Ένας Μακροχρόνιος Νομικός Αγώνας Ολοκληρώνεται με Νίκη!
Ο ΑΓΩΝΑΣ άρχισε το 1995 και διήρκεσε 15 χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα, οι αληθινοί Χριστιανοί στη Ρωσία υφίσταντο επίθεση από εχθρούς της θρησκευτικής ελευθερίας. Εκείνοι οι εναντιούμενοι ήταν αποφασισμένοι να θέσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά εκτός νόμου τόσο στη Μόσχα όσο και σε άλλα μέρη. Εντούτοις, ο Ιεχωβά θεώρησε κατάλληλο να ανταμείψει την ακεραιότητα των αγαπητών μας αδελφών στη Ρωσία με νομική νίκη. Τι οδήγησε, όμως, σε αυτή την αντιπαράθεση;
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι αδελφοί μας στη Ρωσία επανέκτησαν τις θρησκευτικές ελευθερίες που είχαν χάσει το 1917. Το 1991 καταχωρίστηκαν από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης ως επίσημη θρησκεία. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά καταχωρίστηκαν νομικά στη Ρωσική Ομοσπονδία. Επιπλέον, οι Μάρτυρες που είχαν υποστεί θρησκευτικό διωγμό πριν από δεκαετίες αναγνωρίστηκαν επίσημα από το Κράτος ως θύματα πολιτικών διώξεων. Το 1993, η Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Πόλης της Μόσχας καταχώρισε την Κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά Μόσχας, όπως είμαστε νομικά γνωστοί εκεί. Επίσης, το ίδιο εκείνο έτος τέθηκε σε ισχύ το νέο σύνταγμα της Ρωσίας, το οποίο εγγυάται την ανεξιθρησκεία. Δεν είναι να απορεί κανείς που ένας αδελφός αναφώνησε: «Ούτε καν ονειρευόμασταν ποτέ ότι θα βλέπαμε τέτοια ελευθερία!» Και πρόσθεσε: «Αυτή την ελευθερία την περιμέναμε 50 χρόνια!»
Οι αδελφοί και οι αδελφές στη Ρωσία αξιοποίησαν εκείνον τον «ευνοϊκό καιρό» επιταχύνοντας τη δράση τους στο κήρυγμα, και πολλοί ανταποκρίθηκαν. (2 Τιμ. 4:2) «Οι άνθρωποι έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τη θρησκεία», παρατήρησε κάποια γυναίκα. Πριν περάσει πολύς καιρός, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων, των σκαπανέων και των εκκλησιών πολλαπλασιάστηκε. Μάλιστα, από το 1990 μέχρι το 1995, ο αριθμός των Μαρτύρων στη Μόσχα εκτινάχθηκε από 300 περίπου σε 5.000 και πλέον! Καθώς οι τάξεις των νέων υπηρετών του Ιεχωβά στη Μόσχα συνέχισαν να αυξάνονται, οι εχθροί της θρησκευτικής ελευθερίας θορυβήθηκαν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, εξαπέλυσαν νομικό πόλεμο. Εκείνος ο αγώνας θα περνούσε απο τέσσερα παρατεταμένα στάδια μέχρι να δοθεί τελικά λύση.
ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΕΡΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Το πρώτο στάδιο του αγώνα άρχισε τον Ιούνιο του 1995. Μια οργάνωση πολιτών με έδρα τη Μόσχα, άμεσα συνδεδεμένη με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, υπέβαλε καταγγελία κατηγορώντας τους αδελφούς μας για ανάμειξη σε εγκληματική δράση. Αυτή η οργάνωση ισχυρίστηκε ότι εκπροσωπούσε μέλη οικογενειών τα οποία δυσανασχετούσαν επειδή οι σύζυγοι ή τα παιδιά τους είχαν γίνει Μάρτυρες. Τον Ιούνιο του 1996, οι ανακριτές άρχισαν να αναζητούν ενοχοποιητικά στοιχεία, αλλά δεν βρήκαν κανένα. Ωστόσο, η ίδια οργάνωση υπέβαλε και άλλη καταγγελία—κατηγορώντας ξανά τους αδελφούς μας για ποινικά αδικήματα. Οι ανακριτές διεξήγαγαν νέα έρευνα, αλλά όλες οι κατηγορίες καταρρίφθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, οι εναντιούμενοι υπέβαλαν και τρίτη καταγγελία, επικαλούμενοι τις ίδιες κατηγορίες. Έγινε και πάλι ανακριτική έρευνα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Μόσχα, αλλά ο εισαγγελέας κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα—δεν υπήρχε βάση για να ασκηθεί ποινική δίωξη. Κατόπιν, οι ενάντιοι υπέβαλαν την ίδια καταγγελία για τέταρτη φορά, και για άλλη μια φορά ο εισαγγελέας δεν βρήκε στοιχεία. Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, η ίδια οργάνωση ζήτησε και νέα ανακριτική έρευνα. Τελικά, στις 13 Απριλίου 1998, ο καινούριος ανακριτής έκλεισε την υπόθεση.
«Τότε όμως», λέει ένας δικηγόρος που ασχολούνταν με την υπόθεση, «συνέβη κάτι παράδοξο». Μολονότι η εκπρόσωπος της εισαγγελίας που διεξήγαγε την πέμπτη έρευνα παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδεικνύουν εγκληματική δράση, συνέστησε ωστόσο να κατατεθεί αστική αγωγή εναντίον των αδελφών μας. Η εκπρόσωπος ισχυρίστηκε ότι η Κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά Μόσχας παραβίαζε την εθνική και τη διεθνή νομοθεσία. Ο εισαγγελέας του Βόρειου Διοικητικού Διαμερίσματος της Μόσχας συμφώνησε και κατέθεσε αγωγή.a Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία στο Περιφερειακό Δικαστήριο Γκολοβίνσκι της Μόσχας. Το δεύτερο στάδιο είχε αρχίσει.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ
Σε μια κατάμεστη δικαστική αίθουσα στα βόρεια της Μόσχας, η εισαγγελέας Τατιάνα Κοντράτιεβα ξεκίνησε την επίθεση χρησιμοποιώντας έναν ομοσπονδιακό νόμο που θεσπίστηκε το 1997 και χαρακτηρίζει ως παραδοσιακές θρησκείες την Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη, τον Ισλαμισμό, τον Ιουδαϊσμό και το Βουδισμό.b Ο ίδιος νόμος έχει δυσχεράνει την προσπάθεια και άλλων θρησκειών να αποκτήσουν νομική αναγνώριση. Επιτρέπει επίσης στα δικαστήρια να θέτουν υπό απαγόρευση θρησκείες που υποκινούν αισθήματα μίσους. Χρησιμοποιώντας αυτόν το νόμο, η εισαγγελέας ισχυρίστηκε ψευδώς ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υποκινούν αισθήματα μίσους και καταστρέφουν οικογένειες, γι’ αυτό και πρέπει να τεθούν υπό απαγόρευση.
Μια συνήγορος των αδελφών ρώτησε: «Ποια μέλη από την κοινότητα των Μαρτύρων στη Μόσχα έχουν παραβιάσει το νόμο;» Η εισαγγελέας δεν είχε να πει ούτε ένα όνομα. Ισχυρίστηκε, ωστόσο, ότι τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά υποδαυλίζουν τη θρησκευτική εχθρότητα. Για να αποδείξει τα λεγόμενά της, διάβασε κάποια αποσπάσματα από τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! καθώς και από άλλα έντυπα (βλέπε επάνω). Όταν ρωτήθηκε με ποιον τρόπο προξενούν εχθρότητα αυτά τα έντυπα, είπε: «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διδάσκουν ότι η δική τους θρησκεία είναι η αληθινή».
Ένας δικηγόρος, που είναι αδελφός μας, έδωσε στη δικαστή και στην εισαγγελέα από μία Αγία Γραφή και διάβασε το εδάφιο Εφεσίους 4:5: «Ένας Κύριος, μία πίστη, ένα βάφτισμα». Πριν περάσει πολλή ώρα, η δικαστής, η εισαγγελέας και ο δικηγόρος—όλοι τους με τη Γραφή στο χέρι—συζητούσαν εδάφια όπως το Ιωάννης 17:18 και Ιακώβου 1:27. Το δικαστήριο ρώτησε: «Υποδαυλίζουν αυτά τα εδάφια τη θρησκευτική εχθρότητα;» Η εισαγγελέας απάντησε ότι δεν ήταν αρμόδια να σχολιάσει για θέματα της Γραφής. Ο δικηγόρος έδειξε έντυπα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που επικρίνουν δριμύτατα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και ρώτησε: «Παραβιάζουν αυτές οι δηλώσεις το νόμο;» Η εισαγγελέας αποκρίθηκε: «Δεν είμαι αρμόδια να σχολιάσω θεολογικά επιχειρήματα».
ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ ΚΛΟΝΙΖΕΤΑΙ
Κατηγορώντας τους Μάρτυρες ότι καταστρέφουν οικογένειες, η εισαγγελέας δήλωσε ότι δεν γιορτάζουν γιορτές όπως τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα παραδέχτηκε ότι η ρωσική νομοθεσία δεν απαιτεί από τους πολίτες να γιορτάζουν Χριστούγεννα. Οι Ρώσοι—συμπεριλαμβανομένων των Ρώσων Μαρτύρων του Ιεχωβά—έχουν δικαίωμα επιλογής. Η εισαγγελέας υποστήριξε επίσης ότι η οργάνωσή μας “στερεί από τα παιδιά τη φυσιολογική ξεκούραση και τις χαρές”. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε, παραδέχτηκε ότι δεν είχε μιλήσει ποτέ με κάποιο νεαρό άτομο που είχε ανατραφεί από Μάρτυρες γονείς. Όταν μια δικηγόρος ρώτησε την εισαγγελέα αν είχε παρακολουθήσει ποτέ τις συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, εκείνη απάντησε: «Δεν υπήρχε λόγος».
Η κατηγορούσα αρχή κάλεσε έναν καθηγητή ψυχιατρικής να καταθέσει ως εμπειρογνώμων. Αυτός υποστήριξε ότι η ανάγνωση των εντύπων μας προκαλεί ψυχικά προβλήματα. Όταν μια δικηγόρος υπεράσπισης επισήμανε ότι η γραπτή δήλωση του καθηγητή προς το δικαστήριο ήταν πανομοιότυπη με ένα έγγραφο του Πατριαρχείου της Μόσχας, ο καθηγητής παραδέχτηκε ότι είχε αντιγράψει από εκεί κάποια αποσπάσματα λέξη προς λέξη. Περαιτέρω ερωτήσεις αποκάλυψαν ότι δεν είχε ποτέ κάποιον ασθενή που να ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Εν αντιθέσει, ένας άλλος καθηγητής ψυχιατρικής κατέθεσε στο δικαστήριο ότι είχε μελετήσει τις περιπτώσεις 100 και πλέον Μαρτύρων στη Μόσχα. Ο ίδιος διαπίστωσε ότι είχαν φυσιολογική ψυχική υγεία και πρόσθεσε ότι, από τότε που έγιναν Μάρτυρες, η στάση τους ήταν πιο διαλλακτική απέναντι στις άλλες θρησκείες.
ΝΙΚΗ—ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΕΛΙΚΗ
Στις 12 Μαρτίου 1999, η δικαστής ανέθεσε σε πέντε ακαδημαϊκούς να μελετήσουν τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά και ανέβαλε τη δίκη. Ανεξάρτητα από τη δίκη της Μόσχας, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Ρωσίας είχε ήδη δώσει εντολή σε μια ομάδα ακαδημαϊκών να μελετήσει τα έντυπά μας. Στις 15 Απριλίου 1999, η ομάδα που ήταν διορισμένη από το Υπουργείο ανέφερε ότι δεν είχε βρει τίποτα το επιβλαβές. Έτσι λοιπόν, στις 29 Απριλίου 1999, το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανανέωσε την καταχώριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε εθνικό επίπεδο. Παρά τη νέα αυτή θετική μελέτη, το δικαστήριο της Μόσχας επέμενε να εξεταστούν τα έντυπά μας και από άλλη ομάδα. Αυτό δημιούργησε ένα παράδοξο—το μεν Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσίας αναγνώριζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε εθνικό επίπεδο ως εγκεκριμένη και νόμιμη θρησκεία, η δε Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Πόλης της Μόσχας διενεργούσε εις βάρος τους έρευνες για υποτιθέμενη παραβίαση του νόμου!
Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια προτού ξαναρχίσει η δίκη, και στις 23 Φεβρουαρίου 2001 η δικαστής Γιελένα Προχορίτσεβα έβγαλε την απόφασή της. Αφού εξέτασε τα πορίσματα της ομάδας την οποία είχε διορίσει, αποφάνθηκε: «Δεν υπάρχει βάση για τη διάλυση της θρησκευτικής κοινότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Μόσχα και την απαγόρευση των δραστηριοτήτων της». Τελικά, τεκμηριώθηκε νομικά ότι οι αδελφοί μας ήταν αθώοι όσον αφορά όλες τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον τους! Ωστόσο, η εισαγγελέας απέρριψε την απόφαση και άσκησε έφεση στο Δικαστήριο της Πόλης της Μόσχας. Τρεις μήνες αργότερα, στις 30 Μαΐου 2001, εκείνο το δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της δικαστού Προχορίτσεβα. Διέταξε να επανεκδικαστεί η υπόθεση, με την ίδια εισαγγελέα αλλά υπό την προεδρία διαφορετικού δικαστή. Το τρίτο στάδιο επρόκειτο να ξεκινήσει.
ΗΤΤΑ—ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΕΛΙΚΗ
Στις 30 Οκτωβρίου 2001, η δικαστής Βέρα Ντουμπίνσκαγια άρχισε την επανεκδίκαση.c Η εισαγγελέας Κοντράτιεβα επανέλαβε την κατηγορία ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υποκινούν αισθήματα μίσους, αλλά έπειτα πρόσθεσε ότι η επιβολή απαγόρευσης στο νομικό πρόσωπο των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν ένα μέσο για να προστατευτούν τα δικαιώματα των Μαρτύρων στη Μόσχα! Αντιδρώντας σε αυτόν τον παράλογο ισχυρισμό, και οι 10.000 Μάρτυρες στη Μόσχα υπέγραψαν αμέσως ένα υπόμνημα με το οποίο ζητούσαν από το δικαστήριο να απορρίψει την προσφορά της εισαγγελέως για «προστασία».
Η εισαγγελέας δήλωσε ότι δεν χρειαζόταν να παρουσιάσει στοιχεία για να αποδείξει ότι οι Μάρτυρες ήταν ένοχοι. Η δίκη, είπε, αφορούσε τα έντυπα και τις πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, όχι τις δραστηριότητές τους. Ανακοίνωσε ότι θα καλούσε έναν εκπρόσωπο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για να καταθέσει ως εμπειρογνώμων. Όπως είναι φυσικό, εκείνη η ανακοίνωση επιβεβαίωσε ότι μέλη του κλήρου είχαν βαθιά ανάμειξη στις προσπάθειες για επιβολή απαγόρευσης στους Μάρτυρες. Στις 22 Μαΐου 2003, η δικαστής έδωσε εντολή σε μια ομάδα εμπειρογνωμόνων να μελετήσουν για μία ακόμα φορά τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2004, η δίκη ξανάρχισε για να εξετάσει τα αποτελέσματα εκείνης της μελέτης. Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι τα έντυπά μας παροτρύνουν τους αναγνώστες να «διαφυλάττουν την οικογένεια και το θεσμό του γάμου» και ότι ο ισχυρισμός πως τα έντυπά μας υποκινούν αισθήματα μίσους ήταν «αστήρικτος». Και άλλοι ακαδημαϊκοί συμφώνησαν με αυτό. Ένας καθηγητής θρησκευτικής ιστορίας ρωτήθηκε: «Γιατί κηρύττουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά;» Η απάντησή του προς το δικαστήριο ήταν η εξής: «Το έργο κηρύγματος είναι επιβεβλημένο για τον Χριστιανό. Αυτό δηλώνει το Ευαγγέλιο και αυτό ανέθεσε ο Χριστός στους μαθητές του να κάνουν—“να πάνε και να κηρύξουν σε όλες τις χώρες”». Παρ’ όλα αυτά, στις 26 Μαρτίου 2004, η δικαστής απαγόρευσε τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Μόσχα. Στις 16 Ιουνίου 2004, το Δικαστήριο της Πόλης της Μόσχας επικύρωσε την απόφαση.d Σχολιάζοντας αυτή την απόφαση, ένας παλαίμαχος Μάρτυρας του Ιεχωβά παρατήρησε: «Την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ρώσοι υποχρεούνταν να είναι άθεοι. Σήμερα, οι Ρώσοι υποχρεούνται να είναι Ορθόδοξοι».
Πώς αντέδρασαν οι αδελφοί στην απαγόρευση; Όπως ο Νεεμίας στην αρχαιότητα. Όταν, στις ημέρες του, οι εχθροί του λαού του Θεού εναντιώθηκαν στις προσπάθειές του να ανοικοδομήσει το τείχος της Ιερουσαλήμ, ο Νεεμίας και οι συμπατριώτες του δεν επέτρεψαν σε καμιά μορφή εναντίωσης να τους αποπροσανατολίσει. Αντίθετα, “εξακολούθησαν να χτίζουν” και “συνέχισαν να έχουν καρδιά στο να εργάζονται”. (Νεεμ. 4:1-6) Με παρόμοιο τρόπο, οι αδελφοί μας στη Μόσχα δεν άφησαν τους εναντιουμένους να τους αποπροσανατολίσουν από το έργο που πρέπει να επιτελεστεί σήμερα—το κήρυγμα των καλών νέων. (1 Πέτρ. 4:12, 16) Ήταν πεπεισμένοι ότι ο Ιεχωβά θα τους φρόντιζε, και ήταν έτοιμοι για το τέταρτο στάδιο αυτού του μακροχρόνιου αγώνα.
Η ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ
Στις 25 Αυγούστου 2004, οι αδελφοί μας παρέδωσαν στο Κρεμλίνο ένα υπόμνημα με παραλήπτη τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον τότε πρόεδρο της Ρωσίας. Το υπόμνημα, το οποίο εξέφραζε βαθιά ανησυχία για την απαγόρευση, αποτελούνταν από 76 τόμους και περιείχε πάνω από 315.000 υπογραφές. Στο μεταξύ, ο κλήρος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Ένας εκπρόσωπος του Πατριαρχείου της Μόσχας δήλωσε: «Είμαστε κάθετα ενάντιοι στις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά». Κάποιος Μουσουλμάνος ηγέτης χαρακτήρισε την απόφαση για την απαγόρευση «ορόσημο και θετική εξέλιξη».
Δεν προκαλεί έκπληξη που εξαπατημένα μέλη της ρωσικής κοινωνίας πήραν θάρρος και επιτέθηκαν σε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μερικοί εναντιούμενοι γρονθοκόπησαν και κλώτσησαν κάποιους Μάρτυρες που συμμετείχαν στο έργο κηρύγματος στη Μόσχα. Ένας εξαγριωμένος άντρας έδιωξε μια αδελφή από κάποιο κτίριο και την κλώτσησε τόσο δυνατά στην πλάτη ώστε εκείνη έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της. Η αδελφή χρειάστηκε ιατρική περίθαλψη, ωστόσο η αστυνομία δεν ανέλαβε δράση εναντίον του άντρα που της επιτέθηκε. Άλλοι Μάρτυρες οδηγήθηκαν σε αστυνομικά τμήματα, όπου τους πήραν αποτυπώματα, τους φωτογράφισαν και τους έθεσαν υπό κράτηση μέχρι την επόμενη ημέρα. Κάποια άτομα που διαχειρίζονταν αίθουσες συγκεντρώσεων στη Μόσχα απειλήθηκαν με απόλυση αν συνέχιζαν να τις νοικιάζουν στους Μάρτυρες. Σύντομα, πολλές εκκλησίες έχασαν τις αίθουσες που νοίκιαζαν. Σαράντα εκκλησίες έπρεπε να συστεγάζονται σε ένα συγκρότημα Αιθουσών Βασιλείας που είχε τέσσερις αίθουσες. Μια εκκλησία που χρησιμοποιούσε αυτό το κτίριο ήταν αναγκασμένη να διεξάγει τη Δημόσια Συνάθροιση στις εφτάμισι το πρωί. «Οι ευαγγελιζόμενοι έπρεπε να σηκώνονται από τις πέντε για να παρακολουθούν τη συνάθροιση», είπε ένας περιοδεύων επίσκοπος, «αλλά το έκαναν αυτό πρόθυμα επί έναν και πλέον χρόνο».
«ΓΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»
Για να αποδειχτεί ότι η απαγόρευση που επιβλήθηκε στη Μόσχα ήταν παράνομη, το Δεκέμβριο του 2004 οι δικηγόροι μας προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. (Βλέπε το πλαίσιο «Γιατί μια Απόφαση Ρωσικού Δικαστηρίου Επανεξετάζεται στη Γαλλία», στη σελίδα 6.) Έξι χρόνια αργότερα, στις 10 Ιουνίου 2010, το Δικαστήριο εξέδωσε ομόφωνη απόφαση που δικαίωνε πλήρως τους Μάρτυρες του Ιεχωβά!e Το Δικαστήριο εξέτασε όλες τις κατηγορίες που μας βάρυναν και αποφάνθηκε ότι ήταν εντελώς αβάσιμες. Δήλωσε επίσης ότι η Ρωσία είχε τη νομική υποχρέωση να «τερματίσει την παραβίαση που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο και να επανορθώσει, στο βαθμό που είναι δυνατόν, τη βλάβη που έχει προκληθεί».—Βλέπε το πλαίσιο «Η Απόφαση του Δικαστηρίου», στη σελίδα 8.
Τα σαφώς διατυπωμένα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την προστασία που παρέχει στη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι δεσμευτικά, όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά και για τα 46 άλλα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επιπλέον, λόγω της διεξοδικής και εμπεριστατωμένης ανάλυσης του νόμου και των γεγονότων, νομικοί, δικαστές, νομοθέτες και ειδικοί επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο θα διαβάσουν τα συμπεράσματα αυτά με ενδιαφέρον. Για ποιο λόγο; Διότι το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόφασή του, ανέτρεξε, όχι μόνο σε οχτώ αποφάσεις που είχε εκδώσει προηγουμένως υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά και σε εννιά υποθέσεις που είχαν ήδη κερδίσει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ενώπιον των ανωτάτων δικαστηρίων της Αργεντινής, του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας, της Ισπανίας, του Καναδά, της Νότιας Αφρικής και της Ρωσίας. Οι αναφορές αυτές και η δυναμική αντίκρουση των κατηγοριών της εισαγγελίας της Μόσχας από μέρους του Δικαστηρίου παρέχουν στην παγκόσμια κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά ένα ισχυρό εργαλείο για την υπεράσπιση της πίστης και των δραστηριοτήτων τους.
Ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του: «Θα σας σύρουν μπροστά σε κυβερνήτες και βασιλιάδες εξαιτίας μου για μαρτυρία σε αυτούς και στα έθνη». (Ματθ. 10:18) Ο νομικός αγώνας που έλαβε χώρα στη διάρκεια των περασμένων 15 ετών έδωσε στους αδελφούς μας τη δυνατότητα να κάνουν γνωστό όσο ποτέ προηγουμένως το όνομα του Ιεχωβά στη Μόσχα και πέρα από αυτήν. Η δημοσιότητα που δόθηκε στους Μάρτυρες μέσω της ανακριτικής έρευνας, των δικαστικών υποθέσεων και της ετυμηγορίας ενός διεθνούς δικαστηρίου έχει χρησιμεύσει ως «μαρτυρία» και έχει συμβάλει στην «πρόοδο των καλών νέων». (Φιλιπ. 1:12) Μάλιστα, όταν οι Μάρτυρες στη Μόσχα συμμετέχουν στο κήρυγμα σήμερα, πολλοί οικοδεσπότες ρωτούν με έκπληξη: «Μα δεν είστε υπό απαγόρευση;» Αυτή η ερώτηση παρέχει συχνά στους αδελφούς μας την ευκαιρία να δώσουν στους οικοδεσπότες περισσότερες πληροφορίες για τις πεποιθήσεις μας. Είναι σαφές ότι καμιά εναντίωση δεν μπορεί να σταματήσει τη δράση μας στο κήρυγμα της Βασιλείας. Προσευχόμαστε να συνεχίσει ο Ιεχωβά να ευλογεί και να στηρίζει τους αγαπητούς και θαρραλέους αδελφούς και αδελφές μας στη Ρωσία.
[Υποσημειώσεις]
a Η αγωγή κατατέθηκε στις 20 Απριλίου 1998. Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 5 Μαΐου, η Ρωσία επικύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
b «Ο νόμος υιοθετήθηκε κατόπιν ισχυρής πίεσης από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία περιφρουρεί με ζήλο τη θέση της στη Ρωσία και επιθυμεί διακαώς την επιβολή απαγόρευσης στους Μάρτυρες του Ιεχωβά».—Associated Press, 25 Ιουνίου 1999.
c Κατά ειρωνικό τρόπο, εκείνη η ημέρα ήταν η δέκατη επέτειος της ψήφισης ενός νόμου στη Ρωσία ο οποίος αναγνώριζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως θύματα θρησκευτικών διώξεων υπό τη σοβιετική κυριαρχία.
d Η απαγόρευση διέλυσε το επίσημα καταχωρισμένο νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιούσαν οι εκκλησίες στη Μόσχα. Οι εναντιούμενοι έλπιζαν ότι η διάλυση αυτή θα εμπόδιζε τους αδελφούς μας να επιτελέσουν τη διακονία τους.
e Στις 22 Νοεμβρίου 2010, μια πενταμελής ομάδα δικαστών από το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απέρριψε το αίτημα της Ρωσίας με το οποίο ζητούσε να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης. Αυτό έκανε την απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010 τελεσίδικη και εκτελεστή.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 6]
Γιατί μια Απόφαση Ρωσικού Δικαστηρίου Επανεξετάζεται στη Γαλλία
Στις 28 Φεβρουαρίου 1996, η Ρωσία υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. (Στις 5 Μαΐου 1998, επικύρωσε τη Σύμβαση.) Υπογράφοντας αυτή τη συνθήκη, η κυβέρνηση της Ρωσίας διακήρυξε ότι οι πολίτες της έχουν
“το δικαίωμα στην ελευθερία θρησκείας και το δικαίωμα να ασκούν τη θρησκεία τους ιδιωτικά και δημόσια, καθώς και να μεταβάλλουν τη θρησκεία τους αν το επιθυμούν”.—Άρθρο 9.
“το δικαίωμα να λένε και να γράφουν με υπεύθυνο τρόπο τις ιδέες τους, καθώς και να μεταδίδουν πληροφορίες σε άλλους”.—Άρθρο 10.
“το δικαίωμα να συμμετέχουν σε ειρηνικές συναθροίσεις”.—Άρθρο 11.
Άτομα ή οργανώσεις που πέφτουν θύματα παραβιάσεων της συνθήκης και έχουν εξαντλήσει όλα τα τοπικά ένδικα μέσα μπορούν να προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο της Γαλλίας (φαίνεται επάνω). Το Δικαστήριο αποτελείται από 47 δικαστές—αριθμός ίσος με τις χώρες που υπέγραψαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές. Οι χώρες που έχουν υπογράψει τη συνθήκη πρέπει να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του.
[Πλαίσιο στη σελίδα 8]
Η Απόφαση του Δικαστηρίου
Ακολουθούν τρία σύντομα αποσπάσματα από την απόφαση του Δικαστηρίου.
Μια κατηγορία ήταν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διαλύουν οικογένειες. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε διαφορετικά, δηλώνοντας:
«Η προέλευση της σύγκρουσης έγκειται στην αντίσταση και στην απροθυμία των μη θρησκευόμενων μελών να δεχτούν και να σεβαστούν την ελευθερία που έχει ο θρησκευόμενος συγγενής τους να γνωστοποιεί και να ασκεί τη θρησκεία του».—Παρ. 111.
Επίσης, το Δικαστήριο δεν βρήκε στοιχεία που να υποστηρίζουν την κατηγορία για «έλεγχο του νου» και δήλωσε:
«Το Δικαστήριο θεωρεί αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα [ρωσικά] δικαστήρια δεν ανέφεραν το όνομα ούτε ενός ατόμου του οποίου το δικαίωμα στην ελευθερία συνείδησης είχε υποθετικά παραβιαστεί μέσω τέτοιων μεθόδων».—Παρ. 129.
Μια άλλη κατηγορία ήταν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, αρνούμενοι τις μεταγγίσεις αίματος, προξενούν βλάβη στην υγεία των πιστών. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε το αντίθετο:
«Η ελευθερία τού να δέχεται ή να απορρίπτει κάποιος συγκεκριμένη ιατρική θεραπεία, ή να επιλέγει εναλλακτική μορφή θεραπείας, είναι ζωτική για τις αρχές της αυτοδιάθεσης και της προσωπικής αυτονομίας. Ένας ενήλικος ασθενής ικανός για δικαιοπραξία είναι ελεύθερος να αποφασίσει, λόγου χάρη, αν θα υποβληθεί ή όχι σε εγχείρηση ή θεραπεία ή, με την ίδια λογική, αν θα δεχτεί μετάγγιση αίματος».—Παρ. 136.