Πώς ο Θεός Δίνει Πίστι
Η ΠΙΣΤΙΣ στον Θεό και στον Λόγον του, την Αγία Γραφή, είναι σήμερα σ’ ένα χαμηλό επίπεδο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αληθεύουν οι λόγοι του Παύλου ότι «η πίστις δεν υπάρχη εις πάντας.»—2 Θεσ. 3:2.
Γιατί άλλα άτομα έχουν πίστι κι άλλα δεν έχουν; Μερικοί διατείνονται ότι η πίστις είναι δώρον που ο Θεός δίνει ή αποσύρει αυθαίρετα. Για να υποστηρίζουν τη θέσι των αρέσκονται να παραθέτουν τους λόγους του Παύλου προς Εφεσίους 2:8, όπου αυτός λέγει στον Χριστιανό ότι ‘είναι σεσωσμένος δια της πίστεως· και τούτο δεν είναι από σας· Θεού το δώρον.»
Αλλά παρατηρήστε στα συμφραζόμενα ότι ο Παύλος δεν εξετάζει την πίστι τόσο, όσο τη χάρι του Θεού, και ότι μέσω αυτής της χάριτος έκαμε ο Θεός τη διευθέτησι της σωτηρίας δια πίστεως. Το γεγονός αυτό καταφαίνεται από το όλον εδάφιον: «Κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι δια της πίστεως· και τούτο [η διευθέτησις αυτή] δεν είναι από σας· Θεού το δώρον.»
Η αγαθή διευθέτησις που προέρχεται μέσω του Ιησού Χριστού και λαμβάνει υπ’ όψιν την πίστι είναι το δώρον. Μέσω της διευθετήσεως αυτής μάλλον παρά δι’ έργων νόμου επρόκειτο να έλθη η σωτηρία σ’ εκείνους που εκδηλώνουν πίστι σ’ αυτήν. Η όλη λοιπόν διευθέτησις για τη Χριστιανική σωτηρία έγινε με τη χάρι του Θεού, και δια πίστεως σ’ αυτήν μάλλον παρά ότι σώζονται οι Χριστιανοί δια πίστεως σε έργα υπό τον νόμον. Η θεία διευθέτησις χωρίς ατομική πίστι σ’ αυτόν δεν θα έφερνε σωτηρία σε άτομα. Και τα δύο συμβαδίζουν και με τη δωρεά παντός ό,τι εμπερικλείεται στη διευθέτησι του Ιεχωβά, αυτός παρέχει επίσης τα μέσα για να έχωμε την αναγκαία πίστι στη διευθέτησί του. Η διευθέτησις θέτει μια αξία στην πίστι ώστε να προκύπτη σωτηρία. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τα μέσα για την απόκτησι πίστεως.
Η ΕΥΠΙΣΤΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΣΤΙΣ
Πολλά πράγματα που θεωρούνται ως πίστις δεν αποτελούν πίστιν αλλά ευπιστίαν, υπάρχει δε τεραστία διαφορά μεταξύ πίστεως και ευπιστίας. Ευπιστία είναι, όπως ορίζεται, «η από αδυναμία ή αμάθεια παράβλεψις της φύσεως ή ισχύος της αποδείξεως πάνω στην οποία εδράζεται η πίστις· γενικά, μια διάθεσις προερχόμενη από αδυναμία ή αγνοία, στο να πιστεύη κανείς πολύ εύκολα, ειδικώς δε αδύνατα ή παράλογα πράγματα.» Το να είναι δε κανείς εύπιστος σημαίνει να είναι «ελλιπής κρίσεως σχετικά με τις δοξασίες· ευαπάτητος· ευκολόπιστος.»—Λεξικόν και Εγκυκλοπαιδεία Σέντσιουρυ.
Αφού η ευπιστία ευδοκιμεί στην αμάθεια, δεν είναι εκπληκτικό το να βρίσκουμε μεγάλη ευπιστία στη Ρωμαιοκαθολική Λατινική Αμερική, η οποία σύμφωνα με το Γιουνάιτεντ Ναίισιονς Ουώρλντ του Οκτωβρίου 1951, είναι κατά τα δύο τρίτα αγράμματη. Έτσι η είδησις ότι η παρθένος Μαρία επρόκειτο να εμφανισθή σε κάποιον τόπο εδόθη από τις εφημερίδες και από τα ραδιοφωνικά προγράμματα του Πόρτο Ρίκο, κάνοντας 100.000 άτομα περίπου να μεταβούν για προσκύνημα σ’ εκείνο τον τόπο, για ν’ απογοητευθούν στο τέλος. Και ποια ήταν η βάσις όλης αυτής της αναστατώσεως; Οι δηλώσεις μερικών παιδιών ηλικίας από επτά έως δέκα ετών, ότι ενεφανίσθη σ’ αυτά η παρθένος και τους είπε ότι θα ενεφανίζετο και πάλι σε κάποιον τόπο την 25η Μαΐου του 1953. Αληθινά αυτό ήταν ευπιστία.
Οι εύπιστοι είναι ανίκανοι να βαστάσουν το βάρος τού να σκεφθούν, να σταθμίσουν τις αποδείξεις και να οδηγηθούν λογικά από τις αιτίες στα αποτελέσματα. Κινούνται από συγκίνησι, από αίσθημα, αισθηματικότητα, ή φόβο. Πιστεύουν λόγω κλίσεως, προκαταλήψεως, περιστατικών ή ελπίδος αμοιβής, κι έτσι είναι υποκειμενικοί, αντί να είναι αντικειμενικοί, σε θρησκευτικά ζητήματα.
Σε χτυπητή αντίθεσι προς αυτό, ο Χριστιανός βασίζει την πίστι του πάνω σε υγιείς αυθεντίες και καθαρή λογίκευσι. Η πίστις του συνίσταται από γνώσιν και πιστή επιστήριξι σ’ αυτήν, που είναι «ελπιζομένων πεποίθησις, βεβαίωσις πραγμάτων μη βλεπομένων.» (Εβρ. 11:1) Η πίστις βλέπει τις αποδείξεις αντικειμενικά, με αγάπην της αληθείας, κι έτσι δεν καταπίνει ούτε τις αστήρικτες βεβαιώσεις των «επιστημόνων» ούτε τις παραδόσεις που χαρακτηρίζουν την ωργανωμένη θρησκεία.
Ο Θεός αναμένει από μας να λογικευώμεθα, να σκεπτώμεθα. Γι’ αυτό το λόγο συμβουλεύει, «έλθετε τώρα, και ας διαδικασθώμεν.» Γι’ αυτό και ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο, «Εννόει εκείνα τα οποία λέγω.» «Ταύτα μελέτα.»—Ησ. 1:18· 2 Τιμ. 2:7· 1 Τιμ. 4:15.
Λόγω ελλείψεως γνώσεως βασισμένης πάνω σε υγιή αυθεντία και καθαρή λογίκευσι ο εύπιστος λέγει: «Ποτέ δεν συζητώ τη θρησκεία.» Αλλά εκείνος που έχει υγιή βάσι για τη θρησκεία του, μπορεί να τη συζητήση με άλλους, και μάλιστα προτρέπεται να το πράττη για να είναι ‘έτοιμος πάντοτε εις απολογίαν προς πάντα τον ζητούντα από σας λόγον περί της εν υμίν ελπίδος.’ Ακολουθεί το παράδειγμα του Παύλου ο οποίος αναζητούσε τους Ιουδαίους στις συναγωγές τους όπου «διελέγετο μετ’ αυτών από των γραφών, εξηγών και αποδεικνύων, ότι έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών.»—1 Πέτρ. 3:15· Πράξ. 17:2, 3.
Ο ΘΕΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΙ ΒΑΣΙΝ ΠΙΣΤΕΩΣ
Η πίστις αποτελεί δώρον πρωτίστως λόγω του ότι ο Θεός προμηθεύει τη λογική και βάσιμη αιτία για εξάσκησι πίστεως. «Επειδή τα αόρατα αυτού βλέπονται φανερώς από κτίσεως κόσμου νοούμενα δια των ποιημάτων, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και η θειότης, ώστε αυτοί είναι αναπολόγητοι» για την μη εξάσκησι πίστεως. (Ρωμ. 1:20) Ναι, όλη η φύσις, η ωραιότης της, η μεγαλοπρέπειά της, το σχήμα της και η συμμετρία της, τα πολλά της ισορροπημένα στοιχεία, χωρίς τα οποία η ζωή δεν θα ήταν δυνατή επάνω στη γη, και αυτά τα σώματα μας που ‘τόσον φοβερώς και θαυμασίως έχουν πλασθή’, ενώνονται στο να δώσουν εύγλωττη μαρτυρία για την ύπαρξι του Δημιουργού και για να μας φανερώσουν τις ιδιότητές του.—Ιώβ 38 έως 41· Ψαλμ. 139:14.
Για παρόμοιες λογικές και βάσιμες αιτίες ο Χριστιανός ασκεί πίστι στην Αγία Γραφή, ως σύνολον. Το να πη κανείς, όπως κάποτε είπε ένας επιφανής κληρικός του Μπρούκλυν: «Διαβάζω την Αγία Γραφή με τον τρόπο που τρώγω τα ψάρια» (εννοώντας ότι ξεχώριζε ό,τι ενόμιζε πως δεν ήταν αληθινό, πως δεν ήταν φαγώσιμο) είναι σαν να παραδέχεται ότι δεν έχει καθόλου πίστι στην Ανία Γραφή, αλλά μόνο στην κρίσι του.
Τα εξήντα έξη βιβλία της Γραφής παρουσιάζουν ένα αρμονικό θέμα απ’ την αρχή ως το τέλος, αν και εγράφησαν από τριάντα πέντε περίπου διαφόρους συγγραφείς από όλες τις βαθμίδες της ζωής, σε χρονική περίοδο πολλών αιώνων και σε διάφορες χώρες και γλώσσες. Εκδηλώνουν ειλικρίνεια, τιμιότητα και αγνότητα που τα χαρακτηρίζουν ως την αλήθεια, η δε ιστορική των ακρίβεια έχει κατ’ επανάληψιν επιβεβαιωθή από τα ευρήματα των γεωλόγων και των αρχαιολόγων. Υπεράνω δε όλων, η εκπλήρωσις πολλών Γραφικών προφητειών χαρακτηρίζει τη Γραφή ως βιβλίον θείας, και όχι ανθρωπίνης, προελεύσεως.
Η Αγία Γραφή μάς δίνει μια λογική εξήγησι της καταγωγής του ανθρώπου και δείχνει πώς μπήκε η αμαρτία στον κόσμο, γιατί ο Θεός επέτρεψε να συνεχίζεται το κακόν, και ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Το θέμα της είναι η βασιλεία του Θεού μέσω της οποίας ο Ιεχωβά θα διεκδικήση το όνομά του και την υπεροχή του και θα ευλογήση τους ανθρώπους καλής θελήσεως. Όσοι εφαρμόζουν τους κανόνας της στη ζωή τους τούς βρίσκουν και εφαρμόσιμους και πρακτικούς. Ο μεγαλύτερος άνθρωπος που έζησε ποτέ είπε γι’ αυτήν, «Ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια,» γεγονός το οποίον και μόνον από τελεί επαρκή λόγον για να πιστεύσωμε σ’ αυτήν.—Ιωάν. 17:17.
ΑΠΟΚΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Για ν’ αποκτήσωμε το δώρον της πίστεως, πρέπει να κάμωμε κάτι γι’ αυτό. Ο Θεός δεν μας χαρίζει πίστι κατά ένα υπερφυσικόν και αυθαίρετον τρόπον. Αφού ο Θεός επρομήθευσε μια βάσι για την πίστι μας, σ’ εμάς εναπόκειται ν’ αποκτήσωμε τη γνώσι που κάνει δυνατή την πίστι, όπως και ο Παύλος λέγει: «Η πίστις είναι εξ ακοής»· δηλαδή, της ακοής ή γνώσεως που εμπεριέχεται στον Λόγον του Θεού. (Ρωμ. 10:14-17) Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μελετούμε τον Λόγον του Θεού.
Αλλά μόνο μελέτη δεν αρκεί· πρέπει να έχωμε, πρώτ’ απ’ όλα, την ορθή διάθεσι της καρδιάς. Οι κληρικοί των ημερών του Ιησού μελετούσαν τον Λόγον του Θεού κι ωστόσο αυτό δεν τους ωφέλησε· δεν μπορούσαν να πιστέψουν στον Χριστό Ιησού. Γιατί: Διότι, όπως τους είπε ο Ιησούς: «Πώς δύνασθε σεις να πιστεύσητε, οίτινες λαμβάνετε δόξαν ο είς παρά του άλλου, και δεν ζητείτε την δόξαν την παρά του μόνου Θεού;» Η επιθυμία του ιδιοτελούς κέρδους θα μας τυφλώση και δεν θα μπορέσωμε ν’ ασκήσωμε πίστι.—Ιωάν. 5:39, 44· Ιερεμ. 17:9· Μάρκ. 4:19.
Εν τούτοις, και η ορθή ακόμη διάθεσις της καρδίας και η μελέτη δεν επαρκούν για ν’ αποκτήσωμε πίστι. Πρέπει να εννοούμε τι μελετούμε, αν θα θέλαμε να έχωμε πίστι, για να εννοήσωμε δε τη Γραφή έχομε ανάγκη βοηθείας· όπως ακριβώς και ο Αιθίοψ ευνούχος υπέδειξε στον Φίλιππο όταν ερώτησε, «Και πώς ήθελον δυνηθή, εάν δεν με οδηγήση τις;» Γι’ αυτό ο Θεός έδωσε στη Χριστιανική εκκλησία «άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, άλλους δε ευαγγελιστάς, άλλους δε ποιμένας και διδασκάλους,» «εωσού καταντήσωμεν πάντες εις την ενότητα της πίστεως, και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού.» Γι’ αυτό το σκοπό ο Θεός επρομήθευσε τώρα μια οργάνωσι «πιστού και φρονίμου δούλου» που έχει ένα εκδοτικό μέσον, την Εταιρία Σκοπιά. (Πράξ. 8:30-35· Εφεσ. 4:11, 13· Ματθ. 24:45, 46) Αφού ο Θεός μάς παρέχει όλη αυτή τη βοήθεια για ν’ αποκτήσωμε πίστι, η πίστις μ’ αυτή, επίσης, την έννοια αποτελεί δώρον.
Ούτε μπορούμε να παραβλέψωμε το άγιο πνεύμα ή ενεργόν δύναμιν του Θεού, χωρίς το οποίον δεν θα μπορούσαμε να εννοήσωμε τον Λόγον του Θεού, κι έτσι δεν θα είχαμε πίστι. «“Εκείνα τα οποία οφθαλμός δεν είδε, και ωτίον δεν ήκουσε, και εις καρδίαν ανθρώπου δεν ανέβησαν, τα οποία ο Θεός ητοίμασεν εις τους αγαπώντας αυτόν.” Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά δια του πνεύματος αυτού· επειδή το πνεύμα ερευνά τα πάντα, και τα βάθη του Θεού.» (1 Κορ. 2:9, 10) Αφού το πνεύμα του Θεού αποτελεί δώρον, η πίστις που προκύπτει απ’ αυτό είναι δώρον και απ’ αυτή, επίσης, την άποψι.
Αυτό το ζήτημα ότι η πίστις είναι δώρον Θεού, το οποίον, όμως, δίδεται όχι αυθαίρετα ή θαυματουργικά, αλλ’ απαιτεί προσπάθεια από μέρους μας, μπορεί να παρασταθή με διαφόρους τρόπους. Λόγου χάριν, προσευχόμεθα, «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος εις ημάς σήμερον,» και ευχαριστούμε τον Θεό για όσα προμηθεύει, και όμως αυτός δεν προμηθεύει άσχετα με τις προσπάθειές μας· διότι όπως εδήλωσε καθαρά ο Παύλος: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.»—Ματθ. 6:11· 1 Θεσ. 5:18· 2 Θεσ. 3:10
Βλέπομε, λοιπόν, ότι η πίστις αποτελεί δώρον κατά το ότι ο Θεός παρέχει τη βάσι της πίστεως, το βιβλίο της φύσεως και το γραπτό του βιβλίο, την Αγία Γραφή. Προμηθεύει επίσης μια οργάνωσι και το άγιο πνεύμα του για να μας βοηθήση ν’ αποκτήσωμε αυτή την πίστι. Αλλά κι εμείς πρέπει να κάμωμε το μέρος μας, πρέπει να πλησιάζωμε για μελέτη τη Γραφή με την ορθή διάθεσι της καρδιάς, πρέπει να μελετούμε για ν’ αποκτήσωμε τη γνώσι που εμπεριέχεται στην Αγία Γραφή, και κατόπιν πρέπει να βασιζώμεθα μ’ εμπιστοσύνη σ’ αυτήν, δηλαδή, να ενεργούμε σύμφωνα με αυτήν, διότι αν δεν το κάνωμε αυτό, δεν θα έχωμε πάλι το δώρο της πίστεως, διότι «πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά.»—Ιάκ. 2:26.