ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσιος γραφέας ή διορισμένος αξιωματούχος, με κατάρτιση στη γραφή και στην τήρηση αρχείων, ή αντιγραφέας των ιερών κειμένων, μετέπειτα δε ειδήμονας στο Νόμο. Η εβραϊκή λέξη σοφέρ, που προέρχεται από μια ρίζα η οποία σημαίνει «μετρώ», μεταφράζεται «γραμματέας», «γραφέας» και «αντιγραφέας», ενώ η λέξη γραμματεύς του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποδίδεται «γραμματέας» και «δημόσιος δάσκαλος». Ο όρος αυτός υποδηλώνει έναν μορφωμένο άνθρωπο.
Στη φυλή του Ζαβουλών υπήρχαν άντρες που κατείχαν «τα σύνεργα του γραφέα» ώστε να καταμετρούν και να καταγράφουν τα στρατεύματα. (Κρ 5:14) Τουλάχιστον σε κάποιες περιόδους υπήρχε στον Ισραήλ ένας έμπιστος υψηλόβαθμος αυλικός που αποκαλούνταν «ο γραμματέας του βασιλιά» ή “ο γραμματέας”. (2Χρ 24:11· 2Βα 19:2) Αυτός δεν ήταν ένας απλός γραμματέας που ασχολούνταν με τη σύνταξη εγγράφων ούτε ένας απλός αντιγραφέας του Νόμου. (Νε 13:13· παράβαλε 2Σα 8:15-18· 20:23-26· βλέπε ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΑΣ.) Σε ορισμένες περιπτώσεις ο γραμματέας του βασιλιά χειριζόταν οικονομικά ζητήματα και μιλούσε ως εκπρόσωπος του βασιλιά, εκτελώντας καθήκοντα παρόμοια με αυτά ενός “υπουργού εξωτερικών”. (Ησ 36:2-4, 22· 37:2, 3) Υπό τη διακυβέρνηση του Σολομώντα δύο από τους «άρχοντες» χαρακτηρίζονται γραμματείς. (1Βα 4:2, 3· παράβαλε 2Χρ 26:11· 34:13.) Ο γραμματέας του Βασιλιά Ιωάς συνεργαζόταν με τον αρχιερέα στην καταμέτρηση των εισφερόμενων χρημάτων, και στη συνέχεια τα έδινε σε όσους κατέβαλλαν τους μισθούς των εργατών που επισκεύαζαν το ναό. (2Βα 12:10-12) Οι γραμματείς του Βασιλιά Ασσουήρη της Περσίας εργάστηκαν υπό την κατεύθυνση του Αμάν για τη σύνταξη του διατάγματος που αποσκοπούσε στην εξόντωση των Ιουδαίων, και υπό τον Μαροδοχαίο όταν στάλθηκε το ακυρωτικό διάταγμα.—Εσθ 3:12· 8:9.
Εκτός από το “γραμματέα του βασιλιά”, η Αγία Γραφή κάνει λόγο για «το γραμματέα του αρχηγού του στρατεύματος» (2Βα 25:19· Ιερ 52:25), το “γραμματέα των Λευιτών” (1Χρ 24:6) και για γραμματείς που ασχολούνταν με τις υποθέσεις του ναού (2Χρ 34:9, 13). Ο Βαρούχ ήταν γραμματέας του προφήτη Ιερεμία και έγραφε καθ’ υπαγόρευση εκείνου.—Ιερ 36:32.
Επαγγελματίες Γραφείς. Ο Αιγύπτιος γραφέας ήταν συνήθως άνθρωπος της κατώτερης τάξης, αλλά ευφυής και μορφωμένος. Είχε μαζί του τα σύνεργά του, που αποτελούνταν από μια παλέτα με υποδοχές για μελάνι διαφόρων χρωμάτων, μια κανάτα με νερό και μια θήκη για το καλαμένιο πινέλο. Ήταν εξοικειωμένος με τα τρέχοντα νομικά και επιχειρηματικά έντυπα. Έναντι αμοιβής, συμπλήρωνε τέτοια έντυπα, έγραφε καθ’ υπαγόρευση, και ούτω καθεξής.
Στη Βαβυλώνα, οι υπηρεσίες του γραφέα ήταν κατ’ ουσίαν απαραίτητες, εφόσον ο νόμος προέβλεπε ότι οι εμπορικές συναλλαγές έπρεπε να γίνονται εγγράφως, να υπογράφονται αρμοδίως από τα συμβαλλόμενα μέρη και να πιστοποιούνται από μάρτυρες. Ο γραφέας καθόταν κοντά στην πύλη της πόλης όπου λάβαιναν χώρα οι περισσότερες συναλλαγές, έχοντας μαζί του τη γραφίδα του και μια μάζα πηλού, έτοιμος να προσφέρει έναντι αμοιβής τις υπηρεσίες του όποτε του το ζητούσαν. Οι γραφείς κατέγραφαν τις εμπορικές συναλλαγές, συνέτασσαν επιστολές, κατάρτιζαν έγγραφα, τηρούσαν τα αρχεία των ναών και διεκπεραίωναν διάφορες άλλες γραφικές εργασίες.
Οι Εβραίοι γραφείς εκτελούσαν καθήκοντα συμβολαιογράφου, συνέτασσαν διαζευκτήρια και κατέγραφαν άλλες συναλλαγές. Τουλάχιστον σε μεταγενέστερες εποχές, η αμοιβή τους δεν ήταν καθορισμένη, οπότε μπορούσε κανείς να τη διαπραγματευτεί μαζί τους εκ των προτέρων. Συνήθως την κατέβαλλε το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της συναλλαγής, αλλά κάποιες φορές την κατέβαλλαν από κοινού. Ο Ιεζεκιήλ, στο όραμά του, είδε έναν άντρα με μελανοδοχείο υπομνηματογράφου να κάνει έργο σημειώματος.—Ιεζ 9:3, 4· βλέπε ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ.
Αντιγραφείς των Ιερών Κειμένων. Οι γραμματείς («Σοφερείμ») πρωτοεμφανίστηκαν στο προσκήνιο ως ξεχωριστή ομάδα στις ημέρες του Έσδρα του ιερέα. Επρόκειτο για αντιγραφείς των Εβραϊκών Γραφών, άτομα πολύ προσεκτικά στην εργασία τους, που αντιμετώπιζαν τα λάθη με φόβο και τρόμο. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν υπερβολικά σχολαστικοί, φτάνοντας στο σημείο να μετρούν, όχι μόνο τις λέξεις που αντέγραφαν, αλλά και τα γράμματα. Αιώνες αφότου έζησε ο Χριστός στη γη, η εβραϊκή εξακολουθούσε να γράφεται μόνο με σύμφωνα, και η παράλειψη ή η προσθήκη ενός και μόνο γράμματος μπορούσε πολλές φορές να μεταβάλει μια λέξη σε κάποια άλλη. Αν οι γραμματείς εντόπιζαν το παραμικρό λάθος, για παράδειγμα στην αντιγραφή ενός και μόνο γράμματος, θεωρούσαν ολόκληρο εκείνο το τμήμα του ρόλου ακατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί στη συναγωγή. Έτσι λοιπόν, το έκοβαν και το αντικαθιστούσαν με ένα καινούριο που δεν είχε λάθη. Προτού γράψουν κάθε λέξη, τη διάβαζαν μεγαλόφωνα. Το να γράψουν ακόμη και μία λέξη από μνήμης θεωρούνταν χονδροειδής αμαρτία. Στον τρόπο εργασίας τους υπεισήλθαν παράλογες συνήθειες. Λέγεται ότι οι θρησκευόμενοι γραμματείς καθάριζαν ευλαβικά την πένα τους προτού γράψουν τη λέξη ’Ελοχίμ (Θεός) ή ’Αδονάι (Υπέρτατος Κύριος).
Αλλά, ενώ πρόσεχαν υπερβολικά να μην κάνουν ακούσια λάθη, με την πάροδο του χρόνου οι Σοφερείμ άρχισαν να ελευθεριάζουν επεμβαίνοντας στο κείμενο. Σε 134 περικοπές, οι Σοφερείμ άλλαξαν το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο, αντικαθιστώντας το ΓΧΒΧ με τη λέξη ’Αδονάι. Σε άλλες περικοπές το υποκατέστησαν με τη λέξη ’Ελοχίμ. Πολλές από τις αλλαγές τις έκαναν αφενός εξαιτίας δεισιδαιμονικών αντιλήψεων όσον αφορά το θεϊκό όνομα και αφετέρου για να αποφεύγονται οι ανθρωπομορφισμοί, δηλαδή η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων στον Θεό. (Βλέπε ΙΕΧΩΒΑ [Μια δεισιδαιμονία αποκρύπτει το όνομα].) Οι Μασορίτες, όπως έγιναν γνωστοί οι αντιγραφείς αιώνες μετά τις ημέρες του Ιησού στη γη, επισήμαναν τις αλλαγές που έκαναν οι προγενέστεροι Σοφερείμ, καταγράφοντάς τες στο περιθώριο ή στο τέλος του εβραϊκού κειμένου. Αυτές οι περιθωριακές σημειώσεις ονομάστηκαν Μασόρα. Σε 15 περικοπές του εβραϊκού κειμένου, οι Σοφερείμ σημείωσαν κάποια γράμματα ή λέξεις με ιδιαίτερα στίγματα, δηλαδή τελείες. Η σημασία αυτών των ιδιαίτερων στιγμάτων είναι αμφιλεγόμενη.
Στα στερεότυπα εβραϊκά χειρόγραφα, η Μασόρα, δηλαδή το σύνολο των μικρογράμματων σημειώσεων που υπάρχουν στα περιθώρια των σελίδων ή στο τέλος του κειμένου, περιέχει μια επισήμανση απέναντι από ορισμένες περικοπές των Εβραϊκών Γραφών που λέει: «Αυτή είναι μια από τις δεκαοχτώ Τροποποιήσεις που έκαναν οι Σοφερείμ στο κείμενο» ή κάτι ανάλογο. Αυτές οι τροποποιήσεις έγιναν προφανώς επειδή θεωρήθηκε ότι οι αρχικές περικοπές του εβραϊκού κειμένου έδειχναν ανευλάβεια προς τον Ιεχωβά Θεό ή έλλειψη σεβασμού προς τους επίγειους εκπροσώπους του. Όσο καλοπροαίρετες και αν ήταν, όμως, συνιστούσαν αδικαιολόγητες αλλαγές του Λόγου του Θεού. Για έναν κατάλογο των τροποποιήσεων που έκαναν οι Σοφερείμ στο κείμενο, βλέπε Μετάφραση Νέου Κόσμου με Υποσημειώσεις, παράρτημα 2Β.
Οι Γραμματείς ως Δάσκαλοι του Νόμου. Αρχικά, ως γραμματείς υπηρετούσαν οι ιερείς. (Εσδ 7:1-6) Ωστόσο, δινόταν μεγάλη έμφαση στο ότι κάθε Ιουδαίος έπρεπε να γνωρίζει το Νόμο. Γι’ αυτό, όσοι μελετούσαν και αποκτούσαν πολλή γνώση έχαιραν σεβασμού. Τελικά, αυτοί οι μελετητές, πολλοί εκ των οποίων δεν ήταν ιερείς, αποτέλεσαν μια ανεξάρτητη ομάδα. Έτσι λοιπόν, όταν ο Ιησούς ήρθε στη γη, η λέξη «γραμματείς» προσδιόριζε μια τάξη ανθρώπων που ήταν γνώστες του Νόμου. Αυτοί έκαναν επαγγελματική, συστηματική μελέτη και ανάλυση του Νόμου. Προφανώς συγκαταλέγονταν στους δασκάλους του Νόμου, τους ειδήμονες στο Νόμο. (Λου 5:17· 11:45) Γενικά σχετίζονταν με τη θρησκευτική αίρεση των Φαρισαίων, δεδομένου ότι αυτή η ομάδα δεχόταν τις ερμηνείες ή «παραδόσεις» των γραμματέων, οι οποίες είχαν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου σε έναν περίπλοκο λαβύρινθο λεπτομερειακών, τεχνικών διατάξεων. Στις Γραφές εμφανίζεται μερικές φορές η έκφραση «οι γραμματείς των Φαρισαίων» (Μαρ 2:16· Λου 5:30· Πρ 23:9), η οποία ίσως υποδηλώνει ότι κάποιοι γραμματείς ήταν Σαδδουκαίοι, οι οποίοι πίστευαν μόνο στο γραπτό Νόμο. Οι γραμματείς των Φαρισαίων υπερασπίζονταν με ζήλο το Νόμο, αλλά επιπρόσθετα υποστήριζαν τις παραδόσεις που είχαν αναπτυχθεί, επηρέαζαν δε τη σκέψη του λαού περισσότερο και από τους ιερείς. Οι γραμματείς ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στην Ιερουσαλήμ, αλλά υπήρχαν γραμματείς και σε όλη την Παλαιστίνη, καθώς επίσης σε άλλες χώρες, μεταξύ των Ιουδαίων της Διασποράς.—Ματ 15:1· Μαρ 3:22· παράβαλε Λου 5:17.
Οι γραμματείς έχαιραν σεβασμού από το λαό και αποκαλούνταν «Ραββί» (ῥαββεί, Κείμενο, «Τρανέ μου· Εξοχότατέ μου»· από την εβραϊκή λέξη ραβ που σημαίνει «πολλοί», «μεγάλος»· τίτλος σεβασμού με τον οποίο προσφωνούνταν οι δάσκαλοι). Αυτός ο όρος εφαρμόζεται στον Χριστό σε αρκετές Γραφικές περικοπές. Στο εδάφιο Ιωάννης 1:38 ερμηνεύεται ως “Δάσκαλος”. Ο Ιησούς ήταν όντως ο δάσκαλος των μαθητών του, αλλά, σύμφωνα με το εδάφιο Ματθαίος 23:8, τους απαγόρευσε να εποφθαλμιούν αυτόν το χαρακτηρισμό ή να τον εφαρμόζουν στον εαυτό τους ως τίτλο, όπως έκαναν οι γραμματείς. (Ματ 23:2, 6, 7) Ο Ιησούς καταδίκασε με δριμύτητα τους γραμματείς των Ιουδαίων και τους Φαρισαίους για το ότι είχαν κάνει προσθήκες στο Νόμο και είχαν δημιουργήσει παραθυράκια μέσω των οποίων τον καταστρατηγούσαν. Μάλιστα, τους είπε: «Έχετε καταστήσει το λόγο του Θεού άκυρο εξαιτίας της παράδοσής σας» και ανέφερε ένα σχετικό παράδειγμα: Επέτρεπαν σε κάποιον που έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα ή τη μητέρα του να μην τους παράσχει αυτή τη βοήθεια, αν ισχυριζόταν ότι η περιουσία του ή τα αποκτήματά του με τα οποία θα μπορούσε να βοηθήσει τους γονείς του ήταν δώρο αφιερωμένο στον Θεό.—Ματ 15:1-9· Μαρ 7:10-13· βλέπε ΚΟΡΒΑΝ.
Ο Ιησούς διακήρυξε ότι οι γραμματείς, όπως και οι Φαρισαίοι, είχαν προσθέσει πολλά πράγματα, καθιστώντας το Νόμο δυσβάσταχτο και καταβαρύνοντας το λαό. Επιπλέον, ως τάξη, δεν αγαπούσαν πραγματικά το λαό ούτε επιθυμούσαν να τον βοηθήσουν—δεν ήθελαν να βάλουν ούτε το δάχτυλό τους για να ελαφρύνουν τα βάρη του. Αγαπούσαν τους επαίνους των ανθρώπων και τους ηχηρούς τίτλους. Η θρησκεία τους ήταν επιφανειακή, τυπολατρική, και οι ίδιοι ήταν υποκριτές. Ο Ιησούς έδειξε πόσο δύσκολο ήταν για αυτούς, εξαιτίας της στάσης τους και των συνηθειών τους, να περιέλθουν στην εύνοια του Θεού, λέγοντάς τους: «Φίδια, γεννήματα οχιάς, πώς θα ξεφύγετε από την κρίση της Γέεννας;» (Ματ 23:1-33) Οι γραμματείς έφεραν βαριά ευθύνη επειδή γνώριζαν το Νόμο. Αφαίρεσαν, όμως, το κλειδί της γνώσης. Δεν τους αρκούσε το ότι αρνούνταν εκείνοι προσωπικά να δεχτούν τον Ιησού, για τον οποίο έδιναν μαρτυρία τα ίδια τους τα αντίγραφα των Γραφών, αλλά έκαναν ακόμη πιο επιλήψιμη τη στάση τους αγωνιζόμενοι με μανία να εμποδίσουν και κάθε άλλον να τον δεχτεί, έστω και να τον ακούσει.—Λου 11:52· Ματ 23:13· Ιωα 5:39· 1Θε 2:14-16.
Στα πλαίσια του αξιώματός τους, οι γραμματείς ως “ραβίνοι” δεν ήταν μόνο υπεύθυνοι για τη θεωρητική ανάπτυξη του Νόμου και τη διδασκαλία του, αλλά είχαν και δικαστική εξουσία, με την οποία εξήγγελλαν ποινές σε δικαστήρια. Κάποιοι γραμματείς υπηρετούσαν στο ανώτατο Ιουδαϊκό δικαστήριο, το Σάνχεδριν. (Ματ 26:57· Μαρ 15:1) Δεν έπρεπε να λαβαίνουν καμία απολύτως αμοιβή για τις δικαστικές τους υπηρεσίες, επειδή ο Νόμος απαγόρευε τα δώρα ή τη δωροδοκία. Μερικοί ραβίνοι ίσως είχαν κληρονομήσει τα πλούτη τους. Σχεδόν όλοι ασκούσαν κάποιο επάγγελμα, για το οποίο ήταν υπερήφανοι, επειδή τους έδινε τη δυνατότητα να αυτοσυντηρούνται ανεξάρτητα από το ραβινικό τους αξίωμα. Μολονότι κανονικά δεν μπορούσαν να λάβουν τίποτα για το δικαστικό τους έργο, ίσως ανέμεναν και λάβαιναν αμοιβή για τη διδασκαλία του Νόμου. Αυτό ίσως αφήνεται να εννοηθεί από τα όσα είπε ο Ιησούς όταν προειδοποίησε τα πλήθη για την απληστία των γραμματέων, καθώς και όταν μίλησε για τον μισθωτό που δεν ενδιαφερόταν για τα πρόβατα. (Μαρ 12:37-40· Ιωα 10:12, 13) Ο Πέτρος προειδοποίησε τους Χριστιανούς ποιμένες να μην αποκομίζουν κέρδος από τη θέση τους.—1Πε 5:2, 3.
Αντιγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Στην επιστολή του προς τους Κολοσσαείς, ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει να διαβαστεί η επιστολή στην εκκλησία των Λαοδικέων και η επιστολή της Λαοδίκειας να διαβαστεί στις Κολοσσές. (Κολ 4:16) Αναμφίβολα, όλες οι εκκλησίες επιθυμούσαν να διαβάσουν όλες τις επιστολές των αποστόλων και των υπόλοιπων μελών του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος προς τις εκκλησίες, γι’ αυτό και έφτιαχναν αντίγραφα, για να μπορούν να ανατρέχουν σε αυτές τις επιστολές αργότερα και για να καταστεί δυνατή η ευρύτερη διάδοσή τους. Οι αρχαίες συλλογές των επιστολών του Παύλου (αντίγραφα των πρωτότυπων) αποδεικνύουν ότι ήταν πολύ διαδεδομένη η αντιγραφή και η κυκλοφορία αυτών των επιστολών.
Ο Βιβλικός μεταφραστής Ιερώνυμος, του τέταρτου αιώνα, και ο Ωριγένης, του τρίτου αιώνα Κ.Χ., λένε ότι ο Ματθαίος έγραψε το Ευαγγέλιό του στην εβραϊκή. Το Ευαγγέλιο αυτό απευθυνόταν πρωτίστως στους Ιουδαίους. Ωστόσο, υπήρχαν πολλοί εξελληνισμένοι Ιουδαίοι στη Διασπορά, οπότε ενδέχεται ο ίδιος ο Ματθαίος να μετέφρασε το Ευαγγέλιό του στην ελληνική αργότερα. Ο Μάρκος έγραψε το Ευαγγέλιό του έχοντας υπόψη του κατά κύριο λόγο Εθνικούς αναγνώστες, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι εξηγεί τα έθιμα και τις διδασκαλίες του Ιουδαϊσμού, από το ότι μεταφράζει ορισμένες εκφράσεις που δεν θα ήταν κατανοητές σε Ρωμαίους αναγνώστες, και από άλλες εξηγήσεις. Τόσο το Ευαγγέλιο του Ματθαίου όσο και το Ευαγγέλιο του Μάρκου προορίζονταν για ευρεία κυκλοφορία και, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να γίνουν πολλά αντίγραφα και να διανεμηθούν.
Συνήθως, οι Χριστιανοί αντιγραφείς δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά επειδή έτρεφαν σεβασμό και υψηλή εκτίμηση για την αξία των θεόπνευστων Χριστιανικών συγγραμμάτων, τα αντέγραφαν προσεκτικά. Χαρακτηριστικό του έργου των πρώτων αυτών Χριστιανών αντιγραφέων είναι το αρχαιότερο σωζόμενο τμήμα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, ο Πάπυρος Ράιλαντς Αρ. 457. Ο πάπυρος αυτός, ο οποίος είναι γραμμένος και στις δύο πλευρές, περιέχει 100 περίπου ελληνικά γράμματα (χαρακτήρες) και χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του δεύτερου αιώνα Κ.Χ. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 323) Παρότι πρόκειται για ανεπίσημο έγγραφο το οποίο δεν αποτελεί δείγμα άριστης γραφής, είναι επιμελημένο έργο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εν λόγω σπάραγμα προέρχεται από έναν κώδικα που πιθανότατα περιείχε ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, γύρω στα 66 φύλλα, περίπου 132 σελίδες συνολικά.
Περισσότερα στοιχεία παρέχουν, αν και από μεταγενέστερη εποχή, οι Βιβλικοί Πάπυροι Τσέστερ Μπίτι. Αυτοί αποτελούνται από τμήματα 11 ελληνικών κωδίκων που παράχθηκαν μεταξύ του δεύτερου και του τέταρτου αιώνα Κ.Χ. Περιέχουν αποσπάσματα από 9 βιβλία των Εβραϊκών Γραφών και 15 βιβλία των Χριστιανικών Γραφών. Τα αποσπάσματα αυτά είναι αρκετά αντιπροσωπευτικά, από την άποψη ότι περιέχουν ποικίλους τύπους γραφής. Ένας από τους κώδικες χαρακτηρίζεται «προϊόν ενός καλού επαγγελματία γραφέα». Για έναν άλλον κώδικα αναφέρεται: «Η γραφή είναι πολύ σωστή, και παρότι δεν είναι καλλιγραφική, αποτελεί προϊόν ενός ικανού γραφέα». Και για κάποιον άλλον: «Το γράψιμο είναι πρόχειρο, αλλά γενικά σωστό».—Οι Βιβλικοί Πάπυροι Τσέστερ Μπίτι: Περιγραφές και Κείμενα Δώδεκα Παπύρινων Χειρογράφων των Γραφών στην Ελληνική (The Chester Beatty Biblical Papyri: Descriptions and Texts of Twelve Manuscripts on Papyrus of the Greek Bible), του Φρέντερικ Κένιον, Λονδίνο, 1933, Τεύχος 1, Γενική Εισαγωγή, σ. 14· 1933, Τεύχος 2, Τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις, Κείμενο, σ. 9· 1936, Τεύχος 3, Αποκάλυψη, Πρόλογος.
Πιο σπουδαίο από αυτά τα χαρακτηριστικά, όμως, είναι το περιεχόμενό τους. Ως επί το πλείστον, επιβεβαιώνουν τα χειρόγραφα σε περγαμηνές vellum του τέταρτου αιώνα, τα λεγόμενα «Ουδέτερα», τα οποία εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους Γουέστκοτ και Χορτ, μελετητές του πρωτότυπου κειμένου—μεταξύ αυτών είναι το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 και το Σιναϊτικό. Επιπλέον, δεν περιέχουν κανένα από τα οφθαλμοφανώς εμβόλιμα στοιχεία που παρατηρούνται σε μερικά χειρόγραφα περγαμηνής vellum τα οποία, ενδεχομένως εσφαλμένα, έχουν ονομαστεί «Δυτικά».
Σώζονται χιλιάδες χειρόγραφα που χρονολογούνται κυρίως από τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ. και έπειτα. Οι λόγιοι που έχουν μελετήσει προσεκτικά και έχουν αντιπαραβάλει αυτά τα χειρόγραφα διαπίστωσαν ότι οι αντιγραφείς επέδειξαν εξαιρετική επιμέλεια. Μερικοί από αυτούς τους λογίους έχουν κάνει κριτικές αναθεωρήσεις ή συγκριτικές μελέτες βασισμένες σε αυτές τις αντιπαραβολές. Οι κριτικές αναθεωρήσεις αποτελούν τα βασικά κείμενα για τις σύγχρονες μεταφράσεις μας. Οι λόγιοι Γουέστκοτ και Χορτ δήλωσαν ότι «το ποσοστό αυτού που μπορεί με οποιαδήποτε έννοια να ονομαστεί ουσιώδης παραλλαγή δεν είναι παρά ένα μικρό κλάσμα της όλης υπολειπόμενης παραλλαγής, και μετά βίας ξεπερνάει το ένα χιλιοστό ολόκληρου του κειμένου». (Η Καινή Διαθήκη στο Πρωτότυπο Κείμενο [The New Testament in the Original Greek], Γκρατς, 1974, Τόμ. 2, σ. 2) Ο Σερ Φρέντερικ Κένιον δήλωσε σχετικά με τους Παπύρους Τσέστερ Μπίτι: «Το πρώτο και σημαντικότερο συμπέρασμα που απορρέει από την εξέτασή τους είναι η ικανοποιητική διαπίστωση ότι επιβεβαιώνουν την ουσιαστική αρτιότητα των υπαρχόντων κειμένων. Καμιά εντυπωσιακή ή εκ βάθρων παραλλαγή δεν εμφανίζεται είτε στην Παλαιά είτε στην Καινή Διαθήκη. Δεν υπάρχουν σημαντικές παραλείψεις ή προσθήκες κειμένου ούτε παραλλαγές που να επηρεάζουν ζωτικά γεγονότα ή δόγματα. Οι παραλλαγές του κειμένου επηρεάζουν ζητήματα ήσσονος σημασίας, όπως η σειρά των λέξεων ή οι συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούνται».—Τεύχος 1, Γενική Εισαγωγή, σ. 15.
Για διάφορους λόγους, σήμερα σώζεται ελάχιστο από το έργο των πρώτων αντιγραφέων. Πολλά από τα αντίγραφα των Γραφών που παρήγαγαν αυτοί καταστράφηκαν όταν οι Ρωμαίοι δίωκαν τους Χριστιανούς. Η φθορά από τη χρήση των αντιγράφων προξένησε και αυτή απώλειες. Επίσης, το θερμό και υγρό κλίμα μερικών περιοχών προκάλεσε γρήγορη διάβρωση. Επιπρόσθετα, καθώς οι επαγγελματίες γραφείς του τέταρτου αιώνα Κ.Χ. αντικαθιστούσαν τα παπύρινα χειρόγραφα με αντίγραφα σε περγαμηνή vellum, δεν φαινόταν να υπάρχει ανάγκη να διαφυλαχτούν τα παλιά παπύρινα χειρόγραφα.
Το μελάνι που χρησιμοποιούσαν οι αντιγραφείς ήταν ένα μείγμα από αιθάλη και κόμμι υπό μορφή πλακιδίων το οποίο το αναμείγνυαν με νερό για να το χρησιμοποιήσουν. Η πένα τους ήταν από καλάμι. Όταν μαλάκωνε η άκρη της πένας από το νερό, έμοιαζε με πινέλο. Η γραφική ύλη ήταν συνήθως ρόλοι από δέρμα και πάπυρο. Αργότερα έγραφαν σε κώδικες με φύλλα που, αν ήταν δεμένα, είχαν συνήθως ξύλινο κάλυμμα.