Μια Δημοσιογράφος Απόφοιτος Κολλεγίου Βρίσκει τα Καλύτερα Νέα
Αφήγησις υπό Βόρα Ι. Χάνναν
ΤΟ 1975, λόγω της γενναιοδωρίας της χήρας του αδελφού μου, επέστρεφα στο Κολλέγιο Γουέλλσλυ στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη συνάντησι που είχαμε στην πεντηκοστή επέτειο της αποφοιτήσεώς μας. Η φυσική ομορφιά της περιοχής κοντά στη Βοστώνη, της Μασαχουσέττης, έχει αλλάξει πολύ λίγο, αλλά δεν μπορεί να λεχθή το ίδιο και για μας, τις δεκάδες πρώην συμμαθήτριες—τα πενήντα χρόνια παίρνουν τον φόρο τους.
‘Τι έκανες στη διάρκεια των περασμένων πενήντα ετών; Πώς χρησιμοποίησες τη ζωή σου;’ Ήμαστε περίεργες να δούμε τι θα απαντούσε σ’ αυτά τα ερωτήματα η κάθε μια. Και ήταν ενδιαφέρον ν’ ακούη κανείς τη ζωή που είχαν κάνει οι διάφορες από μας.
Εγώ δεν είχα αποκτήσει υλικά πλούτη, όπως μερικές. Ούτε είχα να παρουσιάσω μια διακεκριμένη θέσι ή κοσμική φήμη για τα πενήντα αυτά χρόνια. Αλλ’ αφού άκουσα τις άλλες, πιστεύω ότι εγώ έζησα μια πιο συναρπαστική και, πράγματι, πιο ευτυχισμένη επωφελή ζωή, από οποιαδήποτε άλλη. Και αυτό δεν ωφείλετο στα έτη που δαπάνησα ως δημοσιογράφος. Αλλ’ αφήστε με να σας εξηγήσω.
ΕΝΑ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΑΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Η δίψα μου για γνώσι άρχισε όταν ήμουν μόνον οκτώ ετών. Έκρυβα βιβλία στο κρεββάτι μου για να τα διαβάζω την ώρα που υποτίθετο ότι έπρεπε να κοιμάμαι. Επίσης, στην ίδια ηλικία, άρχισα να παίζω βιολί. Οι γονείς μου με ενεθάρρυναν. Ο πατέρας μού έδωσε την έξη ποδών σειρά των Κλασσικών του Χάρβαρντ για το υπνοδωμάτιό μου. Την κατεβρόχθισα, καθώς επίσης και δεκάδες τόμους από τη δημόσια βιβλιοθήκη.
Και οι δύο γονείς μου ήσαν πολύ θρησκευόμενοι. Αφού παρακολουθούσαμε την Κογκρεγκασιοναλιστική Εκκλησία την Κυριακή το πρωί, δεν έπρεπε να πηγαίνωμε περίπατο με το οικογενειακό αυτοκίνητο, ούτε να διαβάζωμε τα Κυριακάτικα ‘Κόμικς’. Κάθε είδους ευχαρίστησις εφυλάσσετο για τις άλλες ημέρες της εβδομάδος.
Με τον καιρό, η μητέρα απογοητεύθηκε από τη θρησκεία του πατέρα και επέστρεψε στη θρησκεία που ακολουθούσε όταν ήταν μικρή, στην Επισκοπελιανή εκκλησία. Κι εγώ την ακολούθησα. Τελικά, η μητέρα άρχισε να διαβάζη τους τόμους των Γραφικών Μελετών και πείσθηκε ότι ζούμε στις τελευταίες ημέρες που είχαν προλεχθή στη Βιβλική προφητεία.—Ματθ. 24· Λουκ. 21· 2 Τιμ. 3:1-5.
Αυτή τη φορά δεν ακολούθησα τη μητέρα μου. Μολονότι διάβαζα οτιδήποτε άλλο, δεν μπορούσα να πεισθώ να διαβάσω τα βιβλία της. Η αντίδρασίς μου ήταν: «Αν ο κόσμος πρόκειται να τελειώση, τότε θέλω ν’ απολαύσω τη ζωή.» Αλλ’ ο πατέρας επέμενε να πάω στο κολλέγιο· έτσι σε ηλικία δεκαεπτά ετών έφυγα για το Γουέλλσλυ.
Εκείνο τον καιρό απαιτείτο να παρακολουθούν όλοι οι πρωτοετείς φοιτηταί μια σειρά μαθημάτων της Βιβλικής ιστορίας. Εξεπλάγην όταν έμαθα ότι το όνομα του Θεού είναι Γιαχβέ στα Εβραϊκά. Αλλά μετά από λίγο καιρό κλονίσθηκα ως προς αυτά που είχα διδαχθή. Μας είπαν ότι τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γενέσεως εγράφησαν από τρεις διαφορετικούς άνδρες και ότι αυτά τα συγγράμματα ήσαν αναξιόπιστα. Αυτό έπληξε κατ’ ευθείαν τη βάσι της πίστεως μου στη Βίβλο ως τον Λόγο του Θεού και έγραφα στη μητέρα τη στενοχώρια μου.
Στη διάρκεια των πρώτων μου διακοπών συναντήθηκα με τον λειτουργό της Κογκρεγκασιοναλιστικής εκκλησίας. «Κοίταξε, Βόρα,» μου εξήγησε μαλακά, «δεν πρέπει να παίρνης την Αγία Γραφή τόσο σοβαρά. Ξέρεις ότι εγράφη από πολλούς διαφορετικούς άνδρες και ο καθένας έγραψε βλέποντας τα πράγματα από τη δική του πλευρά.» Αυτή η άποψις για τον Λόγο του Θεού ήταν αρκετή για να με κάνη να εγκαταλείψω κάθε ωργανωμένη θρησκεία. Όταν επέστρεψα στο κολλέγιο, έκανα θρησκεία μου την απόκτησι γνώσεως.
ΜΙΑ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ
Όταν απεφοίτησα από το κολλέγιο σκέφθηκα να γίνω καθηγήτρια γυμνασίου. Εν τούτοις, στη διάρκεια του πρώτου μου έτους ως καθηγήτριας, ενδιαφερόμουν περισσότερο να εκπαιδεύσω την ορχήστρα του σχολείου παρά να διδάσκω Λατινικά. Έτσι, έχασα τη θέσι μου. Όταν επέστρεψα στο σπίτι, αφωσιώθηκα στη μουσική, και έπαιζα βιολί πέντε ως έξη ώρες την ημέρα.
Όσον αφορά τα Γραφικά έντυπα της μητέρας μου, ήμουν πολύ πείσμων. Διάβαζα μόνο την Αγία Γραφή. Είχα ‘καεί’ μια φορά στο Γουέλλσλυ και δεν ήθελα ν’ απογοητευθώ πάλι.
Το 1930 έγινα δημοσιογράφος για το καλοκαίρι, όπως νόμιζα. Εν τούτοις, διεπίστωσα ότι αυτή η εργασία ήταν πολύ συναρπαστική κι έτσι συνέχισα. Σύντομα έγινα ανταποκριτής τριών εφημερίδων και επίσης του Ηνωμένου Τύπου. Ήταν μια συναρπαστική εργασία, η πιο συναρπαστική στον κόσμο, όπως νόμιζα. Επίσης, έπαιζα και δίδασκα βιολί. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και στη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσεως, ήμουν σε πολύ καλή οικονομική κατάστασι.
Εν τούτοις, από τις ποικίλες εμπειρίες μου στη δημοσιογραφία, άρχισα ν’ αντιλαμβάνωμαι ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στον κόσμο. Όλα ήσαν ψεύτικα. Καθόμουν δίπλα στον χρονομετρητή στους αγώνες πάλης και εκείνος μου έλεγε το αποτέλεσμα κάθε αγώνος πριν ακόμη αρχίση ο αγώνας. Κάθε αθλητικό γεγονός που είχε θεατάς, ήταν προκαθορισμένο.
Παρόμοια υποκρισία υπήρχε και στις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές συνάξεις. Καθώς άκουγα τους φαινομενικά ατέλειωτους λόγους, συνελάμβανα κάποια απρόσεκτη παρατήρησι που εξέθετε την αδυναμία ή τα σφάλματα του συστήματος. Κατόπιν έγραφα ένα άρθρο έχοντας ως κεντρική ιδέα αυτή την παρατήρησι. Ήθελα να τονίσω πόσο εσφαλμένο είναι να ελπίζη κανείς ότι κάποιος θα προσπαθούσε να διορθώση την κατάστασι. Στους ανθρώπους αρέσει να διαβάζουν τέτοια πράγματα, αλλά δεν ενδιαφέρονται καθόλου να τ’ αλλάξουν. Όλοι αγαπούν τα σκάνδαλα, όπως φαίνεται, αλλά όχι τις μεταρρυθμίσεις.
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Συνέχισα να διαβάζω την Αγία Γραφή και με τον καιρό πείσθηκα ότι οι πεποιθήσεις της μητέρας μου ήσαν Γραφικώς ορθές. Εν τούτοις, αρνιόμουν ακόμη να διαβάσω οτιδήποτε άλλο, εκτός από την Αγία Γραφή. Μια μέρα, τον Απρίλιο του 1933, πήγα με το αυτοκίνητο τη μητέρα σε μια ομιλία βαπτίσματος στη Βοστώνη, όπως μου είχε ζητήσει. Καθώς καθόμουν στο μπαλκόνι, σκέφθηκα: «Μα πάντοτε ήθελα να κάνω το θέλημα του Ιεχωβά.» Κάτι φαινόταν να μ’ έσπρωχνε, σχεδόν με ώθησε, να κατεβώ τα σκαλιά και να παρουσιασθώ για το βάπτισμα. Η μητέρα έμεινε κατάπληκτη, αλλά φυσικά, ήταν πολύ χαρούμενη.
Με τον καιρό αντιλήφθηκα ότι οι εκδόσεις που προμηθεύουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βοηθούν στην απόκτησι Βιβλικής γνώσεως κι έτσι ξέχασα την ανόητη προκατάληψί μου. Τότε, με κατέλαβε πάλι η δίψα μου για διάβασμα και κατεβρόχθιζα όλα τα βιβλία και περιοδικά μόλις έφθαναν.
Ήταν δύσκολο να είμαι η μοναδική Μάρτυς στο Νιούμπερυπορτ και συγχρόνως να εργάζωμαι ως γνωστή δημοσιογράφος. Κάποιοι Ιρλανδοί Καθολικοί αξιωματούχοι της αστυνομίας αρνήθηκαν να συνεργασθούν μαζί μου σε αστυνομικές ιστορίες. Εχλεύαζαν μάλιστα τον Ιεχωβά όταν πήγαινα στο αστυνομικό τμήμα.
Κατόπιν, ένας ειδικός αντιπρόσωπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ο Ρόμπερτ Χάνναν, διωρίσθηκε να κηρύττη στο Χάβερχιλ, όπου ευρίσκετο η πλησιέστερη εκκλησία. Σύντομα μετ’ απ’ αυτό νυμφευθήκαμε και συμμετείχα μαζί του στο έργο του κηρύγματος. Σιγά—σιγά προσπαθούσε να με πείση να εγκαταλείψω τη δημοσιογραφία και να γίνω κι εγώ ολοχρόνια κήρυξ της Βιβλικής αληθείας. Αλλ’ εγώ πίστευα ότι έπρεπε να συνεχίσω να εργάζωμαι για τη συντήρησί μας.
Η μεγάλη εθνική συνέλευσις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που έγινε στο Σαίντ Λούις, του Μισούρι, ώξυνε την κατάστασι. Είπα στον εκδότη μου ότι θα ήθελα λίγες μέρες άδεια για να παρακολουθήσω τη συνέλευσι. Εκείνος σχολίασε ότι το να είναι κανείς Μάρτυς και δημοσιογράφος δεν συνδυάζονται. Συμφώνησα. Πίστευε ότι θα εγκατέλειπα τη θρησκεία μου. Αντιθέτως, εγκατέλειψα τη δημοσιογραφία και, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1941, έγινα σκαπανεύς, μόλις που πρόλαβα, διότι αλλιώς θ’ αναγκαζόμουν να γίνω πολεμικός ανταποκριτής.
Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο σύζυγός μου κι εγώ αρχίσαμε έργο ειδικού σκαπανέως στο Γουώλπολ, της Μασαχουσέττης. Τώρα μπορούσα πραγματικά να κάνω κάτι για να βελτιώσω τη ζωή των ανθρώπων τους οποίους συναντούσα. Όχι μόνο μπορούσα να επιστήσω την προσοχή τους στις αδικίες, πράγμα που είχα κάνει και στις εφημερίδες, αλλά τώρα μπορούσα να τους δείξω τα καλύτερα νέα—πώς ο Ιεχωβά Θεός επρόκειτο να επιλύση όλες τις δυσκολίες μέσω της δικαίας Βασιλικής του κυβερνήσεως.
Κατόπιν, το 1943, ακούσαμε ότι είχε αρχίσει να λειτουργή η Σχολή Γαλαάδ για ιεραποστόλους. Πόσο ήθελα να πάω! Λάβαμε μια πρόσκλησι να παρακολουθήσουμε την πέμπτη τάξι που άρχιζε τον Φεβρουάριο του 1945. Ο ιεραποστολικός μας διορισμός ήταν στη Χιλή, όπου φθάσαμε στο Σαντιάγο στο τέλος του 1946. Μετά από ταξίδι μιας ολόκληρης ημέρας με το τραίνο προς νότον, φθάσαμε στην Κονσεψιόν, την τρίτη σε μέγεθος πόλι της Χιλής. Εδώ εγκατασταθήκαμε, μαζί με τους τέσσερις άλλους που μας συνώδευαν.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΒΟΗΘΕΙ
Τον πρώτο καιρό η ζωή ήταν πάρα πολύ δύσκολη για μένα. Τον δεύτερο μήνα με τσίμπησε μία μύγα που ήταν φορεύς άνθρακος, μιας ασθενείας που φονεύει τα άλογα, και έτσι επί ένα μήνα ήμουν υποχρεωμένη να υποστώ θεραπεία με θείο. Τον επόμενο μήνα, στην εξασθενημένη μου κατάστασι, με έπιασε τυφοειδής πυρετός και πέρασα τους επόμενους δύο μήνες στο νοσοκομείο με υψηλό πυρετό. Κατ’ αρχήν, έχασα την ακοή μου, μετά τα μαλλιά μου· είχα γίνει ένας σάκκος από δέρμα και κόκκαλα.
Αφού πέρασα δύο μήνες στο κρεββάτι, έπρεπε τώρα να σκεφθώ πώς θα άρχιζα πάλι το έργο κηρύγματος. Με την απώλεια της ακοής μου, και επειδή δεν μπορούσα να εκφρασθώ σε μια νέα γλώσσα, αυτό φαινόταν απελπιστικό. Αλλά θυμήθηκα ότι, ως δημοσιογράφος, πάντοτε έπρεπε να υπερνικώ εμπόδια για να φθάνω στην ιστορία μου. Τώρα, έπρεπε να βρω κάποιον τρόπο να υπερνικήσω αυτές τις δυσκολίες.
Κατ’ αρχήν, η μητέρα μού έστειλε μία περούκα, για να καλύψω το γυμνό μου κεφάλι έως ότου μάκραιναν πάλι τα μαλλιά μου. Έτσι ελύθη το πρόβλημα της εμφανίσεως. Αλλά πώς θα τα κατάφερνα με την έλλειψι ακοής; Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Οι περισσότεροι κάτοικοι της Χιλής ήσαν εκείνο τον καιρό κατ’ εξοχήν Καθολικοί. Χρησιμοποιούσα μία μικρή, λεπτή Καθολική Νέα Διαθήκη που χωρούσε θαυμάσια στην τσάντα που έβαζα τα βιβλία, και χρησιμοποιούσα μερικά κατάλληλα εδάφια. Ένας δημοσιογράφος κάνει ερωτήσεις. Ποτέ δεν δίνει ομιλίες. Έτσι, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω αυτή τη μέθοδο.
Χρησιμοποιώντας λέξεις που έπαιρνα από ένα Γραφικό εδάφιο, σχημάτιζα κατάλληλες ερωτήσεις. Μολονότι δεν άκουγα την απάντησι του οικοδεσπότου, είχα πάντοτε κάτι ενδιαφέρον από την Αγία Γραφή να τους δείξω που εσχετίζετο με τα πρόσφατα νέα που εδιάβαζαν στις εφημερίδες. Με το να συνδέω την Αγία Γραφή με τα ειδησεογραφικά νέα, η Γραφή φαινόταν σ’ αυτούς ένα ζωντανό βιβλίο. Αν δεν καταλάβαινα την έννοια των ερωτημάτων τους, και ως αποτέλεσμα, τους έδειχνα ένα Γραφικό εδάφιο σχετικά με κάποιο άλλο θέμα, με συγχωρούσαν επειδή ήμουν μια γκρινγκίτα, μια Αμερικανίδα.
ΝΕΑ ΠΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ ΖΩΕΣ
Καθώς περνούσε ο καιρός, η ακοή μου βελτιώθηκε ελαφρά, και μπορούσα να διεξάγω αρκετές Γραφικές μελέτες. Μια από τις πρώτες μελέτες ήταν μ’ έναν άνδρα του οποίου η σύζυγος τον είχε εγκαταλείψει για να παντρευθή κάποιον άλλον, αλλά δεν είχε μπη στο κόπο να διαλύση τον αρχικό γάμο της. Αυτός ο άνδρας, επειδή δεν ήθελε να εκθέση τη σύζυγό του αποδίδοντάς της την κατηγορία της διγαμίας, κι επειδή τώρα επιθυμούσε να είναι ηθικώς καθαρός για να υπηρετή τον Ιεχωβά, έπεισε τελικά τη σύζυγό του ν’ ανακινήση τις νομικές διαδικασίες του διαζυγίου.
Έτσι, αυτός ο άνδρας ήταν νομικώς, καθώς επίσης και Γραφικώς, ελεύθερος να νυμφευθή τη γυναίκα με την οποία ζούσε. Αυτός, η νέα του σύζυγος και τα τρία παιδιά τους, όλοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Ιεχωβά. Τελικά, δύο από τα παιδιά τους υπηρέτησαν επί ένα διάστημα ως ειδικοί σκαπανείς και ο άνδρας έγινε προεδρεύων επίσκοπος.
Έτσι, το ιεραποστολικό έργο μετεμόρφωνε ζωές. Έμενα κατάπληκτη καθώς παρακολουθούσα το πνεύμα του Ιεχωβά να επηρεάζη εκείνους τους οποίους δίδασκα. Μέχρι το 1950 ήσαν τόσοι πολλοί εκείνοι που ήθελαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά, ώστε έπρεπε να διεξάγωμε μία σειρά βαπτισμάτων στην ωραία λίμνη του Σαν Πέδρο στην άλλη πλευρά του ποταμού από την Κονσεψιόν.
Μολονότι ο σύζυγός μου κι εγώ μέναμε στην Κονσεψιόν, καλύπταμε την επαρχία, μεταφέροντας τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού στις απομακρυσμένες περιοχές. Ταξιδεύοντας με το τραίνο, στην τρίτη θέσι, ανάμεσα σε καλάθια από ψάρια, καβούρια και φρεσκοψημένο ψωμί, επισκεπτόμεθα τις πόλεις όπου ευρίσκοντο τα ορυχεία, τα ψαράδικα χωρία και τους οικισμούς όπου ανθούσε η υφαντουργική. Το κήρυγμά μας έθεσε το θεμέλιο για τις πολλές εκκλησίες που σχηματίσθηκαν αργότερα.
Στη διάρκεια των ετών, πολλοί ιεραπόστολοι υπηρέτησαν στην Κονσεψιόν για λίγο και έπειτα έφυγαν. Αλλ’ ο σύζυγός μου κι εγώ μείναμε σταθεροί, και μετακινούμεθα μόνο από το ένα μέρος του τομέως στο άλλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας αποκαλούν λος πάδρες (γονείς) όλες οι εκκλησίες. Η συνεχής μας παρουσία εφαίνετο ότι έδινε κάποια ορατή σταθερότητα.
Με το σχηματισμό των νέων εκκλησιών, ο τομεύς για μένα και τον σύζυγό μου περιωρίσθηκε πολύ. Μολονότι ζούσαμε στην Κονσεψιόν, άρχισα να κάνω έργο κατά μήκος του ποταμού στο Σαν Πέδρο. Εκεί, στα προάστια, συνήντησα μία γυναίκα η οποία ζούσε με τα έξη παιδιά της σε μια στοά αερισμού ορυχείου. Ο σύζυγός της, που ήταν αλκοολικός, την είχε εγκαταλείψει και είχε φύγει πριν από χρόνια για το Σαντιάγο όπου ζούσε με μια άλλη γυναίκα.
Μια μέρα αυτή η γυναίκα έλαβε μια επιστολή από τον σύζυγό της. Προσεφέρθη να της δώση χρήματα για να συντηρή τα παιδιά αν ερχόταν στο Σαντιάγο. Η γυναίκα αυτή και τα παιδιά της τελικά πήγαν σ’ αυτόν και άρχισε κι εκείνος να συνοδεύη τη σύζυγό του στις Χριστιανικές συναθροίσεις. Όταν, μετά από μεγάλο αγώνα, κατάφερε τελικά να νικήση τον εθισμό του στο ποτό, τα καλά νέα από τον Λόγο του Θεού είχαν επιτελέσει ακόμα μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωσι. Μια χωρισμένη, δυστυχισμένη οικογένεια ενώθηκε χαρούμενα στην αληθινή λατρεία.
Το να μπορώ να μεταδίδω νέα που έχουν τόση μεγάλη επίδρασι στη ζωή των ανθρώπων, υπήρξε πολύ πιο ανταποδοτικό για μένα παρ’ ό,τι το να υπηρετώ ως δημοσιογράφος.
Στη διάρκεια των ετών έχω δει αλλαγές στη ζωή κατά γράμμα εκατοντάδων ατόμων, τους οποίους προσωπικά βοήθησα να μάθουν τα καλά νέα. Και ποια είναι αυτά τα καλά νέα; Ότι ο Θεός ενδιαφέρεται και ότι η Βασιλική του κυβέρνησις θα εξαλείψη σύντομα όλες τις αιτίες που προκαλούν τα ανθρώπινα παθήματα.
Δεν έχω να δείξω χρήματα ούτε κοσμικό γόητρο για τα πενήντα και πλέον έτη από τον καιρό της αποφοιτήσεώς μου, όπως αρκετές από τις πρώην συμμαθήτριες μου, αλλ’ έχω κάτι που είναι πολύ πιο πολύτιμο—την ικανοποίησι ότι έχω βοηθήσει πολλά άτομα να γίνουν δραστήριοι δούλοι του Ιεχωβά Θεού.
[Εικόνα της Βόρα Σ. Χάνναν στη σελίδα 552]