Ελάτε, Επισκεφθήτε την Κρυμμένη Ελβετία της Αφρικής!
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στο Ζαΐρ
ΠΑΝΩ ψηλά στην καρδιά της Αφρικής βρίσκεται, μια περιοχή που έχει μερικές από τις πιο όμορφες λίμνες, τα πιο ενδιαφέροντα όρη, τις πιο πράσινες πεδιάδες και το πιο θεαματικό φυσικό τοπίο της ηπείρου. Δικαιολογημένα μπορεί να ισχυρισθή ότι είναι μια «τροπική Ελβετία.»
Εν τούτοις, υπήρξε ένα από τα τελευταία μέρη που επισκέφθηκαν οι εξερευνηταί, μόλις πριν από εκατό χρόνια περίπου, και που σήμερα ακόμη δεν περιλαμβάνεται στις μεγάλες τουριστικές περιοχές. Αυτό συμβαίνει, επειδή η θαυμάσια αυτή χώρα βρίσκεται τουλάχιστον 600 μίλια μακριά από τον ωκεανό και περιβάλλεται από πυκνή τροπική βλάστησι, από έλη και από περιοχές μολυσματικών ασθενειών. Αλλά οι λίγοι εκείνοι που θα διακινδυνεύσουν να ξεπεράσουν αυτά τα φυσικά εμπόδια θ’ ανταμειφθούν πλούσια. Εδώ θα συναντήσουν τους πιο ψηλούς καθώς και τους πιο κοντούς ανθρώπους όλης της Αφρικής. Θα δουν ένα πλούτο ζώων και αφθονία συγκομιδών, θα δουν ηφαίστεια που βγάζουν φωτιά και θερμές πηγές. Και θα δουν κάτι που θυμίζει καταπληκτικά την Ελβετία. Θα παρατηρήσουν ψηλές κορφές σκεπασμένες με χιόνια, ψηλές όσο το όρος Μάττερχορν, θαυμάσιους καταρράκτες, μεγάλες λίμνες, πλούσιες πεδιάδες και γραφικά χωριά που μοιάζουν σαν να είναι κολλημένα στις απότομες πλαγιές των βουνών.
Αυτή η κρυμμένη «Ελβετία» περιλαμβάνει τη νότια περιοχή της Ουγκάντα, τις χώρες της Ρουάντα και του Μπουρούντι και την παρακείμενη περιοχή της επαρχίας Κιβού στο ανατολικό Ζαΐρ.
Το Ταξίδι μας Αρχίζει
Πρέπει να σας προειδοποιήσωμε ότι και σήμερα, το να ταξιδεύη κανείς σ’ αυτήν την περιοχή δεν είναι εύκολο. Όπου κι αν πάτε, πρέπει να ξέρετε ότι ο δρόμος είναι ανώμαλος και το ταξίδι πολύ αργό.
Το πρώτο μέρος του τόσο ενδιαφέροντος ταξιδιού μας θα είναι από την Καμπάλε έως το Κιζόρο. Το λεωφορείο είναι παληό, κατάμεστο με εξήντα και πλέον επιβάτες και με μεγαλύτερο ακόμη φορτίο στην οροφή του: ποδήλατα, έπιπλα, όλα τα είδη κιβωτίων, δέματα και τσάντες με τρόφιμα καθώς και ζώα.
Τελικά το λεωφορείο φορτώθηκε και ξεκινάμε! Περνάμε μερικά χωριά και καθώς ανεβαίνομε τον ανηφορικό γεμάτο στροφές δρόμο, ο αέρας γίνεται όλο και πιο δροσερός και λιγώτερο υγρός στα μεγάλα υψόμετρα. Κάποτε, αρχίζομε να βλέπωμε τη λίμνη Μπουνιόνι σαν ένα διαμάντι, όπως θα λέγαμε, ή ίσως σαν ακρωτήριο ενός φιόρδ, αλλά μέσα σ’ ένα πλαίσιο τροπικού ήλιου, και πλούσιας βλαστήσεως, στολισμένη γύρω γύρω με μια παραλιακή γραμμή γεμάτη καμπύλες και με ένα όμορφο νησάκι στο μέσον. Όλο και ανεβαίναμε ψηλότερα, ενώ η θέα που αντικρύζομε γίνεται διαρκώς ωραιότερη και τώρα μάλιστα τονίζεται από την κόκκινη ανταύγεια των Αφρικανικών δένδρων που μοιάζουν σαν φλόγες και στολίζουν την πλαγιά του βουνού. Από την άλλη μεριά βλέπομε πέρα μακριά τις βαθειές πεδιάδες, κάτω χαμηλά με τις καλλιεργημένες πλαγιές και τα μικρά χωριουδάκια που φαίνονται να είναι κολλημένα στις πλαγιές. Σταματάμε πού και πού για να κατέβουν ένας ή δύο επιβάτες που παίρνουν ο καθένας και τα πράγματα του—τσάντες, μπουκάλια, κοττόπουλα, καλάθια, σκαμνιά, κύπελλα ή οτιδήποτε άλλο—που τα κατεβάζουν με το χέρι από τη σκεπή του λεωφορείου.
Αλλά, κυττάξτε! Αριστερά μας είναι η πόλις της Καμπάλε. Αλλ’ από εκεί δεν ξεκινήσαμε; Ύστερα από πέντε σχεδόν ώρες ανηφορικής διαδρομής μέσα από τα βουνά και μετά από ένα ταξίδι πενήντα σχεδόν μιλίων σ’ αυτόν τον γεμάτο στροφές ορεινά δρόμο, βρισκόμαστε μόνο δέκα μίλια μακριά από την Καμπάλε, προς την κατεύθυνσι που ακολουθούν τα πουλιά. Καταπληκτικό, πράγματι!
Τώρα ταξιδεύαμε ανάμεσα σ’ ένα δάσος με καλάμια μπαμπού που είναι τόσο πυκνό, ώστε ο δρόμος φαίνεται να έχη μετατραπή σε τούνελ, και ξαφνικά αντικρύζομε μια θέα παραμυθένια, το γνωστό Κανάμπα Γκαπ. Μπορούμε τώρα να δούμε τα ηφαίστεια της Βιρούνγκα που απλώνονται μέσα σε τρεις χώρες—στην Ουγκάντα, στη Ρουάντα και στο Ζαΐρ. Στις πλαγιές του πλησιέστερου ηφαιστείου βρίσκεται μια από τις τελευταίες κατοικίες του αγριογορίλλα.
Μέσα στη Ρουάντα
Σ’ αυτή τη «χώρα των χιλίων λόφων,» όρος που, όπως βλέπομε στο δρόμο, δεν μπορεί να περιγράψη την πραγματικότητα, το ταξίδι μπορεί να φαίνεται πιο βραδύ, εν τούτοις, είναι πολύ γραφικό. Πάνω απ’ όλα βρίσκεται το Καρισίμπι, με υψόμετρο 14.786 πόδια (4.500 περίπου μέτρα) το πιο ψηλό ηφαίστειο στην οροσειρά της Βιρούνγκα. Στη νότια πλευρά του Καρισίμπι, βρίσκεται το Ρουενγκέρι, περιστοιχιζόμενο από απέραντες μπανανοφυτείες. Εδώ παρατηρούμε πολύ ελκυστικά σπίτια φτιαγμένα με τούβλα από ηφαιστειακή λάβα με πηλό ανάμεσα και βαμμένα λευκά. Εδώ, επίσης, βρίσκονται οι λίμνες Μπουλέρα και Ρουόντο, που μας θυμίζουν την όμορφη λίμνη Μπουνιόνι.
Αυτή η χώρα είναι αγροτική. Όσο έδαφος είναι κατάλληλο φαίνεται ότι χρησιμοποιείται για την παραγωγή καφέ, πατάτες, σόργου (κεχριού), φασολιών, φυστικιών, καλαμποκιού, κασσάβας και άλλων συγκομιδών, μερικές φορές σε γωνία με κλίσι σαράντα πέντε μοιρών πάνω στις βουνοπλαγιές. Πού και πού περνάμε από εργοστάσια τούβλων με τους χαρακτηριστικούς των φούρνους από τους οποίους παράγεται μια ποικιλία από γκρίζα, κίτρινα και κόκκινα τούβλα.
Αλλά μετά από λίγο παίρνομε πάλι τον ανήφορο σε μια ανάβασι πάνω από 7.000 πόδια (2.100 μέτρα). Επί μια απόστασι πολλών μιλίων φαίνεται σαν να ταξιδεύωμε πάνω στις βουνοσειρές. Ο τροπικός ήλιος παίζοντας με το εξοχικό τοπίο δίνει μια πρόσθετη λάμψι στις διάφορες αποχρώσεις του πράσινου. Υπάρχουν πολλά έλατα ανάμικτα με ευκαλύπτους, στους οποίους τοποθετούν καλάθια για να προμηθεύσουν κυψέλες στις μέλισσες.
Κάποιος μέσα στο λεωφορείο λέγει ότι πλησιάζομε στο Κιγκάλι, την πρωτεύουσα. Αν αυτό αληθεύη, τότε αυτό το μέρος του ταξιδιού μας ήταν καλό, αφού διανύσαμε περίπου ογδόντα μίλια σε σκονισμένο δρόμο σε τεσσερεσήμισυ ώρες και σήμερα το πρωί καλύψαμε ακόμη μια απόστασι είκοσι πέντε μιλίων.
Ένα πράγμα που μας έχει εντυπωσιάσει τα τελευταία εκατό μίλια είναι ότι δεν είδαμε κανένα μεγάλο χωριό παρά μόνο ένα ή δυο μικρά χωριά με δέκα περίπου σπίτια το καθένα. Αλλά μας υπενθυμίζουν ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό της Ρουάντα, μιας μικρής χώρας με τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους, με πυκνότητα πληθυσμού σαν της Ευρώπης, κι εν τούτοις, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε μοναχικά σπίτια διασκορπισμένα στην ύπαιθρο. Όταν, όμως, περάσαμε από μια αγορά, αμέσως καταλάβαμε πόσο πολλοί άνθρωποι υπάρχουν.
Και τι εκπληκτική ποικιλία ανθρώπων! Μερικοί έχουν το ύψος των Βατούσι, έξη ως επτά πόδια (1,80 ως 2,10 μέτρα), και αρκετοί άλλοι είναι πολύ κοντοί. Δεν είναι βέβαια οι πυγμαίοι των Μπάτβα, γιατί αυτοί κατοικούν στα βουνά, αρκετά μακριά απ’ εδώ. Αλλ’ είτε είναι ψηλοί είτε κοντοί, σπάνια φορούν παπούτσια, μόνο επτά άτομα φορούσαν από τα εκατό που μετρήσαμε.
Τώρα πρέπει, να προχωρήσωμε. Μπροστά μας βρίσκονται άλλα ενενήντα μίλια ανηφορικού δρόμου που οδηγεί μέσα στη νοτιοδυτική Ρουάντα.
Το Λίκνον του Νείλου
Ύστερα από μια σταθερή ανάβασι μπαίνομε σ’ ένα μεγάλο δάσος. Ούτε άνθρωποι, ούτε σπίτια, ούτε χωράφια. Είναι ένα παρθένο δάσος με αφθονία τροπικής βλαστήσεως: λουλουδιασμένα δέντρα, λαμπερά ασημένια φύλλα και φτέρες κατά μήκος της πλαγιάς του δρόμου. Ύστερα από ανάβασι μιας ώρας και πλέον, διερωτώμεθα αν πλησιάζωμε στο τέλος του δάσους. Μερικοί επιβάτες μάς βεβαιώνουν ότι πλησιάζομε μόνο στη μέση!
Συνεχίζομε την ανάβασι και φθάνομε σε υψόμετρο 8.000 ποδών (περίπου 2.400 μέτρων)—και μαζί με το υψόμετρο υπάρχει ορεινή βλάστησις με κίτρινα, πράσινα, κόκκινα και καφετί βρύα που κρέμονται από τα κλαδιά. Μια μικρή επιγραφή προς τα αριστερά, λίγο ξεθωριασμένη και σχεδόν ακουμπισμένη στο έδαφος, μας πληροφορεί ότι το στενό ποταμάκι που περνάμε οδηγεί σε μια πηγή του ποταμού Ακάτζερα, που χύνεται στον άνω Νείλο, πάνω από 4.100 μίλια (6.600 περίπου χιλιόμετρα) μακριά από τη Μεσόγειο!
Η Όμορφη Λίμνη Κιβού
Τελικά αρχίζομε να κατηφορίζωμε και μακρυά στον ορίζοντα, κάτω από τον ήλιο που πέφτει αυτή τη στιγμή, φαίνεται η όμορφη λίμνη Κιβού ένα μαργαριτάρι στη δυτική κοιλάδα που είναι γεμάτη από τάφρους, με την πόλι Μπουκαβού στο νότιο άκρο. Εδώ, μας καλωσορίζουν οι αγροί που είναι γεμάτοι πύρεθρα (βασκαντήρες) με τα βιολετιά άνθη τους, οι φυτείες από τσάι, καφέ, ζαχαροκάλαμο και κιγχόνη καθώς και οι απότομοι βράχοι που έχουν κατεύθυνσι προς τον ουρανό και σε μερικά σημεία έχουν ύψος ένα και πλέον μίλι πάνω από τη λίμνη. Τα βόδια Άνκολ με τα τεράστια κέρατα, που είχαμε ήδη θαυμάσει στο Κιγκέζι, βρίσκονται στο Ζαΐρ. Προσπαθούν να βρουν αρκετό πράσινο γρασίδι στις πλαγιές του βουνού ανάμεσα στο λαμπρό κόκκινο των δέντρων, που μοιάζουν με φλόγες, και το κίτρινο των κασσιοδέντρων.
Η θέα αλλάζει συνεχώς—ένα άνοιγμα στη γαλάζια λίμνη αποκαλύπτει τις χερσονήσους της ή την απότομη κατηφορική παραλιακή γραμμή ή τις νησίδες της που είναι διασκορπισμένες στην επιφάνεια της. Σε μια άλλη κατεύθυνοι φαίνονται βαθειές αλπινικές κοιλάδες κι εδώ κι εκεί μπορεί να δη κανείς καταρράκτες που φθάνουν στα μέσα των βουνοπλαγιών.
Υπάρχουν και άλλες εκτάσεις όπου περνάμε επί μίλια ανάμεσα σε μπανανοφυτείες. Παρατηρούμε πολλές γυναίκες που μεταφέρουν στις πλάτες μεγάλες νεροκολοκύθες μέσα σε καλάθια που κρατιώνται με μια λωρίδα που περνά πάνω από τα μέτωπα των. Η μυρωδιά αλκοόλ είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα, επειδή οι νεροκολοκύθες περιέχουν μπύρα από μπανάνες που την πηγαίνουν στην αγορά για πούλημα.
Η βόρεια ακτή της λίμνης χαρακτηρίζεται από ένα διαφορετικό είδος τοπίου: Μίλια από σκληρή μαύρη ηφαιστειακή λάβα, που εκτείνεται από το ηφαίστειο Νυαμλαγκίρα μέχρι τη λίμνη, και που εξερράγη πριν από τριάντα χρόνια. Η ανώμαλη επιφάνεια αρχίζει να καλύπτεται από βλάστησι. Πιο πέρα ακόμη, βλέπομε το Νυραγκόνγκο, ένα δεύτερο ενεργό ηφαίστειο που φαίνεται σαν ν’ αγγίζη τα σύννεφα. Στη διάρκεια της νύχτας μπορεί να δη κανείς την κορυφή του ν’ ακτινοβολή το κόκκινο της φωτιάς. Καθώς συνεχίζομε το ταξίδι μας, χαιρόμαστε που ξαναβλέπομε την οροσειρά της Βιρούνγκα, αυτή τη φορά όμως από τη μεριά του Ζαΐρ. Είναι δύσκολο να πιστέψη κανείς ότι οι κορυφές αυτών των βουνών είναι τόσο ψηλές όσο το περίφημο όρος Μάττερχορν.
Το Πάρκο της Βιρούνγκα
Αφήνοντας την αλυσίδα των ηφαιστείων πίσω μας και συνεχίζοντας το ταξίδι μας, βλέπομε ένα άλλο θαυμάσιο τοπίο: μια πεδιάδα γεμάτη από αντιλόπες, ελέφαντες και άλλα ζώα που βόσκουν ειρηνικά στο καταφύγιο τους. Η λέξις που έρχεται στο μυαλό μας είναι, «παράδεισος.» Ποταμοί, που στις όχθες τους είναι φυτεμένοι φοίνικες, ακολουθούν την πορεία τους βορείως προς τον Νείλο ενώ εκατοντάδες ιπποπόταμοι είναι ξαπλωμένοι στις όχθες τους και στα αβαθή άκρα τους. Πέρα μακρυά φαίνεται να λαμποκοπά μια ακόμη ασημένια λίμνη.
Καθώς προχωρούμε νοτίως της Μπουκαβού, τα ψηλά σύννεφα που βρίσκονται πίσω μας πρέπει να κρύβουν τα Ρουβενζόρι, τα «βουνά της Σελήνης,» που φθάνουν σε ύψος 16.791 ποδών (5.100 περίπου μέτρα).
Κατεβαίνομε μέσα από τη γεμάτη σχισμές κοιλάδα του Ρουσίζι και, ενώ κατεβαίνομε, βλέπομε το Μπουρούντι στ’ αριστερά μας. Φαίνεται ότι μοιάζει πολύ με τη Ρουάντα, εκτός από τις βαμβακοφυτείες που παρατηρούμε καθώς πλησιάζομε τη Λίμνη Τανγκανίκα.
Τι όμορφη λίμνη περιτριγυρισμένη από βουνοσειρές! Μας λέγουν ότι από κάπου εδώ οι περίφημοι εξερευνηταί Λίβινγκστον και Στάνλεϋ συνέλαβαν το θέαμα της «Κρυμμένης Ελβετίας» της Αφρικής πριν από εκατό και πλέον χρόνια. Αλλά δεν μπορούσαν να γνωρίζουν όλη την ομορφιά της. Ασφαλώς όλοι οι γεμάτοι στροφές ανώμαλοι δρόμοι μέσα απ’ αυτά τα βουνά επιφυλάσσουν πολυάριθμες εκπλήξεις που αιχμαλωτίζουν το ενδιαφέρον όλων. Αλλά θα χρειαζόμαστε πολλά χρόνια για να τα εξερευνήσουμε όλα.
Τώρα, αυτή τη στιγμή, φιλικοί άνθρωποι στέκονται στην ακτή κουνώντας τα χέρια τους και λέγοντας «Κουά χέρι!», που σημαίνει «αντίο» στη γλώσσα Σουαχίλι, ενώ το βαποράκι μας κινείται αργά προς τα νότια της λίμνης Τανγκανίκα. Αυτό που μπορούμε τώρα να κάνωμε είναι να διατηρούμε τις πολύτιμες αυτές αναμνήσεις του ταξιδιού μας ανάμεσα στο όμορφο αυτό μέρος της δημιουργίας, σ’ αυτή την «Κρυμμένη Ελβετία» που είναι στην καρδιά της Αφρικής.