“Κήρυξον τον Λόγον”—Πού και Γιατί;
ΗΤΑΝ ΠΕΡΙΠΟΥ το έτος 64 ή 65 μ.Χ. Ο απόστολος Παύλος ήταν αλυσόδετος φυλακισμένος στη Ρώμη. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες έγραψε την τελευταία του επιστολή στον Τιμόθεο. Σκοπός του Παύλου ήταν να εξαρτίση τον Τιμόθεο, ως Χριστιανό επίσκοπο, ν’ ανθίσταται στα αποστατημένα στοιχεία μέσα στην εκκλησία και να την εποικοδομή ως ένα ισχυρό ‘στύλον και εδραίωμα της αληθείας.’—1 Τιμ. 3:15· 2 Τιμ. 1:8,16.
Ο Παύλος εγνώριζε ότι δεν θα ήταν πολύν καιρό ακόμη να επιβλέπη πώς ο Τιμόθεος εφρόντιζε για τη διακονία ως επίσκοπος ή «πρεσβύτερος.» Αλλ’ ο Θεός και ο Χριστός θα απέβλεπαν. Επομένως έγραψε: «Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς εν τη επιφανεία αυτού και τη βασιλεία αυτού, κήρυξον τον λόγον· επίμενε εγκαίρως, ακαίρως· έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής.» (2 Τιμ. 4:1,2) Αλλά που έπρεπε να ‘κηρύττη τον λόγον’ ο Τιμόθεος και γιατί; Τι εσήμαινε γι’ αυτόν να το κάμη «εγκαίρως» και «ακαίρως»;
Μια εξέτασις των συμφραζομένων αποκαλύπτει τι είχε στο νου του ο Παύλος. Προηγουμένως είχε προειδοποιήσει τον Τιμόθεο για την αποστασία που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και ότι επρόκειτο τελικά να εκδηλωθή σε πλήρη άνθισι. (2 Τιμ. 2:14-18· 3:8-13) Και αφού παροτρύνει τον Τιμόθεο να ‘κηρύττη τον λόγον,’ ο Παύλος αναφέρεται σε άτομα τα οποία θ’ απεμακρύνοντο από την αλήθεια, δηλαδή, θα εγίνοντο αποστάται. Είπε: «Θέλει ελθεί καιρός, ότε δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν, αλλά θέλουσιν επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας, γαργαλιζόμενοι την ακοήν· και από μεν της αληθείας θέλουσιν αποστρέψει την ακοήν αυτών, εις δε τους μύθους θέλουσιν εκτραπή.»—2 Τιμ. 4:3,4.
Έτσι από τα συμφραζόμενα γίνεται σαφές ότι ο Παύλος δεν ωμιλούσε για κήρυγμα στους έξω, αλλά για κήρυγμα μέσα στην εκκλησία από κάποιον ο οποίος ήταν επίσκοπος ή «πρεσβύτερος.» Επομένως οι εκφράσεις «εγκαίρως» και «ακαίρως» πρέπει να περιγράφουν συνθήκες όχι στον κόσμο, αλλά μέσα στην εκκλησία.
ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΚΑΙ ΑΚΑΙΡΩΣ
Η επιστολή του Παύλου δείχνει ότι ο Τιμόθεος είχε ν’ αγωνισθή με άτομα τα οποία ‘λογομαχούσαν,’ επιδίδονταν σε «μωράς και απαιδεύτους φιλονεικίας» και οι οποίοι ‘αντιφρονούσαν’ στην αλήθεια. (2 Τιμ. 2:14, 23-25) Η παρουσία τέτοιων ατόμων στην εκκλησία θα δημιουργούσε ασφαλώς ‘άκαιρες, συνθήκες.’ Ταραχή και εναντίωσις που θα προήρχετο από εκείνους οι οποίοι είχαν εσφαλμένες τάσεις μέσα στην εκκλησία θα μπορούσε να δημιουργήση τάσι να νερώνουν τον «λόγον» ή ν’ ανταποκρίνωνται με τον ίδιο τρόπο, αντιγράφοντας τις μεθόδους των εναντιουμένων. Ωστόσο, ο Τιμόθεος έπρεπε να κηρύττη, όχι ανθρώπινες φιλοσοφίες ή συζητήσεις, αλλά τον «λόγο» του Θεού ανόθευτον.
Άσχετα με το αν η εκκλησία περνούσε εσωτερικώς καλές ή κακές συνθήκες, υπήρχαν σοβαροί λόγοι για να «κηρύττη τον λόγον,» ο Τιμόθεος. Αυτό το κήρυγμα θα ενίσχυε την εκκλησία πνευματικώς, προλαμβάνοντας έτσι την αποστασία. Ο Τιμόθεος θα μπορούσε έτσι να λέγη, όπως είχε πη προηγουμένως ο Παύλος στους πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Εφέσου: «Είμαι καθαρός από του αίματος πάντων, διότι δεν συνεστάλην να αναγγείλω προς εσάς πάσαν την βουλήν του Θεού.»—Πράξ. 20:26,27.
ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
Σήμερα οι επίσκοποι ή «πρεσβύτεροι» στις εκκλησίες των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά εκτιμούν ότι και αυτοί, επίσης, πρέπει να είναι παραδείγματα του ‘κηρύγματος του λόγου.’ Επομένως φροντίζουν να μιμούνται το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου. Μολονότι ήταν πολύ μορφωμένος, απέφευγε την επιδεικτική ομιλία και την επίδειξι της ανθρωπίνης σοφίας και της δυνάμεώς της να πείθη. Μολονότι η ανθρωπίνη σοφία και ευφυΐα ήταν πολύ ελκυστική στους αρχαίους Έλληνες, ο Παύλος την απέφευγε διότι επιθυμούσε οι ακροαταί του να στηρίξουν την πίστι των όχι στην ανθρώπινη σοφία, αλλά στον Χριστό και να την οικοδομήσουν με το πνεύμα και τη δύναμι του Θεού.—1 Κορ. 2:1-5.
Μολονότι σήμερα έξυπνα λόγια και επινοήματα, τεχνάσματα και άλλα όμοια μπορεί να φαίνωνται κάπως ελκυστικά, ωστόσο γενικά απομακρύνουν από το ‘κήρυγμα του λόγου.’ Δεν έχουν καμμιά σχέσι με «την εις την πίστιν οικοδομήν του Θεού.» (1 Τιμ. 1:4) Είναι προϊόν της κοσμικής σοφίας.
Οι επίσκοποι ή «πρεσβύτεροι,» επειδή βρίσκονται κάτω από την εντολή να ‘κηρύξουν τον λόγον,’ αναγνωρίζουν ότι οφείλουν ν’ απομακρύνουν τα πράγματα εκείνα που έχουν τάσι να μειώσουν την πλήρη δύναμι του αγγέλματος ή λόγου του Θεού. Αν διαπιστώσουν ότι εκείνοι οι οποίοι ακούν τις ομιλίες των ομιλούν περισσότερο για τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται παρά για τις αρχές του Λόγου του Θεού που μαθαίνονται μέσω αυτών των παραδειγμάτων, αυτοί οι άνθρωποι κάνουν προσαρμογές. Γνωρίζουν ότι δεν έχουν επιτύχει στην εκπλήρωσι του διορισμού των να ‘κηρύττουν τον λόγον’ αν με οποιοδήποτε τρόπο έχουν εμποδίσει τους ακροατάς των να συλλάβουν το πλήρες νόημα των οδηγιών της Γραφής.
Τίποτε δεν είναι τόσο αποτελεσματικό και ισχυρό στο να ωθήση άλλους σε δράσι όσο το άγγελμα της Γραφής. «Ο λόγος ( ή το άγγελμα) του Θεού είναι ζων, και ενεργός, και κοπτερώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν, και διέρχεται μέχρι διαιρέσεως ψυχής τε και πνεύματος, αρμών και μυελών, και διερευνά τους διαλογισμούς και τας εννοίας της καρδίας.» (Εβρ. 4:12) Ο «λόγος του Θεού» μπορεί να εισδύση μέσα σ’ αυτά τα ελατήρια του ατόμου. Φθάνει στην καρδιά και αποκαλύπτει αν ένα άτομο ζη πράγματι με τις ορθές αρχές ή αν έχη επιθυμία να το πράττη.
ΕΠΙΔΡΑΣΙΣ ΣΤΟΥΣ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Επομένως στο κήρυγμα και τη διδασκαλία που γίνονται μέσα στην εκκλησία δεν πρέπει να επιτραπή τίποτε ν’ αποσπά από τον Λόγο του Θεού. Όχι τα πράγματα τα οποία γίνονται κυρίως για εντύπωσι, αλλά η Βιβλική εκπαίδευσι ενισχύει και εποικοδομεί την εκκλησία πνευματικώς, και ενθαρρύνει όλους να παραμείνουν πιστοί στον Ιεχωβά Θεό. Και οι έξω, επίσης, επηρεάζονται με ένα ορθό τρόπο. Όταν παρευρίσκωνται στις συναθροίσεις όπου οι ομιληταί συγκεντρώνονται για να μεταδώσουν διδασκαλία από τη Γραφή, οι έξω μπορούν αμέσως να δουν ότι κάτι πιο πολύτιμο από ανθρώπινη σοφία μεταδίδεται, που παρακινεί τους ειλικρινείς ανθρώπους να πουν: «Ο Θεός είναι των όντι εν μέσω υμών.»—1 Κορ. 14:25.
Εφόσον αυτό το ‘κήρυγμα του λόγου’ πρέπει να γίνη εντός της εκκλησίας, είναι πολύ λογικό ο ίδιος ‘λόγος’ να κηρυχθή και στους έξω. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να βγούμε έξω από τη Γραφή και να κάμωμε υποθέσεις για ζητήματα όπως τι πρέπει ν’ αναμένουν οι άνθρωποι όσον αφορά τις κατοικίες και άλλα αγαθά, την εργασία και αναψυχή στη «νέα γη» που ετοιμάζει ο Θεός. Όλη η πληροφορία που πρέπει να γνωρίζουν οι άνθρωποι για ν’ αποκτήσουν την επιδοκιμασία του Θεού και ζωή περιέχεται στη Γραφή. Επομένως είναι ανάγκη ν’ ακούσουν τι έχει να πη ο Λόγος του Θεού.
Επομένως, είτε εντός είτε εκτός της εκκλησίας, το κήρυγμά μας ως αληθινών Χριστιανών ας είναι ‘κήρυγμα του ΛΟΓΟΥ.’ Αυτό το κήρυγμα και μόνο θα ενισχύση τους ειλικρινείς ανθρώπους στην απόφασί των να παραμένουν πιστοί δούλοι του Ιεχωβά Θεού.