Η Ευλογία του Ιεχωβά μ’ Έχει Πλουτίσει
Όπως το αφηγήθηκε η Έλσι Μάινμπεργκ
‘Η ΕΥΛΟΓΙΑ του Ιεχωβά πλουτίζει, και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν’. (Παροιμίαι 10:22) Εγώ προσωπικά έχω νιώσει πόσο αληθεύουν τα λόγια αυτής της Βιβλικής παροιμίας. Επιτρέψτε μου να σας πω το γιατί.
Όταν ήμουν μόλις έξι χρονών, άκουγα τις συζητήσεις που έκανε η μητέρα μου με κάποιον που μας επισκεπτόταν και της δίδασκε την Αγία Γραφή, και παρατηρούσα πόσο ενθουσιασμένη ήταν από αυτά που μάθαινε. Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, κατέβηκα κάτω για να πάρω ένα ποτήρι νερό και βρήκα τη μητέρα να διαβάζει δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του φούρνου. Αντί να με μαλώσει, όπως περίμενα, με αγκάλιασε και μου εξήγησε ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά. Η θέρμη που υπήρχε στη φωνή της μου έλεγε πως αυτά που είχε μάθει ήταν πολύ σημαντικά γι’ αυτήν.
Μετά από μερικές ακόμη συζητήσεις με το άτομο που της δίδασκε την Αγία Γραφή, η μητέρα άρχισε να πηγαίνει με τα πόδια στους γείτονες για να τους μεταδώσει τα καλά νέα που είχε μάθει. Ωστόσο, δεν την δέχονταν πάντα με καλό τρόπο. Ζούσαμε σε αγροτική περιοχή κοντά στο Μπίτι του Σασκάτσιουαν στον Καναδά, και οι γείτονές μας ήταν κυρίως συγγενείς μας, αφοσιωμένοι Λουθηρανοί ή Ευαγγελικοί. Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα συνέχιζε να τους επισκέπτεται.
Εγώ συνήθιζα να κοιτάζω μέσα από τα θαμπά από το κρύο παράθυρα, καθώς η μητέρα αγωνιζόταν να βγάλει τα άλογα από τον αχυρώνα, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν συνηθισμένη να τα ζεύει. Άλλες φορές, πήγαινε στις συναθροίσεις ή στην υπηρεσία αγρού παρά τα παράπονα του πατέρα. Αυτός δεν συμφωνούσε με την καινούρια πίστη της μητέρας, αλλά εκείνη ήταν αποφασισμένη. Αυτή επέστρεφε πάντα γεμάτη από μια εσωτερική ευτυχία που ήταν φανερή σε όλους. ‘Η ευλογία του Ιεχωβά—αυτή πλουτίζει’, έλεγε. Συχνά αναρωτιόμουν τι εννοούσε όταν το έλεγε αυτό. Μολονότι ήμουν μόλις έξι χρονών, ήθελα κι εγώ να υπηρετήσω τον Ιεχωβά.
Μια μέρα βρισκόμουν πάνω στη στέγη του σπιτιού μαζί με τον πατέρα μου, όπου αυτός διόρθωνε τα κεραμίδια. Η μητέρα και η αδελφή μου, η Αϊλίν, έφευγαν μαζί με μια ομάδα μέσα σ’ ένα Φορντ μοντέλου Τ για να λάβουν μέρος σε μια «πορεία πληροφόρησης». Θα έκαναν πορεία διασχίζοντας την κωμόπολη και φορώντας πλακάτ που διαφήμιζαν μια Βιβλική ομιλία.
«Εσύ δεν θα κάνεις ποτέ τέτοιες ανοησίες, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε ο πατέρας. Αλλά, μολονότι ως κορίτσι τρελαινόμουν να σκαρφαλώνω ψηλά, θα προτιμούσα να είχα πάει κι εγώ σ’ εκείνη την πορεία πληροφόρησης παρά να είμαι εκεί πάνω στη στέγη. Είχαν πει, όμως, ότι ήμουν πολύ κοντή για να κουβαλήσω πλακάτ.
Αντιμετωπίζω την Πρόκληση της Απαγόρευσης
Τελικά, η πρώτη μου ευκαιρία να συμμετάσχω στο έργο κηρύγματος της Βασιλείας παρουσιάστηκε το Νοέμβριο του 1940. Τι συγκίνηση ήταν αυτή! Εφόσον το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν υπό απαγόρευση την εποχή εκείνη βγαίναμε τα μεσάνυχτα και αφήναμε το βιβλιάριο Το Τέλος του Ναζισμού (End of Nazism) στην πόρτα του κάθε σπιτιού.
Στα εννιά μου χρόνια, πήρα την απόφαση να αφιερώσω τη ζωή μου στον Ιεχωβά και να βαφτιστώ. Εξαιτίας του διωγμού, δεν μας είπαν πού θα γινόταν η συνάθροιση, αλλά μας οδήγησαν σε μια τοποθεσία στο δάσος όπου μια μεγάλη ομάδα Μαρτύρων απολάμβανε μια «εκδρομή». Εκεί, η μεγαλύτερη αδελφή μου η Έλεονορ και εγώ ήμασταν ανάμεσα σ’ εκείνους που βαφτίστηκαν στα κρύα νερά μιας κοντινής λίμνης.
Τα μαθήματα στο σχολείο εκείνες τις μέρες άρχιζαν με το χαιρετισμό της σημαίας και με τον εθνικό ύμνο. Παρά τις επικριτικές ματιές που μας έριχναν οι συμμαθητές μας, εμείς αρνιόμασταν με σεβασμό να συμμετέχουμε σ’ αυτές τις τελετές, λόγω των όσων δίδασκε η Αγία Γραφή γύρω από την ειδωλολατρία. (Δανιήλ, κεφάλαιο 3) Η ξαδέλφη μου, η Ιλέιν Γιανγκ, που ήταν επίσης Μάρτυρας, έπρεπε να περπατάει 6 χιλιόμετρα για να πάει στο σχολείο, αλλά κάθε μέρα την έδιωχναν επειδή δεν χαιρετούσε τη σημαία. Έπειτα, έκανε ξανά όλο αυτόν το δρόμο για να γυρίσει στο σπίτι της. Το έκανε αυτό για το μισό σχολικό έτος ώστε να μην της βάλουν απουσίες και χάσει τη χρονιά.
Όταν τέλειωσα το σχολείο, έπιασα δουλειά σε μια τράπεζα. Αλλά αντιμετώπισα μια δοκιμασία όταν απέρριψαν την αίτησή μου να παραβρεθώ σε μια διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη το 1950. Είχα συγκεντρώσει μερικές οικονομίες και αποφάσισα να παραιτηθώ και να αναλάβω την ολοχρόνια διακονία. Έτσι, η Ιλέιν και εγώ μετακομίσαμε στην πόλη Ρετζίνα. «Θα γυρίσει πίσω ζητιανεύοντας ως την άνοιξη», χλεύαζαν μερικοί. Όμως, μπόρεσα να κερδίσω τα προς το ζην με το να εργάζομαι μισή μέρα ως οικιακή βοηθός. Οι πλούσιες ευλογίες του Ιεχωβά μ’ έχουν κρατήσει στην ολοχρόνια διακονία από τότε.
Πετυχαίνουμε το Στόχο μας
Το 1955, η Ιλέιν και εγώ συγκινηθήκαμε όταν μας προσκάλεσαν στην 26η τάξη της Γαλαάδ και αργότερα λάβαμε διορισμούς για τη Βολιβία στη Νότια Αμερική. Υπήρχαν μόνο 160 Μάρτυρες σ’ ολόκληρη τη χώρα την εποχή εκείνη. Τελικά, ξεκινήσαμε για την Ταρίχα για να ενωθούμε με δυο άλλους ιεραποστόλους στον πρώτο μας διορισμό.
Η Ταρίχα ήταν μια πανέμορφη πόλη. Ήταν τόσο ενδιαφέρον να βλέπει κανείς τις γυναίκες με τις παραδοσιακές φορεσιές τους να μεταφέρουν φορτία πάνω στο κεφάλι τους. Οι άνθρωποι ήταν ευχάριστοι και δεν μας έλεγαν ποτέ ότι δεν ενδιαφέρονται. Φαίνεται ότι το θεωρούσαν πιο ευγενικό να μας λένε να ξανάρθουμε κάποια ώρα που ήξεραν ότι θα έλειπαν από το σπίτι. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός για να το συνηθίσουμε αυτό.
Μια μέρα, μιλούσαμε σ’ έναν άντρα στην πόρτα του όταν σταμάτησε ένα τζιπ και βγήκε ένας εξαγριωμένος, κατακόκκινος ιερέας. «Αν δεν σταματήσεις να μιλάς σ’ αυτά τα κορίτσια, θα αφοριστείς!» φώναξε στον άντρα. Γυρίζοντας σ’ εμάς, μας απείλησε λέγοντας: «Δεν έχετε το δικαίωμα να κηρύττετε εδώ. Αν δεν σταματήσετε, θα λάβω περαιτέρω μέτρα». Μέχρι εκείνη την ώρα, είχαν βγει πολλοί γείτονες για να δουν τι γίνεται. Γι’ αυτό, εμείς συνεχίσαμε απλώς το έργο μας, διαθέτοντας πολλά βιβλία και Γραφές στους περίεργους παρατηρητές.
Αφού περάσαμε δυο χρόνια σ’ αυτή την όμορφη κοιλάδα όπου ευδοκιμούν ροδάκινα, φιστίκια και αμπέλια, δεν χαρήκαμε και τόσο όταν άλλαξε ο διορισμός μας για το Ποτοσί, μια φοβερά παγερή πόλη με ορυχεία, η οποία βρισκόταν σε υψόμετρο 4.000 και πλέον μέτρων. Είχαμε συνηθίσει στους παγωμένους χειμώνες του Καναδά, αλλά η διαφορά ήταν ότι στα σπίτια στο Ποτοσί συνήθως δεν υπήρχε θέρμανση. Ωστόσο, στο Ποτοσί απολαύσαμε τη θερμή συναναστροφή με μια Χριστιανική εκκλησία, ενώ στην Ταρίχα δεν είχε σχηματιστεί ακόμη εκκλησία.
Ανοίγοντας Νέους Τομείς
Στη συνέχεια, η Ιλέιν και εγώ διοριστήκαμε στο Βίλα Μόντες, για να ξεκινήσουμε το έργο κηρύγματος εκεί. Το φορτηγό που μας μετέφερε ήταν φορτωμένο με λαθραία ζάχαρη, γι’ αυτό ο οδηγός ξεκίνησε αφού νύχτωσε, για να αποφύγει τυχόν προβλήματα με την αστυνομία στα διόδια. Πόσο θα θέλαμε να είχαμε φέρει μαζί μας ένα φακό, γιατί ξαφνικά σάλεψε κάτι κάτω από τη λινάτσα! Ήταν ο βοηθός του οδηγού.
Στις πέντε το πρωί, σταματήσαμε. Έχοντας αρρωστήσει από τα καυσαέρια και βουτηγμένες στη σκόνη, βγήκαμε έξω. Μια κατολίσθηση μας είχε κλείσει το δρόμο. Τελικά, μετά από τέσσερις ώρες σκληρής εργασίας, ο ιδιοκτήτης ανέθεσε στο βοηθό του να οδηγήσει το όχημα πάνω στη στενή διάβαση που ανοίξαμε. Ο ιδιοκτήτης δεν κοίταζε καν το φορτηγό καθώς αυτό προχωρούσε σιγά-σιγά κατά μήκος της διάβασης, ενώ οι εξωτερικές από τις διπλές του ρόδες περιστρέφονταν στον αέρα, πάνω από τη φαινομενικά απύθμενη άβυσσο που υπήρχε στην άκρη του δρόμου. Η Ιλέιν και εγώ περάσαμε με τα πόδια. Καθώς συνεχίζαμε το ταξίδι μας με το φορτηγό προς το Βίλα Μόντες, οι πολύ απότομες στροφές των ορεινών δρόμων έγιναν τόσο δύσκολες που ο οδηγός αναγκαζόταν να κάνει μανούβρες για να τις περάσει. Τελικά, μετά από 35 εξαντλητικές ώρες, φτάσαμε.
Ήταν καινούρια εμπειρία για την Ιλέιν και για μένα να είμαστε εντελώς μόνες μας. Ήταν επίσης καινούρια για εμάς και τα τροπικά έντομα. Μεγάλα σκαθάρια με σκληρό δερματοσκελετό έπεφταν πάνω μας αφού συγκρούονταν προηγουμένως με τη λάμπα που βρισκόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Οδυνηρά τσιμπίματα από μικροσκοπικές μύγες μας προξενούσαν φουσκάλες με διαφανές υγρό οι οποίες έφερναν φαγούρα. Την πρώτη νύχτα στο νέο μας σπίτι, βγήκα έξω για να πάω στην υπαίθρια τουαλέτα. Όμως, όταν άναψα το φακό μου είδα ότι όλο το πάτωμα έσφυζε από κατσαρίδες. Οι σαύρες το έβαλαν στα πόδια και οι τεράστιοι φρύνοι που βρίσκονταν στις γωνιές κάρφωσαν τα μάτια τους πάνω μου. Αποφάσισα ότι μπορούσα να περιμένω μέχρι το πρωί.
Αργότερα, βρισκόμασταν κοντά στο ποτάμι και σκεφτήκαμε να ξεκουραστούμε πάνω σ’ ένα κούτσουρο που είδαμε εκεί. Ωστόσο, αποφασίσαμε να κάνουμε πρώτα μια επανεπίσκεψη κάπου κοντά. Όταν επιστρέψαμε, το κούτσουρο είχε εξαφανιστεί. Μερικοί αναστατωμένοι περαστικοί μας είπαν ότι υπήρχε εκεί πέρα ένα τεράστιο φίδι. Χαίρομαι που δεν προσπαθήσαμε να καθήσουμε πάνω σ’ εκείνο το «κούτσουρο»!
Αυτό που μας άρεσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στο Βίλα Μόντες ήταν οι επισκέψεις που κάναμε στους ανθρώπους νωρίς το βράδυ. Τους βρίσκαμε να κάθονται σε ψάθινες καρέκλες στα πεζοδρόμια, πίνοντας ένα ποτό από βότανα που λέγεται ματέ. Δαπανήσαμε πολλές ευτυχισμένες ώρες εξηγώντας τις υποσχέσεις της Βασιλείας σε τέτοιο περιβάλλον. Αλλά αντιμετώπισα πιο δύσκολους καιρούς όταν παντρεύτηκε η Ιλέιν και εγώ έλαβα νέο διορισμό για το Βαλεγκράντε με μια καινούρια σύντροφο.
Έμοιαζε με την Άγρια Δύση
Για να φτάσω στο Βαλεγκράντε, χρειάστηκε να κάνω ένα ακόμη εξαντλητικό ταξίδι τριών ημερών, και αυτή τη φορά ήμουν μόνη μου. Μου φάνηκε πως οι στενοί χωματόδρομοι σ’ εκείνη την ερημιά ήταν ατέλειωτοι. Τελικά, έφτασα την ώρα που έδυε ο ήλιος. Το λεωφορείο διατάραξε τη γαλήνη εκείνης της κωμόπολης, όπου συνηθίζονταν περισσότερο τα άλογα παρά τα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι κρυφοκοίταζαν κάτω από τα πρόστεγα που εκτείνονταν πάνω από τα πεζοδρόμια και τα οποία στηρίζονταν σε στύλους. Μερικοί από τους άντρες που ακουμπούσαν πάνω στους στύλους φορούσαν ζώνες με περίστροφα. Μου φάνηκε πως σχεδόν όλοι φορούσαν μαύρα. Σκέφτηκα: ‘Εδώ μοιάζει με την άγρια Δύση!’
Και αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα. Οι διαφορές που ανέκυπταν λύνονταν με το περίστροφο. Αν και ήταν απλώς μια κωμόπολη με πληθυσμό δέκα χιλιάδες κάτοικους, ο φόνος και η βία ήταν συνηθισμένα πράγματα τότε. Τον πληθυσμό τον κατεξουσίαζε μια συμμορία που είχε κάτω από τον έλεγχό της τα διόδια στην είσοδο της κωμόπολης. Τα μέλη της συμμορίας έβγαζαν το ψωμί τους σταματώντας τα λεωφορεία και ληστεύοντάς τα. Λήστευαν επίσης τους αγρότες όταν έφερναν τα προϊόντα τους στην κωμόπολη. Με το πιστόλι στο χέρι, βίαζαν νεαρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονέων τους. Οι μητέρες δεν άφηναν τις κόρες τους να πηγαίνουν μόνες για ψώνια ούτε μέχρι την άλλη γωνία.
Φαντάζεστε τις σκέψεις που κάναμε όταν ο αρχηγός της συμμορίας μπήκε στην Αίθουσα Βασιλείας μια μέρα. Ήταν μεθυσμένος. Ο επίσκοπος περιοχής, που έκανε την ομιλία, χλώμιασε. «Εγώ έχω πίστη!» φώναξε ο αρχηγός της συμμορίας καθώς χτυπούσε την πλάτη του πάγκου τόσο δυνατά που έσπασε. Τότε άρπαξε τον επίσκοπο περιοχής. Αλλά ξαφνικά ηρέμησε και ένας παλιός του φίλος από το σχολείο, ο οποίος βρισκόταν στο ακροατήριο, κατάφερε να τον απομακρύνει.
Τελικά, ένας στρατηγός κάλεσε τον αρχηγό της συμμορίας σε μονομαχία. Ο στρατηγός κρέμασε ένα νεκρό σκυλί στην πλατεία μαζί με μια ταμπέλα που έλεγε: «Φύγε από την πόλη ή θα συμβεί το ίδιο και σ’ εσένα». Ο κακοποιός έφυγε και οι συνθήκες στο Βαλεγκράντε βελτιώθηκαν.
Μερικές φορές ταξιδεύαμε επί 12 ώρες με το άλογο για να κηρύξουμε στα γύρω χωριά. Κάποιος δάσκαλος σ’ ένα από τα χωριά μάς δέχτηκε με φιλόξενο τρόπο και αργότερα έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά. Μια φορά, δανείστηκα ένα μουλάρι για να πάω εκεί, αλλά κάθε φορά που αυτό περνούσε από το σπίτι ενός από τους πρώην ιδιοκτήτες του, κατευθυνόταν προς τα εκεί και στη συνέχεια έπρεπε να μας οδηγήσουν ξανά στο μονοπάτι.
Προκλήσεις—Αλλά Παραμένω Πλούσια
Όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους ιεραποστόλους, διαπίστωσα πως η μεγαλύτερη πρόκληση πιθανόν να μην είναι η ζέστη ή τα έντομα, το κρύο ή το υψόμετρο ή ακόμη και οι ασθένειες και η φτώχεια. Αντίθετα, μπορεί να είναι οι συγκρούσεις προσωπικοτήτων. ‘Γιατί να δημιουργούνται τέτοιες δυσκολίες στην οργάνωση του Ιεχωβά;’ αναρωτιόμουν, και άρχισα ακόμη να αμφιβάλλω αν ο Ιεχωβά μου χάριζε πλούσιες ευλογίες. Τότε θυμόμουν το εδάφιο Παροιμίαι 10:22 που μιλάει για την ευλογία του Ιεχωβά. Το δεύτερο μέρος του εδαφίου λέει: «Και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν». Επομένως, δεν πρέπει να επιρρίπτουμε στον Ιεχωβά την ευθύνη γι’ αυτές τις δυσκολίες. Έφτασα στο σημείο να καταλάβω ότι κι αυτές είναι μέρος της κληρονομιάς που μας άφησε ο Αδάμ και περιλαμβάνονται σ’ αυτό που περιγράφει ο Παύλος στο εδάφιο Ρωμαίους 8:22: «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συναγωνιά έως του νυν».
Είχα αλληλογραφία με τον Γουόλτερ Μάινμπεργκ στο Μπέθελ του Καναδά και όταν πήγα για διακοπές στον Καναδά το 1966, παντρευτήκαμε και διοριστήκαμε στη Λα Πας της Βολιβίας. Τι ευλογία ήταν να δούμε τη μια μόνο εκκλησία που υπήρχε όταν ήρθα στη Βολιβία να πολλαπλασιάζεται σε 24 εκκλησίες, σε κάθε γωνιά της πόλης. Το ίδιο συνέβηκε και σε άλλες πόλεις της χώρας. Μάλιστα, η ομάδα των 160 ευαγγελιζομένων που κήρυτταν τα καλά νέα στη Βολιβία όταν πρωτοήρθα το 1955 αυξήθηκε σε 7.000 περίπου!
Το παράδειγμα της αποφασιστικότητας που είχε θέσει η μητέρα μου πριν από τόσο καιρό είχε σαν αποτέλεσμα να αναλάβουν δέκα και πλέον μέλη της οικογένειάς μου την ολοχρόνια υπηρεσία. Χαίρομαι που μπορώ να πω ότι ο πατέρας μου έγινε ένας αφιερωμένος Μάρτυρας, και πως πάνω από 30 άτομα με τα οποία είχα το προνόμιο να κάνω μελέτη, έχουν βαφτιστεί. Δεν είναι πλούτη αυτά; Ναι, πιστεύω ότι είναι. Πράγματι, ‘η ευλογία του Ιεχωβά—αυτή μ’ έχει πλουτίσει’.