ΜΗΣΑ
(Μησά).
1. Πρωτότοκος γιος του “Χάλεβ, του γιου του Εσρών” από τη φυλή του Ιούδα. Ο Μησά υπήρξε ο πατέρας, ή αλλιώς ο ιδρυτής, της Ζιφ.—1Χρ 2:18, 42.
2. Βασιλιάς του Μωάβ την περίοδο που βασίλευε στον Ιούδα ο Ιωσαφάτ και στον Ισραήλ ο Αχαάβ, ο Οχοζίας και ο Ιωράμ. Οι Μωαβίτες, οι οποίοι ήταν υποταγμένοι στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, πλήρωναν στον Βασιλιά Αχαάβ ως φόρο υποτελείας 100.000 αρνιά και 100.000 ακούρευτα αρσενικά πρόβατα, προφανώς κάποιας ποικιλίας περιζήτητης για το καλής ποιότητας μαλλί της. Μετά το θάνατο του Αχαάβ, ο Μησά στασίασε εναντίον του Βασιλιά Οχοζία του Ισραήλ. Αλλά ο Οχοζίας πέθανε έπειτα από σύντομη περίοδο διακυβέρνησης και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του ο Ιωράμ, ο οποίος εξασφάλισε τη συμμαχία του Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, και ενός μη κατονομαζόμενου βασιλιά του Εδώμ, για να καθυποτάξει και πάλι τον Μησά. Ακολουθώντας μια δύσκολη διαδρομή Ν της Νεκράς Θαλάσσης, τα στρατεύματά τους ξέμειναν από νερό. Αλλά ο προφήτης Ελισαιέ τούς διαβεβαίωσε ότι, αν έσκαβαν αυλάκια στην ξερή κοιλάδα του χειμάρρου, ο Ιεχωβά θα τα γέμιζε με νερό.—2Βα 1:1· 3:4-19.
Αυτό και έγινε, και η αντανάκλαση του ήλιου νωρίς το πρωί πάνω στο νερό έκανε τους Μωαβίτες να νομίσουν ότι το νερό ήταν αίμα, πιθανώς λόγω του κόκκινου πηλού που υπήρχε στα φρεσκοσκαμμένα αυλάκια. Αυτή η οφθαλμαπάτη τούς παραπλάνησε, κάνοντάς τους να νομίζουν ότι τα συμμαχικά στρατεύματα του Ισραήλ, του Ιούδα και του Εδώμ είχαν στραφεί το ένα εναντίον του άλλου. Δεν ήταν παράλογο να σκεφτούν κάτι τέτοιο, αφού γνώριζαν την αντιζηλία που υπήρχε ανάμεσα στον Ισραήλ και στον Ιούδα. Και οι Εδωμίτες, επίσης, δεν ήταν φιλικά διακείμενοι προς τους άντρες του Ιούδα, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τον Ισραήλ σε αυτή την περίπτωση.—2Βα 3:20-23· παράβαλε 2Χρ 20:10, 11, 24, 25.
Νομίζοντας ότι οι εχθροί τους είχαν αλληλοσφαχτεί, οι Μωαβίτες κραύγασαν: «Τώρα λοιπόν, στα λάφυρα, Μωάβ!» και μπήκαν στο στρατόπεδο του Ισραήλ, μόνο και μόνο για να τραπούν σε φυγή. Ο Ισραήλ τούς κυνήγησε καταστρέφοντας τις μωαβιτικές πόλεις, φράζοντας τις πηγές τους και γεμίζοντας τα χωράφια τους με πέτρες, μέχρις ότου έφτασε στην πόλη Κιρ-αρεσέθ (Κιρ του Μωάβ).—2Βα 3:23-25.
Όταν ο Βασιλιάς Μησά διαπίστωσε ότι ήταν παγιδευμένος, πήρε μαζί του 700 άντρες οπλισμένους με σπαθί και προσπάθησε να αντεπιτεθεί και να ανοίξει δρόμο ως το βασιλιά του Εδώμ (ίσως επειδή νόμιζε ότι εκεί θα συναντούσε ασθενέστερη αντίσταση), αλλά δεν τα κατάφερε. «Τελικά πήρε τον πρωτότοκο γιο του, ο οποίος επρόκειτο να βασιλέψει στη θέση του, και τον πρόσφερε ως ολοκαύτωμα πάνω στο τείχος».—2Βα 3:26, 27.
Οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι ο Μησά πρόσφερε το δικό του γιο ως θυσία στο θεό του τον Χεμώς. Οι λίγοι που έχουν διαφορετική άποψη διατείνονται ότι αυτός που θυσιάστηκε ήταν κάποιος αιχμάλωτος γιος του βασιλιά του Εδώμ, και για να υποστηρίξουν την άποψή τους επικαλούνται το εδάφιο Αμώς 2:1, όπου αναφέρεται ότι ο Μωάβ «έκαψε τα κόκαλα του βασιλιά του Εδώμ για ασβέστη». Μολονότι από γραμματική άποψη το εβραϊκό κείμενο επιτρέπει μια τέτοια ερμηνεία, η δεύτερη αυτή άποψη φαίνεται να συγκρούεται με άλλα γνωστά στοιχεία. Παραδείγματος χάρη, ήταν ανήκουστο για τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες, που ήταν γείτονες του Ισραήλ, να προσφέρουν τους εχθρούς τους ως θυσία στους θεούς τους, ενώ αποτελούσε γνωστή τακτική της θρησκείας τους το να προσφέρουν τα δικά τους παιδιά ως ολοκαύτωμα για να κατευνάσουν το θυμό των θεών τους. (Δευ 12:30, 31· Μιχ 6:6, 7) Μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε γιατί αυτός ο λάτρης του Χεμώς, ο Μησά, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μιας προδιαγραφόμενης ήττας, κατέφυγε σε τέτοια ακραία μέτρα.
Η Μωαβιτική Λίθος. Η Μωαβιτική Λίθος ανακαλύφτηκε στη Διμπάν (Διβών) το 1868. Κατά γενική ομολογία αποδίδεται στον Μησά, τα δε περιεχόμενά της ανάγονται συνήθως στην περίοδο κατά την οποία διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που είναι καταγραμμένα στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου Δεύτερο Βασιλέων. Σε αυτή τη διάσημη επιγραφή, ο Μησά μνημονεύει την αποτίναξη της ισραηλιτικής κυριαρχίας, η οποία, κατά τα λεγόμενά του, διήρκεσε 40 χρόνια. Εκεί αναφέρονται επίσης διάφορα σχόλια για τα μέρη που κατέλαβε ο Μησά (Μεδεβά, Αταρώθ, Νεβώ, Ιασσά). Ο Μησά κομπάζει ότι ήταν πολύ θρησκευόμενος, ότι κατασκεύασε πόλεις και μια μεγάλη οδό, καθώς και ότι κέρδισε μια νίκη επί του Ισραήλ, και για όλα αυτά αποδίδει την τιμή στο θεό Χεμώς. Ο Μησά γνώριζε επίσης τον Θεό του Ισραήλ τον Ιεχωβά, διότι στη 18η γραμμή αυτής της επιγραφής υπάρχει το Τετραγράμματο. Σε εκείνο το σημείο ο Μησά κομπορρημονεί: «Πήρα από εκεί τα [σκεύη] του Γιαχβέ και τα έσυρα ενώπιον του Χεμώς». (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 946) Εντούτοις, η δική του ήττα και η θυσία του γιου του παραλείπονται, όπως είναι αναμενόμενο. Το περιοδικό Επιθεώρηση Βιβλικής Αρχαιολογίας ([Biblical Archaeology Review] Μάιος/Ιούνιος 1986, σ. 57) παρατηρεί τα εξής: «Οι μνημειακές επιγραφές σε πέτρινες στήλες ή σε τοίχους ναών φτιάχνονταν για προπαγανδιστικούς σκοπούς και για την ενδόξαση του εθνικού θεού και του ηγεμόνα της χώρας. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μησά δεν αναφέρει την εκστρατεία των βασιλιάδων του Ισραήλ, του Ιούδα και του Εδώμ εναντίον της χώρας του, την οποία εκστρατεία αφηγείται λεπτομερώς η Αγία Γραφή».
3. [Εβρ., Μαισά’]. Γιος του Σαχαραΐμ από τη σύζυγό του την Οδές. Ο Μησά έγινε κεφαλή οικογένειας στη φυλή του Βενιαμίν.—1Χρ 8:1, 8-10.
4. [Εβρ., Μεσά’]. Ένα από τα όρια της περιοχής όπου κατοικούσαν οι απόγονοι του Ιοκτάν. (Γε 10:29, 30) Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδίδει το όνομα Μησά ως «Μασσή». Γι’ αυτόν το λόγο, η ονομασία «Μησά» θεωρείται παραλλαγή του ονόματος «Μασσά», του ονόματος ενός Ισμαηλίτη που οι απόγονοί του φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν στην Αραβία.—Γε 25:13, 14.