Προς τον διευθύνοντα. Του Δαβίδ. Μελωδία.
109 Θεέ που σε αινώ,+ μη μένεις σιωπηλός.
2 Διότι ο πονηρός και ο δόλιος άνθρωπος ανοίγουν το στόμα τους εναντίον μου.
Η γλώσσα τους λέει ψέματα για εμένα·+
3 με περικυκλώνουν με λόγια μίσους
και μου επιτίθενται χωρίς αιτία.+
4 Σε ανταπόδοση της αγάπης μου, μου εναντιώνονται·+
αλλά εγώ συνεχίζω να προσεύχομαι.
5 Μου ανταποδίδουν κακό αντί καλού+
και μίσος αντί της αγάπης μου.+
6 Βάλε κάποιον πονηρό να τον εξουσιάζει·
ας βρίσκεται στα δεξιά του κάποιος ενάντιος.
7 Όταν κριθεί, ας βρεθεί ένοχος·
ακόμη και η προσευχή του ας θεωρηθεί αμαρτία.+
8 Οι ημέρες του ας είναι λίγες·+
τη θέση επισκοπής που είχε ας την πάρει κάποιος άλλος.+
9 Ας μείνουν τα παιδιά του χωρίς πατέρα,
και η γυναίκα του χήρα.
10 Ας ζητιανεύουν τα παιδιά του εδώ και εκεί,
ας βγαίνουν από τα ρημαγμένα σπίτια τους για να αναζητούν τροφή.
11 Ας αρπάξει ο πιστωτής του όλα όσα έχει,
και ξένοι ας λεηλατήσουν τα υπάρχοντά του.
12 Ας μην του φερθεί κανείς με καλοσύνη,
και ας μη δείξει κανείς εύνοια στα παιδιά του που δεν θα έχουν πατέρα.
13 Ας αφανιστούν οι απόγονοί του·+
ας χαθεί το όνομά τους μέσα σε μια γενιά.
14 Ας θυμηθεί ο Ιεχωβά το σφάλμα των προπατόρων του,+
και ας μη διαγραφεί η αμαρτία της μητέρας του.
15 Ας μην ξεχάσει ποτέ ο Ιεχωβά τι έκαναν αυτοί·
ας σβήσει την ανάμνησή τους από τη γη.+
16 Επειδή εκείνος δεν θυμήθηκε να δείξει καλοσύνη,+
αλλά καταδίωκε αυτόν που ήταν καταπιεσμένος,+ φτωχός και είχε συντετριμμένη καρδιά
για να τον θανατώσει.+
17 Του άρεσε να καταριέται, γι’ αυτό τον βρήκε κατάρα·
δεν ήθελε να ευλογεί, γι’ αυτό δεν ευλογήθηκε.
18 Για ρούχο του φόρεσε κατάρες.
Και αυτές χύθηκαν στα σωθικά του σαν νερό,
στα κόκαλά του σαν λάδι.
19 Ας γίνουν οι κατάρες του σαν το ρούχο με το οποίο τυλίγεται+
και σαν ζώνη που τη φοράει πάντοτε.
20 Έτσι ανταμείβει ο Ιεχωβά εκείνον που μου εναντιώνεται+
και όσους με κακολογούν.
21 Εσύ όμως, Ιεχωβά, Υπέρτατε Κύριε,
υπερασπίσου με για χάρη του ονόματός σου.+
Σώσε με, επειδή η όσια αγάπη σου είναι αγαθή.+
22 Διότι εγώ είμαι αβοήθητος και φτωχός,+
και η καρδιά μου είναι πληγωμένη μέσα μου.+
23 Σβήνω σαν σκιά που χάνεται·
με τίναξαν μακριά τους σαν ακρίδα.
24 Τα γόνατά μου τρέμουν από την ασιτία·
το σώμα μου είναι αδύνατο, έχω λιώσει.
25 Έχω γίνει το αντικείμενο του χλευασμού τους.+
Όταν με βλέπουν, κουνούν το κεφάλι τους.+
26 Βοήθησέ με, Ιεχωβά Θεέ μου·
σώσε με μέσω της όσιας αγάπης σου.
27 Ας γνωρίσουν ότι αυτό είναι από το χέρι σου·
ότι εσύ, Ιεχωβά, το έκανες αυτό.
28 Αυτοί ας πουν κατάρα, αλλά εσύ δώσε ευλογία.
Όταν σηκωθούν εναντίον μου, ας ντροπιαστούν,
αλλά ο υπηρέτης σου ας χαρεί.
29 Εκείνοι που μου εναντιώνονται ας ντυθούν ταπείνωση·
ας τυλίξουν γύρω τους την ντροπή σαν μανδύα.+
30 Το στόμα μου θα αινεί ένθερμα τον Ιεχωβά·
θα τον αινώ μπροστά σε πολλούς ανθρώπους.+
31 Διότι θα σταθεί στα δεξιά του φτωχού
για να τον σώσει από εκείνους που τον καταδικάζουν.