ΟΠΛΑ, ΠΑΝΟΠΛΙΑ
Τα επιμέρους όπλα και ο γενικός οπλισμός μνημονεύονται συχνά στην Αγία Γραφή, αλλά δεν παρέχονται εκτενείς λεπτομέρειες για την κατασκευή και τη χρήση τους.
Ενώ ειδικά οι Εβραϊκές Γραφές αναφέρονται επανειλημμένα στη χρήση κατά γράμμα όπλων όπως το σπαθί, το δόρυ, η ασπίδα και άλλα, τονίζουν επίσης με συνέπεια πόσο αναγκαίο αλλά και επωφελές είναι το να εμπιστεύεται κανείς στον Ιεχωβά. (Γε 15:1· Ψλ 76:1-3· 115:9-11· 119:114· 144:2) Η εμπιστοσύνη σε Αυτόν ήταν φανερή στα λόγια του Δαβίδ προς τον Γολιάθ: «Εσύ έρχεσαι σε εμένα με σπαθί και με δόρυ και με ακόντιο· εγώ όμως έρχομαι σε εσένα με το όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων, του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ, που εσύ ενέπαιξες. Την ημέρα αυτή ο Ιεχωβά θα σε παραδώσει στο χέρι μου . . . Και όλη αυτή η σύναξη θα γνωρίσει ότι ούτε με σπαθί ούτε με δόρυ σώζει ο Ιεχωβά, επειδή του Ιεχωβά είναι η μάχη». (1Σα 17:45-47) Η εξάρτηση από το πνεύμα του Ιεχωβά και όχι από τη στρατιωτική δύναμη παρουσιάζεται ως απαραίτητη και αποτελεσματική. (Ζαχ 4:6) Επίσης, πιστοποιώντας την αγάπη του για τη συμβολική του σύζυγο, τη Σιών, ο Ιεχωβά έδωσε την εξής διαβεβαίωση: «Οποιοδήποτε όπλο κατασκευαστεί εναντίον σου δεν θα έχει επιτυχία . . . Αυτή είναι η κληρονομική ιδιοκτησία των υπηρετών του Ιεχωβά».—Ησ 54:17.
Η εβραϊκή λέξη κελί μπορεί να σημαίνει «όπλο», αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ένα «αντικείμενο», «σκεύος» ή “σύνεργο”. (Κρ 9:54· Λευ 13:49· Ιεζ 4:9· Αρ 35:16· Εκ 9:18· Λευ 6:28) Στον πληθυντικό αριθμό μπορεί να αναφέρεται στον «οπλισμό», όπως επίσης σε «αποσκευές», «αγαθά» και «υπάρχοντα». (1Σα 31:9· 10:22· 17:22· Γε 31:37· 45:20) Μια άλλη εβραϊκή λέξη που σημαίνει «όπλα» (νέσεκ) προέρχεται από τη ρίζα νασάκ, που σημαίνει «είμαι οπλισμένος». (1Βα 10:25· 1Χρ 12:2· 2Χρ 17:17) Στις Ελληνικές Γραφές, η λέξη ὅπλον είναι συγγενική της λέξης πανοπλία, που σημαίνει «όλος ο οπλισμός· η πλήρης αμυντική περιβολή».—Ιωα 18:3· Λου 11:22· Εφ 6:11.
Επιθετικά Όπλα. Σπαθί και ξιφίδιο. Η εβραϊκή λέξη χέρεβ αποδίδεται συνήθως «σπαθί», αλλά μπορεί επίσης να αποδοθεί “ξιφίδιο”, «καλέμι» και “μαχαίρι”. (Γε 3:24· 1Βα 18:28· Εξ 20:25· Ιη 5:2) Στις Εβραϊκές Γραφές το σπαθί είναι το συχνότερα αναφερόμενο επιθετικό αλλά και αμυντικό όπλο. Είχε λαβή και μεταλλική λεπίδα, η οποία μπορούσε να είναι ορειχάλκινη, χάλκινη, σιδερένια ή ατσάλινη. Τα σπαθιά τα χρησιμοποιούσαν για να κόβουν (1Σα 17:51· 1Βα 3:24, 25) και να τρυπούν. (1Σα 31:4) Μερικά σπαθιά ήταν κοντά, ενώ άλλα μακριά, με μονή ή διπλή κόψη. Οι αρχαιολόγοι διακρίνουν τα ξιφίδια από τα σπαθιά με βάση το μήκος, και το σημείο διαφοροποίησης είναι περίπου τα 40 εκ.
Γενικά το σπαθί το κρεμούσαν από τη ζώνη στην αριστερή πλευρά του σώματος (1Σα 25:13) και το έβαζαν, όπως και το ξιφίδιο, μέσα σε δερμάτινη θήκη. Το εδάφιο 2 Σαμουήλ 20:8 αφήνει περιθώρια για την πιθανότητα να μετακίνησε εσκεμμένα ο Ιωάβ το σπαθί του, έτσι ώστε αυτό να πέσει από τη θήκη του, και κατόπιν να το κράτησε απλώς στο χέρι του αντί να το βάλει ξανά μέσα στη θήκη. Ο ανυποψίαστος Αμασά ίσως νόμισε ότι το σπαθί είχε πέσει τυχαία, και δεν έδωσε σημασία. Αυτό αποδείχτηκε μοιραίο.
Η λέξη μάχαιρα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι αυτή που χρησιμοποιείται συνήθως στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αναφερόμενη στο σπαθί (Ματ 26:47), υπάρχει όμως και η λέξη ῥομφαία, που υποδηλώνει ένα «μακρύ σπαθί». (Απ 6:8) Το ότι οι μαθητές είχαν μαζί τους δύο σπαθιά τη νύχτα της προδοσίας του Ιησού δεν ήταν κάτι πρωτοφανές για εκείνη την εποχή (Λου 22:38), και μαρτυρείται ειδικά για τους Γαλιλαίους ότι δεν ήταν ασυνήθιστο να οπλοφορούν. (Βλέπε Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, του Φ. Ιώσηπου, Γ΄, 42 [iii, 2].) Τα λόγια του Ιησού στο εδάφιο Λουκάς 22:36: «Αυτός που δεν έχει σπαθί ας πουλήσει το εξωτερικό του ένδυμα και ας αγοράσει» δεν υποδείκνυαν ότι οι μαθητές του επρόκειτο να αρχίσουν να ζουν ριψοκίνδυνα. Απεναντίας, ο Ιησούς επιθυμούσε να έχουν μαζί τους οι ακόλουθοί του εκείνη τη νύχτα ένα σπαθί για να δείξει καθαρά ότι, αν και θα αντιμετώπιζαν καταστάσεις που θα μπορούσαν εύκολα να προκαλέσουν ένοπλη αντίσταση, εκείνος δεν είχε την πρόθεση να καταφύγει στο σπαθί, αλλά θα παραδιδόταν οικειοθελώς, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Έτσι λοιπόν, όταν ο Πέτρος όντως αντέδρασε και προσπάθησε να προβάλει ένοπλη αντίσταση, κόβοντας το αφτί του Μάλχου, ο Ιησούς τον διέταξε: «Επίστρεψε το σπαθί σου στη θέση του, γιατί όλοι εκείνοι που παίρνουν σπαθί θα αφανιστούν από σπαθί». (Ματ 26:52· Ιωα 18:10, 11) Ασφαλώς, το σπαθί του Πέτρου και το άλλο που ήταν διαθέσιμο δεν θα ωφελούσαν και πολύ απέναντι σε μια τόσο μεγάλη ομάδα οπλισμένων αντρών, και αν προσπαθούσαν να τα χρησιμοποιήσουν, θα είχαν αναμφίβολα “αφανιστεί από σπαθί”. (Ματ 26:47) Το σπουδαιότερο είναι ότι μια τέτοια απόπειρα απελευθέρωσης του Ιησού θα αποτύγχανε, εφόσον θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το σκοπό του Ιεχωβά Θεού. (Ματ 26:53, 54) Με αυτά τα δεδομένα, αργότερα την ίδια ημέρα ο Ιησούς μπορούσε να δηλώσει καθαρά στον Πιλάτο: «Αν η βασιλεία μου ήταν μέρος αυτού του κόσμου, οι υπηρέτες μου θα είχαν αγωνιστεί για να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Τώρα όμως, η βασιλεία μου δεν έχει αυτή την προέλευση».—Ιωα 18:36.
Δόρυ, κοντάρι και ακόντιο. Όπλα με τα οποία χτυπούσαν είτε από κοντά είτε από απόσταση και τα οποία αποτελούνταν από στέλεχος εφοδιασμένο με αιχμηρό άκρο ή κεφαλή. (1Σα 18:11· Κρ 5:8· Ιη 8:18· Ιωβ 41:26) Ποικίλα είδη τους χρησιμοποιούνταν από όλα τα έθνη της αρχαιότητας. Αυτά τα όπλα προσδιορίζονται από διάφορες εβραϊκές λέξεις, αλλά ο ακριβής διαχωρισμός μεταξύ τους είναι κάπως ασαφής.
Στις Εβραϊκές Γραφές το δόρυ (εβρ., χανίθ) ήταν προφανώς το μεγαλύτερο από αυτά τα τρία όπλα, αποτελούνταν δε από ένα μακρύ ξύλινο στέλεχος το οποίο κατέληγε συνήθως σε μια αιχμηρή πέτρινη ή μεταλλική κεφαλή. Ήταν δεύτερο σε σπουδαιότητα μετά το σπαθί. Ο γίγαντας Γολιάθ έφερε ένα δόρυ που η αιχμή του ζύγιζε “εξακόσιους σίκλους σίδερο” (6,8 κιλά) και είχε ένα ξύλινο στέλεχος «σαν το αντί εκείνων που δουλεύουν στον αργαλειό». (1Σα 17:7) Μερικά δόρατα είχαν στην πίσω άκρη ένα οξύ μεταλλικό πέλμα με το οποίο μπορούσε να καρφώνεται το δόρυ στο έδαφος. Επομένως, ο πολεμιστής είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά και αυτή την άκρη, εκτός από την αιχμή του δόρατος. (2Σα 2:19-23) Ένα δόρυ μπηγμένο στη γη υποδείκνυε πιθανώς το προσωρινό κατάλυμα ενός βασιλιά.—1Σα 26:7.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές το δόρυ (λόγχη, Κείμενο) αναφέρεται στο εδάφιο Ιωάννης 19:34, σύμφωνα με το οποίο, αφού πέθανε ο Ιησούς Χριστός, «ένας από τους στρατιώτες έμπηξε στην πλευρά του ένα δόρυ». Μιας και ο στρατιώτης ήταν Ρωμαίος, πιθανότατα χρησιμοποίησε το ρωμαϊκό pilum. Ένα τέτοιο όπλο είχε μήκος περίπου 1,8 μ. και σιδερένια κεφαλή που έφερε άγκιστρα και έφτανε μέχρι τη μέση του ξύλινου στελέχους.
Το κοντάρι (εβρ., ρόμαχ), όπλο με μακρύ στέλεχος και αιχμηρό άκρο, χρησιμοποιούνταν για διατρύπηση. (Αρ 25:7, 8) Ήταν συνηθισμένο όπλο των Εβραίων.
Το ακόντιο (εβρ., κιδών) είχε αιχμηρή μεταλλική κεφαλή και συνήθως το έριχναν από μακριά. Ήταν προφανώς μικρότερο και ελαφρύτερο από το κοινό δόρυ, γι’ αυτό και μπορούσαν να το κρατούν με απλωμένο το βραχίονα. (Ιη 8:18-26) Το ακόντιο το κουβαλούσαν συνήθως στην πλάτη, όχι στο χέρι.
Τόξο, βέλος και σαΐτα. Από την αρχαιότητα το τόξο (εβρ. κείμενο, κέσεθ· ελλ. κείμενο, τόξον) χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι και στον πόλεμο. (Γε 21:20· 27:3· 48:22· Απ 6:2) Ήταν καθιερωμένο όπλο μεταξύ των Ισραηλιτών (2Χρ 26:14, 15), εκείνων που πολεμούσαν για την Αίγυπτο (Ιερ 46:8, 9), των Ασσυρίων (Ησ 37:33) και των Μηδοπερσών.—Ιερ 50:14· 51:11· βλέπε επίσης ΤΟΞΟΤΗΣ.
Το «χάλκινο τόξο» που αναφέρεται πρέπει να εννοηθεί πιθανότατα ως ξύλινο τόξο επικαλυμμένο με χαλκό. (2Σα 22:35) Η έκφραση «λυγίζω το τόξο» (κατά κυριολεξία, «πατώ το τόξο») αναφέρεται στο πέρασμα της χορδής στο τόξο. (Ψλ 7:12· 37:14· Ιερ 50:14, 29) Αυτό μπορούσε να το κάνει κάποιος πατώντας σταθερά με το πόδι στη μέση του τόξου. Ή μπορούσε να συγκρατεί με το πόδι στο έδαφος τη μια άκρη του τόξου, στην οποία είχε περάσει τη χορδή, ενώ παράλληλα λύγιζε την άλλη άκρη για να περάσει σε αυτήν το ελεύθερο άκρο της χορδής.
Τα βέλη (εβρ. κείμενο, χετς· ελλ. κείμενο, βέλος [από τη ρίζα βάλλω, που σημαίνει «ρίχνω»]) φτιάχνονταν από καλάμια ή ελαφρύ ξύλο, και στις βάσεις τους έβαζαν συνήθως φτερά. Οι αιχμές των βελών φτιάχνονταν αρχικά από πυρόλιθο ή από κόκαλο και μεταγενέστερα από μέταλλο. Μερικές φορές έφτιαχναν τα βέλη ακιδωτά, τα βύθιζαν σε δηλητήριο (Ιωβ 6:4) ή τα κάλυπταν με κάποιο εύφλεκτο υλικό. (Ψλ 7:13) Όταν επρόκειτο για εμπρηστικό βέλος, τοποθετούσαν μέσα σε τρύπες που υπήρχαν στην άκρη της μεταλλικής αιχμής του στουπί μουσκεμένο σε λάδι, το οποίο και άναβαν όταν χρησιμοποιούσαν το βέλος. Σε μια δερμάτινη θήκη ή φαρέτρα τοποθετούσαν συνήθως 30 βέλη. Ασσυριακά ανάγλυφα δείχνουν ότι οι φαρέτρες που μεταφέρονταν πάνω στα άρματα περιείχαν 50 βέλη.—Παράβαλε Ησ 22:6.
Η σαΐτα (εβρ., μασσά‛) ήταν προφανώς ένα κοντό αιχμηρό βλήμα παρόμοιο με το βέλος. (Ιωβ 41:26) Η εβραϊκή λέξη σέλαχ, που αποδίδεται «βέλος», προέρχεται από τη ρίζα σαλάχ που σημαίνει «στέλνω (έξω)· απλώνω». (Ιωβ 20:25· Γε 8:8, 9· Εξ 9:15) Η εβραϊκή λέξη ζικκίμ υποδηλώνει «πύρινα βέλη» και είναι συγγενική της λέξης ζικώθ, που σημαίνει «σπίθες».—Παρ 26:18· Ησ 50:11.
Οι Ρωμαίοι έφτιαχναν σαΐτες από κοίλα καλάμια, στην κάτω πλευρά των οποίων, κάτω από την αιχμή, υπήρχε μια σιδερένια υποδοχή που μπορούσε να γεμίσει με καιόμενη νάφθα. Κατόπιν έριχναν τη σαΐτα από χαλαρό τόξο, εφόσον η εκτόξευσή της από τεντωμένο τόξο θα είχε ως αποτέλεσμα να σβήσει η φωτιά. Αν κάποιος προσπαθούσε να σβήσει ένα τέτοιο καταστροφικό βέλος με νερό, απλώς θα δυνάμωνε τη φλόγα, ενώ ο μόνος τρόπος για να το σβήσει ήταν να το σκεπάσει με χώμα. Ο απόστολος Παύλος χρησιμοποίησε τη λέξη βέλος όταν έγραψε για «τα πυρωμένα βέλη» που μπορεί κάποιος να σβήσει με τη μεγάλη ασπίδα της πίστης.—Εφ 6:16.
Σφεντόνα. Από τους αρχαίους χρόνους, η σφεντόνα (εβρ., κέλα‛) υπήρξε όπλο των βοσκών (1Σα 17:40) και των πολεμιστών. (2Χρ 26:14) Ήταν ένας δερμάτινος ιμάντας ή μια λωρίδα υφασμένη από τένοντες ζώων, βούρλα ή τρίχες. «Το κοίλωμα της σφεντόνας», ένα φαρδύτερο τμήμα στο κέντρο, συγκρατούσε το βλήμα. (1Σα 25:29) Το ένα άκρο της σφεντόνας μπορούσαν να το έχουν δεμένο στο χέρι ή στον καρπό, ενώ το άλλο το κρατούσαν στο χέρι και το ελευθέρωναν καθώς περιέστρεφαν τη σφεντόνα. Στριφογύριζαν τη γεμάτη σφεντόνα πάνω από το κεφάλι, ίσως αρκετές φορές, και μετά άφηναν ξαφνικά ελεύθερο το ένα άκρο της εκσφενδονίζοντας το βλήμα με μεγάλη δύναμη και ταχύτητα. Οι ομαλές, στρογγυλές πέτρες θεωρούνταν ιδιαίτερα κατάλληλες για τις σφεντόνες, αν και χρησιμοποιούνταν και άλλα βλήματα. (1Σα 17:40) Οι σφενδονιστές αποτελούσαν μόνιμο τμήμα των στρατευμάτων του Ιούδα (2Χρ 26:14) και του Ισραήλ.—2Βα 3:25.
Πολεμικό ρόπαλο, πολεμικό ραβδί και πολεμικός πέλεκυς. Το «πολεμικό ρόπαλο» ήταν προφανώς ένα βαρύ ρόπαλο που έφερε μερικές φορές μεταλλικές ακίδες. (Παρ 25:18) Το “πολεμικό ραβδί” ήταν μια ξύλινη ράβδος, ίσως με μεταλλική αιχμή, που χρησιμοποιούνταν ως όπλο. (Ιεζ 39:9) Ο πολεμικός πέλεκυς ήταν ένα όπλο που είχε συνήθως σχετικά κοντή λαβή, ξύλινη ή μεταλλική, και κεφαλή, πέτρινη ή μεταλλική, με κοφτερή λεπίδα. Έμμεση αναφορά στον πολεμικό πέλεκυ γίνεται με μεταφορική γλώσσα στο εδάφιο Ψαλμός 35:3, όπου ο Δαβίδ παρακαλεί τον Ιεχωβά: «Δράξε δόρυ και διπλό πέλεκυ για να αντιμετωπίσεις εκείνους που με καταδιώκουν».
Αμυντικά Όπλα και Πανοπλία. Για να προστατέψει το σώμα του από τα επιθετικά όπλα του εχθρού, ο στρατιώτης χρησιμοποιούσε διαφόρων ειδών ασπίδες και εξαρτήματα αμυντικού οπλισμού.
Ασπίδα. Φαρδύ κομμάτι του αμυντικού οπλισμού που χρησιμοποιούσαν όλα τα αρχαία έθνη. Η ασπίδα ήταν εφοδιασμένη με εσωτερική λαβή, και στη διάρκεια της μάχης ο πολεμιστής την κρατούσε—συνήθως στον αριστερό βραχίονα ή στο αριστερό χέρι—ενώ κατά τη διάρκεια της πορείας μπορεί να την κρεμούσε από ένα λουρί στον ώμο. Το εδάφιο Ησαΐας 22:6 αφήνει να εννοηθεί ότι μερικές ασπίδες μπορεί να διέθεταν κάλυμμα το οποίο αφαιρούνταν την ώρα της μάχης. Σε καιρό ειρήνης, οι ασπίδες πολλές φορές φυλάσσονταν σε οπλοστάσια.—Ασμ 4:4.
Οι ασπίδες που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ήταν συχνά ξύλινες με δερμάτινη επικάλυψη και μπορούσαν να καούν. (Ιεζ 39:9) Ενώ οι ξύλινες και οι δερμάτινες ασπίδες χρησιμοποιούνταν ευρέως, φαίνεται ότι οι μεταλλικές ήταν λιγότερο διαδεδομένες και χρησιμοποιούνταν κυρίως από ηγέτες, βασιλικούς φρουρούς ή ίσως για εθιμοτυπικούς σκοπούς. (2Σα 8:7· 1Βα 14:27, 28) Τις άλειβαν με λάδι για να τις κάνουν ευλύγιστες και αδιάβροχες, για να προστατέψουν το μέταλλο από τη σκουριά ή για να τις κάνουν λείες και γλιστερές. (2Σα 1:21) Οι δερμάτινες ασπίδες κοσμούνταν συχνά στο κέντρο τους με έναν βαρύ, μεταλλικό ομφαλό (ένα εξόγκωμα ή ένα πλατυκέφαλο καρφί), που παρείχε επιπρόσθετη προστασία.—Ιωβ 15:26.
Τη «μεγάλη ασπίδα» (εβρ., τσιννάχ) την κρατούσαν οι βαριά οπλισμένοι πεζικάριοι (2Χρ 14:8) και μερικές φορές ένας ασπιδοφόρος άντρας. (1Σα 17:7, 41) Ήταν είτε ωοειδής είτε ορθογώνια σαν πόρτα. Προφανώς, μια παρόμοια «μεγάλη ασπίδα» προσδιορίζεται και στο εδάφιο Εφεσίους 6:16 από τη λέξη θυρεός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου (παράγωγο της λέξης θύρα). Η τσιννάχ ήταν τόσο μεγάλη ώστε σκέπαζε ολόκληρο το σώμα. (Ψλ 5:12) Ενίοτε χρησιμοποιούνταν για το σχηματισμό συμπαγών γραμμών μάχης, από τις οποίες προεξείχαν τα κοντάρια. Η μεγάλη ασπίδα μνημονεύεται μερικές φορές μαζί με το κοντάρι ή το δόρυ εν είδει αναφοράς στα όπλα γενικά.—1Χρ 12:8, 34· 2Χρ 11:12.
Τη μικρότερη «ασπίδα» (εβρ., μαγέν) την κρατούσαν συνήθως οι τοξότες, και σχετίζεται συχνά με ελαφρά όπλα όπως το τόξο. Για παράδειγμα, τέτοιες ασπίδες κρατούσαν οι Βενιαμινίτες τοξότες της στρατιωτικής δύναμης του Βασιλιά Ασά του Ιούδα. (2Χρ 14:8) Η μικρότερη ασπίδα ήταν συνήθως στρογγυλή και πιο διαδεδομένη από τη μεγάλη, καθώς πιθανότατα χρησιμοποιούνταν κυρίως στη μάχη εκ του συστάδην. Το ότι οι ασπίδες που προσδιορίζονται από τις εβραϊκές λέξεις τσιννάχ και μαγέν διέφεραν σημαντικά ως προς το μέγεθος φαίνεται να υποδηλώνεται από τις χρυσές ασπίδες που έφτιαξε ο Σολομών, καθώς το χρυσάφι με το οποίο ήταν επικαλυμμένη η μεγάλη ασπίδα ήταν τετραπλάσιο από αυτό της μικρής. (1Βα 10:16, 17· 2Χρ 9:15, 16) Όπως η τσιννάχ, έτσι και η μαγέν φαίνεται ότι αποτελούσε εν μέρει ένα είδος αναφοράς στα όπλα του πολέμου γενικότερα.—2Χρ 14:8· 17:17· 32:5.
Η εβραϊκή λέξη σέλετ, που αποδίδεται “στρογγυλή ασπίδα”, εμφανίζεται εφτά φορές στις Εβραϊκές Γραφές και προφανώς προσδιορίζει μια ασπίδα παρόμοια με την πιο διαδεδομένη μαγέν, αφού χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αυτήν στο εδάφιο Άσμα Ασμάτων 4:4.
Περικεφαλαία. Στρατιωτικό κάλυμμα του κεφαλιού, σχεδιασμένο να προστατεύει τον πολεμιστή στη διάρκεια της μάχης, και ουσιώδες εξάρτημα της πανοπλίας. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «περικεφαλαία» είναι κωβά‛, ενώ η αντίστοιχη λέξη περικεφαλαία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει κατά κυριολεξία «γύρω από το κεφάλι».—1Σα 17:5, 38· Εφ 6:17.
Αρχικά, οι περικεφαλαίες των Ισραηλιτών ήταν πιθανότατα δερμάτινες. Αργότερα καλύπτονταν με χαλκό ή σίδηρο και φοριούνταν πάνω από μάλλινους, τσόχινους ή δερμάτινους σκούφους. Χάλκινες περικεφαλαίες χρησιμοποιούνταν στον Ισραήλ ήδη από τις ημέρες του Βασιλιά Σαούλ. (1Σα 17:38) Ενώ αρχικά οι περικεφαλαίες μπορεί να προορίζονταν αποκλειστικά για τους βασιλιάδες και για άλλους ηγέτες, αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως, ο δε Οζίας εξόπλισε με αυτές ολόκληρο το στρατό του.—2Χρ 26:14.
Οι Φιλισταίοι είχαν μεταλλικές περικεφαλαίες. Ο Γολιάθ φορούσε χάλκινη. (1Σα 17:5) Ο Ιεζεκιήλ ανέφερε τις περικεφαλαίες μιλώντας για τους Πέρσες, τους Αιθίοπες και άλλους.—Ιεζ 27:10· 38:5.
Φολιδωτός θώρακας. Προστατευτικός θώρακας που φορούσαν στη διάρκεια της μάχης. Ο φολιδωτός θώρακας (εβρ., σιργιών ή σιργιάν) αποτελούνταν από έναν υφασμάτινο ή δερμάτινο μανδύα που είχε στερεωμένα στην επιφάνειά του εκατοντάδες εφαπτόμενα κομματάκια μετάλλου (περίπου σαν λέπια ψαριού). Πολλές φορές κάλυπτε το στήθος, την πλάτη και τους ώμους, ενώ άλλοτε έφτανε μέχρι τα γόνατα ή και τους αστραγάλους.—1Σα 17:5.
Ο φολιδωτός θώρακας των Εβραίων ήταν συχνά δερμάτινος και καλυμμένος με μεταλλικά πλακίδια. Κατά συνέπεια, αυτός που τον φορούσε ήταν προστατευμένος σε μεγάλο βαθμό, αλλά παρ’ όλα αυτά τρωτός στα σημεία όπου συνδέονταν μεταξύ τους τα πλακίδια ή στα σημεία όπου ο φολιδωτός θώρακας ενωνόταν με άλλα εξαρτήματα της πανοπλίας. Ως εκ τούτου, ο Βασιλιάς Αχαάβ τραυματίστηκε θανάσιμα από έναν τοξότη ο οποίος «χτύπησε το βασιλιά του Ισραήλ ανάμεσα στα άλλα εξαρτήματα της πανοπλίας και στο φολιδωτό θώρακα».—1Βα 22:34-37.
Ζώνη. Η στρατιωτική ζώνη των αρχαίων καιρών ήταν δερμάτινη και τη φορούσαν γύρω από τη μέση ή τους γοφούς. Το φάρδος της κυμαινόταν από 5 ως 15 εκ. και συχνά έφερε πάνω της διάσπαρτα σιδερένια, ασημένια ή χρυσά πλακίδια. Ο πολεμιστής κρεμούσε το σπαθί του από τη ζώνη, και μερικές φορές αυτή στηριζόταν σε ένα λουρί περασμένο στον ώμο. (1Σα 18:4· 2Σα 20:8) Ενώ μια χαλαρωμένη ζώνη υποδήλωνε ανάπαυση (1Βα 20:11), η περίζωση της οσφύος ή των γοφών έδειχνε ετοιμότητα για δράση ή μάχη.—Εξ 12:11· 1Βα 18:46· 1Πε 1:13, υποσ.
Περικνημίδες. Εξάρτημα της πανοπλίας αποτελούμενο από λεπτές, μεταλλικές πλάκες που κάλυπταν το πόδι από τον αστράγαλο μέχρι το γόνατο. Η μόνη Βιβλική αναφορά στις περικνημίδες εμφανίζεται στο εδάφιο 1 Σαμουήλ 17:6, σύμφωνα με το οποίο ο γιγαντόσωμος Φιλισταίος πολεμιστής Γολιάθ από τη Γαθ είχε «χάλκινες περικνημίδες [εβρ., μιτσχάθ] στα πόδια του». Ίσως και οι Ισραηλίτες να χρησιμοποιούσαν περικνημίδες σε κάποιον βαθμό.
Πνευματική Πανοπλία. Μολονότι οι αληθινοί Χριστιανοί δεν παίρνουν μέρος σε σαρκικούς πολέμους, συμμετέχουν σε μάχη και παρομοιάζονται με στρατιώτες. (Φλπ 2:25· 2Τι 2:3· Φλμ 2) Ο Χριστιανός διεξάγει πάλη «ενάντια στις κυβερνήσεις [όχι αυτές που αποτελούνται από ανθρώπους με αίμα και σάρκα], ενάντια στις εξουσίες, ενάντια στους κοσμοκράτορες αυτού του σκοταδιού, ενάντια στις πονηρές πνευματικές δυνάμεις στους ουράνιους τόπους». (Εφ 6:12) Εφόσον τα υλικά όπλα και οι πανοπλίες θα ήταν άχρηστα σε μια μάχη με υπερανθρώπινα πνεύματα, οι Χριστιανοί πρέπει να “πάρουν ολόκληρη την πανοπλία του Θεού”.—Εφ 6:13.
Ο Παύλος συμβουλεύει τους Χριστιανούς να έχουν «την οσφύ [τους] περιζωσμένη με αλήθεια». (Εφ 6:14) Όπως ακριβώς η ζώνη μπορεί να στηρίξει και να προστατέψει την οσφύ, έτσι και η αδιάσπαστη προσκόλληση στη θεϊκή αλήθεια μπορεί να ενισχύσει την αποφασιστικότητα ενός Χριστιανού προκειμένου να παραμείνει σταθερός παρά τις δοκιμασίες.
Κατόπιν, ο Χριστιανός πρέπει να φορέσει «το θώρακα της δικαιοσύνης». (Εφ 6:14) Ο κατά γράμμα θώρακας προστάτευε τα ζωτικά όργανα, ειδικά την καρδιά. Η ανάγκη που υπάρχει να λειτουργεί η δικαιοσύνη ως προστατευτικός θώρακας για τη συμβολική καρδιά είναι ιδιαίτερα φανερή εξαιτίας της αμαρτωλής τάσης της καρδιάς.—Γε 8:21· Ιερ 17:9.
Μέρος της πνευματικής πανοπλίας αποτελεί το να φοράει κανείς στα πόδια «τον εξοπλισμό των καλών νέων της ειρήνης». (Εφ 6:15) Η λέξη ἑτοιμασία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που μεταφράζεται “εξοπλισμός”, σημαίνει βασικά «ετοιμότητα». (Βλέπε ΕΜΖ· ΜΠΚ.) Το να είναι ο Χριστιανός πάντοτε εξοπλισμένος και έτοιμος να κάνει γνωστά τα “καλά νέα” στους άλλους, και μάλιστα παρά τις δυσκολίες, μπορεί να τον βοηθήσει να υπομείνει πιστά.
Ένα σπουδαίο εξάρτημα της πνευματικής πανοπλίας είναι η «μεγάλη ασπίδα της πίστης». Όπως η μεγάλη ασπίδα καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, έτσι και η πίστη στον Ιεχωβά Θεό και στην ικανότητα που έχει να εκπληρώνει τις υποσχέσεις του θα δώσει στον Χριστιανό τη δυνατότητα να “σβήσει όλα τα πυρωμένα βέλη του πονηρού”. (Εφ 6:16· παράβαλε Ψλ 91:4.) Η πίστη θα βοηθήσει τον Χριστιανό να αποκρούσει επιθέσεις από πονηρά πνεύματα, να αντισταθεί σε πειρασμούς για τη διάπραξη ανηθικότητας, να απορρίψει υλιστικές επιθυμίες και να μην υποκύψει στο φόβο, στην αμφιβολία ή στην υπερβολική λύπη.—Γε 39:7-12· Εβρ 11:15· 13:6· Ιακ 1:6· 1Θε 4:13.
Όπως μια περικεφαλαία προστατεύει το κεφάλι του στρατιώτη, έτσι και η «περικεφαλαία της σωτηρίας» περιφρουρεί τις διανοητικές δυνάμεις του Χριστιανού από τις ασεβείς επιρροές. (Εφ 6:17) Το να φοράει κανείς «ως περικεφαλαία την ελπίδα της σωτηρίας» σημαίνει να έχει «το βλέμμα του προσηλωμένο στην απόδοση της ανταμοιβής», όπως ο Μωυσής.—1Θε 5:8· Εβρ 11:26.
“Το σπαθί του πνεύματος, δηλαδή ο λόγος του Θεού”, είναι απαραίτητο για να αποκρούει ο Χριστιανός τις ψεύτικες διδασκαλίες και τις παραδόσεις των ανθρώπων, καθώς επίσης για να διδάσκει την αλήθεια και να “ανατρέπει ισχυρά οχυρωμένα πράγματα”.—Εφ 6:17· 2Κο 10:4, 5.
[Εικόνα στη σελίδα 515]
Ρωμαίος λεγεωνάριος με ασπίδα