Κτηνώδης Διωγμός Ξεσπά και Πάλι
Η ΑΠΡΟΘΥΜΙΑ των Μαρτύρων του Ιεχωβά να επιστρέψουν στη Μαλάουι ήταν τελείως δικαιολογημένη. Αυτό γίνεται φανερό όταν πληροφορούμεθα τι συνέβη σ’ εκείνους που αναγκάσθηκαν να επιστρέψουν.
Εκείνο που τους περίμενε ήταν ένα άλλο βασίλειο τρόμου. Τίποτε δεν είχε αλλάξει. Η φαύλη στάσις εναντίον τους επικρατούσε ακόμη. Η κυβέρνησις της Μαλάουι δεν είχε λάβει κανένα μέτρο να μετριάση την κατάστασι.
Επιστροφή στη Μαλάουι
Όταν οι Μάρτυρες έφθασαν στο αεροδρόμιο της Λιλόνγκβε στη Μαλάουι, αυτοί που ήσαν γνωστοί ότι ήσαν επίσκοποι τοπικών εκκλησιών συνελήφθησαν και ερρίφθησαν στη φυλακή. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Τζων Τσιβέλε που υπήρξε και επιστάτης του στρατοπέδου της Σίντα Μιζάλε, ως και ο Λάζαρος Τσίρβα, που ήταν βοηθός του.
Στο αεροδρόμιο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Μαλάουι απηύθυναν λόγο προς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο κ. Κουμπουέζα Μπάντα, υπουργός της Κεντρικής περιοχής. Ένας άλλος ήταν ο κ. Κανίζο Τσιμπάμπο υπουργός των Βορείων περιοχών. Είπαν στους Μάρτυρες ότι είχαν φύγει από τη Μαλάουι με τη θέλησί τους, πράγμα που δεν ήταν αληθές, και ότι είχαν επιστρέψει στη Μαλάουι με τη θέλησί τους, πράγμα που δεν ήταν εξ ίσου αληθές.
Αυτοί οι επίσημοι εν συνεχεία είπαν ότι οι Μάρτυρες θα έπρεπε να ξαναπάνε πίσω στα χωριά τους και ν’ αγοράσουν κάρτες του κόμματος. Όταν ένας από τους Μάρτυρες προσπάθησε να πη μια μόνο λέξι, του είπαν να το βουλώση. Αστυνομικοί και Σκαπανείς της Νεολαίας, η ομάς της στρατιωτικής νεολαίας του κόμματος του Κογκρέσσου της Μαλάουι, διετάχθησαν τότε να ερευνήσουν όλους τους Μάρτυρες. Τους κατέσχον τις Γραφές, τα Γραφικά έντυπα, τα διαβατήρια και όλα τα άλλα έγγραφα. Και κατόπιν τους είπαν να φύγουν για τα χωριά τους με τα πόδια. Αυτούς που κατοικούσαν πολύ μακρυά τους έβαλαν σε φορτηγά μέχρι σ’ ένα κοντινό σημείο της περιοχής τους και μετά τους είπαν να πάνε με τα πόδια το υπόλοιπο της διαδρομής.
Όταν οι Μάρτυρες έφτασαν στα χωριά τους, μερικοί που είχαν συγγενείς τακτοποιήθηκαν για να κοιμηθούν. Αλλά οι περισσότεροι έμειναν έξω στο ύπαιθρο και κοιμήθηκαν εκεί, μερικοί κάτω από δένδρα μαζί με τα παιδιά τους. Αλλά τους περίμενε μια χειρότερη τύχη και αυτό φάνηκε αμέσως. Ένα παράδειγμα αναγράφεται στο Σάνταιη Τέλεγκραφ του Λονδίνου της 14ης Ιανουαρίου, που αναφέρεται σε μια ομιλία του προέδρου Μπάντα που έγινε από το Ραδιόφωνο στις αρχές του Νέου Έτους. Η έκθεσις αναφέρει:
«Ο Μπάντα είπε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά . . . εξαπατήθηκαν μόνοι τους, είπε, με το να πιστεύουν ότι κάποιος ‘καλούμενος Αρμαγεδδών θα κατέστρεφε τη Μαλάουι στις 15 Νοεμβρίου και ότι θα τους έχτιζε μια καινούργια πόλι στη Λιλόνγκβε’.
«Ακόμη και στη διάρκεια της ομιλίας, επειδή ο κ. και η κ. Γκόρσον Καμάνγκα μέσης ηλικίας, μέλη του θρησκεύματος και που είχαν επαναπατρισθή στο Νκάτα Μπέυ, αρνήθηκαν για μια φορά ακόμη ν’ αγοράσουν κάρτες του κόμματος, τους αφήρεσαν τα ενδύματά τους και τους ανάγκασαν να παρελάσουν γυμνοί στους δρόμους.
«Και σ’ ένα άλλο χωριό κοντά στη Λιλόνγκβε οι Σκαπανείς της Νεολαίας έσπασαν τα χέρια και τα πόδια άλλων πέντε Μαρτύρων με ανηλεή ξυλοδαρμό. Έναν άλλο του κάρφωσαν τα χέρια με καρφιά. Και στο Νοσοκομείο της Λιλόνγκβε τους αρνήθηκαν ιατρική περίθαλψι, επειδή δεν είχαν κάρτες του κόμματος.»
Όσοι γνωρίζουν τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά, φυσικά, θα ξέρουν ότι ποτέ δεν πίστευαν ούτε δίδαξαν ότι ο Αρμαγεδδών είναι κάποιο πρόσωπο. Ούτε και ποτέ δίδαξαν ότι η Μαλάουι θα καταστρεφόταν στις 15 Νοεμβρίου, ή ότι μια καινούργια πόλις θα κτιζόταν γι’ αυτούς εκεί.
Αλλ’ αυτή η εχθρότης εναντίον τους άναψε τις φλόγες του διωγμού. Και το ζήτημα καρτών του κόμματος χτύπησε άλλη μια φορά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όταν αρνήθηκαν να τις αγοράσουν ένεκα της ουδετερότητός των στις πολιτικές υποθέσεις, άρχισαν δόλιες επιθέσεις εναντίον αυτών των Μαρτύρων που είχαν ‘επαναπατρισθη.’
Εκθέσεις από Αυτόπτες Μάρτυρες
Η απόδειξις όλων αυτών δεν προέρχεται μόνον από ξένες εφημερίδες. Προέρχεται και από τους ίδιους τους Μάρτυρες που ήσαν και τα θύματα. Ελήφθησαν πολλές συνεντεύξεις από εκείνους που ‘επαναπατρίσθηκαν’ και οι οποίοι παγιδεύθηκαν σ’ ένα νέο κύμα τρόμου.
Αυτές οι εκθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες δείχνουν ότι όταν οι πρόσφυγες επέστρεψαν στα χωριά τους, οι ηγέται, οι αρχηγοί των χωριών, οι αξιωματούχοι του κόμματος καθώς επίσης και οι αξιωματούχοι της κυβερνήσεως απαιτούσαν ν’ αγοράσουν τις κάρτες του κόμματος. Τα ακόλουθα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά:
Ένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ο Γκίλπερτ Τζουλάι από το χωριό Τσιμόγκο, ανέφερε: «Στις 3 Ιανουαρίου 1973 συνήλθαν σε μια συγκέντρωσι όλοι οι αρχηγοί των χωριών της περιφερείας Μτσίντζι στην οποία προήδρευσε ο Κος Τσούτσε, κοινοβουλευτικό μέλος της περιοχής Μτσίντζι. Σ’ αυτή τη συγκέντρωσι αποφασίσθηκε ότι αν οι Μάρτυρες από τη Σίντα Μιζάλε αρνηθούν και πάλι ν’ αγοράσουν κάρτες του κόμματος να τύχουν ανηλεούς μεταχειρίσεως. Μετά τη συγκέντρωσι αυτοί οι Μάρτυρες, άνδρες και γυναίκες της τοπικής εκκλησίας της Καντάμα που βρίσκεται στο χωριό Τσιμόνγκο (του οποίου αρχηγός είναι ο Ντούβα), διώχθηκαν από το χωριό τους επειδή αρνήθηκαν ν’ αγοράσουν κάρτες του κόμματος. Οι αδελφοί και αδελφές έφυγαν στη ζούγκλα.»
Ο Μάρτυς Ράιτγουελ Μόζες είναι από το χωριό Κατσίτζερε, αρχηγός του οποίου είναι ο Μπέλουα. Ο Μόζες ανέφερε ότι ευθύς μόλις οι Μάρτυρες επέστρεψαν στο χωριό, εδάρησαν κτηνωδώς από τους νέους, επειδή αρνήθηκαν ν’ αγοράσουν κάρτες του κόμματος. Ο Χάστινξ Μζάμο, ο προεδρεύων επίσκοπος της τοπικής εκκλησίας εκεί, εδάρη τόσο άσχημα ώστε δεν μπορεί πια ν’ ακούη καλά.
Ο Ράιτγουελ προσθέτει επίσης και τις εξής λεπτομέρειες στην έκθεσί του: «Δυο μέρες μετά την άφιξί μας, ο κ. Μαχάρα Μπάντα, κοινοβουλευτικό μέλος, ήλθε στο χωριό και προειδοποίησε σε μια συγκέντρωσι το λαό ότι κανείς δεν θα επιτρεπόταν να παραμείνη στο χωριό αν δεν έχη κάρτα του κόμματος. Έπειτα, την πρώτη Ιανουαρίου 1973, ο κ. Μαχάρα Μπάντα έφερε μαζί του δυο νέους με το αυτοκίνητό του. Τα επίθετά τους είναι Τζέρε και Τέμπο. Εστάθμευσε το αυτοκίνητό του έξω από το χωριό και περίμενε εκεί ενώ οι νεαροί μπήκαν στο χωριό. Όταν οι νέοι μπήκαν στο χωριό, πλησίασαν την κόρη μου Τζόισι και την αδελφή Ολίβα και τους ζήτησαν τις κάρτες. Οι αδελφές, φυσικά, δεν είχαν να παρουσιάσουν κάρτες και οι νέοι άρχισαν να τις χτυπούν με τις γροθιές τους. Οι νεαροί έβγαλαν βιαίως τα φορέματα των νεαρών αδελφών και άρχισαν να τις χτυπούν με ραβδιά στο γυμνό τους σώμα. Έπιασαν και τους αδελφούς και άρχισαν να τους χτυπούν και αυτούς. Όταν κουράσθηκαν έφυγαν προς το αυτοκίνητό τους, φωνάζοντας καθώς έφευγαν, ότι θα ξαναγύριζαν να χτυπήσουν τους αδελφούς και τις αδελφές και πάλι. Μόλις αυτοί έφευγαν, τότε οι αδελφοί και οι αδελφές έφυγαν από το χωριό μέσα στη ζούγκλα και μετά έφυγαν κι από τη Μαλάουι.»
Μια άλλη γυναίκα Μάρτυς, η Λάικνες Καμάνγκα, εστάλη πίσω στο χωριό της Βιθάντο, του οποίου αρχηγός είναι ο Τσίντι, και αναφέρει τα εξής: «Μόλις φθάσαμε στο χωριό μάς κάλεσαν σε μια συγκέντρωσι στο Μπουλάλε. Στη συγκέντρωσι μίλησε ο Άνταμσον Ντίντι, περιφερειακός πρόεδρος του Κόμματος του Κογκρέσσου της Μαλάουι. Αυτό συνέβη στις 4 Ιανουαρίου 1973. Δώδεκα Μάρτυρες, περιλαμβανομένου και εμού, ήσαν παρόντες σ’ αυτή τη συγκέντρωσι. Μας διέταξαν όλους ν’ αγοράσωμε κάρτες του κόμματος. Αλλά εξηγήσαμε ότι δεν μπορούσαμε ν’ αγοράσωμε. Ο Κος Ντίντι και οι λοιποί εξεμάνησαν τόσο, ώστε μας διέταξαν να εγκαταλείψωμε τη Μαλάουι αμέσως, εκείνη τη στιγμή. Δεν μας επέτρεψαν να πάρωμε τίποτε μαζί μας. Και όλοι φύγαμε στη ζούγκλα σε μικρές ομάδες. Την επομένη μέρα καθώς έφευγα, κάποιος συγγενής μου μού είπε ότι έναν από τους Μάρτυρες, που ήταν στη συγκέντρωσι μαζί μας την προηγούμενη μέρα, τον εφόνευσαν.»
Ο Τζέλεσον Εσάια, ένας Μάρτυς από το χωριό Μουελεκέλα, αφηγείται: «Στις 2 Ιανουαρίου 1973 μας κάλεσαν σε μια συγκέντρωσι που θα γινόταν στο χωριό Μουελεκέλα. Επρόκειτο να προεδρεύση ο αρχηγός του χωριού Λόμπουα. Είμασταν είκοσι Μάρτυρες όλοι μαζί. Στη συγκέντρωσι μας διέταξαν ν’ αγοράσωμε κάρτες του κόμματος, αλλιώς θ’ αντιμετωπίζαμε το θάνατο. Εξηγήσαμε ότι δεν θ’ αγοράζαμε κάρτες. Τότε μας διέταξαν να φύγωμε από το χωριό αμέσως. Με ευγένεια αλλά και σταθερότητα εξηγήσαμε ότι θα θέλαμε μια επιστολή απ’ αυτόν που να εξηγή τους λόγους για τον διωγμό μας από το χωριό. Αρνήθηκε. Και τότε εμείς αποφασίσαμε να πάμε στον Αστυνομικό Σταθμό του Μτσίντζι. Αλλ’ αντί να μας ακούση, ο αξιωματικός υπηρεσίας μας διέταξε να επιστρέψωμε στο χωριό. Και δεν είχαμε πια άλλη εκλογή παρά να φύγωμε από τη Μαλάουι.»
Πολλές αφηγήσεις και άλλων αυτόπτων μαρτύρων πιστοποιούν την ίδια κτηνώδη μεταχείρισι. Ο καθένας από τους εκατό και πλέον Μάρτυρες, από τους οποίους ελήφθη συνέντευξις, εβεβαίωσαν ότι δεν είχε γίνει απολύτως τίποτε από την κυβέρνησι για να σταματήση ο διωγμός. Όλοι εξέφρασαν φόβους ότι η κατάστασι θα γινόταν χειρότερη. Σαν αποτέλεσμα πολλοί κατέφυγαν στα δάση ή και έξω από τη Μαλάουι ακόμη μια φορά.
Οι Πρόσφυγες στη Μοζαμβίκη
Χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν ήδη καταφύγει στη γειτονική Μοζαμβίκη όταν ο διωγμός ξέσπασε το 1972. Τώρα μερικοί απ’ εκείνους που ‘επανεπατρίσθηκαν’ προσφάτως και κατόπιν εξαναγκάσθηκαν να φύγουν από τη Μαλάουι και πάλι, έφυγαν προς εκείνη την κατεύθυνσι.
Ποια είναι η παρούσα κατάστασις των προσφύγων Μαρτύρων στη Μοζαμβίκη; Είναι επίσης δύσκολη, αλλά φαίνεται ότι δεν υπάρχει ολοφάνερος διωγμός. Και ενώ η ζωή είναι δύσκολη και η εργάσιμη ημέρα πολύ μακρά και εντατική, η κυβέρνησις της χώρας αυτής δεν κακομεταχειρίσθηκε τους Μάρτυρες.
Οι Μάρτυρες είναι περιωρισμένοι σε ωρισμένες περιοχές κοντά στα σύνορα, όπου τους παρεχωρήθη λίγη γη. Τους είπαν να καθαρίσουν τη γη και να φυτέψουν σιτηρά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να παράγουν τροφή για τον εαυτό τους. Έχουν καταβληθή προσπάθειες από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά άλλων μερών να στείλουν εφόδια στις περιοχές αυτές, αλλά οι αρχές αρνήθηκαν την προσφορά με τη δήλωσι ότι θα χειρισθούν την κατάστασι οι ίδιες.
Οι Πορτογαλικές αρχές ευγενώς έδωσαν επίσης στους Μάρτυρες 250 στρέμματα πρόσθετης γης για να κάμουν ένα στρατόπεδο κοντά στο Φορτ Μλάγκενι. Οι αρχές εντυπωσιάσθηκαν από το γεγονός ότι οι Μάρτυρες έπιασαν αμέσως τη δουλειά και ωργάνωσαν το στρατόπεδο αποτελεσματικά. Έκαμαν αποχωρητήρια για τους άνδρες για τις γυναίκες και για τα παιδιά. Έχτισαν δικό τους νοσοκομείο όπου μαίες φρόντιζαν για τη γέννησι των μικρών—και 78 απ’ αυτά τα νεογέννητα μωρά είχαν γεννηθή στις 15 Δεκεμβρίου! Εκείνον τον καιρό υπήρχε πληροφορία ότι βρίσκονταν εκεί 7.670 Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Στη διάρκεια του τελευταίου δεκαπενθημέρου του Δεκεμβρίου ένας επίσκοπος περιοχής των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε την ευκαιρία να επισκεφθή μερικές απ’ αυτές τις περιοχές. Ανέφερε ότι έκαναν σκληρή εργασία, αλλά επίσης ότι δεν καταδιώκονταν. Παρετήρησε ότι οι Μάρτυρες μπορούσαν να έχουν τις Χριστιανικές των συναθροίσεις και να μελετούν τη Γραφή.
Πραγματικά, στη διάρκεια του Δεκεμβρίου 217 άτομα βαπτίσθηκαν από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο στρατόπεδο προσφύγων στη Μοζαμβίκη. Αυτό δείχνει ότι μερικοί που έφυγαν από τη Μαλάουι ήσαν ενδιαφερόμενα άτομα.
Ευγενικοί Άνθρωποι Κατελήφθησαν από Φρίκη
Ο διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά από τη Μαλάουι έκαμε πολλά ευγενικά άτομα σε όλον τον κόσμο να νοιώσουν τρόμο και φρίκη. Με την ενέργεια αυτή η υπόληψις της Μαλάουι υπέστη συντριπτικά πλήγματα.
Πολλά άτομα που δεν είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά εξέφρασαν τη συμπάθειά τους. Λέγουν ότι γνωρίζουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως αξιοπρεπή και νομοταγή άτομα που πραγματικά αγαπούν τον Θεό. Ένα τέτοιο σχόλιο από ένα άτομο από τις νήσους Μπαχάμας δημοσιεύθηκε στη Γκάρντιαν, μια από τις μεγαλύτερες Βρεττανικές εφημερίδες. Αυτή η Επιστολή προς τον εκδότη αποτελούσε απάντησι σε προηγούμενο άρθρο της Γκάρντιαν που περιέγραφε την κτηνώδη καταδίωξι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Και ανέφερε:
«Αφού διάβασα το άρθρο «Οι Μάρτυρες φονεύονται,» τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους και οποιοσδήποτε άλλος που τους γνωρίζει ξέρει ότι κανένας Μάρτυς σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου δεν αξίζει τέτοια μεταχείρισι . . .
«Δεν θα λέγατε ότι αγαπούν τον Θεό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στη γη; Όταν κάποιος δέρνεται κτηνωδώς μέχρι θανάτου επειδή αρνείται να ενωθή με κάποιον όμιλο για να φονεύση άλλους ανθρώπους, πράγμα που είναι απολύτως αντίθετο με τον λόγο του Θεού, δεν θα έπρεπε να προσέξωμε κάτι σχετικά μ’ αυτόν αμέσως;
«Ο άνθρωπος αυτός πιστεύει, αγαπά και εμπιστεύεται στον Θεό. Ασφαλώς θα ήταν ευκολώτερο να συμβιβασθή και να γλυτώση τη ζωή του, αλλ’ αυτό θα ήταν μια κοροϊδία εκείνου που διδάσκει και κατά συνέπειαν θα βάδιζε αντίθετα με τις πεποιθήσεις ενός πραγματικού Χριστιανού. . . .
«Με άλλα λόγια, ήταν τιμή γι’ αυτούς να πεθάνουν για τον Θεό που τόσο αγάπησαν με την καρδιά τους.
«Είναι πολύ προσεκτικοί στο να μη παραβιάζουν τους νόμους της χώρας στην οποία κατοικούν, αλλά μη ξεχνάτε ότι ποτέ δεν θα παραβιάσουν ούτε και τους νόμους του Θεού.
«Δεν είμαι Μάρτυς του Ιεχωβά, αλλά τους έχω παρατηρήσει από πολύ κοντά και βρίσκω ότι είναι μεταξύ των καλυτέρων ανθρώπων που συνήντησα ποτέ. Μπορεί κανείς να τους κυττάξη στα μάτια και να διαπιστώση ότι αγαπούν και πιστεύουν στο Θεό που τόσο υπομονητικά και σθεναρά προσπαθούν να διδάξουν σε άλλους.»
Επίσης, η Αμερικανική έκδοσις Δη Κρίστιαν Σέντσιουρυ έγραψε τα εξής:
«Ενώ σε πολλούς Χριστιανούς οι Μάρτυρες φαίνονται επιμελείς ερευνηταί, η ισχυρογνώμων άρνησί τους να συμβιβάσουν τις πεποιθήσεις των μπροστά στην καταδίωξι και τη βία θα έπρεπε να προκαλέση σε όλους μας τουλάχιστον κάποιο βαθμό θαυμασμού. Στις μάζες αυτές του ακράτητου εθνικισμού, οι Μάρτυρες είναι μεταξύ των ολίγων ομίλων που ακόμη δίνουν μαρτυρία για τη Χριστιανική άποψι ότι πρέπει κανείς να υπακούη στο Θεό πριν από τον άνθρωπο. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, που υπάρχει μια συγκεχυμένη εικόνα δήθεν θρησκευτικής καταστάσεως, είναι παρήγορο ότι υπάρχουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για να μας υπενθυμίζουν την υποταγή που προηγείται.»