Ιώβ
Θα ξεσπάσω και θα εκφράσω τα παράπονά μου.
Θα μιλήσω μέσα στην πικρή στενοχώρια μου!*
2 Θα πω στον Θεό: “Μη με κηρύξεις ένοχο.
Πες μου γιατί με πολεμάς.
3 Τι σε ωφελεί να καταπιέζεις,
να καταφρονείς το έργο των χεριών σου,+
ενώ ευνοείς τη συμβουλή των πονηρών;
Ή μήπως βλέπεις όπως ο θνητός άνθρωπος;
5 Είναι οι ημέρες σου σαν των θνητών;
Ή είναι τα χρόνια σου σαν του ανθρώπου,+
6 ώστε να αναζητάς το σφάλμα μου
και να ψάχνεις την αμαρτία μου;+
10 Δεν με έχυσες σαν γάλα
και δεν με έπηξες σαν τυρί;
13 Αλλά κρυφά σκόπευες να κάνεις αυτά τα πράγματα.*
Ξέρω ότι αυτά προέρχονται από εσένα.
15 Αν είμαι ένοχος, αλίμονό μου!
Αλλά ακόμη και αν είμαι αθώος, δεν μπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου,+
γιατί είμαι χορτασμένος ατίμωση και ταλαιπωρία.+
17 Φέρνεις καινούριους μάρτυρες εναντίον μου
και εντείνεις τον θυμό σου για εμένα,
καθώς με βρίσκουν τα δεινά το ένα μετά το άλλο.
18 Γιατί λοιπόν με έβγαλες από τη μήτρα;+
Έπρεπε να είχα πεθάνει προτού με δει μάτι.
19 Θα ήταν σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ·
θα με είχαν πάρει κατευθείαν από τη μήτρα στον τάφο”.