“Δούλοι του Σατανά”—Βρίσκουν έναν Καινούργιο Κύριο
ΟΤΑΝ μιλάς με τον γλυκομίλητο Τόνυ Μπάνουετ είναι δύσκολο να φαντασθής ότι αυτός ο άνθρωπος με το ευγενικό χαμόγελο ήταν κάποτε αρχηγός μιας συμμορίας μοτοσυκλεττιστών. Ο Τόνυ έχει ανακατευτή σε καυγάδες, ληστείες, και λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Έχει ένα φάκελλο 15 ετών στην αστυνομία, έχει κάνει στη φυλακή και βρίσκεται ακόμη υπό αστυνομική επιτήρησι μέχρι το 1983.
Φυσικά, ο Τόνυ δεν έχει την ίδια προσωπικότητα που είχε πριν από μερικά χρόνια. Ούτε και τρία άλλα μέλη από την προηγούμενη συμμορία μοτοσυκλεττιστών. Κάποτε είχαν εξαγριωθή τόσο πολύ με τον κόσμο που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου αν θα ζούσαν ή θα πέθαιναν. Δεν είχαν καμμιά εμπιστοσύνη στο παρόν, ούτε και ελπίδα για το μέλλον. Όλα αυτά έχουν αλλάξει. Έχουν βρει πραγματικούς φίλους και μια νέα ζωή.
Η ιστορία τους αρχίζει τη δεκαετία του 1950. Όταν ο Τόνυ (που τον φώναζαν «Λόκο» [«Τρελλό»]) ήταν 15 ετών, είχε αρχίσει να απλώνεται από τις νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τη Τιχουάνα, μια Μεξικάνικη πόλι ακριβώς νότια από τα σύνορα της Καλιφόρνια, όπου ζούσε ο Τόνυ και ο αδελφός του Ρούντυ, μια κίνησις συμμοριών των δρόμων με την ονομασία «Πατσούκος.»
Αυτές οι συμμορίες διαιρούσαν τις πόλεις σε περιοχές που υπεράσπιζαν. Πολεμούσαν με μαγγούρες, ρόπαλα και αλυσίδες. Τα μέλη της συμμορίας αναγνωρίζονταν από ένα διακριτικό σημάδι ταττουάζ, κοντά στον αντίχειρα στο πάνω μέρος της παλάμης. Είχαν κορίτσια που έφεραν μαχαίρια ή λεπίδες στα μαλλιά τους. Ο Τόνυ λέει. «Ήμουν Πατσούκο σ’ όλη τη διάρκεια της εφηβικής μου ηλικίας. Η συμμορία μας αποτελείτο από 25 μέλη.»
Ο Τόνυ είχε γεννηθή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντί να καταταγή στο στρατό, υπηρέτησε στο ναυτικό όπου, όπως λέει: «Μπλέχτηκα για καλά στα ναρκωτικά.» Και συνεχίζει: «Μ’ έπιασαν να κάνω λαθρεμπόριο και να πουλάω μαριχουάνα και το ναυτικό με κράτησε ένα χρόνο σε απομόνωσι στη Χαβάη. Όταν μ’ έδιωξαν από κει πήγα πάλι στο Μεξικό και συνδέθηκα με μια συμμορία μοτοσυκλεττιστών. Διέρρηξα ένα γραφείο στο Σαν Ντιέγκο και έκλεψα επιταγές τις οποίες πλαστογράφησα και εξαργύρωσα. Χρόνια αργότερα με συνέλαβαν γι’ αυτό, και πήγα ένα χρόνο φυλακή. Από τότε που είμαι υπό επιτήρησι, κάθε μήνα πρέπει να πληρώνω μέρος αυτών που έκλεψα. Έχω ακόμη να πληρώσω 385 δολλάρια.
«Ενώ ήμουν στη φυλακή έκανα φίλους μέλη της συμμορίας μοτοσυκλεττιστών με την ονομασία Άγγελοι της Κολάσεως και αποφασίσαμε να αναδιοργανώσωμε μια συμμορία με την ονομασία «Δούλοι του Σατανά,» πράγμα που κάναμε στο Λας Βέγκας και αργότερα με παράρτημα στη Τιχουάνα. Ζούσαμε σαν εκτός νόμου. Το σύνθημα ήταν: ‘Οδήγησε σκληρά, πέθανε γρήγορα.’ Μπαινοβγαίναμε στη φυλακή. Εμένα προσωπικά με μαχαίρωσαν μια φορά στο χέρι, με πυροβόλησαν μια φορά στο δεξί πόδι, μου άνοιξαν το κεφάλι μ’ ένα λοστό και είχα και τρία σοβαρά ατυχήματα με τη μοτοσυκλέτα—και τις τρεις φορές είχα πάρει πολλά ναρκωτικά. Μας βάρυναν κάθε είδους κατηγορίες, από λαθρεμπόριο ηρωίνης μέχρι απόπειρα φόνου, αλλά τα χρήματα και οι δικηγόροι βοηθούσαν μερικές φορές. Ο Ρούντυ και άλλα μέλη της συμμορίας έμειναν στη φυλακή για ηρωίνη.
«Εν τω μεταξύ, βάζαμε πολύ χρόνο και χρήματα σ’ ένα κονικλοτροφείο, μακριά από την αστυνομία, περίπου μια ώρα με το αυτοκίνητο από τον κεντρικό δρόμο στα βουνά νοτιανατολικά της Τιχουάνα. Άνθρωποι που έμπλεκαν σε φασαρίες έρχονταν και εργάζονταν για λίγους μήνες και έπειτα έφευγαν. Πολλοί που ήλθαν σ’ αυτή τη φάρμα, κατέληξαν στη φυλακή—μερικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, άλλοι στο Μεξικό.
«Φορούσαμε δερμάτινα και Γερμανικά κράνη. Είχαμε μαχαίρια και όπλα, και είχαμε το όνομα της συμμορίας μας γραμμένο στη πλάτη της μπλούζας μας. Τα μανικέτια μας ήσαν φτιαγμένα από δέρμα με μεταλλικά καρφιά, κι έτσι μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε τα χέρια μας για να αποκρούωμε τα μαχαίρια.»
Εγκαταλείποντας τις Παλιές Συνήθειες
«Μια φορά ήθελα να βρω ένα νεαρό Αμερικανό στην Τιχουάνα που ήθελε να συνδεθή με τη συμμορία μας, για να με βοηθήση να πάρω μερικά χρήματα από ένα προμηθευτή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο νεαρός δεν ήταν στο σπίτι. Περίμενα αλλά εν τέλει δεν τον είδα, ο πατέρας του όμως, ο Φρανσίσκο Ντουράζο που ήταν Μάρτυς του Ιεχωβά, μου μίλησε για τον Ιεχωβά. (Ψαλμ. 83:18) Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το όνομα του Θεού και μάθαινα για την υπόσχεσί του για ένα νέο σύστημα. Όταν έφυγα, συνάντησα δυο φίλους και περάσαμε τα σύνορα για να τακτοποιήσωμε το πρόβλημα. Μπλέξαμε σε φασαρία και βρεθήκαμε στη φυλακή για ένοπλη επίθεσι. Οι κατηγορίες ανατράπηκαν, αλλά άρχισα να σκέφτωμαι: ‘Αυτή η ιστορία με τη φυλακή παρατράβηξε. Ίσως ο Φρανσίσκο να έχη δίκιο.’
«Μόλις γύρισα στο Μεξικό πήγα να τον δω. Μου είπε πολλά πράγματα: Πώς γράφτηκε η Αγία Γραφή, ότι δείχνει πως βρισκόμαστε κοντά στο τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων, και ότι ο Θεός θα κάνη κάτι σύντομα για τα προβλήματα της γης. Αυτά που είπε φαίνονταν σοβαρά, έτσι όταν με ρώτησε αν ήθελα να μελετήσω τη Γραφή μαζί του, είπα Ναι. Αρχίσαμε εκείνη την ημέρα από το βιβλίο Η Αλήθεια Που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή.
«Πριν περάση πολύς καιρός έλεγα στους φίλους μου αυτά που είχα μάθει. Μερικοί τα δέχονταν, μερικοί όχι. Ο αδελφός μου Σουζούκι ζούσε στην Εντσινίτας, στην Καλιφόρνια, και πήγα για να του μιλήσω γι’ αυτό—ότι ο Ιεχωβά είναι ο Θεός, και ότι κάτι μεγάλο συμβαίνει.
«Όταν γυρίσαμε στη Τιχουάνα οι Μάρτυρες μάς είπαν ότι έπρεπε να απαλλαγούμε από τις παλιές μας προσωπικότητες. Αφού μελετήσαμε για λίγους μήνες, ο Ρούντυ αποφάσισε να κόψη τις παλιές συνήθειες. Γύρισε στην Εντσινίτας, βρήκε δουλειά, και σκεφτόταν να βαπτισθή. Εγώ άργησα κάπως περισσότερο, αλλά μια μέρα κατάλαβα ότι δεν έχομε την αιωνιότητα για ν’ αρχίσωμε να υπηρετούμε τον Θεό. Έκοψα παρέες πήγα στην Εντσινίτας και ύστερα από άλλους δύο μήνες μελέτη βρήκα δουλειά σαν οδηγός φορτηγού. Μέχρι τότε δεν είχα εργασθή ποτέ περισσότερο από 10 μήνες σ’ όλη τη ζωή μου.»
Την ημέρα που βαπτίσθηκε, σε μια συνέλευσι περιφερείας στο Λος Άντζελες το 1978, ο Τόνυ είπε: «Τώρα είμαι ευτυχισμένος άνθρωπος. Δεν έχω πια στενοχώριες. Η κυβέρνησις δεν με παρακολουθεί. Δεν χρειάζεται να έχω πάνω μου μαχαίρι κάθε μέρα. Δεν χρειάζομαι πια όπλο. Έχω βρει καλύτερους ανθρώπους να συναναστρέφομαι—ανθρώπους που είναι ειλικρινείς, που δεν είναι ψεύτες. Τώρα η απόφασίς μου είναι να υπηρετώ τον Ιεχωβά και να διδάσκω άλλους ανθρώπους.»
Ο Σουζούκι Αφηγείται την Ιστορία Του
Ο Ρούντυ, ο αδελφός του Τόνυ, (που τον φωνάζουν Σουζούκι), λέει τι σήμαινε γι’ αυτόν η αλλαγή. Αφηγείται:
«11 περίπου χρόνια έτρεχα με τον Τόνυ και τη συμμορία των μοτοσυκλεττιστών. Με συνέλαβαν να πλασάρω ηρωίνη και έμεινα στην κρατική φυλακή του Τεχατσάπι της Καλιφόρνια τέσσερα χρόνια.
«Από τότε που άρχισε το κίνημα των χίπις τη δεκαετία του 1960, ενδιαφέρθηκα για τη Βίβλο. Κουβαλούσα διαρκώς μια Βίβλο μαζί μου, στη μοτοσυκλέττα. Συνήθιζα να τη διαβάζω δυνατά. Ήξερα ότι είχε κάτι, αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω.
«Όταν ο Τόνυ μου είπε το όνομα του Θεού και τα πράγματα που είχε μάθει από την πρώτη του μελέτη με τον Φρανσίσκο στην Τιχουάνα μιλούσαμε μέρα-νύχτα γι’ αυτά. Εκείνη τη βδομάδα άρχισα να μελετώ. Αφού μελετήσαμε για λίγους μήνες, άρχισα να ενοχλούμαι από τις κακές μας παρέες. Άρχισε να με ενοχλή το ότι πηγαίναμε στις συναθροίσεις την Κυριακή κι ωστόσο την υπόλοιπη εβδομάδα παίρναμε πολλά ναρκωτικά ή κάναμε πράγματα που δεν συμφωνούσαν με όσα μαθαίναμε.
«Τότε ήταν που ο γιος μου Άραμις κι εγώ γυρίσαμε στην Εντσινίτας και βρήκα δουλειά σαν συγκολλητής. Είχα διακυμάνσεις αλλά οι Μάρτυρες με βοήθησαν. Άρχισα να φορώ διαφορετικά ρούχα, να συναναστρέφωμαι με τους Μάρτυρες, να τρώμε μαζί. Ήταν ένα διαφορετικό είδος ζωής. Πήγαινα στις συναθροίσεις κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή και μιλούσα επίσης στους ανθρώπους στην πόρτα τους για την ελπίδα της βασιλείας του Θεού και το καλό που η Αγία Γραφή μπορεί να κάνη στη ζωή τους.
«Ο Τόνυ αγαπούσε την αλήθεια αλλά ήταν ακόμη δεμένος με τα παλιά. Είχαμε βάλει πολλά λεφτά και εργασία στο κονικλοτροφείο αλλά του είπα: ‘Παράτα το. Ο Ιεχωβά σημαίνει περισσότερα από το να πηγαίνης απλώς στις συναθροίσεις την Κυριακή. Ο Ιεχωβά σημαίνει συναναστροφή με τους αδελφούς, . . . να μιλάς με τους αδελφούς κάθε μέρα!’ Τότε, μια μέρα, όταν αρρώστησε από πνευμονία, είπε: ‘Ξέρεις κάτι; Μόλις γίνω καλά, θα πάω να πάρω τα πράγματά μου από τη φάρμα και θα την ξεχάσω.’ Ήταν θαυμάσιο να τον βλέπω να φεύγη απ’ αυτό τον τόπο όπου υπήρχαν τόσο κακές συναναστροφές.
«Γνωρίζω ότι η Αγία Γραφή έκανε πολλά για μας. Βοήθησε εμένα, το γιο μου και το περιβάλλον μου. Οι απόψεις μου άλλαξαν. Άλλαξα κι εγώ ο ίδιος. Όλα άλλαξαν. Είμαστε ευγνώμονες στον Ιεχωβά που μας επέτρεψε να ακούσωμε το Λόγο του και προσευχόμαστε να συνεχίσωμε να ζούμε σύμφωνα μ’ αυτόν.»
Η Ιστορία της Κρύσταλ
Και τι απόγιναν τα κορίτσια που συνώδευαν τη συμμορία των μοτοσυκλεττιστών; Δύο απ’ αυτά έχουν δεχθή το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού κι έχουν κάνει μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους.
Η Κάθλην Γκάλεν (που τη φωνάζουν «Κρύσταλ») αφηγείται πώς βρέθηκε σ’ αυτή την κατάστασι:
«Γεννήθηκα στη πόλι της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας μου έφυγε όταν ήμουν επτά ετών κι εγώ έγινα πολύ στασιαστική. Έμενα με τη μητέρα μου. Δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσωμε—δεν είχαμε κανενός είδους επικοινωνία. Το σχολείο δεν μου άρεσε. Έφυγα από το σπίτι όταν ήμουν 13 ετών και γύριζα στους δρόμους της Νέας Υόρκης δυο χρόνια, ψάχνοντας για φίλο ή για οτιδήποτε. Κοιμόμουν σε σκαλιά. Πεινούσα. Πολλές φορές με χτυπούσαν. Ήταν τρομερό. Τελικά, ύστερα από δυο χρόνια επέστρεψα στο σπίτι και προσπάθησα να συνεννοηθώ με τη μητέρα μου. Δεν μπορούσε ν’ αντέξη την αστυνομία, τα σχολεία και τα προβλήματα που είχα. Πριν γίνω 15 ετών, μ’ έστειλε να ζήσω με τον πατέρα μου στο Λας Βέγκας.
«Δεν τα πήγαινα καλά με τη γυναίκα του και τις καινούργιες μου αδελφές. Δεν μπορούσα να προσαρμοσθώ πουθενά. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η αυτοκτονία θα ήταν η πιο εύκολη λύσις. Τη σχεδίασα πολύ προσεκτικά. Ενώ ο πατέρας μου έτρωγε το βραδινό του, του είπα ότι πήγαινα να κοιμηθώ. Ανέβηκα στο δωμάτιο και πήρα 55 χάπια που είχα επειδή είχα σπάσει την κλείδα μου. Η ετεροθαλής αδελφή μου, που ήταν περίπου πέντε ετών, με βρήκε ξαπλωμένη στο πάτωμα, όπου είχα μείνει αρκετές ώρες.
«Επί τρισήμισυ μέρες ήμουν αναίσθητη στο νοσοκομείο. Πάντοτε πίστευα ότι οι νεκροί πάνε κάπου, κι έτσι όταν άνοιξα τα μάτια μου νόμισα ότι ήμουν εκεί που πάνε. Είδα τον πατέρα μου, τη γυναίκα του, τον αδελφό μου και τη θεία μου που είχε έλθει αεροπορικώς από τη Νέα Υόρκη και σκέφτηκα: ‘Όχι, όχι! Αυτοκτόνησα για να γλυτώσω, και αυτοί είναι πάλι εδώ!’
«Αλλά τότε είδα τα μηχανήματα, τους σωλήνες στη μύτη μου, και όλα τα άλλα πράγματα στο θάλαμο του νοσοκομείου και κατάλαβα ότι δεν τα κατάφερα. Αντέδρασα βίαια χτυπώντας τις νοσοκόμες και παλεύοντας, και μ’ έβαλαν στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου για μερικές βδομάδες. Στην αρχή μ’ έδεναν γύρω από τα πόδια, το στομάχι και τα χέρια—επειδή ήμουν βίαιη. Μετά την πρώτη βδομάδα ηρέμησα και με έλυσαν. Ο ψυχίατρος είπε ότι δεν είναι φυσιολογικό να θέλη μια κοπέλλα ν’ αυτοκτονήση. Του είπα ότι έφταιγε η έλλειψις αγάπης και ότι δεν υπάρχει τίποτε σ’ αυτή τη ζωή.
«Είπα στο μπαμπά μου ότι δεν υπήρχαν κάγκελλα στα παράθυρα, και ότι αν δεν μ’ έπαιρνε, θα το έσκαγα. Με πήρε. Ύστερα με ρώτησε τι ήθελα να κάνω. Του είπα ότι δεν ήξερα—ότι δεν μπορούσα να προσαρμοσθώ πουθενά. Είπε ότι αν δεν μου άρεσε στο σπίτι, μπορούσα να ψάξω για κάποιο άλλο τόπο. Τότε πραγματικά ένοιωσα ότι δεν είχα πού να πάω, και πού να στραφώ.
«Ο αδελφός μιας φίλης μου είπε: ‘Αυτοί οι μοτοσυκλεττιστές πηγαίνουν στη Τιχουάνα και ίσως μπορούν να σε πάρουν.’ Τους βρήκα και τους ρώτησα αν μπορούσαν να με πάρουν ως την Καλιφόρνια. Ο Τόνυ είπε ότι αν ήθελα, μπορούσα να πάω στην Τιχουάνα να μείνω και να τριγυρνάω.
«Βγήκα στους δρόμους με τον Τόνυ και το Ρούντυ επτά χρόνια. Συνήθως ‘προστάτευα’ τον Τόνυ. Είτε ήμασταν στη μοτοσυκλέττα, ή πηγαίναμε κάπου, ή καθόμαστε, εγώ ήμουν ακριβώς πίσω του, ώστε να μη μπορή κανείς να τον πιάση από πίσω.
«Ποτέ δεν φαντάστηκα πόσο θα άλλαζε η ζωή μου την ημέρα που ο Τόνυ ήλθε και με ρώτησε: ‘Ήξερες ότι ο Ιεχωβά είναι ο Θεός της Αγίας Γραφής;’ Είπα ‘Όχι,’ κι εκείνος άρχισε να μου λέη όσα μάθαινε. Σ’ όλη μου τη ζωή αναζητούσα έναν αληθινό φίλο. Κατάλαβα ότι ο Ιεχωβά ήταν αυτός ο φίλος. Σταμάτησα τη μαριχουάνα και την πορνεία, αλλά αυτό για το οποίο χρειάστηκε να πολεμήσω πιο πολύ, ήταν το τρομερό μίσος που είχα για όλους και για όλα. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά και ύστερα από ένα διάστημα, μπόρεσα να αλλάξω και να απαλλαγώ από το μίσος.
«Δεν μπορείτε να φανταστήτε τι αλλαγή έφερε η Αγία Γραφή στη ζωή μου. Η Γραφή λέει ότι ο καρπός του πνεύματος του Θεού είναι ‘αγάπη, χαρά, ειρήνη . . . πραότης, εγκράτεια.’ Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για όσα έκανε το πνεύμα του για μένα.»—Γαλ. 5:22, 23.
Η Αλλαγή στη Ζωή της Μπάρμπαρα
Η Μπάρμπαρα Μπάνουετ, το τέταρτο μέλος αυτής της ομάδας, πήγε στη συνάθροισι των Μαρτύρων του Ιεχωβά την πρώτη φορά που πήγαν και οι άλλοι από περιέργεια. «Ήμαστε ντυμένοι με τα δερμάτινα που φορούσαμε στις μοτοσυκλέττες,» λέει, «αλλά μετά τη συνάθροισι όλοι στέκονταν γύρω χαμογελαστοί. Είπαν ‘Γεια σας, τι κάνετε;’ Ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια κι αυτό πράγματι με ζέστανε. Μπορούσες να νοιώσης την αγάπη. Σε όποια εκκλησία είχα πάει προηγουμένως, ποτέ δεν είδα κάτι τέτοιο.»
Η Μπάρμπαρα λέει ότι σ’ όλη της τη ζωή άκουγε ανθρώπους να καυγαδίζουν και ότι όταν ήταν μικρό παιδάκι παρακαλούσε να υπάρχη κάποιος τόπος σ’ αυτό τον κόσμο που να μπορή να πάη «όπου κανείς δεν θα καυγάδιζε κι όπου όλοι θα ζούσαν σαν αδελφοί και αδελφές.» Και συνεχίζει: «Όταν οι Μάρτυρες μού έδειξαν ότι η Γραφή λέει ότι αυτό ακριβώς θα συμβή, θέλησα να μάθω περισσότερα.»
Αν γνωρίζατε το παρελθόν της Μπάρμπαρα, θα καταλαβαίνατε γιατί αυτό ήταν τόσο σημαντικό γι’ αυτή. Η ίδια εξηγεί: «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πέντε ετών. Η μαμά έπρεπε να εργάζεται 16 ώρες τη μέρα για να συντηρή τέσσερα παιδιά. Μας έβαλε οικότροφους για τέσσερα χρόνια σε μια πολύ αυστηρή κυρία που ανήκε στους Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας και η οποία, με όλη την ειλικρίνειά της, είπε ότι ήμαστε αμαρτωλοί και ότι οι αμαρτωλοί θα καίγονταν στην κόλασι. Αυτή η ιδέα κάνει μεγάλη εντύπωσι σ’ ένα μικρό παιδάκι που δεν καταλαβαίνει τι του λες.
«Σκεφτόμουν ότι, αν ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους, γιατί να θέλη να καίγωνται οι άνθρωποι στην κόλασι. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως αν είμαι αμαρτωλή, δεν υπάρχει διέξοδος, και ποτέ δεν πρόκειται να σωθώ. Έτσι ζούσα όπως όλοι, χωρίς να ελπίζω ότι η ζωή μου θα μπορούσε να φτιάξη. Δεν μπορούσα να δω κανέναν γύρω μου που να ζει το είδος της ζωής που επιθυμούσα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου σαν νοικοκυρά, να φωνάζω στα παιδιά, αλλά παντρεύτηκα δυο φορές. Ο δεύτερος σύζυγός μου κλείστηκε στη φυλακή και ακόμη κι εκεί τις μέρες του επισκεπτηρίου προσπαθούσε να με χτυπήση όταν δεν τον έβλεπε κανείς. Όταν τελικά τα βαρέθηκα όλ’ αυτά, ο Ρούντυ, που τον γνώριζα από καιρό, μου είπε να πάω να ζήσω μαζί του. Έτσι μπήκα στη συμμορία.
«Γυρίζαμε με τις μοτοσυκλέττες σ’ όλη την Τιχουάνα, κάναμε όση φασαρία μπορούσαμε και τρομάζαμε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσαμε. Πραγματικά δεν μ’ ενδιέφερε αν ζούσα ή όχι. Πάντοτε ήμουν κάτω από την επήρεια ναρκωτικών.
«Τι αλλαγή έφερε στη ζωή μου η Αγία Γραφή! Μπορεί ν’ αλλάξη ακόμη και την προσωπικότητα. Η Αγία Γραφή λέει «να απεκδυθήτε τον παλαιόν άνθρωπον τον κατά την προτέραν διαγωγήν» και να «ενδυθήτε τον νέον άνθρωπον, τον κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη και οσιότητι.» (Εφεσ. 4:22-24) Σας λέει πώς να ζήτε ολόκληρη τη ζωή σας, πώς να ανατρέφετε τα παιδιά σας και πώς να συμπεριφέρεσθε στο σύζυγο ή τη σύζυγό σας. Με δίδαξε πώς να αναθρέψω την κόρη μου και πώς να είμαι υπομονετική μαζί της. Προσπαθώ να τη βοηθήσω να καταλάβη ότι δεν γίνεται καλή για μένα αλλά για τον Ιεχωβά Θεό. Αυτό δεν το κάνει επειδή της το λέω εγώ, αλλά η Αγία Γραφή.
«Πραγματικά είναι μια ευλογία το ότι έμαθα την αλήθεια και μπορώ και τη μεγαλώνω μ’ αυτό τον τρόπο.»
Τι Απόγινε η Παρέα
Τι απόγιναν αυτά τα πρώην μέλη της συμμορίας που δεν καυχώνται πια ότι είναι «Δούλοι του Σατανά,» αλλά χαίρονται να είναι δούλοι του Θεού;
Ο Τόνυ και η Μπάρμπαρα παντρεύτηκαν μαζί. Ο Ρούντυ και η Κρύσταλ παντρεύτηκαν άλλους Μάρτυρες. Όλοι λένε ότι έχουν ωφεληθή πολύ και ότι τα παιδιά ωφελούνται από τον καινούργιο τους τρόπο ζωής. Ο Ρούντυ απέκτησε Γραφικές μελέτες με φυλακισμένους στη Τζην της Νεβάδα, και μ’ ένα αστυνομικό περιπολικού. Η Κρύσταλ λέει: «Δεν ξέρω πού θα ήμουν αν ο Ιεχωβά δεν μας είχε βρει.» Ο Ρούντυ συνοψίζει τα αισθήματά τους λέγοντας: «Έχομε δει τον κόσμο και δεν σκοπεύομε να ξαναγυρίσωμε σ’ αυτόν.»
Προσευχόμαστε ώστε αυτοί, και όλα τα άλλα άτομα που προσπαθούν τώρα να κατευθύνουν τη ζωή τους μ’ ένα θεοσεβή τρόπο, να συνεχίσουν να το κάνουν.
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Ρούντυ
Τόνυ