Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Δ. Γ. Μπράντλεϋ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου είχε τους Επτά Τόμους των Γραφικών Μελετών και τους εδιάβαζε προτού εγώ γεννηθώ. Όταν ήμουν μικρό παιδί, η μητέρα μου, αν και δεν ήταν ακόμη στην αλήθεια, συνήθιζε να προμηθεύη κατάλυμα στους περιοδεύοντας αντιπροσώπους της Εταιρίας, όταν αυτοί περνούσαν από εκεί. Συγγενείς της οικογενείας υπήρξαν Μάρτυρες του Ιεχωβά από την έναρξι του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, το σπίτι μας δεν ήταν θεοκρατικό ως το 1939, όταν οι γονείς μου κι εγώ ελάβαμε μια πραγματική στάσι και εγίναμε δραστήριοι στην αλήθεια.
Ήσαν δύο σκαπανείς εκείνοι που μ’ έκαμαν να σκεφθώ. Η μητέρα μου τους υπεδέχθη όταν ήλθαν στη μικρή μας πόλι πάνω στους Καναδικούς Λειμώνες. Μολονότι στην αρχή δεν ήθελα να ακούσω τι είχαν να πουν, ύστερ’ από ένα σύντομο διάστημα το άγγελμα της Βασιλείας άρχισε να διεγείρη το ενδιαφέρον μου ολοένα και περισσότερο. Ως εκείνον τον καιρό ουδέποτε είχα προσευχηθή μόνος μου στη ζωή μου και τώρα εδώ ήθελα να ζητήσω περισσότερη γνώσι και κατανόησι και δεν εγνώριζα, πώς να το κάμω. Απεμνημόνευσα τον Ψαλμό 25:4, 5, κι επί δύο εβδομάδες επανελάμβανα εκείνα τα εδάφια κάθε νύχτα πριν πάω στο κρεββάτι. Τι μεταμόρφωσις έλαβε χώραν στη ζωή μου! Ένα μήνα μετά την άφιξι των σκαπανέων στον τόπο μας ήμουν στην υπηρεσία μαζί τους. Τον επόμενο μήνα (Σεπτέμβριον) έδωσα στον εργοδότη μου προειδοποίησι ενός μηνός και τον Δεκέμβριο είχα τον πρώτο τόπο διορισμού μου ως σκαπανέως—ένα μήνα προτού βαπτισθώ.
Αυτή η πρώτη γεύσις της υπηρεσίας σκαπανέως διήρκεσε μόνο λίγους μήνες, αλλά ήταν αρκετή για να μου εμφυτεύση, την ισχυρή επιθυμία να κάμω την υπηρεσία σκαπανέως τον αποκλειστικό σκοπό μου στη ζωή. Ο σύντροφος μου κι εγώ ταξιδεύαμε μ’ ένα ρυμουλκούμενο όχημα και μ’ ένα μάλλον παλιό ζεύγος αλόγων για τους χειμερινούς μήνες, όταν δε ερχόταν η άνοιξις διεσχίζαμε την περιοχή με ποδήλατα. Η περιοχή ήταν μακριά από κάθε εκκλησία και πολύ εκτεταμένη. Η πιο αξιοσημείωτη πείρα στη διάρκεια εκείνου του καιρού ήταν μια πολύ απλή πείρα, η οποία, όμως, μ’ έκαμε πολύ ευτυχή. Διέθεσα το βιβλίο Σωτηρία στη σύζυγο ενός αγροκτήμονος, η οποία έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον. Ακριβώς εκείνον τον καιρό, το τμήμα της περιοχής ελήφθη από εμάς κι εδόθη σε δύο άλλους σκαπανείς κι έτσι ουδέποτε έκαμα επανεπίσκεψι. Φαντασθήτε τη χαρά μου, όταν ύστερ’ από πολλούς μήνες αυτοί οι ίδιοι σκαπανείς μ’ επληροφόρησαν ότι, όταν τελικά επεσκέφθησαν εκείνη τη γυναίκα, την εύραν απασχολημένη στο να πηγαίνη σ’ όλους τους αγροκτήμονας στην περιοχή με το βιβλίο Σωτηρία, βοηθώντας τους να γνωρίσουν ό,τι αυτή είχε μάθει.
Εκείνοι οι πρώτοι λίγοι ευλογητοί μήνες υπηρεσίας σκαπανέως ήλθαν σ’ ένα τέλος ξαφνικά, όταν η Καναδική κυβέρνησις επέβαλε μια απροσδόκητη απαγόρευσι στο έργο μας θεωρώντας παράνομο το να είναι κανείς Μάρτυς του Ιεχωβά. Επειδή τότε ήμουν πολύ ανώριμος, δεν εγνώριζα τι να κάμω ακριβώς, κι ανέλαβα μία βιοποριστική εργασία. Αυτό το επάγγελμα απεδείχθη ότι ήταν εντελώς χρήσιμο, διότι μου έδωσε πολλή ελευθερία για να βοηθήσω τις γειτονικές εκκλησίες στη διάρκεια της απαγορεύσεως. Εν τούτοις, ποτέ δεν μπορούσα να βγάλω έξω από τη διάνοια μου την υπηρεσία σκαπανέως. Όταν μιλούσα γι’ αυτή, μερικοί έλεγαν ότι οφείλω να παραμείνω εκεί που είμαι λόγω του τρόπου με τον οποίον ο Ιεχωβά με χρησιμοποιούσε. Αυτό δεν με ικανοποίησε και τελικά έγραψα στην Εταιρία για συμβουλή. Η απάντησίς της ήταν, «Αν η επιθυμία σας είναι να είσθε στην υπηρεσία σκαπανέως, τότε αυτό είναι το πράγμα που πρέπει να κάμετε.» Έτσι με αυτούς τους λόγους ενθαρρύνσεως από την ορθή πηγή, ήμουν σύντομα πίσω στον τομέα μου μ’ ένα ποδήλατο κι ένα μικρό ρυμουλκούμενο όχημα που ευγενώς μου εδανείσθη από έναν αδελφό. Η πιθανότης οικονομικών προβλημάτων δεν μπήκε στο νου μου. Η μόνη σκέψις στη διάνοιά μου ήταν ότι ώφειλα να υπηρετώ ως σκαπανεύς κι αυτό ήταν εκείνο που ήθελα να κάνω. Σε δυο μήνες επέστρεψα στην εκκλησία κι επήρα ένα σύντροφο—ένα μόνιμο σύντροφο. Η Ρούμπη κι εγώ ετελέσαμε τον γάμο μας τον Οκτώβριο του 1942 και μαζί αρχίσαμε σε αυξημένο βαθμό μια σταδιοδρομία χαρωπής υπηρεσίας, η οποία δεν έφθασε σ’ ένα τέλος ακόμη.
ΕΜΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚΑΠΑΝΕΩΣ
Εκείνοι, που γνωρίζουν τους χειμώνες των Καναδικών Λειμώνων, θα ξέρουν τι εννοώ όταν λέγω ότι δεν μπορούσαμε να παραμείνωμε στις αγροτικές περιοχές στο μικρό με λεπτά τοιχώματα ρυμουλκούμενο όχημα που είχαμε. Έτσι τον πρώτο χειμώνα πήγαμε στην πόλι όπου έμεναν οι γονείς μου, που είναι ένας τόπος με 5.500 περίπου πληθυσμό. Εδώ για πρώτη φορά είχα το προνόμιο να βοηθήσω στον σχηματισμό μιας νέας εκκλησίας με όχι λιγώτερους από είκοσι δύο ευαγγελιζομένους. Μερικοί απ’ αυτούς ήσαν εκείνοι, με τους οποίους εγώ προσωπικώς είχα συμμελετήσει και είχα βοηθήσει στην υπηρεσία.
Τα πρώτα λίγα έτη, που ακολούθησαν εκείνο τον χειμώνα, ήσαν τα πιο δύσκολα για μας. Τελικώς, ύστερ’ από μια σειρά ατυχιών, ως επί το πλείστον λόγω των οχημάτων, έγραψα στο γραφείο του τμήματος στο Τορόντο κι εζήτησα έναν τόπο διορισμού όπου θα μπορούσαμε να υπηρετούμε ως σκαπανείς χωρίς όχημα. Ως απάντησις ήλθε μια πρόσκλησις για να πάμε στο Λόντον του Οντάριο, 1.700 μίλια μακριά.
Θα ήθελα να μνημονεύσω σ’ αυτό το σημείο ένα μάθημα που έμαθα και χαίρω να πω ότι ήταν για το καλό μου κι όχι για βλάβη μου. Αρκετοί αδελφοί με καλές διαθέσεις παρατηρούσαν τον αγώνα που είχαμε για να παραμείνωμε στην υπηρεσία σκαπανέως κι εντελώς ειλικρινά εσκέφθησαν ότι εχειριζόμεθα τα πράγματα μ’ εσφαλμένο τρόπο. Εσκέπτοντο ότι θα ήταν καλύτερο να υπηρετήσωμε ως καλοί ευαγγελιζόμενοι εκκλησίας ως την εποχή που θα παρουσιάζετο μια πιο κατάλληλη στιγμή για έργον σκαπανέως. Υπήρχαν περιπτώσεις, που κι εμείς, επίσης, αρχίζαμε να είμεθα αβέβαιοι για το αν αυτό ήταν εκείνο που οφείλαμε να κάνωμε. Έπειτα σκεφθήκαμε, «Αν άλλοι μπορούν να υπηρετούν ως σκαπανείς, γιατί να μη μπορούμε κι εμείς;» Αυτές ήσαν οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μας, όταν η Εταιρία μας προσεκάλεσε να πάμε στο Λόντον. Πρέπει να πάμε; Επί λίγες μέρες συζητούσαμε το ζήτημα κι έπειτα φθάσαμε στο συμπέρασμα ότι, «Αν ήταν εσφαλμένο για μας το να προσπαθήσωμε να παραμείνωμε στην υπηρεσία σκαπανέως, θα μας είχε προσκαλέσει η Εταιρία στο Λόντον;» Ύστερ’ από μια προσεκτική και με προσευχή εξέτασι του ζητήματος, και οι δυο μας επείσθημεν τελείως ότι πρέπει να πάμε κι επήγαμε. Νομίζω ότι αυτό ήταν η πιο σπουδαία απόφασις που έλαβα ποτέ, εκτός από την αφιέρωσι, και ήταν η βάσις για όλες τις άλλες που θα ήρχοντο. Πόσο αναγκαίο είναι το να επαναπαύεται κανείς στην καθοδήγησι του Ιεχωβά δια μέσου της οργανώσεώς του!
Ύστερ’ από ένα έτος πραγματικής σκαπανικής υπηρεσίας σε χαρωπή επικοινωνία μ’ εκείνους τους αγαπητούς αδελφούς και αδελφές της εκκλησίας Λόντον του Οντάριο, εστάλημεν στην Οττάβα ως ειδικοί σκαπανείς μ’ έναν όμιλο από έξη άλλους. Επτά μήνες υπηρεσίας ειδικού σκαπανέως κι έπειτα στο έργον υπηρέτου περιοχής πάλι στο Νότιο Οντάριο.
Όπως στην περίπτωσι τόσο πολλών αδελφών, η επιθυμία μας για τη Σχολή Γαλαάδ και για υπηρεσία στο εξωτερικό παρέμενε ισχυρή στην καρδιά μας από την πρώτη στιγμή που ακούσαμε γι’ αυτό. Τελικά τον Σεπτέμβριο του 1947, συγκεντρωθήκαμε εκατό και πλέον αδελφοί και αδελφές από διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά για πέντε μήνες της πιο εντατικής μελέτης, που δοκίμασα ποτέ στη ζωή μου. Τα πράγματα που άνοιξε ο Ιεχωβά στην κατανόησί μας στη διάρκεια της σειράς εκείνων των μαθημάτων σχετικά με τον λόγο του, τους σκοπούς του, την οργάνωσί του και τις απαιτήσεις του για Χριστιανική διαβίωσι, ουδέποτε θα λησμονηθούν.
Ο ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΤΟΠΟΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ
Ακριβώς πριν αποφοιτήσωμε, ο Αδελφός Νορρ μάς έδωσε τους διορισμούς μας του εξωτερικού. Νότιος Ροδεσία, Αφρική! Τι πνευματική διέγερσι ενοιώσαμε! Πρόσφατες εκθέσεις μάς είχαν πληροφορήσει ότι ο αγρός ήταν ώριμος για μια καταπληκτική συγκομιδή στην Αφρική, και τώρα πηγαίναμε να μετάσχωμε σ’ αυτή. Μόλις συγκρατούσαμε τον εαυτό μας. Τελικά ήλθε η μέρα για ν’ αποπλεύσωμε και στις 15 Φεβρουαρίου 1949 εφθάσαμε στη νέα μας διαμονή στη Νότιο Ροδεσία. Αυτό έγινε δεκατρία έτη πριν και τώρα δεν είναι πια ένας νέος τόπος διαμονής. Τα μισά και πλέον από τα έτη που είμαι στην αλήθεια εδαπανήθησαν σ’ αυτή τη χώρα.
Όταν εφθάσαμε εδώ την πρώτη φορά, η απαγόρευσις των εντύπων μας μόλις είχε αρθή κι ένα τμήμα είχε ιδρυθή πριν από ένα μόνον έτος. Χαρακτηριστικά η Κοινωνία Νέου Κόσμου σ’ αυτή τη Χώρα απήλαυσε πολλές ευλογίες. Δέκα έτη πριν το όνομα «Σκοπιά» ήταν συνώνυμο με τον φόβο. Οι άνθρωποι είχαν τις πιο φανταστικές ιδέες για μας, αλλά τώρα αυτή η παρανόησις έχει παρέλθει σχεδόν τελείως. Ενώ υπάρχει η συνήθης εναντίωσις από την πλευρά των κληρικών, οι άνθρωποι δεν φοβούνται πια τη «Σκοπιά», αλλά μάλλον μπόρεσαν να διαπιστώσουν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι καλοί άνθρωποι και πρέπει να τους έχη κανείς εμπιστοσύνη. Όπως ένας επίσημος το εξέφρασε, «Πριν από δέκα έτη, όταν άκουα το όνομα ‘Σκοπιά’, τα μαλλιά μου συνήθιζαν να σηκώνωνται. Αλλά τώρα έχω οριστικά διαπιστώσει ότι εσείς είσθε η πιο σταθεροποιημένη δύναμις που έχομε στη χώρα.» Υπήρξε θαυμάσιο το να παρατηρώ να επέρχεται αύτη η μεταβολή.
Εσωτερικώς η οργάνωσις ανεπτύχθη και ωρίμασε πολύ καλά. Οι Αφρικανοί αδελφοί είναι απλοί και αγαπητοί και ανταποκρίνονται σε στοργική υποβοήθησι. Τι ευχαρίστησις είναι το να τους παρατηρούμε ν’ απορρίπτουν τα δεσμά των παραδόσεων και της δεισιδαιμονίας και να ενδύωνται με μια νέα προσωπικότητα! Εδώ στο Σώλσμπερυ ο Αφρικανικός κι Ευρωπαϊκός πληθυσμός ζουν σε ξεχωριστές κοινότητες. Όταν εφθάσαμε στο Σώλσμπερυ, υπήρχαν πέντε Ευρωπαίοι ευαγγελιζόμενοι και μια Αφρικανική εκκλησία. Δέκα έτη αργότερα υπήρχαν δεκαέξη Αφρικανικές εκκλησίες και δύο Ευρωπαϊκές εκκλησίες, μ’ ένα σύνολο 1.500 περίπου ευαγγελιζομένων. Για σκεφθήτε, αν δεν συνέχιζα να επιδιώκω τον σκοπό μου στη ζωή, δεν θα είχα το προνόμιο να γνωρίσω από κοντά αυτή την αύξησι και να έχω μερίδα σ’ αυτήν!
Από τις διάφορες φάσεις της υπηρεσίας, στις οποίες είχα το προνόμιο να συμμετάσχω σ’ αυτή τη χώρα, το έργο περιφερείας ήταν το πιο συναρπαστικό, αν και κάθε μέρος της υπηρεσίας έχει τις ευλογίες του. Στο έργο περιφερείας υπήρχε πάντοτε κάτι νέο για να μάθω ή να δοκιμάσω: συνελεύσεις περιοχής στο εξωτερικό· το να ομιλώ μέσω διερμηνέως· το να προσπαθώ να μάθω μια εντελώς νέα γλώσσα. Ένα πράγμα, που δεν θα ξεχνούσα για οτιδήποτε άλλο, είναι η έκφρασις στα πρόσωπα των αδελφών, όταν προσπαθήτε να τους μιλήσετε στη δική τους γλώσσα. Τα μάτια τους λάμπουν και λέγουν ο ένας στον άλλον πόσο ευτυχείς είναι που μπορείτε να πήτε κάτι σ’ αυτούς. Λόγω κακής υγείας, αναγκάσθηκα ν’ αφήσω το έργο περιφερείας το 1954, αλλ’ ύστερ’ από ένα έτος ιεραποστολικού έργου κατά περιόδους κι έργου υπηρέτου περιοχής, έλαβα πρόσκλησι για το γραφείο του τμήματος. Από τότε υπήρξε προνόμιό μου το να γίνω υπηρέτης τμήματος.
Αυτή η αφήγησης δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης αν δεν μνημονεύσω τις δύο περιπτώσεις, που παρακολουθήσαμε διεθνείς συνελεύσεις στη Νέα Υόρκη, μία το 1953 και την τελευταία το 1958. Είμεθα πολύ ευγνώμονες στον Ιεχωβά γι’ αυτή τη θαυμασία προμήθεια κι ευχαριστούμε τους αδελφούς και τις αδελφές σ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι κατέστησαν δυνατόν για μας, μαζί με άλλους ιεραποστόλους κι αντιπροσώπους, το να είμεθα εκεί. Μια από τις πολλές ευχάριστες πείρες της τελευταίας συνελεύσεως ήταν η συνάντησις με τον αγαπητό ηλικιωμένο πατέρα μου, ο οποίος πάντοτε ενδιαφέρετο ζωηρά στο να παραμείνω στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Ήταν ευχάριστο το να ομιλώ μαζί του και να μάθω για τη συνεχιζόμενη σταθερότητα του στην αλήθεια σ’ αυτή τη γεροντική του ηλικία.
Όταν κυττάζω πίσω, στα περασμένα είκοσι έτη ολοχρονίου ευαγγελικού κηρύγματος, αισθάνομαι τη μεγαλύτερη ευτυχία, μια ευτυχία στην οποία συμμετέχω με τη Ρούμπυ, τη σύζυγό μου, η οποία με υπεστήριξε και μ’ ενεθάρρυνε από την αρχή. Η συνεχής προσευχή μου είναι, όπως μαζί πάντοτε αποκομίζωμε την πιο μεγάλη χαρά από το να κάνωμε το θέλημα του Ιεχωβά, όπως αυτό το θέλημα αποκαλύπτεται, σε χρόνο απροσδιόριστο σε μια ζωή, που ποτέ δεν θα υπάρξη ανάγκη να τελειώση.