Αθωότης με Σεβασμό της Ιερότητος του Αίματος
«Εγώ είμαι καθαρός από του αίματος πάντων.»—Πράξ. 20:26
1. Πόσο πολύτιμο είναι σ’ εμάς το αίμα μας, και πώς η διάθεσις του Χριστού ως Βασιλέως διαφέρει από τη διάθεσι εκείνων που εκρηγνύουν ατομικές βόμβες;
ΠΟΣΟ πολύτιμο είναι το αίμα στο σώματά μας! Η ζωή μας εξαρτάται από το αίμα, και αυτό αποτελεί το ένα δέκατο έως το ένα δωδέκατο των σωμάτων μας. Φυσικά, φρίττομε με την απειλή αυξήσεως σ’ εκείνη την γενικά θανατηφόρα ασθένεια του αίματος που είναι γνωστή ως λευχαιμία, και που είναι επίσης συνέπεια της ραδιενεργείας που προέρχεται από την έκρηξι ατομικών βομβών επάνω από το έδαφος. Σ’ ένα μήνα εντατικών ατομικών δοκιμών στη διάρκεια του φθινοπώρου του 1958, η Σοβιετική Ένωσις ουσιαστικά εδιπλασίασε το ποσόν της ραδιενεργού τέφρας στην ατμόσφαιρα της γης μας. Αυτό είπε ο Δρ Ου. Ε. Λίμπυ, επιστημονικόν μέλος της Αμερικανικής Επιτροπής Ατομικής Ενεργείας. Τούτο αυξάνει την παγκόσμια απειλή για το αίμα. Πώς; Ανάμεσα στους κινδύνους για τον άνθρωπο από τις ατομικές εκρήξεις, το ραδιενεργό προϊόν μεγίστης σπουδαιότητος που προέρχεται από εκρήξεις ατομικών βομβών επάνω από το έδαφος είναι το χημικό στοιχείο το γνωστό ως στρόντιον 90, μια μακρόβια ραδιενεργός ύλη που μπορεί να προκαλέση καρκίνο των οστών και λευχαιμία. Το αίμα μας παράγεται μέσα στον μυελό των οστών μας. (Τάιμς της Νέας Υόρκης, 14 Μαρτίου 1959) Ασφαλώς η διάθεσις των ατόμων που εξαπολύουν τέτοιες απειλές στο αίμα του ανθρωπίνου γένους είναι πολύ διαφορετική από τη διάθεσι του Χριστού, τον οποίον ο Δημιουργός μας διώρισε Βασιλέα ενός νέου κόσμου. Γι’ αυτόν τον Βασιλέα η ιερή προφητεία λέγει: «Τας ψυχάς των πενήτων θέλει σώσει. Εκ δόλου και εξ αδικίας θέλει λυτρόνει τας ψυχές αυτών· και πολύτιμον θέλει είσθαι το αίμα αυτών εις τους οφθαλμούς αυτού.»—Ψαλμ. 72:13, 14.
2. Τι οι άνθρωποι γενικά σήμερα υπολογίζουν πολύ λίγο όσον αφορά τους νόμους του Θεού για το αίμα, και γιατί πρέπει να πληροφορηθούμε σχετικά με αυτό;
2 Την αξία του αίματος και τη στενή σχέσι μεταξύ αίματος και ζωής, κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από τον Δημιουργό αυτού του ζωντανού, κινουμένου ιστού στα ζωικά σώματα. Ως ο Δημιουργός μας και Δοτήρ ζωής, αυτός έδωσε προ πολλού νόμους αναφορικά με το αίμα. Οι νόμοι αυτοί έδειχναν ότι απέδιδε μια ιερότητα, μια αγιότητα στο αίμα. Πολύ λίγο οι άνθρωποι γενικά υπολογίζουν σήμερα το ότι βρίσκονται κάτω από τον νόμο του Δημιουργού όσον αφορά το αίμα και ότι θα τιμωρηθούν επειδή παραβιάζουν την ιερότητά του. Δεν είναι μια ελαφρά τιμωρία, αλλά θ’ απαιτήση την ίδια τη ζωή τους. Πάνω από 4.327 χρόνια έχουν περάσει από τον κατακλυσμό της εποχής του Νώε, αλλά ο νόμος τον οποίο διεκήρυξε τότε ο Θεός όσον αφορά το αίμα εφαρμόζεται ακόμη. Εφαρμόζεται μάλιστα σε όλα το ανθρώπινο γένος· διότι όλοι εμείς, είτε Ιουδαίοι είτε μη Ιουδαίοι, καταγόμεθα από τους μη Ιουδαίους στους οποίους ο άγιος αυτός νόμος διεκηρύχθη, από τον Νώε και τους γυιούς του Σημ, Χαμ και Ιάφεθ. Η ζωή μας εξαρτάται από το να πληροφορηθούμε γι’ αυτόν τον νόμο και να τον τηρήσωμε. Θα ωφεληθούμε και θα διαφωτισθούμε αν προσέξωμε τη διατύπωσι αυτού του νόμου που ισχύει για όλο το ανθρώπινο γένος που ζη σήμερα.
3, 4. (α) Τι μπορεί να λεχθή για το αν η θυσία του Νώε μετά τον κατακλυσμό παρεβίασε την ιερότητα του αίματος; (β) Τι είπε ο Ιεχωβά στον νόμο του προς τον Νώε όσον αφορά το αίμα;
3 Όταν ο Νώε και οι συνεπιβάται του εβγήκαν από την κιβωτό, μέσα στην οποίαν αυτοί και τα ζώα και τα πουλιά είχαν διέλθει ζωντανοί τον πιο μεγάλο κατακλυσμό που εδοκίμασε η ανθρωπότης, ο Νώε ωδήγησε την οικογένειά του να προσφέρη θυσία στον Θεό. Ο Νώε εφόνευσε μερικά από όλα τα καθαρά κτήνη και πουλιά εκεί στο Όρος Αραράτ. Αυτό απεδείχθη ότι δεν ήταν παραβίασις της ιερότητος του αίματος. Πάνω από δεκαπέντε αιώνες πριν από τον Κατακλυσμό ο πιστός Άβελ, ο δεύτερος γυιός του Αδάμ, είχε προσφέρει μια θυσία, πράγμα που εσήμαινε τη σφαγή κάποιων πρωτοτόκων από το ποίμνιο των προβάτων του. Αλλ’ ο Θεός εδέχθη αυτή τη θυσία και έδωσε μαρτυρία για τον Άβελ ότι ήταν δίκαιος, αθώος. (Γέν. 4:1-4· Εβρ. 11:4) Ομοίως ο Θεός επεδοκίμασε τη θυσία των καθαρών ζώων και πουλιών που προσέφερε ο Νώε, ο δε Νώε «έγεινε κληρονόμος της δια πίστεως δικαιοσύνης.» (Γέν. 8:18-22· Εβρ. 11:7) Τότε ακριβώς, όταν ο Θεός, ο Σωτήρ του ανθρωπίνου γένους, εξέφρασε την επιδοκιμασία του προς τον Νώε και τους γυιούς του, εξέθεσε, επίσης, τον νόμο του που πρέπει να μας διέπη όσον αφορά το αίμα. Διαβάζομε:
4 «Και ευλόγησεν ο Θεός τον Νώε, και τους υιούς αυτού· και είπε προς αυτούς, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην· και ο φόβος σας, και ο τρόμος σας, θέλει είσθαι επί πάντα τα ζώα της γης, και επί πάντα τα πτηνά του ουρανού, επί παν ό,τι έρπει επί της γης, και επί πάντας τους ιχθύας της θαλάσσης· εις τας χείρας σας εδόθησαν· παν κινούμενον, το οποίον ζη, θέλει είσθαι εις εσάς προς τροφήν· ως τον χλωρόν χόρτον έδωκα τα πάντα εις εσάς· κρέας όμως με την ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει· και εξάπαντος το αίμά σας, το αίμα της ζωής σας, θέλω εκζητήσει· εκ της χειρός παντός ζώου θέλω εκζητήσει αυτό, και εκ της χειρός του ανθρώπου· εκ της χειρός παντός αδελφού αυτού θέλω εκζητήσει την ζωήν του ανθρώπου· όστις χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον.»—Γέν. 9:1-6.
5. Γιατί άνθρωποι που εφοβούντο τον Θεό δεν είχαν φάγει σάρκα πριν από τον Κατακλυσμό, και με ποιον τρόπο εξουσιοδότησε ο Θεός τους ανθρώπους να τρώγουν σάρκα μετά τον Κατακλυσμό;
5 Ο Άβελ ποτέ δεν έφαγε σάρκα με το αίμα της, το οποίον είναι η ψυχή της ή ζωή. Ο Άβελ ήταν ένας άνθρωπος που εφοβείτο τον Θεό, δεν είχε δε ακόμη δοθή η θεία άδεια για το ανθρώπινο γένος να τρώγη τη σάρκα των κατωτέρων ζώων και πτηνών και ιχθύων. Ομοίως, ο Νώε κι εκείνοι που επέζησαν μαζί του από τον κατακλυσμό δεν είχαν φάγει σάρκα πριν από τον κατακλυσμό, για τον ίδιο λόγο. Με πλήρη σεβασμό για την πολύτιμη αξία και σημασία του αίματος, ο Θεός τώρα επέτρεψε στο ανθρώπινο γένος να τρώγη τη σάρκα των ζώων και πουλιών, αλλά όχι μαζί με το αίμα του πλάσματος που ετρώγετο.
6. Ποιος ήταν ο πρώτος που έκαμε μνείαν αίματος, και κάτω από ποιες περιστάσεις;
6 Ακόμη και πριν από τον Κατακλυσμό ο Θεός είχε επιτρέψει και επιδοκιμάσει να χύνεται αίμα θυσιαστικών θυμάτων στο άγιό του θυσιαστήριο, αλλά ούτε το αίμα ούτε η σάρκα που περιείχε το αίμα δεν έπρεπε να λαμβάνωνται στο ανθρώπινο σώμα ως τροφή. Στη Γραφή ο πρώτος που έκαμε μνείαν αίματος ήταν ο ίδιος ο Θεός. Όταν ο Κάιν αρνήθηκε να ομολογήση ότι είχε φονεύσει τον αδελφό του Άβελ, ο Θεός είπε στον Κάιν: «Η φωνή του αίματος του αδελφού σου βοά προς εμέ εκ της γης· και τώρα επικατάρατος να ήσαι από της γης, ήτις ήνοιξε το στόμα αυτής δια να δεχθή το αίμα του αδελφού σου εκ της χειρός σου.»—Γέν. 4:10, 11.
7. Ποιο γεγονός εξέθεσε ο Ιεχωβά πενήντα πέντε αιώνες προτού το αποδείξουν οι επιστήμονες της ιατρικής, και τι αγνοεί σήμερα η ιατρική επιστήμη;
7 Ο Θεός, αναφέροντας το αίμα μάλλον του Άβελ παρά το από σάρκα σώμα του, ετόνιζε το γεγονός ότι η ζωή είναι στο αίμα. Πενήντα πέντε αιώνες προτού αυτό αποδειχθή από τους επιστήμονες της ιατρικής, ο Θεός εξέθεσε το γεγονός ότι το πρώτιστο στοιχείο της ζωής είναι στο αίμα. Στον νόμο του που εδόθη στον Νώε αμέσως μετά τον κατακλυσμό, ο Θεός σαφώς είπε ότι η ζωή, η ίδια η ψυχή, ήταν στο αίμα. Αλλά η σύγχρονη ιατρική επιστήμη αρνείται ν’ αναγνωρίση τον νόμο του Θεού που διατάσσει σεβασμό προς την αγιότητα του αίματος. Η σύγχρονη ιατρική επιστήμη αγνοεί ότι όλο το ανθρώπινο γένος σήμερα είναι δεσμευμένο από αυτό το θέσπισμα για το αίμα και υπόκειται σε τιμωρία από το χέρι του Θεού για την παραβίασι του ιερού αυτού νόμου αναφορικώς με το αίμα.
8, 9. (α) Στην εποχή του Νεβρώδ από τι απεμακρύνθη το ανθρώπινο γένος, και γιατί; (β) Πώς η φράσις του Ρουβήν όσον αφορά τον Ιωσήφ ετόνισε ότι η ζωή αντιπροσωπεύεται από το αίμα;
8 Ο Νώε είχε ένα δισέγγονο που ωνομάζετο Νεβρώδ και που έγινε βασιλεύς της Βαβυλώνος. Υπό την επιρροή του το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου του ανθρωπίνου γένους άρχισε ν’ απομακρύνεται από την τήρησι του νόμου του Θεού όσον αφορά την ιερότητα του αίματος. Αυτό έπρεπε ν’ αναμένεται, αφού ο Βασιλεύς Νεβρώδ έγινε εξέχων ως «ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά». (Γέν. 10:8-10, ΜΝΚ) Ο Αβραάμ, ο άνθρωπος πίστεως στον Ιεχωβά Θεό, ήλθε από τη γειτονία του πρώην βασιλείου του Νεβρώδ. Μέσω του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Αβραάμ είχε δώδεκα δισεγγόνους, οι οποίοι έγιναν αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Ηγέρθη ζηλοτυπία και η ζωή ενός απ’ αυτούς τους φυλετικούς αρχηγούς, του Ιωσήφ, απειλήθηκε από τους αδελφούς του. Ο πιο ηλικιωμένος αδελφός του, ο Ρουβήν, σε μια προσπάθεια να τον σώση, είπε: «Μη χύσητε αίμα.» Τελικά οι αδελφοί του δεν είδαν κανένα ιδιοτελές όφελος στο να φονεύσουν τον Ιωσήφ και να προσπαθήσουν να ‘κρύψουν το αίμα αυτού’ και τον επώλησαν σε δουλεία. Έπειτα από χρόνια ο Ιεχωβά Θεός ανύψωσε τον Ιωσήφ από τη δουλεία και τη φυλάκισι στην Αίγυπτο και τον έθεσε στη θέσι πρωθυπουργού του Φαραώ, βασιλέως της Αιγύπτου.
9 Για ν’ αντισταθμίσουν μια πείνα στην Παλαιστίνη, οι δέκα άλλοτε ζηλότυποι αδελφοί τού Ιωσήφ εστάλησαν στην Αίγυπτο για ν’ αγοράσουν τα αναγκαία τρόφιμα. Εφέρθησαν ενώπιον του Ιωσήφ, αλλά δεν τον ανεγνώρισαν καθώς ήταν πρωθυπουργός της Αιγύπτου. Ο Ιωσήφ, για να δοκιμάση την κατάστασι της καρδιάς τους, μέσω ενός διερμηνέως τούς κατηγόρησε ως κατασκόπους και τους απείλησε με την ποινή του θανάτου. Κάτω από την απειλή να χάσουν τη ζωή τους, οι δέκα αδελφοί θυμήθηκαν την ενοχή τους και άρχισαν να μιλούν στα Εβραϊκά για το πώς είχαν πωλήσει τον Ιωσήφ πιθανώς για να πεθάνη. Τότε ο Ρουβήν μίλησε καθαρά: «Δεν είπον προς εσάς, λέγων, Μη αμαρτήσητε κατά του παιδίου; και δεν εισηκούσατε· δια τούτο, ιδού, και το αίμα αυτού εκζητείται.» (Γέν. 37:21-28· 42:21, 22) Έτσι ο Ισραηλίτης Ρουβήν εχρησιμοποίησε την ίδια ακριβώς έκφρασι που είχε χρησιμοποιήσει ο Ιεχωβά Θεός όταν επέβαλε τον νόμον για την αγιότητα του αίματος σε όλο το ανθρώπινο γένος. Ο Ρουβήν με τη φράσι του ετόνισε ότι η ανθρώπινη ζωή αντιπροσωπεύεται από το απολύτως αναγκαίο αίμα.
10. Συνάπτοντας τη διαθήκη του με τον Ισραήλ, πώς επέμεινε ο Ιεχωβά να τηρή ο Ισραήλ τον νόμο του που είχε δώσει στον Νώε;
10 Έπειτα από αιώνες ο Ιεχωβά απηλευθέρωσε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ από τη δουλεία στην Αίγυπτο και τις έφερε στο Όρος Σινά στην Αραβία. Εκεί, μέσω του προφήτου Μωυσέως ως μεσίτου, ίδρυσε μια διαθήκη, μια σχέσι συμβολαίου, μεταξύ του εαυτού του και των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, για να είναι αυτός Θεός των και να είναι αυτοί ο εκλεκτός του λαός. Εκτός από τις Δέκα Εντολές τούς έδωσε εκατοντάδες άλλων νόμων. Για να είναι σ’ αυτόν άγιος λαός, διαφορετικός από τους μη Ισραηλιτικούς λαούς του κόσμου, ο Ιεχωβά Θεός επέμεινε να τηρούν τον νόμο που είχε δώσει στον προπάτορά των Νώε όσον αφορά την αγιότητα του αίματος. Συνεπώς τους απηγόρευσε να προσλαμβάνουν αίμα από άνθρωπο ή ζώο στα σώματά των ως τροφή ή ποτό.
11. Από τον νόμον του Ιεχωβά τι απηγορεύετο στους ξένους παροίκους καθώς και στους Ισραηλίτας, και γιατί;
11 Ένας από τους νόμους που έδωσε σ’ αυτούς έλεγε: «Δεν θέλετε τρώγει ουδέν αίμα, είτε πτηνού είτε ζώου, εν ουδεμιά εκ των κατοικιών σας. Πάσα ψυχή ήτις ήθελε φάγει οποιονδήποτε αίμα, και εκείνη η ψυχή θέλει απολεσθή εκ του λαού αυτής.» Ούτε ακόμη στους ξένους παροίκους μέσα στο έθνος των δεν έπρεπε να επιτρέπεται να λαμβάνουν αίμα για τροφή. Ο νόμος του Ιεχωβά έλεγε: «Και όστις άνθρωπος εκ του οίκου Ισραήλ, ή εκ των ξένων των παροικούντων μεταξύ σας, φάγη οιονδήποτε αίμα, θέλω στήσει το πρόσωπόν μου εναντίον εκείνης της ψυχής ήτις τρώγει το αίμα, και θέλω εξολοθρεύσει αυτήν εκ μέσου του λαού αυτής· διότι η ζωή της σαρκός είναι εν τω αίματι· και εγώ έδωκα αυτό εις εσάς, δια να κάμνητε εξιλέωσιν υπέρ των ψυχών σας επί του θυσιαστηρίου· διότι το αίμα τούτο κάμνει εξιλασμόν υπέρ της ψυχής. Δια τούτο είπα προς τους υιούς Ισραήλ, Ουδεμία ψυχή από σας θέλει φάγει αίμα· ουδέ ο ξένος, ο παροικών μεταξύ σας, θέλει φάγει αίμα.»—Λευιτ. 7:26, 27· 17:10-12.
12. Τι λέγει η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ όσον αφορά την απαγόρευσι του αίματος ως τροφής και την παράβασι αυτής της απαγορεύσεως;
12 Η Εγκυκλοπαιδεία Βιβλικής, Θεολογικής και Εκκλησιαστικής Φιλολογίας των Μακ Κλίντοκ και Στρογκ, Τόμος Α΄, σελίς 834, λέγει για την απαγόρευσι του αίματος ως τροφής: «Στις περιπτώσεις που η απαγόρευσις συνιστάται εν σχέσει με τα νόμιμα και μη νόμιμα είδη διαίτης, η αιτία που προσδιορίζεται συνήθως στο κείμενο είναι ότι το ‘το είναι η ψυχή’, και δίδεται η διαταγή να χύνεται στο έδαφος σαν νερό. Αλλά όταν συνιστάται εν σχέσει με τις μερίδες των θυμάτων που έπρεπε να προσφέρωνται στον Κύριο, τότε το κείμενο, εκτός από την προηγούμενη αιτία, επιμένει ότι ‘το αίμα κάμνει εξιλασμόν υπέρ της ψυχής’. (Λευιτ. XVII, 11, 12) Η αυστηρή αυτή διαταγή εφηρμόζετο όχι μόνο στυς Ισραηλίτας, αλλ’ ακόμη και στους ξένους που παροικούσαν μεταξύ τους. Η ποινή που προσδιωρίζετο για την παράβασί της ήταν η ‘εξολόθρευσις εκ μέσου του λαού’, με την οποία φαίνεται να υπονοήται η ποινή του θανάτου (παραβάλατε Εβραίους Χ, 28) μολονότι είναι δύσκολο να εξακριβωθή αν αυτή επεβάλλεπο με μάχαιραν ή με λιθοβολισμό.»
13. Ποια ζωτικά γεγονότα ετόνιζαν οι νόμοι του Θεού για τους Ισραηλίτας κυνηγούς;
13 Συνεπώς ο Θεός έλεγε σε κάθε Ισραηλίτη κυνηγό να μην είναι όμοιος με τον ισχυρό Βαβυλώνιο κυνηγό Νεβρώδ, αλλά να σέβεται το αίμα της λείας: «Θέλει χύσει το αίμα αυτού, και θέλει σκεπάσει αυτό με χώμα. Διότι η ζωή πάσης σαρκός είναι το αίμα αυτής· δια την ζωήν αυτής είναι· όθεν είπα προς τους υιούς Ισραήλ, Δεν θέλετε φάγει αίμα ουδεμιάς σαρκός· διότι η ζωή πάσης σαρκός είναι το αίμα αυτής· πας ο τρώγων αυτό, θέλει εξολοθρευθή.» (Λευιτ. 17:13, 14) Το αίμα ήταν όπως η ψυχή. Ο Ιεχωβά Θεός, λοιπόν, περαιτέρω έλεγε σε κάθε κυνηγό που ήταν στη διαθήκη μαζί του. «Μόνον άπεχε ισχυρώς από του να φάγης το αίμα· διότι το αίμα είναι η ψυχή· και δεν δύνασαι να φάγης την ψυχήν [νεφές, Εβραϊκά] μετά του κρέατος. Δεν θέλεις τρώγει αυτό· επί την γην θέλεις χύνει αυτό ως ύδωρ.» (Δευτ. 12:23, 24, ΜΝΚ) Το να φάγη κανείς την ψυχή σημαίνει να φάγη μια θεόδοτη ζωή, και τούτο κάνει αυτόν, που τρώγει, υπεύθυνον για την αφαίρεσι μιας ζωής από τον Θεό.
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΔΕΝ ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ
14, 15. (α) Τι ανεγνώριζαν οι εξ Ιουδαίων πρώτοι Χριστιανοί όσον αφορά τη διαθήκη του Νόμου και τον Νόμον τον Θεού προς τον Νώε; (β) Συνεπώς, ποιες οδηγίες απέστειλε το κυβερνών σώμα στους μη Ιουδαίους Χριστιανούς;
14 Τι θα πούμε, τώρα, για τους Χριστιανούς, εκείνους που αληθινά ακολουθούν τα ίχνη του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού; Ο Ιησούς ίδρυσε τη Χριστιανική εκκλησία επάνω στη γη. Επί τριάμισυ χρόνια μετά τον θάνατό του και την ανάστασί του η εκκλησία απετελείτο αποκλειστικά από περιτετμημένους Ιουδαίους ή Ισραηλίτας και προσηλύτους. Αυτοί οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί ανεγνώριζαν ότι η διαθήκη του Νόμου, την οποία συνήψε ο Ιεχωβά Θεός με το έθνος Ισραήλ μέσω του Μωυσέως, είχε ακυρωθή, προσηλωθή, να το πούμε έτσι, στο ξύλο τον μαρτυρίου, στο οποίο ο Ιησούς Χριστός είχε σταυρωθή ως τελεία ανθρώπινη θυσία. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος, ο οποίος ήταν προηγουμένως Ιουδαίος Φαρισαίος, επεβεβαίωσε το γεγονός αυτό. (Εφεσ. 2:13-16· Κολ. 2:13-17) Η Χριστιανική εκκλησία ήταν σε μια νέα διαθήκη με τον Ιεχωβά Θεό μέσω του χυθέντος αίματος του Ιησού Χριστού. Εν τούτοις, οι Χριστιανοί ανεγνώριζαν ότι ήσαν ακόμη υπό τον νόμον του Ιεχωβά που είχε δοθή στον Νώε αναφορικά με την ιερότητα του αίματος, ο οποίος άγιος νόμος δεν είχε ποτέ ακυρωθή ή ανακληθή. Συνεπώς οι δώδεκα απόστολοι και άλλοι ώριμοι Χριστιανοί της εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ, ως κυβερνών σώμα, απέστειλαν τις ακόλουθες οδηγίες ακόμη και στους βαπτισμένους Χριστιανούς που δεν ήσαν προηγουμένως περιτετμημένοι Ιουδαίοι:
15 «Εφάνη εύλογον εις το άγιον πνεύμα και εις ημάς, να μη επιβάλλωμεν εις εσάς μηδέν πλειότερον βάρος εκτός των αναγκαίων τούτων, να απέχητε από ειδωλοθύτων, και αίματος, και πνικτού, και πορνείας· από των οποίων φυλάττοντες εαυτούς, θέλετε πράξει καλώς· Έρρωσθε.»—Πράξ. 15:28, 29· 21:24, 25.
16. Παρά την ανάκλησι της διαθήκης του Νόμου και την εισαγωγή της νέας διαθήκης, τι δεν μπορούσαν να κάνουν οι Χριστιανοί, και γιατί;
16 Όχι, ο Ιεχωβά Θεός, παρά την ανάκλησι της διαθήκης του Νόμου και παρά την εισαγωγή της νέας διαθήκης που έλαβε κύρος από το θυσιασθέν αίμα του Ιησού Χριστού, δεν είχε μεταβάλει τον νόμο του όσον αφορά την ειδωλολατρία και το αίμα και τη σεξουαλική ανηθικότητα. Έτσι οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να λατρεύουν τον Θεό με τη χρήσι εικόνων ή συμβόλων· δεν μπορούσαν να διαπράττουν μοιχεία ή πορνεία· δεν μπορούσαν να χύνουν αίμα φονεύοντας ή να τρέφουν τα σώματά των με αίμα από πουλιά, κτήνη ή άνθρωπο.
17. Γιατί η πόσις από το κοινό ποτήριον στο δείπνο του Κυρίου δεν αποτελεί παραβίασι της διαθήκης όσον αφορά το αίμα;
17 Είναι αλήθεια ότι εκείνοι οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος εώρταζαν το δείπνον του Κυρίου κάθε χρόνο και στον εορτασμό αυτόν κάθε εκκλησία μετείχε από ένα κοινό ποτήριον οίνου. Αλλά πίνοντας αυτοί από το κοινόν αυτό ποτήριον δεν έπιναν το κατά γράμμα αίμα του θυσιαστικού Αμνού Ιησού Χριστού. Αρκετές ώρες προτού ο Ρωμαίος στρατιώτης κεντήση την αριστερή πλευρά του σταυρωμένού Ιησού ώστε να εξέλθη αίμα και νερό, ο Κύριος Ιησούς είχε προσφέρει το εμβληματικό ποτήριον στους ένδεκα πιστούς αποστόλους του στο υπερώον της Ιερουσαλήμ και είχε ειπεί σ’ αυτούς: «Πίετε εξ αυτού πάντες· διότι τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. Σας λέγω δε, ότι δεν θέλω πίει εις το εξής εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου [δηλαδή, οίνον] έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον μεθ’ υμών εν τη βασιλεία του Πατρός μου.» ( Ιωάν. 19:33-37· Ματθ. 26:26-29) Ο κόκκινος οίνος σ’ αυτό το ποτήριον ήταν απλώς συμβολικός. Ήταν σύμβολο του αίματος της ζωής του Ιησού, που επρόκειτο να εκχυθή ως θυσία στον Θεό για την άφεσι των αμαρτιών μας.
18. Με ποιον τρόπο οι τηρηταί της εορτής του δείπνου του Κυρίου μετέχουν στο αίμα του Χριστού;
18 Έπειτα από χρόνια ο απόστολος Παύλος έγραψε στους τηρητάς του δείπνου του Κυρίου: «Το ποτήριον της ευλογίας το οποίον ευλογούμεν, δεν είναι κοινωνία του αίματος του Χριστού;» (1 Κορ. 10:16) Το ότι πίνουν από αυτό το αναμνηστικό ποτήριον του οίνου εξεικονίζει το πώς μετέχουν από το όφελος της θυσιασθείσης ανθρωπίνης ζωής του Ιησού, η οποία παριστάνεται από το αίμα του. Το πράττουν αυτό μέσω της πίστεώς των σ’ αυτόν ως Εκείνον που απέθανε για να τους εξαγοράση από την αμαρτία και τον θάνατο.
19. Πώς έδωσε ο Θεός εξουσία να χρησιμοποιήται αίμα για την απόκτησι ζωής, και συνεπώς πώς θεωρούν οι αληθινοί Χριστιανοί το αίμα του Χριστού;
19 Ο Θεός είχε επιτρέψει να εκχύνεται επάνω στο άγιό του θυσιαστήριο το αίμα ενός θύματος θυσίας ως προσφορά μιας ζωής σ’ αυτόν. Σύμφωνα με τούτο οι Χριστιανοί ανεγνώρισαν το τέλειο ανθρώπινο αίμα του Ιησού ως αίμα που εχύθη στο αληθινό θυσιαστήριο του Θεού για να προμηθεύη αιώνια ζωή σε όλους όσοι δέχονται τη θυσία του. Ήταν, λοιπόν, πολύτιμο αίμα και είχε εξαγοραστική δύναμι ενώπιον του Θεού. Ο απόστολος Πέτρος γράφει στους ομοίους του Χριστιανούς: «Εξεύροντες ότι δεν ελυτρώθητε από της ματαίας πατροπαραδότου διαγωγής υμών δια φθαρτών, αργυρίου ή χρυσίου, αλλά δια του τιμίου αίματος του Χριστού, ως αμνού αμώμου και ασπίλου.»—1 Πέτρ. 1:18, 19.
20. Γιατί η έκχυσις του αίματος του Χριστού επηρέασε διαφορετικά τους Ιουδαίους που επέμεναν να εκτελέση ο Πιλάτος τον Ιησούν;
20 Έτσι η έκχυσις του αίματός του επάνω στο θυσιαστήριο του Θεού δεν επηρέασε εκείνους τους πιστούς Χριστιανούς με τον ίδιο τρόπο που επηρέασε τους Ιουδαίους οι οποίοι επέμεναν να θανατώση ο Ρωμαίος κυβερνήτης τον Ιησούν επάνω σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου. Ο Κυβερνήτης Πιλάτος ένιψε τα χέρια του σε νερό ενώπιον του πλήθους, λέγοντας: «Αθώος είμαι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε.» Αυτοί συνεφώνησαν σε τούτο, λέγοντας: «Το αίμα αυτού ας ήναι εφ’ ημάς, και επί τα τέκνα ημών.» (Ματθ. 27:24, 25) Πρόθυμα συνεφώνησαν να αναλάβουν αυτοί οι ίδιοι την ευθύνη για την έκχυσι του αίματος του Ιησού και να διαβιβάσουν αυτή την ευθύνη στους γυιούς των.
21. Ποια κατηγορία προσήφθη στους πρώτους Χριστιανούς επειδή έπιναν από το ποτήριον του δείπνου του Κυρίου, και τι δείχνει η υπεράσπισίς των σχετικά με τον νόμο που εξετέθη στον Νώε;
21 Κάθε έτος οι πρώτοι Χριστιανοί τελούσαν την εορτή του δείπνου του Κυρίου, κατά το οποίον έπιναν από το κοινόν ποτήριον οίνον που εσυμβόλιζε το αίμα του Ιησού. Αναμφιβόλως εξαιτίας τούτου, ή εν μέρει εξαιτίας τούτου, οι ειδωλολάτραι άπιστοι κατηγορούσαν αυτούς τους πιστούς Χριστιανούς ότι έπιναν ανθρώπινο αίμα. Αυτή ήταν μια από τις ψευδείς κατηγορίες, για την οποίαν οι εκπρόσωποι της Χριστιανικής εκκλησίας έπρεπε να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Αυτοί απεστόμωναν τους εχθρούς της Χριστιανοσύνης εξηγώντας ότι το ανθρώπινο αίμα ήταν πολύ ανώτερο και πιο πολύτιμο από το αίμα ζώων και οι Χριστιανοί τόσο απείχαν από το να πίνουν ανθρώπινο αίμα, όσο αντίθετο ήταν στον νόμο του Θεού των το να πίνουν το αίμα ακόμη και των κατωτέρων ζώων, που είναι άλαλα, άλογα πλάσματα. Πολυάριθμες είναι οι μαρτυρίες που πιστοποιούν ότι οι πιστοί εκείνοι Χριστιανοί δεν ελάμβαναν στον οργανισμό τους ανθρώπινο αίμα για οποιονδήποτε σκοπό.—Βλέπε Εκκλησιαστικές Αρχές, ή, Αρχαιότητες της Χριστιανικής Εκκλησίας, υπό Ιωσήφ Μπίνγκχαμ[1668 - 1723], Βιβλίο 17, κεφάλαιο 5, παράγραφος 20.a
22. Πότε οι λεγόμενοι Χριστιανοί άρχισαν να συζητούν εναντίον τον νόμου του Θεού που εδόθη στον Νώε; Και πώς;
22 Μόνο μετά τον καιρό του Ρωμαιοκαθολικού Θεολόγου Αυγουστίνου (354-430), επισκόπου της Βορείου Αφρικής, άρχισαν άτομα που ισχυρίζοντο ότι ήσαν Χριστιανοί να υποστηρίζουν ότι ο θείος κανών που απηγόρευε στους ακολούθους του Χριστού να μετέχουν αίματος ως τροφής ήταν απλώς μια προσωρινή απαγόρευσις και ότι δεν εφηρμόζετο τώρα. Αυτός ο ισχυρισμός, όμως, αποτελούσε μέρος της αποστασίας των λεγομένων Χριστιανών από την αληθινή πίστι, την οποία αποστασία είχε προείπει ο απόστολος Παύλος.—2 Θεσ. 2:1-3.
23. Αφού ο Ιεχωβά δεν αλλοιούται, με ποιον τρόπο οι Χριστιανοί ακολουθούν την προτροπή του Ιούδα και τηρούνται αθώοι;
23 Αφού ο Θεός προείπε την έλευσι του Υιού του Ιησού Χριστού στον ναό για έργο κρίσεως, ακολούθως είπε: «Εγώ, ο Ιεχωβά, δεν αλλοιούμαι.» (Μαλαχ. 3:1-6, ΑΣ) Είναι αλήθεια ότι οι σημερινοί πιστοί Χριστιανοί ακολουθούν την προτροπή του μαθητού Ιούδα ‘να αγωνίζωνται δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους. (Ιούδ. 3) Σύμφωνα με αυτή την πίστι τηρούνται αθώοι όσον αφορά το αίμα. Αποφεύγουν την ποινή της παραβιάσεως του από τον Θεό προερχομένου αναλλοιώτου άγιου νόμου της ιερότητος του αίματος. Κανενός ανθρώπου τη ζωή ή ψυχή δεν απαιτεί ο Θεός από το χέρι τους.
[Υποσημειώσεις]
a Το σύγγραμμα Εκκλησιαστικές Αρχές εξεδόθη από τον Ιωσήφ Μπίνγκχαμ σε οκτώ τόμους, ο πρώτος το 1708 και ο τελευταίος το 1722. «Το μεγάλο αυτό έργο είναι μια τελεία συλλογή γεγονότων της εκκλησιαστικής αρχαιολογίας και δεν το έχει υπερβή ούτε καν πλησιάσει στην κατεύθυνσί του κανένα βιβλίο που εξεδόθη από τότε.»—Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ, Τόμος Α΄, σελίς 814, στήλη 2. (Έκδοσις 1891)