Η Άντι Βρήκε την Απάντηση Αργά Αλλά Όχι Πολύ Αργά
Η ιστορία της 87χρονης αναζήτησης μιας μαύρης γυναίκας για κοινωνική δικαιοσύνη. Κάθεται σε ένα κούτσουρο και ψαρεύει στην άκρη ενός έλους. Το δέρμα της είναι λείο, το μυαλό της καθαρό, και έχει έναν αέρα αξιοπρέπειας. Είναι δυνατή, έμπειρη, γνωστική, αλλά στα μάτια της μπορείς να δεις σπιρτάδα και χιούμορ, μαζί με μια ευχάριστη ταπεινότητα. Είναι έξοχη αφηγήτρια. Η αφρικανική κληρονομιά της είναι φανερή, αναμειγμένη με μνήμες από το μακρινό Νότο. Ακούστε καθώς ξαναζεί τη ζωή της.
«Η ΓΙΑΓΙΑ μου γεννήθηκε σε ένα καράβι με σκλάβους που κατευθυνόταν από την Αφρική προς τη Γεωργία. Ήταν τόσο λεπτεπίλεπτη ώστε κανείς δεν περίμενε ότι θα ζούσε. Έτσι, όταν πούλησαν τη μητέρα της, απλώς έδωσαν μαζί με εκείνη και το ασθενικό παιδί. Αυτό συνέβη περίπου το 1844. Το παιδί ονομάστηκε Ρέιτσελ.
»Ο Ντιουίτ Κλίντον διηύθυνε μια φυτεία για λογαριασμό του θείου του. Μέσω του Ντιουίτ, η Ρέιτσελ έμεινε έγκυος στον πατέρα μου, τον Αϊζάια Κλίντον, ο οποίος γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1866. Τον φώναζαν Άικ. Όταν ήταν μικρός, συχνά ανέβαινε στο ίδιο άλογο με τον Ντιουίτ, και είχε διδαχτεί όλα όσα μπορούσε να μάθει κάποιος για το πώς να διευθύνει μια φυτεία. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ντιουίτ είπε στον Άικ: ‘Ήρθε η ώρα να τα βγάλεις πέρα μόνος σου’. Κατόπιν έβγαλε τη ζώνη για τα χρήματα από τη μέση του και την έδωσε στον Άικ.
»Έπειτα από αυτό ο πατέρας μου πήγε να δουλέψει για κάποιον κ. Σκίνερ, έγινε ο επόπτης της φυτείας του Σκίνερ και παντρεύτηκε την Έλεν Χάουαρντ. Εγώ γεννήθηκα στις 28 Ιουνίου 1892, στην κομητεία Μπαρκ κοντά στο Γουέινσμπορο της Γεωργίας. Η ζωή ήταν θαυμάσια για εμένα. Ανυπομονούσα να βγω από την εξώπορτα. Η μητέρα με συγκρατούσε ώσπου να μου δέσει το φόρεμά μου πίσω, και την άκουγα να λέει κάθε μέρα: ‘Της δένω το φιόγκο, και πάει στο καλό’. Εγώ ανέβαινα στη διχάλα που σχημάτιζε το αλέτρι κοντά στις χειρολαβές για να είμαι κοντά στον πατέρα μου.
»Κάποια μέρα, στη διάρκεια μιας καλοκαιρινής καταιγίδας, ένας κεραυνός χτύπησε τον κ. Σκίνερ και το άλογό του σε ένα ανοιχτό λιβάδι. Και οι δυο σκοτώθηκαν. Η κ. Σκίνερ ήταν μια γυναίκα από το Βορρά και τη μισούσαν όλοι οι άνθρωποι στην κομητεία Μπαρκ εξαιτίας των όσων είχε κάνει ο στρατηγός Σέρμαν όταν έκαψε την Ατλάντα. Έτσι μισούσαν την κ. Σκίνερ περισσότερο από όσο μισούσαν τους μαύρους! Η κ. Σκίνερ τους εκδικήθηκε. Από πείσμα, όταν πέθανε ο σύζυγός της, πούλησε τη φυτεία στον πατέρα μου, έναν μαύρο. Φανταστείτε έναν μαύρο να κατέχει μια φυτεία τον προηγούμενο αιώνα στη Γεωργία!»
Ο Κύριος Νίλι και το Κατάστημα Γενικού Εμπορίου
«Όταν ο μπαμπάς χρειαζόταν οτιδήποτε, πήγαινε στον κ. Νίλι, ο οποίος είχε το κατάστημα γενικού εμπορίου. Έχουν τα πάντα. Χρειάζεσαι γιατρό, πήγαινε στο μαγαζί του. Χρειάζεσαι φέρετρο, πήγαινε στο μαγαζί του. Δεν πληρώνεις για τίποτα· απλώς το χρεώνεις στο λογαριασμό σου ως την περίοδο συγκομιδής του βαμβακιού. Ο Νίλι έμαθε ότι ο μπαμπάς είχε χρήματα στην τράπεζα, έτσι μας έφερνε τα πάντα, πράγματα που δεν χρειαζόμασταν—ψυγείο πάγου, ραπτομηχανή, όπλα, ποδήλατα, δυο μουλάρια. ‘Δεν το χρειαζόμαστε!’ έλεγε ο μπαμπάς. Η απάντηση του Νίλι: ‘Είναι δώρο. Θα το χρεώσω στο λογαριασμό σου’.
»Κάποια μέρα ο Νίλι έφτασε στο αγρόκτημά μας με ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο Στουντμπέικερ. Ο μπαμπάς είπε: ‘Κύριε Νίλι, δεν το χρειαζόμαστε! Κανείς δεν ξέρει να το οδηγεί ή να το φροντίζει, και όλοι το φοβούνται!’ Ο Νίλι τον αγνόησε. ‘Κράτησέ το, Άικ. Θα στο χρεώσω και θα βάλω κάποιον από τους εργάτες μου να μάθει τους δικούς σου να το οδηγούν’. Δεν μας χρησίμευσε σε τίποτα. Εγώ ικέτευα τον μπαμπά να με αφήσει να πάω με κάποιον εργάτη να βάλουμε βενζίνη κάποια μέρα. Ο μπαμπάς είπε: ‘Μην το αγγίξεις· σε ξέρω!’ Μόλις έπαψε να μας βλέπει, είπα: ‘Άσε με να το οδηγήσω. Ο μπαμπάς το ξέρει’. Το αμάξι απογειώθηκε, εγώ έστριβα αριστερά και κατόπιν δεξιά ανάμεσα στους θάμνους και στα δέντρα. Το προσγείωσα μέσα στη ρεματιά.
»Ρωτούσα τον μπαμπά γιατί δεν αρνούνταν να πάρει όλα αυτά τα πράγματα, και εκείνος απαντούσε: ‘Αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος, προσβολή. Εξάλλου, η Κου Κλουξ Κλαν δεν κακομεταχειρίζεται κανέναν από τους νέγρους του κ. Νίλι’. Έτσι πληρώναμε όλα αυτά τα πράγματα που δεν χρειαζόμασταν. Και εγώ σκεφτόμουν αυτό που έλεγε πάντοτε ο μπαμπάς: ‘Μην αγοράζεις ό,τι δεν χρειάζεσαι, αλλιώς σύντομα θα χρειάζεσαι ό,τι δεν μπορείς να αγοράσεις’. Μισούσα τον κ. Νίλι!
»Όταν όλοι γιόρταζαν την αρχή του αιώνα, την 1η Ιανουαρίου 1900, η μητέρα μου πέθανε ενώ γεννούσε το τέταρτο παιδί της. Ήμουν μόνο οχτώ χρονών τότε, αλλά πλάι στον τάφο είπα στον μπαμπά ότι εγώ θα τον φρόντιζα.
»Η μητέρα της μητέρας μου βοήθησε τον πατέρα μου να μας μεγαλώσει. Την έλεγαν Μαίρη. Ήταν πολύ θρησκευόμενη, είχε μνήμη ελέφαντα αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε να γράψει. Εγώ ήμουν στην κουζίνα και την κατέκλυζα με ερωτήσεις. ‘Γιατί οι λευκοί δεν νοιάζονται για τους έγχρωμους, εφόσον λένε ότι όλοι είναι ίσοι στα μάτια του Θεού; Όταν πάμε στον ουρανό, θα είναι εκεί και όλοι οι λευκοί; Θα είναι εκεί ο κ. Νίλι;’ Η Μαίρη απαντούσε: ‘Δεν ξέρω. Όλοι θα περνάμε καλά’. Δεν ήμουν και τόσο σίγουρη.
»‘Γιαγιά, τι θα κάνουμε στον ουρανό;’ ‘Θα περπατάμε σε δρόμους στρωμένους με χρυσάφι! Θα φοράμε φτερά και θα πετάμε από δέντρο σε δέντρο!’ Έλεγα μέσα μου: ‘Προτιμώ να παίζω έξω’. Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν ήθελα να πάω στον ουρανό, αλλά δεν ήθελα να πάω ούτε στην κόλαση. ‘Γιαγιά, τι θα τρώμε στον ουρανό;’ Εκείνη απαντούσε: ‘Θα τρώμε γάλα και μέλι!’ Εγώ φώναζα: ‘Αλλά εμένα δεν μου αρέσει ούτε το γάλα ούτε το μέλι! Γιαγιά, θα πεθάνω από την πείνα! Θα πεθάνω από την πείνα στον ουρανό!’»
Αρχίζω να Μορφώνομαι
«Ο μπαμπάς ήθελε να μορφωθώ. Το 1909 με έστειλε στο Ινστιτούτο Τασκέγκι στην Αλαμπάμα. Ο Μπούκερ Τ. Ουάσινγκτον ήταν ο νους και η καρδιά του σχολείου. Οι μαθητές τον φώναζαν μπαμπά. Ταξίδευε πολύ συγκεντρώνοντας χρήματα για το σχολείο, μεγάλο μέρος των οποίων προερχόταν από λευκούς. Όταν ήταν στο σχολείο, μας μετέδιδε το εξής μήνυμα: ‘Μορφωθείτε. Βρείτε δουλειά, και να αποταμιεύετε τα χρήματά σας. Κατόπιν αγοράστε ένα κομμάτι γης. Και να μη σας επισκεφτώ ποτέ και βρω το γρασίδι άκοπο, το σπίτι άβαφο ή τα τζάμια σπασμένα και παραγεμισμένα με κουρέλια για να μην μπαίνει κρύο. Να είστε περήφανοι. Να βοηθάτε το λαό σας. Να τους βοηθάτε να βελτιώνονται. Μπορείτε να γίνετε παράδειγμα’.
»Σίγουρα χρειάζονταν ‘βελτίωση’. Είναι καλοί άνθρωποι—με πολλές καλές ιδιότητες. Υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να θυμούνται οι λευκοί σχετικά με το παρελθόν όταν σκέφτονται τους Νέγρους. Στους Νέγρους δεν δόθηκε η ευκαιρία να μάθουν. Ήταν ενάντια στους κανόνες της δουλείας να διδάσκεις ένα Νέγρο. Εμείς είμαστε οι μόνοι που ήρθαμε σε αυτή τη χώρα παρά τη θέλησή μας. Άλλοι ανυπομονούσαν να έρθουν εδώ. Εμείς όχι. Μας αλυσόδεσαν και μας έφεραν εδώ. Μας είχαν δούλους επί 300 χρόνια χωρίς πληρωμή. Δουλεύαμε 300 χρόνια για τους λευκούς, και αυτοί δεν μας έδιναν αρκετό φαγητό ούτε παπούτσια να φορέσουμε. Μας έβαζαν να δουλεύουμε από το πρωί ως το βράδυ, μας μαστίγωναν με την παραμικρή αφορμή. Και όταν μας ελευθέρωσαν, ούτε τότε μας έδωσαν την ευκαιρία να μάθουμε. Ήθελαν να δουλεύουμε εμείς στο αγρόκτημα και τα παιδιά μας να δουλεύουν επίσης και να πηγαίνουν στο σχολείο τρεις μήνες το χρόνο.
»Και ξέρεις τι σχολείο ήταν αυτό; Μια μικρή εκκλησία επειδή δεν υπήρχε σχολείο για τους Νέγρους. Σανίδες για καθίσματα. Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος, οι πιο ζεστοί μήνες του χρόνου. Χωρίς σίτες στα παράθυρα. Παιδιά καθισμένα στο πάτωμα. Εκατόν τρεις μαθητές με ένα δάσκαλο, και όλα τα έντομα να μπαίνουν μέσα. Τι μπορείς να διδάξεις ένα παιδί μέσα σε τρεις μήνες; Σε μια περίοδο θερινών διακοπών από το Τασκέγκι δίδαξα 108 παιδιά όλων των τάξεων.
»Το 1913 πήρα δίπλωμα νοσοκόμας. Το 1914 παντρεύτηκα τον Σάμιουελ Μοντγκόμερι. Αργότερα αυτός έφυγε για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και εγώ ήμουν έγκυος στο μοναδικό μου παιδί. Λίγο μετά την επιστροφή του, ο Σάμιουελ πέθανε. Με το μικρό μου γιο, ταξίδεψα με το τρένο για να επισκεφτώ την αδελφή μου στο Ιλινόις, ελπίζοντας να βρω εκεί δουλειά ως νοσοκόμα. Όλους τους Έγχρωμους τους έβαλαν στο βαγόνι ακριβώς πίσω από την ατμομηχανή. Έκανε ζέστη, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και εμείς ήμασταν καλυμμένοι με κάπνα και στάχτη. Τη δεύτερη μέρα τελείωσαν τα σάντουιτς που είχαμε και δεν υπήρχε γάλα για το μωρό. Προσπάθησα να μπω στην τραπεζαρία αλλά με σταμάτησε ένας μαύρος αχθοφόρος. ‘Δεν μπορείς να μπεις εδώ’. ‘Μπορούν να μου πουλήσουν μόνο λίγο γάλα για το μωρό μου;’ Η απάντηση ήταν όχι. Ο Νίλι ήταν η πρώτη αδικία που με έκανε να αγανακτήσω. Αυτή ήταν η δεύτερη.
»Το 1925, παντρεύτηκα τον Τζον Φιου, έναν αχθοφόρο τρένου. Αυτός ζούσε στο Σεντ Πολ της Μινεσότα, έτσι εγκαταστάθηκα εκεί. Τώρα φτάνω στην τρίτη αδικία που με έκανε να αγανακτήσω όσον αφορά το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στο Σεντ Πολ, βρισκόμουν πολύ βόρεια, αλλά η προκατάληψη ήταν χειρότερη από ό,τι στο Νότο. Στο νοσοκομείο της κομητείας δεν δέχονταν να με καταχωρήσουν ως νοσοκόμα. Είπαν ότι δεν είχαν ξανακούσει να υπάρχει μαύρη νοσοκόμα. Στο Τασκέγκι είχαμε εκπαιδευτεί καλά, και ο ασθενής ήταν πάντοτε το σπουδαιότερο ζήτημα, αλλά στο Σεντ Πολ, το χρώμα του δέρματος ήταν το καθοριστικό κριτήριο. Έτσι πούλησα το μικρό σπίτι που είχα ακόμη στο Γουέινσμπορο και χρησιμοποίησα τα χρήματα ως προκαταβολή για ένα οικόπεδο και ένα κτίριο. Άνοιξα ένα συνεργείο, προσέλαβα τέσσερις μηχανικούς και σύντομα είχα μια επιχείρηση που πήγαινε καλά».
Ανακαλύπτω τη NAACP
«Περίπου το 1925 ανακάλυψα την Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Έγχρωμων [NAACP] και εντάχτηκα πλήρως σε αυτήν. Δεν είχε πει ο Μπούκερ Τ. Ουάσινγκτον: ‘Να βοηθάτε το λαό σας. Να τους βοηθάτε να βελτιώνονται’; Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω στον κυβερνήτη της πολιτείας με ένα μακρύ κατάλογο μαύρων ψηφοφόρων οι οποίοι είχαν δικά τους σπίτια και πλήρωναν φόρους. Αυτός με άκουσε και έδωσε σε μια νεαρή μαύρη νοσοκόμα δουλειά στο ίδιο νοσοκομείο της κομητείας που είχε απορρίψει εμένα. Οι λευκές νοσοκόμες, όμως, τη μεταχειρίζονταν τόσο άσχημα—χύνοντας ακόμη και ούρα σε όλες τις ρόμπες της—ώστε έφυγε για την Καλιφόρνια και έγινε γιατρός.
»Όσο για το συνεργείο μου, πήγαινε θαυμάσια μέχρι μια μέρα του 1929. Μόλις είχα καταθέσει 2.000 δολάρια στο λογαριασμό μου, και καθώς περπατούσα, οι άνθρωποι άρχισαν να φωνάζουν ότι οι τράπεζες είχαν χρεωκοπήσει. Μου είχαν μείνει να πληρώσω δυο δόσεις για το συνεργείο. Τα έχασα όλα. Μοιράστηκα με τους μηχανικούς μου όσα χρήματα διέσωσα.
»Κανείς δεν είχε χρήματα. Αγόρασα το πρώτο μου σπίτι εξαργυρώνοντας την ασφάλεια ζωής μου για 300 δολάρια. Αγόρασα το σπίτι 300 δολάρια. Πουλούσα λουλούδια, κοτόπουλα και αβγά· δέχτηκα οικοτρόφους· και χρησιμοποιούσα τα επιπλέον χρήματα για να αγοράζω οικόπεδα προς 10 δολάρια το ένα. Ποτέ δεν πείνασα και ποτέ δεν πήγα στην πρόνοια. Τρώγαμε αβγά. Τρώγαμε κοτόπουλα. Αλέθαμε τα κόκαλά τους για να ταΐζουμε τα γουρούνια μου.
»Αργότερα γίναμε φίλες με την Έλενορ Ρούσβελτ και πολύ στενοί φίλοι με τον Χούμπερτ Χάμφρεϊ. Ο κ. Χάμφρεϊ με βοήθησε να αγοράσω μια μεγάλη πολυκατοικία στο κέντρο του Σεντ Πολ, όπου κατοικούσαν λευκοί. Ο κτηματομεσίτης φοβόταν για τη ζωή του, έτσι με έβαλε να του υποσχεθώ ότι δεν θα τη χρησιμοποιούσα επί 12 μήνες».
Σημείο Στροφής στη Ζωή Μου
«Κάτι ασυνήθιστο συνέβη το 1958, το οποίο δεν ξέχασα ποτέ. Δυο λευκοί και ένας έγχρωμος ήρθαν σε εμένα ψάχνοντας μέρος να μείνουν για μια νύχτα. Νόμιζα ότι ήταν τέχνασμα για να με μπλέξουν με το νόμο, έτσι τους έκανα ερωτήσεις επί αρκετές ώρες. Έλεγαν ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά που διέσχιζαν τη χώρα για να πάνε σε μια συνέλευση στη Νέα Υόρκη. Μου έδειξαν τι έλεγε η Αγία Γραφή για το σκοπό του Θεού για μια παραδεισένια γη όπου δεν θα υπήρχε προκατάληψη. Μια αδελφότητα ανθρώπων. Σκέφτηκα: ‘Μήπως έχουν ό,τι έψαχνα όλα αυτά τα χρόνια;’ Φαίνονταν σαν αυτό που ισχυρίζονταν πως ήταν—αδελφοί. Δεν ήθελαν να μείνουν σε χωριστά μέρη το βράδυ.
»Κατόπιν, μερικά χρόνια αργότερα επισκέφτηκα μια από τις ενοίκους μου που ήξερα ότι ήταν ετοιμοθάνατη. Την έλεγαν Μίνι. Όταν ρώτησα τι μπορούσα να κάνω για αυτήν, μου είπε: ‘Σε παρακαλώ διάβασέ μου από αυτό το μικρό μπλε βιβλίο εκεί πάνω’. Ήταν το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, ένα βιβλίο το οποίο διένεμαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έτσι σε κάθε επίσκεψη διάβαζα όλο και περισσότερο από το μικρό μπλε βιβλίο. Κάποια μέρα η Μίνι πέθανε, και όταν πήγα στο διαμέρισμά της, μια λευκή, η Ντέιζι Γκέρκεν, ήταν εκεί. Ήταν σχεδόν τελείως τυφλή. Μου είπε ότι μελετούσε με τη Μίνι από το μικρό μπλε βιβλίο. Η Ντέιζι με ρώτησε αν υπήρχε κάτι εκεί το οποίο θα ήθελα να κρατήσω. Της είπα: ‘Μόνο την Αγία Γραφή της και το μικρό μπλε βιβλίο’.
»Ήξερα ότι, αν ακολουθούσα τα πράγματα που έλεγε εκείνο το μπλε βιβλίο, θα έπρεπε να εγκαταλείψω όλο το έργο που έκανα για το λαό μου. Δεν μπορώ να περιγράψω όλα τα πράγματα που έκανα και τα οποία ένιωθα ότι άξιζαν τον κόπο. Οργάνωσα μια ένωση για τους αχθοφόρους των τρένων. Μέσω δικαστικών μαχών κέρδισα πολιτικά δικαιώματα για μερικούς. Οργάνωνα διαδηλώσεις, μερικές φορές σε αρκετά μέρη της πόλης την ίδια στιγμή. Έπρεπε να φροντίζω ώστε ο λαός μου να μην παραβιάζει το νόμο, και όταν το έκαναν, έπρεπε να τους βγάζω από τη φυλακή. Ανήκα σε πάνω από δέκα συλλόγους αλλά μόνο σε αυτούς που ασχολούνταν με τους πολίτες.
»Έτσι σκεφτόμουν ότι δεν μπορούσα να ανησυχώ για τη μέλλουσα ζωή. Ο λαός μου υπέφερε τώρα! Είχα πολύ προσωπικό στη NAACP, περιλαμβανομένης και μιας λευκής γραμματέας. Από το 1937 ως το 1959 ήμουν αντιπρόεδρος της NAACP στο Σεντ Πολ και από το 1959 ως το 1962 πρόεδρός της. Οργάνωσα μια διάσκεψη ανάμεσα σε τέσσερις πολιτείες και υπηρέτησα εκεί για να καταφέρω τελικά να διεξαχτεί η εθνική συνέλευση της NAACP στο Σεντ Πολ. Πολλές μάχες στην πορεία, η καθεμιά μια ιστορία από μόνη της. Προτού αποσυρθώ σε ηλικία 70 ετών το 1962, επισκέφτηκα τον πρόεδρο Τζον Φ. Κένεντι. Δυστυχώς, εκείνον τον καιρό ήμουν τόσο απορροφημένη στην επιδίωξη δικαιοσύνης με το δικό μου τρόπο ώστε δεν άφηνα χώρο για τον τρόπο του Θεού».
Τελικά Ανακαλύπτω τη Μόνη Οδό για Κοινωνική Δικαιοσύνη
«Η Ντέιζι Γκέρκεν και εγώ πάντοτε είχαμε επαφή μέσω τηλεφώνου, και αυτή ερχόταν να με δει κάθε χρόνο. Λίγο μετά την άφιξή μου στο Τούσον της Αριζόνα, έληξε η συνδρομή-δώρο που είχα στη Σκοπιά. Ένα πρόβλημα στο γόνατο με περιόρισε στο σπίτι, έτσι όταν πέρασε η Αντέλ Σεμόνιαν, μια Μάρτυρας του Ιεχωβά, ευτυχώς ήμουν εκεί. Αρχίσαμε να μελετούμε την Αγία Γραφή μαζί. Τελικά, διέκρινα την πλήρη δύναμη της αλήθειας. Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να λύσω όλα τα προβλήματα του λαού μου και πραγματικά να ‘τους βελτιώσω’. Το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο από τον κ. Νίλι. Μεγαλύτερο από το Νότο. Μεγαλύτερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, μεγαλύτερο από αυτόν τον κόσμο.
»Είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα. Ποιος έχει το δικαίωμα να κυβερνά τον κόσμο; Ο άνθρωπος; Ο εχθρός του Θεού, ο Σατανάς; Ή μήπως είναι δικαίωμα του Δημιουργού; Φυσικά είναι δικό του δικαίωμα! Μόλις διευθετηθεί αυτό το ζήτημα, τότε τα συμπτώματα της κοινωνικής αδικίας τα οποία πολεμούσα όλη μου τη ζωή θα εξαφανιστούν. Και άσχετα με το τι είχα κάνει, για μαύρους ή λευκούς, εξακολουθούμε να γερνάμε και να πεθαίνουμε. Ο Θεός θα κάνει τη γη παράδεισο όπου θα υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη για όλους. Έμεινα εκστατική εμπρός στην προοπτική να ζω για πάντα και να φροντίζω τα φυτά και τα ζώα καθώς επίσης να αγαπάω τον πλησίον μου όπως τον εαυτό μου—εκπληρώνοντας έτσι τον αρχικό σκοπό που είχε ο Θεός όταν δημιούργησε τον άντρα και τη γυναίκα εδώ στη γη. (Ψαλμός 37:9-11, 29· Ησαΐας 45:18) Επίσης εντυπωσιάστηκα όταν έμαθα ότι δεν είναι ανάγκη να πάω στον ουρανό και να τρέφομαι με γάλα και μέλι ή αλλιώς να πεθάνω από την πείνα!
»Έχω μετανιώσει, κυρίως επειδή δαπάνησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου επιδιώκοντας την κοινωνική δικαιοσύνη από λάθος πηγή. Θα μου άρεσε να είχα δώσει στον Θεό τη δύναμη της νιότης μου. Στην πραγματικότητα, νόμιζα ότι το έκανα αυτό, βοηθώντας άλλους ανθρώπους. Ακόμη βοηθώ, αλλά τώρα το κάνω με το να κατευθύνω τους ανθρώπους στην ελπίδα της Βασιλείας του Θεού υπό τον Χριστό Ιησού, το μόνο όνομα κάτω από τον ουρανό μέσω του οποίου μπορεί να σωθούμε. (Ματθαίος 12:21· 24:14· Αποκάλυψη 21:3-5) Ο πατέρας μου έλεγε δείχνοντάς μου τη γροθιά του: ‘Αν σφίγγεις τόσο πολύ το χέρι σου, τίποτα δεν μπαίνει και τίποτα δεν βγαίνει’. Εγώ θέλω να ανοίγω το χέρι μου και να προσφέρω βοήθεια στους άλλους.
»Βαφτίστηκα ως Μάρτυρας του Ιεχωβά σε ηλικία 87 ετών. Δεν μπορώ να επιβραδύνω το ρυθμό μου τώρα επειδή ο καιρός που μου μένει είναι λίγος. Είμαι ακόμη δραστήρια, αλλά όχι όσο άλλοτε. Έχω χάσει ίσως μόνο δύο εκκλησιαστικές συναθροίσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Πρέπει να μάθω όλα όσα είναι δυνατόν ώστε να μπορέσω να διδάξω στην οικογένειά μου όσο πιο πολλά μπορώ όταν αναστηθούν. Πηγαίνω στην υπηρεσία αγρού και διαθέτω 20 ως 30 ώρες το μήνα, με τη βοήθεια της Αντέλ.
»Αυτά που είπα είναι τα χαρακτηριστικά σημεία της ζωής μου. Δεν θα μπορούσα να σου πω τα πάντα, αλλιώς θα καθόμασταν εδώ σε αυτό το κούτσουρο εβδομάδες ολόκληρες χωρίς να κάνουμε τίποτα άλλο από το να μιλάμε».
Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο δηλητηριώδες υδρόβιο φίδι γλίστρησε πάνω από το κούτσουρο, και η Άντι φώναξε: «Πού βρέθηκε αυτό το φίδι;» Άρπαξε το καλάμι του ψαρέματος και την αρμαθιά με τα ψάρια που είχε πιάσει και έφυγε. Η συνέντευξη είχε τελειώσει.—Όπως το αφηγήθηκε η Άντι Κλίντον Φιου σε ένα ρεπόρτερ του «Ξύπνα!». Λίγο καιρό έπειτα από αυτή τη συνέντευξη, η Άντι πέθανε σε ηλικία 97 ετών.