ΕΛΑΦΙ
Η εβραϊκή λέξη ’αϊγιάλ αναφέρεται στο ενήλικο αρσενικό ελάφι, ενώ οι λέξεις ’αϊγιαλάχ και ’αϊγέλεθ αναφέρονται στο θηλυκό ελάφι. Τα ελάφια ανήκουν στην οικογένεια Ελαφίδες. Το κόκκινο ελάφι (έλαφος η ευγενής [Cervus elaphus]), το πλατώνι (δάμα η μεσοποτάμιος [Dama mesopotamica]) και το ζαρκάδι (καπρέολος ο κοινός [Capreolus capreolus]) είναι τρεις ποικιλίες ελαφιών που ήταν παλιότερα ιθαγενή της Παλαιστίνης.
Εφόσον το ελάφι αναμασάει την τροφή και έχει χωρισμένη την οπλή, σύμφωνα με το Νόμο ήταν αποδεκτό ως τροφή αν χυνόταν το αίμα του στο έδαφος, πράγμα που ίσχυε και για άλλα πλάσματα. (Δευ 12:15, 16, 22, 23· 14:4-6· 15:22, 23) Το κρέας ελαφιού ήταν ένα από τα γεύματα που παρέχονταν στο τραπέζι του Βασιλιά Σολομώντα.—1Βα 4:22, 23.
Η ελαφίνα είναι ένα λεπτό και χαριτωμένο πλάσμα που χαρακτηρίζεται από ατολμία, σταθερό βάδισμα και ταχύτητα. Όταν είναι ετοιμόγεννη αποσύρεται σε κρυψώνες του δάσους για να γεννήσει και κατόπιν παραμένει σε απομόνωση, φροντίζοντας τρυφερά τα ελαφάκια και προστατεύοντάς τα μέχρις ότου είναι σε θέση να φροντίζουν μόνα τους τον εαυτό τους.—Ιωβ 39:1· Ψλ 29:9.
Σε μερικές περιπτώσεις, η Αγία Γραφή αναφέρεται στο ελάφι με μεταφορικό τρόπο. Μάλιστα η τρυφερή και χαριτωμένη ελαφίνα εμφανίζεται σε πολλές παραστατικές εικόνες της Αγίας Γραφής. (Παρ 5:18, 19· Ασμ 2:7· 3:5· βλέπε ΓΑΖΕΛΑ.) Γίνεται νύξη για την ταχύτητα και το σταθερό βάδισμα της ελαφίνας, τα οποία τη βοηθούν να ξεφεύγει από τους εχθρούς της. (2Σα 22:1, 34· Ψλ 18:32, 33· Αββ 3:19) Ο Ιακώβ, πιθανώς υπονοώντας την επιδεξιότητα και την ταχύτητα στον πόλεμο, περιέγραψε προφητικά τη φυλή του Νεφθαλί ως «λυγερή ελαφίνα». (Γε 49:21) Επίσης, η Σουλαμίτισσα παρομοίασε τον αγαπημένο της ποιμένα με «ελαφόπουλο» και έκανε νύξη για την ταχύτητα αυτού του ζώου.—Ασμ 2:9, 17· 8:14.
Η ικανότητα που έχει το ελάφι να σκαρφαλώνει με ευκολία σε απόκρημνα μέρη χρησιμοποιείται για να απεικονίσει την πλήρη θεραπεία των κουτσών. (Ησ 35:6· παράβαλε Εβρ 12:12, 13.) Στη διάρκεια της πολιορκίας από τους Βαβυλωνίους, οι άρχοντες της Σιών έγιναν σαν ελάφια που, λόγω έλλειψης τροφής, ήταν τόσο αδύναμα ώστε δεν μπορούσαν να τρέξουν. (Θρ 1:6) Όταν ο ψαλμωδός δεν μπορούσε να πηγαίνει ελεύθερα στο αγιαστήριο, παρομοίασε τη λαχτάρα του για τον Θεό με τη λαχτάρα της ελαφίνας για τα ρεύματα των νερών. (Ψλ 42:1-4) Η εικόνα μιας ελαφίνας που εγκαταλείπει το νεογέννητο ελαφάκι της—τόσο ασύμβατη με την πασίγνωστη φροντίδα αυτού του ζώου για τα μικρά του υπό φυσιολογικές συνθήκες—καταδεικνύει πόσο μεγάλες ξηρασίες έπλητταν τον Ιούδα.—Ιερ 14:1, 2, 5.