Προβλήματα με τον Αθλητισμό Σήμερα
ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ οι άνθρωποι πρόβαλλαν το επιχείρημα ότι ο αθλητισμός έχει αξία επειδή διαμορφώνει επωφελώς το χαρακτήρα. Υποστήριζαν ότι τα αγωνίσματα προήγαν εκτίμηση για τη σκληρή εργασία, για το φίλαθλο πνεύμα και για τη χαρά του παιχνιδιού. Αλλά σε πολλούς σήμερα, αυτά τα επιχειρήματα φαίνονται κενά, ακόμα και υποκριτικά.
Η έμφαση που δίνεται στη νίκη αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Το περιοδικό Σεβεντίν (Seventeen) αναφέρεται σ’ αυτό ως τη «σκοτεινή πλευρά του αθλητισμού». Γιατί; Επειδή, για να αναφέρουμε τα ίδια τα λόγια του περιοδικού, «η νίκη επισκιάζει τις ανησυχίες για την εντιμότητα, τη σχολική εργασία, την υγεία, την ευτυχία και τους περισσότερους από τους άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής. Η νίκη γίνεται το παν».
Η εμπειρία της Κάθι Όρμσμπι, η οποία ήταν αστέρας των αμερικανικών κολεγιακών αγώνων στίβου, χρησιμοποιήθηκε για να δείξει τις θλιβερές συνέπειες που έχει η υπερβολική έμφαση στις αθλητικές επιδόσεις. Στις 4 Ιουνίου 1986, λίγες εβδομάδες αφότου σημείωσε εθνικό ρεκόρ κολεγιακών αγώνων δρόμου στα 10.000 μέτρα, στην κατηγορία των γυναικών, και ενώ συμμετείχε στους αγώνες πρωταθλήματος του Εθνικού Κολεγιακού Αθλητικού Συνδέσμου, η Κάθι βγήκε από το στίβο, έτρεξε σε μια κοντινή γέφυρα και πήδηξε, κάνοντας απόπειρα αυτοκτονίας. Επέζησε, αλλά έμεινε παράλυτη από τη μέση και κάτω.
Ο Σκοτ Πένγκελι, ψυχολόγος που παρακολουθεί αθλητές, επισήμανε ότι η περίπτωση της Κάθι δεν ήταν η μοναδική. Μετά την απόπειρα αυτοκτονίας της Κάθι, ο Πένγκελι ανέφερε: «Λάβαινα τηλεφωνήματα στα οποία μου έλεγαν: ‘Αισθάνομαι όπως και η Κάθι’». Άλλη μια αθλήτρια, η Μαίρη Γουάζετερ από το Πανεπιστήμιο της Τζόρτζταουν, η οποία σημείωσε εθνικό ρεκόρ για την κατηγορία της ηλικίας της σε ημιμαραθώνιο (αγώνα δρόμου 21,7 χιλιομέτρων), αποπειράθηκε επίσης να αυτοκτονήσει πηδώντας από μια γέφυρα, και έμεινε παράλυτη για όλη της τη ζωή.
Η πίεση που νιώθει κάποιος για το ότι πρέπει να νικήσει, να φανεί αντάξιος ορισμένων προσδοκιών, μπορεί να αποδειχτεί τρομακτική, και οι συνέπειες της αποτυχίας ολέθριες. Ο Ντόνι Μουρ, διακεκριμένος πίτσερ της ομάδας Καλιφόρνια Έιντζελς, δεν είχε παρά να ρίξει μια ακόμα πετυχημένη μπαλιά, για να δώσει στην ομάδα του τη δυνατότητα να λάβει μέρος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπέιζμπολ του 1986. Αλλά ο μπάτερ της Μπόστον απέκρουσε και συμπλήρωσε ολόκληρο το γύρο του γηπέδου, κι έτσι η Μπόστον ήταν εκείνη που κέρδισε τον αγώνα και έγινε πρωταθλήτρια Αμερικής. Ο Ντόνι, στον οποίο όπως είπαν οι φίλοι του είχε γίνει έμμονη ιδέα αυτή η αποτυχία, πήρε ένα πιστόλι και αυτοκτόνησε.
Υπερβολική Ανταγωνιστικότητα
Ένα πρόβλημα με τον αθλητισμό σήμερα, συναφές με το προηγούμενο, είναι η υπερβολική ανταγωνιστικότητα. Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι οι συναγωνιζόμενοι είναι δυνατό να μεταμορφωθούν ουσιαστικά σε τέρατα. Όταν ο Λάρι Χολμς ήταν πρωταθλητής βαρέων βαρών στην πυγμαχία, είχε πει ότι έπρεπε να αλλάζει μόλις έμπαινε στο ρινγκ. «Πρέπει να αφήνω την καλοσύνη έξω από το ρινγκ», εξήγησε, «και μέσα στο ρινγκ να επιστρατεύω όλη μου την κακία, σαν τον Δρ Τζέκιλ και τον κ. Χάιντ». Οι αθλητές αναπτύσσουν ένα είδος ψυχαναγκασμού στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν άλλους με ισάξιο ταλέντο από το να τους νικήσουν.
«Πρέπει να έχεις μέσα σου μια φωτιά», είπε κάποτε ένας πρώην προπονητής του ποδοσφαίρου, «και τίποτα δεν τροφοδοτεί αυτή τη φωτιά καλύτερα από το μίσος». Ως και ο τέως πρόεδρος των Η.Π.Α., ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, αναφέρεται πως είπε κάποτε σε μια κολεγιακή ποδοσφαιρική ομάδα: «Μπορείτε να νιώθετε ένα αθώο μίσος για τον αντίπαλό σας. Πρόκειται για αθώο μίσος, επειδή είναι απλώς συμβολικό όταν φοράει κανείς τη φανέλα». Αλλά είναι πραγματικά καλό να καλλιεργεί κανείς μίσος για έναν αντίπαλο;
Ο Μπομπ Κούζι, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους αστέρες του μπάσκετ και έπαιζε στην Μπόστον Σέλτικς, αναφέρθηκε κάποτε στο ότι του είχε ανατεθεί να μαρκάρει τον Ντικ Μπάρνετ, έναν μεγάλο σκόρερ της Λος Άντζελες Λέικερς. «Καθόμουν στο δωμάτιό μου από το πρωί μέχρι το βράδυ», είπε ο Κούζι. «Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να σκέφτομαι τον Μπάρνετ· από τη μια σκεφτόμουν πώς να τον αντιμετωπίσω στον αγώνα και από την άλλη καλλιεργούσα μίσος γι’ αυτόν. Όταν μπήκα στο γήπεδο ήμουν ήδη τόσο εξοργισμένος που, αν ο Μπάρνετ μού έλεγε έστω κι ένα ‘γεια’, μάλλον θα του έδινα κλοτσιά στο πρόσωπο».
Είναι γεγονός ότι οι παίκτες συχνά προσπαθούν σκόπιμα να σακατεύουν τους αντιπάλους, και ανταμείβονται όταν το κάνουν αυτό. Ο Ίρα Μπέρκοβ, αθλητικός συντάκτης σε κάποια εφημερίδα, είπε ότι όταν ένας ποδοσφαιριστής καταφέρει να βγάλει κάποιον αντίπαλο παίκτη εκτός αγώνα, οι συμπαίκτες του «πέφτουν πάνω του και τον αγκαλιάζουν, επειδή έκανε καλά τη δουλειά του. Αν έχει καταφέρει αρκετά τέτοια ολέθρια χτυπήματα, . . . στο τέλος της σεζόν ανταμείβεται είτε με μεγαλύτερο μισθό είτε, αν είναι άσημος παίκτης, με ανανέωση του συμβολαίου. Έτσι, οι παίκτες νιώθουν υπερήφανοι για τα διάφορα υποκοριστικά που τους βγάζουν, όπως ‘ο Κακός’ για τον Τζο Γκριν, Τζακ (ο Φονιάς) για τον Τζακ Τάτουμ», και ούτω καθεξής.—Δε Νιου Γιορκ Τάιμς (The New York Times), 12 Δεκεμβρίου 1989.
Ο Φρεντ Χέρον, αμυντικός παίκτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Σεντ Λούις, ανέφερε τα εξής: «Οι προπονητές μάς είπαν ότι ένας από τους αμυντικούς [της ομάδας Κλίβελαντ Μπράουνς] είχε πρόβλημα στο λαιμό του από κάποιο παλιότερο τραύμα. Μου υπέδειξαν πως, αν έβρισκα την ευκαιρία, θα ήταν καλό να προσπαθήσω να τον βγάλω εκτός αγώνα. Έτσι, στη διάρκεια του αγώνα, διέσπασα τη γραμμή των παικτών, προσπέρασα το κέντρο και την άμυνα, και έφτασα κοντά του. Προσπάθησα να τον τραυματίσω στο λαιμό κλείνοντας το κεφάλι του μέσα στο μπράτσο μου, κι εκείνος έχασε τον έλεγχο της μπάλας, που του έπεσε από τα χέρια. Οι συμπαίκτες μου με συνέχαιραν. Αλλά εγώ κοίταζα τον παίκτη που ήταν στο έδαφος και σφάδαζε από τον πόνο. Ξαφνικά σκέφτηκα: ‘Έχω πια αποκτηνωθεί; Εδώ παίζουμε απλώς ένα παιχνίδι, κι εγώ πάω να σακατέψω έναν άνθρωπο’». Κι όμως, ο Χέρον σημείωσε: «Το πλήθος με επευφημούσε».
Πολλοί δηλώνουν με θλίψη ότι οι τραυματισμοί που προκύπτουν από την υπερβολική ανταγωνιστικότητα αποτελούν σήμερα σοβαρό πρόβλημα με τον αθλητισμό. Δυστυχώς, εκατομμύρια απ’ αυτούς τους τραυματισμούς περιλαμβάνουν παιδιά, που από νωρίς στη ζωή τους μαθαίνουν να παίζουν με εξαιρετικά ανταγωνιστικό πνεύμα. Σύμφωνα με την Αμερικανική Επιτροπή για την Ασφάλεια των Καταναλωτικών Προϊόντων, κάθε χρόνο τέσσερα εκατομμύρια παιδιά νοσηλεύονται σε εντατικές μονάδες εξαιτίας τραυματισμών στα αθλήματα, και υπολογίζεται ότι άλλα οχτώ εκατομμύρια καταφεύγουν στις φροντίδες του οικογενειακού γιατρού.
Πολλά παιδιά φέρουν τώρα τραυματισμούς από την υπερβολική άσκηση, πράγμα που σπάνια έβλεπε κανείς παλιότερα. Τότε, όταν τα παιδιά έπαιζαν απλώς για διασκέδαση, πήγαιναν στο σπίτι τους όταν χτυπούσαν και δεν ξανάπαιζαν παρά μόνο αφού περνούσε ο ερεθισμός ή ο πόνος. Αλλά στα εξαιρετικά ανταγωνιστικά, οργανωμένα αθλήματα, τα παιδιά εξακολουθούν να παίζουν, καταστρέφοντας έτσι μέλη του σώματός τους που ήδη πονούν ή είναι ερεθισμένα. Σύμφωνα με τον πρώην διακεκριμένο πίτσερ του μπέιζμπολ Ρόμπιν Ρόμπερτς, οι ενήλικοι αποτελούν την κύρια αιτία του προβλήματος. «Ασκούν υπερβολικά μεγάλη πίεση—ψυχολογική και σωματική—στα παιδιά, πολύ πριν να είναι αυτά έτοιμα να δεχτούν μια τέτοια πίεση».
Χρήμα και Απάτη
Άλλο ένα πρόβλημα με τον αθλητισμό είναι ότι το χρήμα έχει γίνει το κύριο μέλημα. Η απληστία, και όχι το αθλητικό πνεύμα και το τίμιο παιχνίδι, φαίνεται να κυριαρχεί τώρα στον αθλητισμό. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά η αθωότητα του αθλητισμού εξαφανίστηκε τελείως στη δεκαετία του 1980», δηλώνει με πικρία ο αρθρογράφος της εφημερίδας Δε Ντένβερ Ποστ (The Denver Post), Τζέι Μαριότι. «Ο αθλητισμός έχει εισβάλει στη δεκαετία του 1990 σαν τερατώδης δύναμη στον πολιτισμό μας, μια απίστευτα τεράστια βιομηχανία πολλών εκατομμυρίων (για την ακρίβεια, 63,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων [περ. 11,358 τρισ. δρχ.], η 22η σε μέγεθος βιομηχανία της Αμερικής) που μερικές φορές τη χαρακτηρίζει καλύτερα η λέξη ‘απάτη’».
Πέρσι, 162 παίκτες ομάδων μπέιζμπολ πρώτης κατηγορίας στις Ηνωμένες Πολιτείες—περισσότεροι από 1 στους 5—κέρδισαν από ένα εκατομμύριο και πλέον δολάρια (περ. 180 εκατ. δρχ.)· οι μεγαλύτερες αποδοχές ξεπέρασαν τα τρία εκατομμύρια δολάρια (περ. 540 εκατ. δρχ.). Τώρα, ένα χρόνο αργότερα, 120 και πλέον παίκτες θα παίρνουν πάνω από δυο εκατομμύρια δολάρια (περ. 360 εκατ. δρχ.), περιλαμβανομένων 32 παικτών που θα συγκεντρώνουν πάνω από τρία εκατομμύρια δολάρια (περ. 540 εκατ. δρχ.), και τουλάχιστον ένας θα παίρνει πάνω από πέντε εκατομμύρια δολάρια (περ. 900 εκατ. δρχ.), από το 1992 ως το 1995! Η δίψα για χρήμα και για υπέρογκους μισθούς έχει γίνει κοινή και σε άλλα αθλήματα.
Ακόμα και σε κολεγιακά αθλήματα, η έμφαση δίνεται συχνά στο χρήμα. Οι προπονητές που οι ομάδες τους νικούν αμείβονται γενναία, κερδίζοντας μέχρι και ένα εκατομμύριο δολάρια (περ. 180 εκατ. δρχ.) το χρόνο από το μισθό τους και από διαφημίσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα σχολεία των οποίων οι ποδοσφαιρικές ομάδες κρίνονται κατάλληλες για να λάβουν μέρος στους αγώνες πρωταθλήματος που γίνονται μετά την κανονική σεζόν εισπράττουν πολλά εκατομμύρια δολάρια—55 εκατομμύρια (περ. 9,9 δισ. δρχ.) σε μια πρόσφατη χρονιά. «Οι κολεγιακές ομάδες του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ πρέπει να βγάζουν χρήματα», εξηγεί ο πρόεδρος ενός κολεγίου, ο Τζον Σλότερ, «και για να βγάζουν χρήματα πρέπει να νικάνε». Αυτό καταλήγει σ’ ένα φαύλο κύκλο, στον οποίο η νίκη γίνεται έμμονη ιδέα—με ολέθριες συνέπειες.
Εφόσον για να κρατήσουν τη δουλειά τους οι επαγγελματίες παίκτες της μπάλας εξαρτιούνται από τη νίκη, συχνά κάνουν σχεδόν το παν για να νικήσουν. «Αυτό δεν είναι πλέον άθλημα», λέει ο πρώην αστέρας του μπέιζμπολ Ράστι Στάουμπ. «Είναι μια φαύλη, άγρια επιχείρηση». Η απάτη κυριαρχεί. «Αν δεν εξαπατάς, τότε δεν προσπαθείς», εξηγεί ο εξωτερικός κυνηγός του μπέιζμπολ Τσίλι Ντέιβις. «Κάνεις ό,τι μπορείς, αν μπορείς να το κάνεις χωρίς να σε πιάσουν», λέει ο Χάουαρντ Τζόνσον, εσωτερικός κυνηγός της ομάδας Νιου Γιορκ Μετς.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, υπονομεύεται η ηθική υπόσταση του ατόμου, κι αυτό αποτελεί επίσης μεγάλο πρόβλημα στα κολεγιακά αθλήματα. «Μερικοί προπονητές και αθλητικοί σύμβουλοι καταφεύγουν σε απάτες», παραδέχεται ο Χάρολντ Λ. Έναρσον, πρώην πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Οχάιο, «ενώ οι πρόεδροι και οι επιμελητές κάνουν πως δεν βλέπουν». Σε μια πρόσφατη χρονιά, 21 πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες τιμωρήθηκαν από τον Εθνικό Κολεγιακό Αθλητικό Σύνδεσμο για παραβάσεις, και διενεργούνταν έρευνες σχετικά με 28 άλλα πανεπιστήμια.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι αξίες των νεαρών παικτών καταστρέφονται, πράγμα που αποτελεί άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα με τον αθλητισμό σήμερα. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών που αυξάνουν τις αθλητικές επιδόσεις είναι κάτι το συνηθισμένο, συχνά όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη λήψη εκπαίδευσης. Μια σημαντική μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι παίκτες σε πανεπιστήμια με μεγάλα αθλητικά προγράμματα δαπανούν περισσότερο χρόνο παίζοντας στο άθλημά τους στη διάρκεια της σεζόν παρά στη μελέτη και στην παρακολούθηση των μαθημάτων στην τάξη. Μια ομοσπονδιακή μελέτη αποκάλυψε επίσης ότι, στο ένα τρίτο των αμερικανικών κολεγίων και πανεπιστημίων τα οποία έχουν μεγάλα προγράμματα μπάσκετ για άντρες, λιγότεροι από 1 στους 5 παίκτες αποφοιτούν.
Ακόμα και οι ελάχιστοι φοιτητές-αθλητές που τελικά επιτυγχάνουν στον επαγγελματικό αθλητισμό και παίρνουν καλούς μισθούς, συχνότατα καταντούν να γίνονται αξιολύπητα πρόσωπα. Δεν είναι σε θέση να χειριστούν τα οικονομικά τους και να αντιμετωπίσουν τη ζωή με ρεαλισμό. Ο Τράβις Γουίλιαμς, που πέθανε τον περασμένο Φεβρουάριο άστεγος και άπορος σε ηλικία 45 ετών, δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα. Το 1967, ενώ έπαιζε με την ποδοσφαιρική ομάδα Γκριν Μπέι Πάκερς, σημείωσε ένα ακατάρριπτο μέχρι σήμερα ρεκόρ στο αμερικανικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο, τρέχοντας κατά μέσο όρο γύρω στα 37,6 μέτρα έπειτα από το ελεύθερο λάκτισμα. Κάποτε είχε δηλώσει ότι όταν φοιτούσε στο κολέγιο «δεν χρειαζόταν ποτέ να πηγαίνει στην τάξη. Απλώς έδινε ‘το παρών’ στις προπονήσεις και στους αγώνες».
Προβλήματα που Σχετίζονται με τους Θεατές
Σήμερα οι άνθρωποι δαπανούν πολύ περισσότερο χρόνο στο να παρακολουθούν τα αθλήματα παρά στο να παίζουν σ’ αυτά, και ως αποτέλεσμα έχουν ανακύψει σημαντικά προβλήματα. Καταρχήν, το να πηγαίνει κανείς στους αγώνες περιλαμβάνει συχνά έκθεση σε αισχρή, ακόμα και βίαιη συμπεριφορά από άλλους θεατές. Οι καβγάδες είναι συνηθισμένοι στην τεταμένη ατμόσφαιρα ορισμένων αθλητικών διοργανώσεων, και εκατοντάδες θεατές που ήταν παρόντες έχουν τραυματιστεί, μερικοί μάλιστα έχουν σκοτωθεί.
Όμως, σήμερα, οι περισσότεροι θεατές δεν είναι παρόντες στις αθλητικές διοργανώσεις: τις παρακολουθούν από την τηλεόραση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάποιο κανάλι που λειτουργεί όλο το 24ωρο και ασχολείται με τα αθλήματα αφιερώνει περισσότερο χρόνο στις καθημερινές αθλητικές ειδήσεις απ’ όσο χρόνο αφιερώνει οποιοδήποτε από τα μεγάλα δίκτυα στις καθημερινές ειδήσεις γενικού περιεχομένου! Αλλά είναι η παρακολούθηση αθλημάτων στο ιδιαίτερο περιβάλλον του σπιτιού απαλλαγμένη από προβλήματα;
Σίγουρα όχι. «Χρόνια τώρα ο σύζυγός μου γνωρίζει τα πάντα για κάθε επαγγελματία αθλητή», εξηγεί μια γυναίκα, «και δεν είναι ο μοναδικός. Ελάχιστοι είναι οι φίλοι του που δεν παρακολουθούν αθλήματα σε τακτική βάση. Το μεγαλύτερο έγκλημα σχετικά μ’ αυτή τη συνήθεια», λέει η ίδια γυναίκα, «είναι η επιρροή που έχει αυτό στα παιδιά». Και προσθέτει: «Δεν μου αρέσει καθόλου που ο σύζυγός μου χρησιμοποιεί τον προσωπικό του χρόνο για να παρακολουθεί αθλήματα χωρίς να σκέφτεται εμένα ή τα παιδιά».
Μεμονωμένο παράπονο; Κάθε άλλο. Σε πολλά μέρη του κόσμου, σε διάφορα σπιτικά υπάρχουν μέλη της οικογένειας που δαπανούν πάρα πολύ χρόνο στην παρακολούθηση αθλημάτων, με αποτέλεσμα να παραμελούν άλλα μέλη του σπιτικού. Κάποια Βραζιλιανή νοικοκυρά επισημαίνει μια επικίνδυνη συνέπεια: «Η αγάπη και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στο σύζυγο και στη σύζυγο μπορεί σιγά-σιγά να κλονιστούν, θέτοντας έτσι το γάμο σε κίνδυνο».
Συχνά οι θιασώτες των αθλημάτων αποτυγχάνουν και με άλλους τρόπους να κρατήσουν ισορροπία. Συνήθως ειδωλοποιούν τους παίκτες, πράγμα που και μερικοί από τους ίδιους τους παίκτες θεωρούν πρόβλημα. «Όταν έμπαινα στην πόλη μου, οι άνθρωποι στέκονταν εκεί και με κοίταζαν επίμονα, λες και περίμεναν να τους ευλογήσει ο πάπας», παρατήρησε ο Γερμανός αστέρας του τένις Μπόρις Μπέκερ. «Όταν κοίταζα τους θαυμαστές μου στα μάτια . . . είχα την εντύπωση ότι κοίταζα τέρατα. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα πάνω μου και δεν είχαν ζωή μέσα τους».
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι ο αθλητισμός μπορεί να αποδειχτεί μαγνητική δύναμη που δημιουργεί συγκινήσεις και ισχυρές προτιμήσεις. Οι άνθρωποι συναρπάζονται, όχι μόνο με την ομαδική συνεργασία των παικτών και με τις επιδόσεις τους, αλλά και με την αβεβαιότητα του αποτελέσματος του αγώνα. Θέλουν να ξέρουν ποιος θα νικήσει. Επιπλέον, ο αθλητισμός προσφέρει σε εκατομμύρια ανθρώπους μια ευχάριστη φυγή από την πιθανώς μονότονη ζωή τους.
Εντούτοις, μπορεί ο αθλητισμός να φέρει στους ανθρώπους την ευτυχία; Υπάρχουν πραγματικές ωφέλειες που μπορεί να προσφέρει; Και πώς μπορείτε να αποφύγετε τα προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτόν;
[Πλαίσιο στη σελίδα 9]
Η Θρησκεία του Αθλητισμού
Ο Καναδός Τομ Σίνκλερ-Φόλκνερ εξέφρασε κάποτε την άποψη ότι «το χόκεϊ [στον πάγο] είναι κάτι παραπάνω από ένα αγώνισμα στον Καναδά: για πολλούς παίζει το ρόλο της θρησκείας». Αυτό είναι κοινό γνώρισμα της στάσης που εκδηλώνουν πολλοί θιασώτες των αθλημάτων, άσχετα από το πού ζουν.
Για παράδειγμα, ο αθλητισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει χαρακτηριστεί «αναγνωρισμένη κοσμική θρησκεία». Ο Ντέιβιντ Κοξ, ειδικός στην ψυχολογία των αθλημάτων, παρατήρησε ότι «υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον αθλητισμό και στον ορισμό της θρησκείας, όπως τον δίνει το λεξικό». Μερικοί «άνθρωποι φέρονται στους αθλητές σαν να είναι θεοί ή άγιοι», πρόσθεσε ο κ. Κοξ.
Οι φανατικοί οπαδοί των αθλημάτων κάνουν μεγάλες θυσίες, αφιερώνοντας χρόνο και χρήμα στο αγαπημένο τους άθλημα, συχνά σε βάρος της οικογένειάς τους. Οι ένθερμοι υποστηρικτές αφιερώνουν αμέτρητες ώρες στην παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων στην τηλεόραση. Φοράνε με καμάρι τα χρώματα της ομάδας τους και επιδεικνύουν δημόσια τα αθλητικά εμβλήματα. Λένε με κέφι διάφορα τραγούδια και τραγουδούν δυνατά ύμνους που δείχνουν ότι είναι αφοσιωμένοι οπαδοί του αγαπημένου τους αθλήματος.
Πολλοί αθλητές φτάνουν στο σημείο να ζητούν με προσευχή την ευλογία του Θεού πριν από τον αγώνα και Τον ευχαριστούν γονατιστοί όταν βάζουν γκολ. Στους αγώνες Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1986, ένας Αργεντινός αστέρας του ποδοσφαίρου απέδωσε το γκολ του στο χέρι του Θεού. Και μάλιστα, όπως συμβαίνει με μερικούς θρησκόληπτους, έτσι και οι φανατικοί οπαδοί των αθλημάτων έχουν χαρακτηριστεί «δογματικοί θεμελιωτιστές». Αυτός ο φανατισμός έχει οδηγήσει σε αιματηρούς, και μερικές φορές μοιραίους καβγάδες μεταξύ αντίπαλων οπαδών.
Παρόμοια με την ψεύτικη θρησκεία, και η «κοσμική θρησκεία» του αθλητισμού προμηθεύει ‘αγίους’, παραδόσεις, κειμήλια και τελετουργίες για τους θερμούς ακολούθους της, αλλά δεν δίνει αληθινό ή διαρκές νόημα στη ζωή τους.
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Συχνά οι παίκτες σακατεύονται
[Εικόνα στη σελίδα 8]
Η παρακολούθηση αθλημάτων στην τηλεόραση μπορεί να φέρει διάσταση στην οικογένεια