Ιώβ
3 Έπειτα από αυτά, ο Ιώβ άρχισε να μιλάει και να καταριέται την ημέρα που γεννήθηκε.*+ 2 Ο Ιώβ είπε:
4 Σκοτάδι να γίνει εκείνη η ημέρα.
Να μη νοιαστεί για αυτήν ο Θεός από ψηλά·
πάνω της να μη λάμψει φως.
5 Το μαύρο σκοτάδι* να την κυριεύσει ξανά.
Σύννεφο βροχής να καθίσει πάνω της.
Ας την τρομοκρατεί καθετί που κάνει την ημέρα να σκοτεινιάσει.
6 Τη νύχτα εκείνη μαυρίλα να την καταπιεί·+
να μη χαρεί μαζί με τις ημέρες του χρόνου
ούτε να λογαριαστεί ανάμεσα στους μήνες.
7 Ναι! Η νύχτα εκείνη να γίνει στείρα·
κραυγή χαράς να μην ακουστεί σε αυτήν.
9 Τα άστρα στο λυκόφως της να σκοτεινιάσουν·
μάταια να περιμένει το χάραμα,
και τις ακτίνες της αυγής να μην τις δει.
11 Γιατί δεν πέθανα στη γέννα;
Γιατί δεν αφανίστηκα όταν βγήκα από τη μήτρα;+
12 Γιατί βρέθηκαν γόνατα να με υποδεχτούν
και στήθη να με θηλάσουν;
13 Τώρα θα πλάγιαζα γαλήνιος·+
θα κοιμόμουν ήσυχος+
14 μαζί με βασιλιάδες της γης και τους συμβούλους τους,
που έχτισαν τόπους οι οποίοι είναι πια ερείπια,*
15 ή με άρχοντες που είχαν χρυσάφι
και σπίτια γεμάτα ασήμι.
16 Γιατί δεν αποβλήθηκα από τη μήτρα χωρίς να γίνω αντιληπτός,
σαν τα παιδιά που δεν βλέπουν ποτέ το φως;
18 Εκεί έχουν την ησυχία τους όλοι οι φυλακισμένοι·
δεν ακούν τη φωνή εκείνου που τους αναγκάζει να δουλεύουν.
21 Γιατί λαχταρούν τον θάνατο και αυτός δεν έρχεται;+
Σκάβουν για αυτόν περισσότερο από ό,τι για κρυμμένους θησαυρούς
22 εκείνοι που χαίρονται πάρα πολύ,
που είναι ευτυχισμένοι όταν βρίσκουν τον τάφο.
23 Γιατί δίνει αυτός φως στον άνθρωπο που έχασε τον δρόμο του,
γύρω από τον οποίο υψώνει φράχτη ο Θεός;+
25 Επειδή μου συνέβη αυτό που έτρεμα,
και με βρήκε αυτό που φοβόμουν.
26 Δεν βρίσκω ειρήνη, ησυχία και ανάπαυση,
οι συμφορές μου δεν έχουν τέλος».