της ουράνιας εκκλησίας υπηρετούν με τον Χριστό ως ιερείς και βασιλιάδες που “κυβερνούν τη γη”, αυτοί οι άλλοι που λαβαίνουν τα οφέλη του λύτρου πρέπει να είναι επίγειοι υπήκοοι της Βασιλείας του Χριστού, και ως παιδιά “Αιώνιου Πατέρα” αποκτούν αιώνια ζωή. (Απ 5:10· 20:6· 21:2-4, 9, 10· 22:17· παράβαλε Ψλ 103:2-5.) Η όλη διευθέτηση φανερώνει τη σοφία και τη δικαιοσύνη που εκδηλώνει ο Ιεχωβά καθώς εξισορροπεί τέλεια την πλάστιγγα της δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα δείχνει παρ’ αξία καλοσύνη και συγχωρεί αμαρτίες.—Ρω 3:21-26.