ΒΑΦΕΣ, ΒΑΦΙΚΗ
Η τέχνη της δημιουργίας συγκεκριμένων αποχρώσεων σε κλωστές, υφάσματα και άλλα υλικά μέσω χρωστικών ουσιών ήταν γνωστή και εξασκούνταν πριν από την εποχή του Αβραάμ, είναι δε πιθανότατα τόσο αρχαία όσο και η τέχνη της υφαντικής. Οι Ισραηλίτες χρησιμοποίησαν υλικά όπως μπλε και κόκκινη κλωστή και μαλλί βαμμένο πορφυροκόκκινο για τη σκηνή της μαρτυρίας και για τα ιερατικά ενδύματα. (Εξ κεφ. 25-28, 35, 38, 39) Η βαφική, μια κατά κανόνα οικιακή δραστηριότητα στους αρχαίους χρόνους, εξελίχθηκε με τον καιρό σε επιχειρηματική δραστηριότητα σε διάφορα μέρη. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι φημίζονταν για τα είδη που έβαφαν τα οποία ήταν ιδιαίτερα λαμπερόχρωμα (Ιεζ 27:7), και ύστερα από την παρακμή της Αιγύπτου, η Τύρος και άλλες φοινικικές πόλεις έγιναν σημαντικά κέντρα βαφικής.
Αρχαίες Μέθοδοι. Οι μέθοδοι βαφής ποίκιλλαν από τόπο σε τόπο. Μερικές φορές έβαφαν την κλωστή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έβαφαν το ύφασμα τελειωμένο. Φαίνεται πως την κλωστή τη βύθιζαν στη βαφή δύο φορές και την έστυβαν τη δεύτερη φορά που την έβγαζαν από τη λεκάνη για να μπορέσει να απορροφήσει την πολύτιμη βαφή. Κατόπιν, άπλωναν την κλωστή για να στεγνώσει.
Κάθε υλικό υφίστατο διαφορετική κατεργασία. Μερικές φορές, αν και σπάνια, η χρωστική ουσία είχε φυσική συγγένεια με την ίνα που προοριζόταν για βαφή. Αλλά όταν δεν ίσχυε αυτό, ήταν αναγκαίο να προηγηθεί κατεργασία του υλικού με κάποιο πρόστυμμα, μια ουσία που έχει συγγένεια τόσο με τις ίνες του υφάσματος όσο και με τη βαφή. Προκειμένου να δράσει μια ουσία ως πρόστυμμα, θα πρέπει να έχει τουλάχιστον κάποια συγγένεια με τη χρωστική ύλη έτσι ώστε να συνδυαστεί με αυτήν σχηματίζοντας μια αδιάλυτη χρωστική ένωση. Ανακαλύψεις έδειξαν ότι οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν προστύμματα στις μεθόδους βαφής που εφάρμοζαν. Παραδείγματος χάρη, το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε ήταν τρία από τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν, και λέγεται πως οι εν λόγω βαφές δεν ήταν δυνατόν να σταθεροποιηθούν χωρίς τη χρήση προστυμμάτων, όπως ήταν τα οξείδια αρσενικού, σιδήρου και κασσίτερου.
Τα δέρματα των ζώων προφανώς τα υπέβαλλαν πρώτα σε δέψη και έπειτα τα έβαφαν. Ακόμη και μέχρι πρόσφατα, στη Συρία, τα δέρματα κριαριών τα υπέβαλλαν σε δέψη με σουμάκι και έπειτα τα έβαφαν. Αφού στέγνωνε η βαφή, τα άλειβαν με λάδι και τα γυάλιζαν. Τα παπούτσια και άλλα δερμάτινα είδη που χρησιμοποιούν οι Βεδουίνοι βάφονται κόκκινα με αυτή τη μέθοδο, κάτι που μας θυμίζει τα “βαμμένα κόκκινα δέρματα κριαριών” που χρησιμοποιήθηκαν για τη σκηνή της μαρτυρίας.—Εξ 25:5.
Σε σχέση με τα υλικά που υποβάλλονταν σε βαφή έχει ενδιαφέρον μια κτιριακή επιγραφή του Ασσύριου Βασιλιά Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄. Αφού πρώτα αναφέρεται στις στρατιωτικές του εκστρατείες εναντίον της Παλαιστίνης και της Συρίας, δηλώνει ότι έλαβε φόρο υποτελείας από κάποιον Χιράμ της Τύρου και από άλλους κυβερνήτες. Στα είδη για τα οποία κάνει λόγο συγκαταλέγονται «λινά ενδύματα με πολύχρωμα στολίδια, μαλλί βαμμένο μπλε, μαλλί βαμμένο πορφυρό, . . . καθώς και αρνιά των οποίων οι ανοιγμένες δορές ήταν βαμμένες πορφυρές, (και) άγρια πουλιά των οποίων τα ανοιχτά φτερά ήταν βαμμένα μπλε».—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 282, 283.
Πηγές Προέλευσης των Βαφών. Οι βαφές προέρχονταν από διάφορες πηγές. Στην Παλαιστίνη, εξήγαν κίτρινες βαφές από φύλλα αμυγδαλιάς και αλεσμένη φλούδα ροδιού, ενώ οι Φοίνικες χρησιμοποιούσαν επίσης κουρκουμίνη και καρθαμίνη. Οι Εβραίοι εξήγαν μαύρη βαφή από το φλοιό της ροδιάς και κόκκινη από τις ρίζες του ερυθρόδανου (ρουβία η βαφική [Rubia tinctorum]). Τα ινδικοφόρα φυτά (ινδικοφόρος η βαφική [Indigofera tinctoria]), τα οποία πιθανότατα εισάγονταν στην Παλαιστίνη από την Αίγυπτο ή τη Συρία, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μπλε βαφή. Μια μέθοδος που χρησιμοποιούνταν για τη βαφή μαλλιού σε πορφυρή απόχρωση περιλάμβανε την εμβάπτιση του μαλλιού σε χυμό σταφυλιών για μια νύχτα και το πασπάλισμά του με κονιορτοποιημένο ερυθρόδανο.
Οι βαφές που έδιναν το κόκκινο και το βυσσινί χρώμα προέρχονταν από την παλαιότερη γνωστή χρωστική ουσία, ένα παρασιτικό ομόπτερο έντομο της οικογένειας Κοκκοειδή (κόκκος ο βαφικός [Coccus ilicis]). Επειδή το ζωντανό θηλυκό μοιάζει με κουκούτσι—είναι σε μέγεθος περίπου όσο το κουκούτσι του κερασιού—οι αρχαίοι Έλληνες του έδωσαν το όνομα κόκκος, που σημαίνει «κουκούτσι». Η αραβική ονομασία του εντόμου είναι κιρμίζ ή κερμέζ, εξού και η ονομασία «κρεμεζί» για το συγκεκριμένο χρώμα. Το έντομο αυτό συναντάται σε όλη τη Μέση Ανατολή. Η πορφυροκόκκινη χρωστική ουσία που είναι πλούσια σε κερμεζικό οξύ περιέχεται μόνο στα αβγά του. Προς τα τέλη Απριλίου, το άπτερο θηλυκό, που είναι γεμάτο αβγά, κολλάει μέσω της προβοσκίδας του στα κλαδάκια και, μερικές φορές, στα φύλλα του πουρναριού (δρυς η κοκκοφόρος [Quercus coccifera]). Οι προνύμφες των εντόμων συλλέγονται και αποξηραίνονται, και η πολύτιμη βαφή λαμβάνεται αφού τις βράσουν σε νερό. Αυτή είναι η κόκκινη βαφή που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς για τον εξοπλισμό της σκηνής της μαρτυρίας και για τα ενδύματα που φορούσε ο αρχιερέας του Ισραήλ.
Η πορφυρή βαφή εξαγόταν από οστρακοειδή ή μαλάκια, όπως ο μύρηξ ο κολοβός (Murex trunculus) και ο μύρηξ ο χονδράκανθος (Murex brandaris). Στο σίφωνα αυτών των πλασμάτων υπάρχει ένας μικρός αδένας που περιέχει μία και μοναδική σταγόνα ενός υγρού, το λεγόμενο άνθος. Αρχικά το υγρό αυτό έχει κρεμοειδή εμφάνιση και υφή, αλλά όταν εκτεθεί στον αέρα και στο φως, μεταβάλλεται σταδιακά σε βαθύ ιώδες ή σε πορφυροκόκκινο. Τα εν λόγω οστρακοειδή μπορούν να βρεθούν κατά μήκος των μεσογειακών ακτών και ο τόνος της χρωστικής ουσίας που εξάγεται από αυτά ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή. Τα μεγαλύτερα όστρακα τα έσπαζαν ένα ένα και αφαιρούσαν προσεκτικά το πολύτιμο υγρό, ενώ τα μικρότερα τα συνέθλιβαν σε γουδιά. Εφόσον η ποσότητα του υγρού που εξήγαν από κάθε οστρακοειδές ήταν πολύ μικρή, η συγκέντρωση μιας αξιόλογης ποσότητας ήταν δαπανηρή διαδικασία. Ως εκ τούτου, η βαφή ήταν ακριβή, γι’ αυτό και τα ενδύματα που ήταν βαμμένα πορφυρά έγιναν διακριτικό γνώρισμα των πλουσίων ή όσων κατείχαν υψηλό αξίωμα. (Εσθ 8:15· Λου 16:19) Ένα άλλο οστρακοειδές θεωρείται η πηγή προέλευσης μιας μπλε βαφής.
Η αρχαία Τύρος έγινε ξακουστή για την πορφυρή ή τη σκούρα βυσσινί βαφή που ήταν γνωστή ως πορφύρα της Τύρου ή Αυτοκρατορική πορφύρα. Μολονότι λέγεται πως οι κάτοικοι της Τύρου χρησιμοποιούσαν μια μέθοδο διπλής βαφής, η ακριβής μέθοδος δημιουργίας αυτού του χρώματος είναι άγνωστη. Η χρωστική ουσία προφανώς εξαγόταν από τα μαλάκια μύρηξ (Murex) και πορφύρα (Purpura), καθώς έχουν βρεθεί σωροί άδειων οστράκων του είδους μύρηξ ο κολοβός κατά μήκος της ακτής της Τύρου και στα περίχωρα της Σιδώνας. Ο Ιεχωβά παρουσιάζει τη φοινικική πόλη της Τύρου να έχει μαλλί βαμμένο πορφυροκόκκινο και άλλα πολύχρωμα υφάσματα, καθώς και να εμπορεύεται τέτοια είδη.—Ιεζ 27:2, 7, 24· βλέπε ΧΡΩΜΑΤΑ.
[Εικόνες στη σελίδα 480]
Όστρακα μύρηκα· το ζώο που ζει στο εσωτερικό τους ήταν η πηγή μιας πανάκριβης πορφυρής βαφής