Τήρησις Ισορροπημένης Απόψεως του Χρόνου
«Δίδαξον ημάς να μετρώμεν ούτω τας ημέρας ημών, ώστε να προσκολλώμεν τας καρδίας ημών εις την σοφίαν.»—Ψαλμ. 90:12
1, 2. Ποια πείρα δοκιμάζομε όλοι ως προς το πέρασμα του χρόνου;
Η ΖΩΗ είναι ένα πολύτιμο απόκτημα. Χωρίς αυτήν τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. (Ματθ. 6:25-27· 16:26) Αλλ’ ακόμη και σ’ αυτόν τον σύγχρονο κόσμο, η διάρκεια της ζωής των ανθρώπων είναι σύντομη και πολύ γρήγορα φθάνει στο τέλος της. Ακριβώς όπως το διετύπωσε πριν από πολύν καιρό ο συγγραφεύς του ενενηκοστού ψαλμού: «Αι ημέραι της ζωής ημών είναι καθ’ εαυτάς εβδομήκοντα έτη, και εάν εν ευρωστία, ογδοήκοντα έτη· πλην και το καλήτερον μέρος αυτών είναι κόπος και πόνος, διότι ταχέως παρέρχεται και ημείς πετώμεν.»—Ψαλμ. 90:10.
2 Σε πολλές χώρες, όταν ένα άτομο φθάση στα τριάντα χρόνια του βρίσκεται σ’ αυτό που λέγεται «άνθος της ηλικίας» του. Ωστόσο, λόγω της βραχύτητος της ζωής του ανθρώπου, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αρχίζει από τότε να φθείρεται σωματικώς, αρχίζοντας να δοκιμάζη μια επιβράδυνσι των σωματικών ικανοτήτων και των λειτουργιών του. Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια!
3. Γιατί οι άνθρωποι ανυπομονούν για την εκπλήρωσι των επιθυμιών των;
3 Ας μη φαίνεται παράξενο λοιπόν ότι εμείς οι άνθρωποι έχομε γενικά μεγάλη συναίσθησι του χρόνου. Δεν είναι, επίσης, παράξενο ότι μόνο οι άνθρωποι απ’ όλα τα επίγεια ζώντα πλάσματα με νοημοσύνη ανησυχούν για το μέλλον και κάνουν ζωηρά σχέδια γι’ αυτό, επειδή ενδιαφέρονται πολύ γι’ αυτά που θα τους φέρη το μέλλον. (Εκκλησ. 3:11) Επειδή έχουν τόσο χρόνο εμπρός τους ώσπου να τελειώση η ζωή τους, οι άνθρωποι συνήθως ανυπομονούν να δουν την εκπλήρωσι των επιθυμιών των.
4, 5. (α) Πώς ο Ιεχωβά Θεός διαφέρει ως προς την άποψί του για τον χρόνο; (β) Γιατί η εκλογή του χρόνου από μέρους του Θεού στην εκτέλεσι ενός πράγματος είναι πιο επιθυμητή από εκείνη των ανθρώπων;
4 Η κατάστασις του ατελούς ανθρώπου είναι, επομένως, πολύ διαφορετική από την κατάστασι του Δημιουργού του, ο οποίος είναι αιώνιος και η ύπαρξίς Του δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό. Ο ίδιος συγγραφεύς του ενενηκοστού ψαλμού έγραψε γι’ αυτόν τα εξής: «Πριν γεννηθώσι τα όρη, και πλάσης την γην και την οικουμένην, και από του αιώνος έως του αιώνος, συ είσαι ο Θεός . . . Διότι χίλια έτη ενώπιόν σου είναι ως ημέρα η χθες.»—Ψαλμ. 90:2-4.
5 Αλλά μήπως αυτό κάνη τον Ιεχωβά Θεό αδιάφορο απέναντι του χρόνου; Όχι ούτε τον εμποδίζει αυτό να έχη ένα ζωηρό, ενεργό ενδιαφέρον για το μέλλον και τις εξελίξεις του. Εν τούτοις, επειδή αυτός μπορεί να θεωρή τα πράγματα όχι από την άποψι των ατελών, ολιγοβίων ανθρώπων, αλλά από την άποψι της αιωνιότητος, ο Ιεχωβά Θεός ποτέ δεν πιέζεται από την ανησυχία να δη κάτι να πραγματοποιήται προτού λήξη ο χρόνος του. (Ψαλμ. 90:2· 2 Πέτρ. 3:8) Αυτός μπορεί να ερευνά όλο το ρεύμα του χρόνου και να προσδιορίζη επακριβώς πότε θα ενεργήση και πότε θα κάνη τους αλάνθαστους σκοπούς του να λειτουργήσουν ακριβώς στον κατάλληλο καιρό, στον καλύτερο καιρό για όλους, ούτε πολύ γρήγορα, ούτε πολύ αργά.
6. Το γεγονός ότι ο Θεός έχει αιώνιο χρόνο στη διάθεσί του, τον εμποδίζει να δεσμευθή με την υπόσχεσι ότι θα κάμη κάτι σ’ ένα καθωρισμένο χρόνο;
6 Με τη γνώσι που κατέχει για το μέλλον και με την παντοδυναμία του, μπορεί να δεσμευθή σ’ ένα ιδιαίτερο χρονικό πρόγραμμα για το μέλλον και κατά καιρούς το έκαμε γνωστό αυτό στους ανθρώπους. Παραδείγματος χάριν, είχε πει στον Άβραμ (Αβραάμ) τα εξής: «Έξευρε βεβαίως ότι το σπέρμα σου θέλει παροικήσει εν γη ουχί εαυτών, και θέλουσι δουλώσει αυτούς, και θέλουσι καταθλίψει αυτούς, τετρακόσια έτη.» (Γέν. 15:13· Πράξ. 7:6, 7) Ο Ιεχωβά Θεός, συνεπής προς την προφητεία του, στο τέλος των τετρακοσίων ετών ελευθέρωσε τους απογόνους του Αβραάμ, τους Ισραηλίτας, από τη δουλεία και άρχισε η έξοδός των από την Αίγυπτο.
7. (α) Πώς το σχέδιο του χρόνου εκ μέρους του Θεού ήταν ακριβές ως προς την εξορία των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα; (β) Ως προς την εμφάνισι του Μεσσία;
7 Αργότερα, ο Θεός προείπε μια εβδομηκονταετή περίοδο ερημώσεως για τη γη του Ιούδα και όταν έληξε εκείνη η περίοδος οι Ιουδαίοι ελευθερώθηκαν, ακριβώς στον ωρισμένο καιρό που είχε προλεχθή. (Ιερεμ. 25:8-11· Δαν. 9:2) Ομοίως, η εμφάνισις του Μεσσία προελέχθη ότι θα εγίνετο μετά από τετρακόσια ογδόντα τρία χρόνια (εξήντα εννέα «εβδομάδες» ετών) από τον καιρό της εκδόσεως της διαταγής για την ανοικοδόμησι των τειχών της Ιερουσαλήμ, και ακριβώς στον ωρισμένο καιρό, στο τέλος εκείνης της περιόδου, στο έτος 29 μ.Χ., ο Ιησούς Χριστός βαπτίσθηκε και χρίσθηκε ως ο υποσχεμένος Μεσσίας.—Δαν. 9:24-27.
8. Είναι δυνατόν να γνωρίζωμε πότε θα λάβη χώρα κάποια ωρισμένη μορφή του θείου σκοπού, αν ο Θεός δεν έχη αναγγείλει τον ακριβή χρόνο;
8 Όταν, λοιπόν, ο Ιεχωβά Θεός κάμει γνωστό ένα ωρισμένο χρόνο για την εκπλήρωσι κάποιου χαρακτηριστικού μέρους του θείου σκοπού του, οι πιστοί δούλοι του μπορούν να βασίζωνται ανεπιφύλακτα στην ακρίβεια του δεδηλωμένου χρονικού σημείου. Αλλά όταν δεν έχη γίνει μια τέτοια αναγγελία, τότε το να καθορίσουν αυτοί τον χρόνο της πραγματοποιήσεως, αυτού του σκοπού είναι κάτι πέρα από την ικανότητα και την εξουσία των. Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν προσπαθούμε να καθορίσωμε την έναρξι της ‘μεγάλης θλίψεως’ που προείπε ο Υιός του Θεού, δηλαδή τον χρόνο της θείας κρίσεως που θα διανοίξη την οδό για την έναρξι της χιλιετούς Βασιλικής διακυβερνήσεως, η οποία θα επιφέρη ανεκλάλητες ευλογίες σ’ αυτή τη γη και στους κατοίκους της.—Ματθ. 24:21, 22· Αποκάλ. 7:14-17.
‘ΚΡΥΠΤΑ’ ΚΑΙ ‘ΑΠΟΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΑ’ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
9. Τι δείχνει ο Λόγος του Θεού δια του Μωυσέως στο Δευτερονόμιον 29:29 ως προς την κατανόησι του σκοπού του Ιεχωβά;
9 Μήπως πρέπει να θεωρήσωμε παράδοξο το ότι ο Θεός θα διακρατούσε κάποια γνώσι για τον εαυτό του μ’ αυτόν τον τρόπο; Τον καιρό που επλησίαζαν οι Ισραηλίται στη Γη της Επαγγελίας, ο προφήτης Μωυσής ανέγραψε αυτά τα θεόπνευστα λόγια στο Δευτερονόμιον 29:29 ΜΝΚ: «Τα κρυπτά ανήκουσιν εις Ιεχωβά τον Θεόν ημών τα δε αποκεκαλυμμένα εις ημάς και εις τα τέκνα ημών διαπαντός, δια να εκτελέσωμεν πάντας τους λόγους του νόμου τούτου.» Όλα όσα πραγματικά χρειαζόμεθα να γνωρίζωμε για να υπηρετούμε τον Ιεχωβά Θεό πιστά και όλα όσα χρειαζόμεθα για να διατηρήσωμε την ελπίδα και την πεποίθησί μας, ο Θεός μάς τα αποκαλύπτει. Αλλά όταν ο σκοπός του εκπληρώνεται καλύτερα μ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί και ν’ αποκρύψη πράγματα, χωρίς να επέλθη βλάβη ή έλλειψις στους δούλους του.
10. (α) Τι αποκαλύπτουν τα λόγια του Ιησού λίγο πριν από την ανάληψί του στον ουρανό ως προς τη γνώσι ωρισμένων χρόνων ή χρονολογιών από εμάς; (β) Όταν μερικοί από τους πρώτους μαθητάς έκαμαν λάθος στη χρονολόγησι των γεγονότων, τι τους έγραψε ο απόστολος Παύλος;
10 Ο Μεγαλύτερος Μωυσής, Χριστός Ιησούς, είπε επίσης στους μαθητάς του, λίγο πριν αναληφθή στον ουρανό τα εξής: «Δεν ανήκει εις εσάς να γνωρίζητε τους χρόνους ή τους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ έθεσεν εν τη ιδία αυτού εξουσία.» Αυτό ήταν σε απάντησι του ερωτήματός των σχετικά με την αποκατάστασι της Βασιλείας, κάτι που αυτοί ασφαλώς με ζήλο επιθυμούσαν να δουν. Κατόπιν, συνεχίζοντας είπε: «Αλλά θέλετε λάβει [τι; Όχι γνώσι εκείνων ‘των οποίων ο Πατήρ έθεσεν εν τη ιδία αυτού εξουσία,’] αλλά δύναμιν, όταν επέλθη το άγιον πνεύμα εφ’ υμάς.» (Πράξ. 1:6-8· 3:20-23) Ο Θεός θα τους ενδυνάμωνε και πράγματι το έκαμε αυτό, για να εκπληρώσουν το έργο και την υπηρεσία που τους είχε αναθέσει σε αρμονία με το αποκεκαλυμμένο του θέλημα γι’ αυτούς. Υπήρχαν πράγματα, όμως, που αυτοί δεν θα εγνώριζαν και, αργότερα, μερικοί μαθηταί είχαν την τάσι να φθάνουν σε συμπεράσματα σχετικά με ωρισμένα υποσχεμένα γεγονότα, στην πραγματικότητα προσπαθώντας να τα επισπεύσουν. (Παραβάλατε 2 Θεσσαλονικείς 2:1-5.) Αλλά όλα εκείνα που πραγματικά εχρειάζοντο να γνωρίζουν για να έχουν ισχυρή πίστι, πεποίθησι και θάρρος και να ενεργούν με σύνεσι, ο Θεός τούς τα είχε προμηθεύσει.
11. Εγνώριζαν οι μαθηταί την ακριβή χρονολογία της καταστροφής της Ιερουσαλήμ;
11 Έτσι έγινε ως προς την καταστροφή της Ιερουσαλήμ τον πρώτο μετά Χριστόν αιώνα. Ο Ιησούς Χριστός απεκάλυψε στους μαθητάς του τις συνθήκες που θα προηγούντο και που θα ωδηγούσαν στην καταστροφή εκείνης της απίστου πόλεως, το κέντρο της Ιουδαϊκής λατρείας εκείνου του καιρού. Οι μαθηταί του βλέποντας εκείνες τις συνθήκες που θ’ αποτελούσαν το ‘σημείο,’ θα εγνώριζαν ότι ‘επλησίασεν η ερήμωσις αυτής [της Ιερουσαλήμ].’ (Λουκ. 21:10-20) Τους είπε ότι «δεν θέλει παρέλθει η γενεά αύτη, εωσού γείνωσι πάντα ταύτα.» (Μάρκ. 13:30) Ήταν λοιπόν ένα ζήτημα αμέσου ενδιαφέροντος γι’ αυτούς, κάτι για τη γενεά τους. Αλλά δεν τους ελέχθη πότε ακριβώς θα εγίνοντο αυτά.
12. (α) Πώς οι Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ, χωρίς να γνωρίζουν συγκεκριμένη χρονολογία, μπόρεσαν να διαφύγουν πριν από την καταστροφή της πόλεως εκείνης; (β) Ποια δοκιμασία υπήρχε για κείνους που αποσύρθηκαν μόλις η Ιερουσαλήμ ελευθερώθηκε από την πολιορκία;
12 Ήλθε ο καιρός οπότε είδαν το χαρακτηριστικό του σημείου που εσχετίζετο με την περικύκλωσι της Ιερουσαλήμ από τα στρατοπεδευμένα στρατεύματα της Ρώμης. Οι περιστάσεις (η προσωρινή και απροσδόκητη απομάκρυνσις των Ρωμαϊκών δυνάμεων) που επακολούθησαν, τους επέτρεψαν να φύγουν από την καταδικασμένη πόλι και να ζητήσουν καταφύγιο στις ορεινές περιοχές. Δεν ήξεραν ακόμη πότε θα ελάμβανε χώρα η πραγματική καταστροφή. Στην πραγματικότητα, πέρασαν περίπου τέσσερα χρόνια μεταξύ του καιρού της φυγής των και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ. Θα ήταν εύκολο στη διάρκεια εκείνου του χρόνου να χαλαρώσουν την επαγρύπνησί τους ή να υποθέσουν ότι δεν είχαν εννοήσει ορθά το «σημείον» και, ως αποτέλεσμα τούτου να παραλείψουν να προσέξουν καλά την προειδοποίησι του Ιησού: «Οι εν μέσω αυτής ας αναχωρώσιν έξω, και οι εν τοις αγροίς ως μη εμβαίνωσιν εις αυτήν.»—Λουκ. 21:20, 21.
13. (α) Ποια χρονική προφητεία του Ιησού εκπληρώθηκε πραγματικά στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ; (β) Ήταν εκείνη η προειδοποίησις για τον χρόνο, μολονότι δεν έδινε την ακριβή ημερομηνία, επωφελής για τους Χριστιανούς;
13 Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Η γενεά τους είχε δει την εκπλήρωσι των πραγμάτων για τα οποία προειδοποίησε ο Υιός του Θεού. Εκείνοι που είχαν προσέξει, που έμειναν άγρυπνοι, κατόρθωσαν να διαφύγουν τη μεγάλη συμφορά που ερήμωσε την Ιερουσαλήμ. Αλλά η ιστορία λέγει ότι εκατοντάδες χιλιάδες άλλα άτομα δεν διέφυγαν. Αυτοί πραγματικά είχαν αποκοιμηθή ως προς τη σημασία των συνθηκών που θα επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες στις οποίες ζούσαν. Όταν η Ρώμη τελικά έστειλε πάλι τις δυνάμεις της και έστησε τη στρατιωτική της παγίδα στην Ιερουσαλήμ το έτος 70 μ.Χ., συνέλαβε την πόλι γεμάτη από χιλιάδες επισκέπτες που παρακολουθούσαν την εορτή του Πάσχα του έτους εκείνου. Απ’ αυτούς και από τους κατοίκους της πόλεως εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν σε μια χρονική περίοδο μόλις πέντε μηνών περίπου. Αυτοί παρέλειψαν να δείξουν πίστι στη θεία προειδοποίησι που δόθηκε μέσω του Υιού του Θεού· δεν διέκριναν ‘τον καιρόν της επισκέψεώς των.’—Λουκ. 19:41-44.
14, 15. Τι απόδειξι έχομε ότι η τότε προειδοποίησις του Χριστού στους μαθητάς του έχει παγκόσμια εκπλήρωσι για την εποχή μας:
14 Σήμερα ζούμε δεκαεννέα αιώνες μετά από την κινδυνώδη εκείνη περίοδο. Εν τούτοις, η εποχή μας είναι πολύ πιο κρίσιμη. Ο απόστολος Ιωάννης, γράφοντας προς το τέλος του πρώτου αιώνος, δηλαδή δεκαετηρίδες μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, περιέγραψε τα ίδια πράγματα που είχε δώσει ο Ιησούς ως «σημείον» στους μαθητάς του στην προφητεία του για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Αλλά και η Αποκάλυψις που έλαβε ο Ιωάννης από τον Ιησού αφωρούσε πράγματα μελλοντικά, που επρόκειτο να λάβουν χώρα. (Αποκάλ. 1:1) Και αυτά που ανέγραψε ο Ιωάννης τονίζουν ότι το «σημείον» που δόθηκε από τον Ιησού θα προσελάμβανε παγκόσμια όψι, με πολέμους, λιμούς, υψηλό κόστος ζωής και επιδημίες που θα επηρέαζαν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων σε πολλά μέρη ολοκλήρου της γης. (Αποκάλ. 6:3-8) Κατόπιν αναφέρεται στη ‘μεγάλη θλίψι’ μέσα από την οποία ένας ‘πολύς όχλος,’ έθνη, φυλές και γλώσσες που θα ήσαν δούλοι του Θεού θα περνούσαν ζώντες και ασφαλείς. (Αποκάλ. 7:9-15) Και αυτή η θλίψις, επίσης, αποτελούσε μέρος αυτών που επρόκειτο να συμβούν.
15 Αυτή, λοιπόν, η «αποκάλυψις του Ιησού Χριστού,» δείχνει ότι η προφητεία του Ιησού, όπως αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 24, Μάρκον 13 και Λουκάν 21, σχετικά με τη ‘μεγάλη θλίψι’ δεν περιωρίζετο στον πρώτο αιώνα. Δείχνει ότι η θλίψις που εδοκίμασε η Ιερουσαλήμ αποτελούσε μια μικρογραφική εκπλήρωσι της προφητείας εκείνης και ότι η μεγαλύτερη εκπλήρωσίς της σε παγκόσμια κλίμακα θα κάμη τη θλίψι της Ιερουσαλήμ να φαίνεται πραγματικά μικρή σε σύγκρισι. Όσο βέβαιο είναι ότι η γενεά που ζούσε στον πρώτο αιώνα και άκουσε την προειδοποίησι του Ιησού ήταν εκείνη που έλαβε πείρα της εκπληρώσεως των λόγων του, τόσο βέβαιο είναι ότι και αυτή η γενεά—η γενεά που βλέπει τη μεγαλύτερη εκπλήρωσι του ‘σημείου’ του Ιησού το οποίο χαρακτηρίζει τις έσχατες ημέρες αυτού του συστήματος πραγμάτων—θα είναι η γενεά που θα λάβη πείρα της παγκοσμίου θλίψεως που επίκειται.—Ματθ. 24:34.
16. Αφού δεν γνωρίζομε ούτε την ώρα ούτε το έτος που θα ξεσπάση η «μεγάλη θλίψις,» μήπως πρέπει να είμεθα αδιάφοροι;
16 Τι μας απεκάλυψε λοιπόν ο Θεός σχετικά μ’ αυτό; Αυτός ασφαλώς δεν μας άφησε χωρίς καθοδήγησι. Με προφητείες, όπως είναι αυτές που μόλις εξετάσαμε, μας έκαμε να γνωρίζωμε πού βρισκόμεθα στο ρεύμα του χρόνου. Η εκπλήρωσις του προφητικού του λόγου μάς πείθει ότι ο Θεός δεν μένει αδιάφορος, ούτε βραδύνει και όπως είπε ο απόστολος Πέτρος για κείνους που ενεργούν με ασέβεια, «η καταδίκη έκπαλαι δεν μένει αργή, και η απώλεια αυτών δεν νυστάζει.» (2 Πέτρ. 2:3) Έχομε άφθονες πληροφορίες και ενδείξεις που μας βοηθούν να έχωμε πεποίθησι ότι ζούμε στον ‘έσχατο καιρό’ αυτού του παρόντος άδικου συστήματος πραγμάτων. Εν τούτοις, εκτός απ’ αυτό, υπάρχουν πράγματα που δεν τα απεκάλυψε ο Θεός. Ένα απ’ αυτά τα πράγματα είναι ο χρόνος που θα εκσπάση η ‘μεγάλη θλίψις’ που προεικονίσθηκε από τη θλίψι που επήλθε στην Ιερουσαλήμ, μια θλίψι που θα είναι παγκόσμια στην εκπλήρωσί της.
ΧΡΟΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
17. Γνωρίζομε ότι βρισκόμενα στο τέλος των έξη χιλιάδων ετών ανθρώπινης ιστορίας, αλλά τι σχέσι έχει αυτό με την ημέρα αναπαύσεως του Θεού;
17 Υπάρχουν λόγοι για τους οποίους δεν μπορούμε να το γνωρίζωμε αυτό. Κατ’ αρχήν, μολονότι οι Βιβλικές χρονολογίες τονίζουν καθαρά ότι εφθάσαμε στο σημείο της λήξεως των έξη χιλιάδων ετών από τον καιρό της δημιουργίας του πρώτου ανθρώπου Αδάμ, δεν μας λέγουν πόσο καιρό ακριβώς μετά απ’ αυτό το γεγονός έφθασε στο τέλος της η έκτη δημιουργική ημέρα και πότε άρχισε η εβδόμη δημιουργική περίοδος ή ‘ημέρα,’ της μεγάλης αναπαύσεως του Θεού. Η Γένεσις στο δεύτερο κεφάλαιο και εδάφιο τρία λέγει ότι ο Ιεχωβά ευλόγησε και αγίασε εκείνη την «ημέραν» και φαίνεται επομένως λογικό ότι η ημέρα εκείνη θα δη μέσα στα όριά της την εξάλειψι της πονηράς παλαιάς τάξεως και την εγκαθίδρυσι της θείας δικαίας νέας τάξεως μέσω της χιλιετούς βασιλείας του Υιού του Θεού. Υπάρχει, λοιπόν, λόγος να πιστεύωμε ότι αυτή η χιλιετής περίοδος θ’ αποτελέση το τελικό μέρος εκείνης της μεγάλης ημέρας αναπαύσεως και θ’ αποκαταστήση τη γη και τους κατοίκους της σε τέλεια κατάστασι. Έτσι, θα μπορή ο Θεός να πη σχετικά με την έβδομη εκείνη ημέρα και τα αποτελέσματά της—όπως είπε και για τις άλλες δημιουργικές ημέρες—ότι ‘ήταν καλή λίαν.’—Γέν. 1:4, 10, 12, 18, 21, 25, 31.
18, 19. (α) Τι έλαβε χώρα μετά τη δημιουργία του Αδάμ και πριν αρχίση η ημέρα της αναπαύσεως του Θεού; (β) Πώς ο Αδάμ όταν δημιουργήθηκε διέφερε κατά πολύ από ένα νεογέννητο βρέφος;
18 Αλλά αυτή η μεγάλη ημέρα αναπαύσεως δεν άρχισε αμέσως μετά τη δημιουργία του Αδάμ. Και άλλα γεγονότα έλαβαν χώρα μετά τη δημιουργία του Αδάμ, αλλά πριν από το τέλος της έκτης δημιουργικής ημέρας. Ένα απ’ αυτά είναι μεγάλης σπουδαιότητος για όλους μας. Είναι η δημιουργία της πρώτης γυναίκας, της Εύας. Χωρίς εκείνη κανείς από μας δεν θα ζούσε σήμερα, διότι, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος στην επιστολή 1 Κορινθίους 11:12, «καθώς η γυνή είναι εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ είναι δια της γυναικός,» όλοι μας έχομε ανάγκη μιας ανθρωπίνης μητρός για να γεννηθούμε.
19 Πόσος χρόνος πέρασε μεταξύ της δημιουργίας του ανδρός και της δημιουργίας της γυναίκας; Η Βίβλος δεν το αποκαλύπτει αυτό. Μπορούσε να είναι ένα σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα. Ο Αδάμ δημιουργήθηκε—όχι ως βρέφος ή ως έφηβος—αλλά ως πλήρως ανεπτυγμένος και ώριμος άνδρας, σωματικώς και διανοητικώς. Δεν χρειάσθηκε να πηγαίνη έρποντας στην αρχή για να μάθη να βαδίζη, ούτε εψέλλιζε ήχους για να μάθη να μιλά. Δημιουργήθηκε μ’ αυτές τις ικανότητες και μπορούσε να επικοινωνή με τον ουράνιο Δημιουργό του και να επιδίδεται στην καλλιέργεια και τη φροντίδα της παραδεισιακής κατοικίας του. Μπορούσε να καταλαβαίνη τις θείες οδηγίες καθώς και την εντολή που απηγόρευε τη βρώσι από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. (Γέν. 2:15-17) Αφού είχε λοιπόν αυτές τις ικανότητες, ήταν σε θέσι να λάβη μια σύζυγο οποτεδήποτε.
20. Από ποιες απόψεις, εν τούτοις, θα μπορούσε ο Αδάμ στη δημιουργία του να παραβληθή μ’ ένα νεογέννητο βρέφος;
20 Αυτό είναι αλήθεια, αλλ’ εν τούτοις ο Αδάμ από μερικές απόψεις ήταν σαν ένα νεογέννητο βρέφος όταν δημιουργήθηκε. Γιατί; Διότι αν και ήταν πλήρως ενήλικος, η ημέρα στην οποία δημιουργήθηκε ήταν ακόμη η πρώτη μέρα της ζωής του. Οτιδήποτε έβλεπε—κάθε δένδρο, άνθος, φυτό, κάθε ρυάκι, λίμνη, ποταμό, κάθε πλάσμα απ’ όλα τα πτηνά, τα ζώα και τα ψάρια—το έβλεπε για πρώτη φορά. Το ίδιο συνέβαινε και για οτιδήποτε έκανε. Όταν περπάτησε, σκεφθήτε, αυτό ήταν το πρώτο βήμα της ζωής του· το ίδιο συνέβαινε και με την πείρα τρεξίματος, της αναρριχήσεως, της αφής, της οσφρήσεως, της γεύσεως, της βρώσεως—όλα αυτά ήσαν νέες εμπειρίες γι’ αυτόν. Τι μεγάλη περιέργεια θα αισθάνθηκε καθώς εξέταζε το μαγευτικό έργο των χειρών του Ιεχωβά Θεού και γνωριζόταν με την παραδεισιακή κατοικία του! Πόσος καιρός του παραχωρήθηκε για να ικανοποιήση εκείνη την περιέργειά του προτού αναλάβη την πρόσθετη ευθύνη ως κεφαλή οικογενείας;
21, 22. Ποιοι παράγοντες καθιστούν δυνατή την διαμονή του Αδάμ στην Εδέμ αρκετό καιρό πριν δημιουργηθή η Εύα;
21 Η Εδεμική εκείνη κατοικία δεν φαίνεται να ήταν μια μικρή έκτασις της γης. Περιείχε όλες τις ποικιλίες των δένδρων μέσα στα όριά της, σύμφωνα με το βιβλίον της Γενέσεως, κεφάλαιο δεύτερον. Και «ποταμός εξήρχετο εκ της Εδέμ δια να ποτίζη τον παράδεισον,» δηλαδή, ένας ποταμός αρκετά μεγάλος ώστε να διαχωρίζεται και να σχηματίζη τον άνω ρουν τεσσάρων μεγάλων ποταμών, μερικοί από τους οποίους ρέουν και σήμερα ακόμη. (Γεν. 2:8-10) Εχρειάζετο χρόνος για να τα εξερευνήση όλ’ αυτά ο Αδάμ και να γνωρίση την έκτασι του χώρου που του είχε ανατεθή για να τον επιμελήται και να τον καλλιεργή.
22 «Αλλά,» θα μπορούσε να ρωτήση κανείς, «δεν θα ήταν ευχάριστο να συμμερίζεται όλες αυτές τις πείρες από την αρχή μ’ ένα ανθρώπινο σύντροφο, με μια σύζυγο και να μαθαίνη έτσι μαζί μ’ αυτήν;» Αυτό θα μπορούσε να γίνη, αλλ’ ωστόσο μήπως ήταν πιο κατάλληλο ν’ αποκτήση πρώτος ο άνδρας αυτή τη σημαντική γνώσι και πείρα; Κατόπιν, όταν θα συναντούσε τη σύντροφό του, θα ήταν σε θέσι ν’ απαντήση στα ερωτήματά της και να της εξηγήση τα πράγματα, αυξάνοντας έτσι τον σεβασμό της προς αυτόν ως την κεφαλή της που ήταν καλώς πληροφορημένη. (Εφεσ. 5:22, 23) Η άμεση προειδοποίησις του Θεού στον Αδάμ σχετικά με τις συνέπειες που θα υφίστατο αν παρήκουε και έτρωγε από το απαγορευμένο δένδρο, έθετε τον Αδάμ σε θέσι προφήτου του Θεού απέναντι της συντρόφου την οποίαν ο Θεός αργότερα θα δημιουργούσε για τον άνδρα.—Γέν. 2:16, 17.
23, 24. Ως προς τον χρόνο, τι δείχνει η ονομασία των ζώων εκ μέρους του Αδάμ;
23 Η μόνη πληροφορία που μας παρέχει πραγματικά η Βίβλος είναι ότι ο Θεός, προτού δημιουργήση την Εύα, άρχισε να φέρνη προς τον άνδρα όλα τα δημιουργήματα που είχε κάμει και «έδωκεν ο Αδάμ ονόματα εις πάντα τα κτήνη και εις τα πτηνά του ουρανού και εις πάντα τα ζώα του αγρού· εις δε τον Αδάμ δεν ευρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν.» (Γέν. 2:18-20) Χρειάσθηκαν λίγες μόνο λέξεις για να περιγραφή αυτό· αλλά πόσο καιρό διήρκεσε πραγματικά;
24 Η συνοπτικότης της αφηγήσεως της Γενέσεως ασφαλώς δεν πρέπει να μας κάνη να σκεφθούμε ότι ο Θεός απλώς συνεκέντρωσε όλα τα ζώα και τα πτηνά σε μια μεγάλη ομάδα και κατόπιν τα έκαμε να παρελάσουν ενώπιον του Αδάμ, ο οποίος αμέσως έδινε ονόματα σ’ αυτά ένα προς ένα. Είναι αλήθεια ότι αυτός θα μπορούσε ν’ ασχοληθή μόνο με τη βασική οικογένεια του κάθε είδους αντί ν’ ασχοληθή με όλες τις ποικιλίες των πλασμάτων που είχαν αναπτυχθή απ’ εκείνες τις συνομοταξίες. Αλλ’ ακόμη κι αν συνέβαινε αυτό, δεν μπορούμε ν’ αποκλείσωμε την πιθανότητα ότι με το να κάμη ο Θεός να φερθούν αυτά τα δημιουργήματα μπροστά στον Αδάμ μπορεί να εσήμαινε ότι αυτά πέρασαν αρκετά κοντά του και επέτρεψαν στον Αδάμ να τα μελετήση λίγο, να παρατηρήση τις χαρακτηριστικές των συνήθειες και τη διάπλασί των και κατόπιν να εκλέξη ένα όνομα που θα ήταν ιδιαίτερα κατάλληλο για το καθένα. Αυτό θα εσήμαινε την πάροδο αρκετού χρονικού διαστήματος. Και μπορούμε να παρατηρήσωμε ότι, όταν ο Αδάμ τελικά είδε τη σύζυγό του, που μόλις είχε δημιουργηθή, τα πρώτα του λόγια ήσαν: «Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου.» (Γέν. 2:23) Και αυτό επίσης δείχνει ότι θα είχε αναμείνει επί ένα χρονικό διάστημα ώσπου να λάβη αυτό το ευχάριστο ανθρώπινο συμπλήρωμά του.
25. Σε ποιο συμπέρασμα μπορούμε να φθάσωμε ως προς τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της αρχής της ιστορίας τον ανθρώπου και της δημιουργίας της Εύας, σε συσχετισμό με την ημέρα αναπαύσεως του Θεού;
25 Τι σημαίνει λοιπόν, αυτό; Απλώς το εξής: Ότι αυτοί οι παράγοντες και οι πιθανότητες τις οποίες επιτρέπουν, μας εμποδίζουν να πούμε με κάποια θετικότητα πόσος χρόνος πέρασε μεταξύ της δημιουργίας του Αδάμ και της δημιουργίας της πρώτης γυναικός. Δεν γνωρίζομε αν ήταν ένα σύντομο χρονικό διάστημα, λόγου χάριν, ένας μήνας ή μήνες, ένα έτος ή και περισσότερο. Αλλά όσος χρόνος κι αν πέρασε έπρεπε να προστεθή στον χρόνο που πέρασε αφότου δημιουργήθηκε ο Αδάμ για να γνωρίζωμε πόσο έχομε προχωρήσει μέσα στην εβδόμη «ημέρα,» του Θεού, τη μεγάλη ημέρα της αναπαύσεώς του. Έτσι το ότι έχομε προχωρήσει στον χρόνο κατά έξη χιλιάδες χρόνια από την αρχή της ανθρωπίνης υπάρξεως, είναι τελείως διαφορετικό από το ότι έχομε προχωρήσει έξη χιλιάδες χρόνια μέσα στην εβδόμη δημιουργική ημέρα του Θεού. Δεν γνωρίζομε ακριβώς πόσον καιρό έχομε προχωρήσει στο ρεύμα του χρόνου ως προς αυτό.
26, 27. Εν όψει των όσων εξετάσαμε, μήπως δεν μας ενδιαφέρει η χρονολογία;
26 Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η χρονολογία δεν μας ενδιαφέρει. Φυσικό είναι να ενδιαφερώμεθα, αφού ο Θεός έκρινε κατάλληλο να την καταστήση αναπόσπαστο μέρος του θεοπνεύστου Λόγου του. Ο απόστολος Πέτρος λέγει για τους αρχαίους προφήτας ότι «εξεζήτησαν και εξηρεύνησαν . . . ερευνώντες εις τίνα ή ποίον καιρόν εφανέρωνε το εν αυτοίς πνεύμα του Χριστού, ότε προεμαρτύρει τα πάθη του Χριστού και τας μετά ταύτα δόξας.»—1 Πέτρ. 1:10, 11.
27 Εμείς σήμερα ορθώς ενδιαφερόμενα να γνωρίζομε σε ποια «εποχή» είμεθα τώρα και ο Θεός μάς παρέχει αυτή την απαιτούμενη πληροφορία. Οι αρχαίοι προφήται του Θεού είχαν απόλυτη πίστι στη βεβαιότητα της εκπληρώσεως όλων αυτών που είχε πει ο Θεός. Μολονότι δεν γνωρίζομε ωρισμένες λεπτομέρειες ή χρονικούς παράγοντας, εμείς μπορούμε να έχωμε και πρέπει να έχομε την ίδια στερεή πίστι στο αναλλοίωτο του θείου σκοπού. Ο Υιός του Θεού μάς παρέσχε σοβαρό λόγο για να είμεθα άγρυπνοι στην εξέλιξι αυτού του σκοπού, όπως δείχνει το επόμενο άρθρο.
[Εικόνες στη σελίδα 625]
ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΕΚΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΤΟΝ ΩΡΙΣΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟ
Ο Μεσσίας εμφανίσθηκε στον ακριβή χρόνο που προελέχθη
Ο Ιεχωβά ελευθέρωσε τους Ισραηλίτας από τη Βαβυλώνα για ν’ αποκαταστήσουν τη γη του Ιούδα μετά από εβδομήντα χρόνια
Μετά από 400 χρόνια καταθλίψεως οι Ισραηλίται ελευθερώθηκαν από την Αίγυπτο στον χρόνο που είχε προλεχθή