ΝΙΝΕΥΗ
(Νινευή).
Πόλη της Ασσυρίας την οποία ίδρυσε ο Νεβρώδ, ένας «κραταιός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά». Μαζί με τη Ρεχωβώθ-Ιρ, τη Χαλάχ και τη Ρεσέν αποτελούσε τη «μεγάλη πόλη». (Γε 10:9, 11, 12· Μιχ 5:6) Πολύ καιρό αργότερα η Νινευή έγινε η πρωτεύουσα της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας και ως εκ τούτου «πόλη της αιματοχυσίας» (Να 3:1), επειδή οι Ασσύριοι διεξήγαν πολλούς κατακτητικούς πολέμους και κατέφευγαν σε κτηνώδεις μεθόδους θανάτωσης των αιχμάλωτων πολεμιστών. Αναμφίβολα, οι στρατιωτικές εκστρατείες συνέβαλαν τα μέγιστα στον πλούτο της πόλης. (Να 2:9) Η κύρια θεότητα της Νινευή φαίνεται ότι ήταν η Ιστάρ, θεά του έρωτα και του πολέμου.
Αρχαιολογικές Έρευνες. Το Κουγιουντζίκ και το Νέμπι Γιούνους («Προφήτης Ιωνάς»), δύο γήλοφοι που βρίσκονται στην ανατολική όχθη του ποταμού Τίγρη απέναντι από τη Μοσούλη, στο βόρειο Ιράκ, προσδιορίζουν τη θέση στην οποία βρισκόταν κάποτε η μεγάλη πόλη Νινευή. Σήμερα υπάρχει ένα χωριό στο Νέμπι Γιούνους με νεκροταφείο και τζαμί. Γι’ αυτόν το λόγο ο γήλοφος, κάτω από τον οποίο είναι θαμμένο ένα ανάκτορο του Εσάρ-αδδών, έχει εξερευνηθεί ελάχιστα. Ωστόσο, στο Κουγιουντζίκ οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως πολλά στοιχεία που πιστοποιούν το περασμένο μεγαλείο της Νινευή. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται χιλιάδες πινακίδες σφηνοειδούς γραφής από τη βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ καθώς και ερείπια των ανακτόρων του Σενναχειρείμ και του Ασσουρμπανιπάλ. Αυτά τα ανάκτορα ήταν εντυπωσιακά οικοδομήματα. Με βάση τα ευρήματά του, ο Σερ Όστεν Λέιαρντ έγραψε τα ακόλουθα:
«Το εσωτερικό του ασσυριακού ανακτόρου θα πρέπει να ήταν μεγαλοπρεπές και επιβλητικό μαζί. Ξενάγησα τον αναγνώστη ανάμεσα στα ερείπιά του ώστε να μπορεί να σχηματίσει ιδία άποψη για το τι εντύπωση αποσκοπούσαν να δημιουργήσουν οι αίθουσες του ανακτόρου στον ξένο που εκείνη την αρχαία εποχή έμπαινε πρώτη φορά στην κατοικία των Ασσύριων βασιλιάδων. Η είσοδος γινόταν μέσω μιας πύλης την οποία φρουρούσαν κολοσσιαία λιοντάρια ή ταύροι από λευκό αλάβαστρο. Στην πρώτη αίθουσα ο ξένος βρισκόταν περιτριγυρισμένος από την ανάγλυφη ιστορία της αυτοκρατορίας. Μάχες, πολιορκίες, θρίαμβοι, κυνηγετικά κατορθώματα, θρησκευτικές τελετουργίες απεικονίζονταν στους τοίχους με παραστάσεις σκαλισμένες σε αλάβαστρο και ζωγραφισμένες με υπέροχα χρώματα. Κάτω από κάθε εικόνα υπήρχαν εγχάρακτες επιγραφές, γραμμένες με ένθετους χαρακτήρες από λαμπερό χαλκό, που περιέγραφαν τις εικονιζόμενες σκηνές. Πάνω από τα ανάγλυφα υπήρχαν ζωγραφισμένες άλλες σκηνές—ο βασιλιάς με τη συνοδεία των ευνούχων του και των πολεμιστών του, ο βασιλιάς ενώ δέχεται τους αιχμαλώτους του, ενώ συνάπτει συμμαχίες με άλλους μονάρχες ή εκτελεί κάποιο ιερό καθήκον. Αυτές οι αναπαραστάσεις περιβάλλονταν από έγχρωμες, περίτεχνες, κομψές μπορντούρες. Τα εμβλήματά τους—το δέντρο, οι φτερωτοί ταύροι και τα τερατόμορφα ζώα—ήταν ευδιάκριτα στο διάκοσμο. Στο επάνω άκρο της αίθουσας εμφανιζόταν σε γιγαντιαίες διαστάσεις η μορφή του βασιλιά ο οποίος απέδιδε λατρεία στην υπέρτατη θεότητα ή λάβαινε από τον ευνούχο του το άγιο ποτήρι. Συνοδευόταν από πολεμιστές οπλοφόρους του και από τους ιερείς ή από επιβλέπουσες θεότητες. Τα ενδύματά του καθώς και αυτά των ακολούθων του ήταν στολισμένα με σχηματικά σύνολα διαφόρων μορφών, ζώων και λουλουδιών, όλα ζωγραφισμένα με λαμπερά χρώματα.
»Ο ξένος πατούσε πάνω σε αλαβάστρινες πλάκες, καθεμιά από τις οποίες έφερε μια επιγραφή με τους τίτλους, τη γενεαλογία και τα επιτεύγματα του μεγάλου βασιλιά. Διάφορες είσοδοι, τις οποίες σχημάτιζαν γιγάντια φτερωτά λιοντάρια ή ταύροι ή ομοιώματα θεοτήτων που θεωρούνταν φύλακες, οδηγούσαν σε άλλα διαμερίσματα τα οποία με τη σειρά τους οδηγούσαν σε ακόμη πιο μακρινές αίθουσες. Σε καθεμιά υπήρχαν και άλλα ανάγλυφα. Στους τοίχους μερικών αιθουσών απεικονίζονταν πομπές γιγάντιων μορφών—ένοπλων αντρών και ευνούχων που ακολουθούσαν το βασιλιά, πολεμιστών που ήταν φορτωμένοι με λάφυρα και οδηγούσαν αιχμαλώτους ή έφερναν δώρα και προσφορές στους θεούς. Στους τοίχους άλλων αιθουσών απεικονίζονταν οι φτερωτοί ιερείς ή επιβλέπουσες θεότητες να στέκονται μπροστά από τα ιερά δέντρα.
»Τα ταβάνια που αντίκριζε ο ξένος χωρίζονταν σε τετράγωνα τμήματα τα οποία ήταν ζωγραφισμένα με λουλούδια ή έφεραν αναπαραστάσεις ζώων. Ορισμένα ήταν διακοσμημένα με ένθετο ελεφαντόδοντο, και το κάθε τμήμα πλαισιωνόταν από κομψές μπορντούρες και κορνίζες. Τα δοκάρια, όπως και οι πλαϊνοί τοίχοι των αιθουσών, ίσως ήταν διακοσμημένα, ή ακόμη και επενδυμένα, με χρυσάφι και ασήμι, ενώ τα σπανιότερα είδη ξύλου, μεταξύ των οποίων ο κέδρος κατείχε περίοπτη θέση, είχαν χρησιμοποιηθεί για τις ξύλινες επιφάνειες. Τετράγωνα ανοίγματα στα ταβάνια των δωματίων άφηναν να μπαίνει το φως της ημέρας».—Η Νινευή και τα Απομεινάρια Της (Nineveh and Its Remains), 1856, Μέρος Β΄, σ. 207-209.
Την Εποχή του Ιωνά. Ο Ιωνάς, προφήτης του Ιεχωβά κατά τον ένατο αιώνα Π.Κ.Χ., εξήγγειλε ότι πλησίαζε συμφορά για τη Νινευή εξαιτίας της πονηρίας των κατοίκων της. Ωστόσο, επειδή ο λαός, περιλαμβανομένου και του βασιλιά, μετανόησε, ο Ιεχωβά δεν κατέστρεψε την πόλη. (Ιων 1:1, 2· 3:2, 5-10) Εκείνη την εποχή η Νινευή ήταν μια μεγάλη πόλη «η οποία εκτεινόταν σε απόσταση οδοιπορίας τριών ημερών». (Ιων 3:3) Ο πληθυσμός της αριθμούσε πάνω από 120.000 ανθρώπους. (Ιων 4:11) Αυτή η Βιβλική περιγραφή δεν συγκρούεται με τα αρχαιολογικά στοιχεία. Ο Αντρέ Παρό, Γενικός Έφορος των Γαλλικών Εθνικών Μουσείων, παρατήρησε:
«Ακριβώς όπως σήμερα το τμήμα του Λονδίνου που περικλείεται από τα αρχαία του όρια διαφέρει πολύ από το λεγόμενο “ευρύτερο Λονδίνο”—ένας όρος που περιλαμβάνει και τα προάστια και υποδηλώνει πολύ μεγαλύτερη περιοχή—έτσι και τότε, εκείνοι που ζούσαν μακριά από την Ασσυρία ίσως εννοούσαν με τη λέξη “Νινευή” αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως “το ασσυριακό τρίγωνο” . . . το οποίο εκτείνεται από τη Χορσαμπάντ, στα βόρεια, ως τη Νιμρούντ, νότια, και μαζί με τους ενδιάμεσους οικισμούς που συνεχίζονται σχεδόν χωρίς διακοπή καλύπτει μια απόσταση είκοσι έξι μιλίων [42 χλμ.] περίπου . . . .
»Ο Φίλιξ Τζόουνς υπολόγισε ότι ο πληθυσμός της Νινευή πιθανόν να ανερχόταν σε 174.000 άτομα, και πολύ πρόσφατα, στις ανασκαφές της Νιμρούντ, ο Μ. Ε. Λ. Μαλόουαν ανακάλυψε μια στήλη του Ασσουρνασιρπάλ στην οποία αναφέρεται ότι αυτός παρέθεσε συμπόσιο σε 69.574 καλεσμένους—ένας εκπληκτικός αριθμός. Ο Μαλόουαν πιστεύει ότι, αν εξαιρέσουμε τους ξένους, ο πληθυσμός της Καλάχ (Νιμρούντ) πιθανόν να ήταν 65.000. Αλλά η Νινευή είναι διπλάσια σε έκταση από τη Νιμρούντ, και έτσι μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αριθμός που αναφέρεται στο εδάφιο Ιωνάς 4:11 επιβεβαιώνεται έμμεσα».—Η Νινευή και η Παλαιά Διαθήκη (Nineveh and the Old Testament), 1955, σ. 85, 86· βλέπε ΙΩΝΑΣ Αρ. 1· ΙΩΝΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ).
Η Καταστροφή της Αποτελεί Εκπλήρωση Προφητείας. Αν και μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά (Ματ 12:41· Λου 11:30, 32), οι Νινευίτες υπέπεσαν ξανά στα ίδια σφάλματα και επέστρεψαν στις πονηρές οδούς τους. Μερικά χρόνια μετά τη δολοφονία του Ασσύριου Βασιλιά Σενναχειρείμ στη Νινευή μέσα στον οίκο του θεού του τού Νισρώκ (2Βα 19:36, 37· Ησ 37:37, 38), ο Ναούμ (1:1· 2:8–3:19) και ο Σοφονίας (2:13-15) προείπαν την καταστροφή εκείνης της πονηρής πόλης. Οι προφητείες τους εκπληρώθηκαν όταν οι συνδυασμένες δυνάμεις του Ναβοπολασσάρ του βασιλιά της Βαβυλώνας και του Κυαξάρη του Μήδου πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Νινευή. Η πόλη προφανώς παραδόθηκε στις φλόγες, διότι πολλά ασσυριακά ανάγλυφα παρουσιάζουν φθορές ή αλλοιώσεις από φωτιά και καπνό. Σε σχέση με τη Νινευή, ένα βαβυλωνιακό χρονικό αναφέρει: «Πήραν αναρίθμητα λάφυρα από την πόλη και το ναό (και) μετέτρεψαν την πόλη σε σωρό ερειπίων». (Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά Χρονικά [Assyrian and Babylonian Chronicles], του Α. Γκρέισον, 1975, σ. 94· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 958) Μέχρι σήμερα, η Νινευή είναι έρημος τόπος, και την άνοιξη ποίμνια βόσκουν κοντά ή πάνω στο γήλοφο του Κουγιουντζίκ.
Χρονολογία της Πτώσης της Νινευή. Αν και η χρονολογία της πτώσης της Νινευή έχει χαθεί από τη σωζόμενη πινακίδα σφηνοειδούς γραφής που αφηγείται το περιστατικό, από τα συμφραζόμενα συνάγεται ότι πρόκειται για το 14ο έτος του Ναβοπολασσάρ. Είναι επίσης δυνατόν να προσδιοριστεί η καταστροφή της Νινευή με βάση τη Βιβλική χρονολόγηση των γεγονότων. Σύμφωνα με κάποιο βαβυλωνιακό χρονικό, οι Αιγύπτιοι ηττήθηκαν στη Χαρκεμίς το 21ο έτος της βασιλείας του Ναβοπολασσάρ. Η Αγία Γραφή δείχνει ότι αυτό έλαβε χώρα το τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, δηλαδή το 625 Π.Κ.Χ. (Ιερ 46:2) Επομένως, η κατάκτηση της Νινευή (περίπου εφτά χρόνια νωρίτερα) το 14ο έτος της βασιλείας του Ναβοπολασσάρ τοποθετείται στο έτος 632 Π.Κ.Χ.—Βλέπε ΑΣΣΥΡΙΑ (Η πτώση της αυτοκρατορίας).