ΣΥΓΓΕΝΗΣ
Άτομο που συνδέεται με κάποιο άλλο είτε μέσω κοινής καταγωγής είτε εξ αγχιστείας. Υπάρχουν αρκετές λέξεις στις πρωτότυπες γλώσσες της Αγίας Γραφής που έχουν τις ακόλουθες σημασίες και χρήσεις.
Ο όρος γκο’έλ (από το εβρ. ρήμα γκα’άλ, που σημαίνει «απολυτρώνω» ή «ξαναγοράζω») αναφέρεται στον πλησιέστερο άρρενα συγγενή ο οποίος είχε το δικαίωμα να ενεργεί ως εξαγοραστής ή εκδικητής του αίματος. «Ο εκδικητής του αίματος» έπρεπε να θανατώνει τους εκούσιους δολοφόνους. (Αρ 35:16-19) Ο Βοόζ ήταν συγγενής με τη Ναομί και τη Ρουθ ως «εξαγοραστής». (Ρθ 2:20· 3:9, 12, 13· 4:1, 3, 6, 8, 14) Ο ίδιος ο Ιεχωβά, ο Μεγάλος Πατέρας ή Ζωοδότης, είναι και Εκδικητής και Εξαγοραστής για τους υπηρέτες του.—Ψλ 78:35· Ησ 41:14· 43:14· 44:6, 24· 48:17· 54:5· 63:16· Ιερ 50:34.
Ο όρος σε’έρ (εβραϊκή λέξη που σημαίνει «οργανισμός») αναφέρεται σε έναν σαρκικό ή εξ αίματος συγγενή. Οι νόμοι του Θεού απαγόρευαν το να έχει κάποιος σεξουαλικές σχέσεις με έναν στενό «εξ αίματος συγγενή» του, όπως με τη θεία του. (Λευ 18:6-13· 20:19) Αν ένας ομοεθνής ήταν χρεωμένος σε κάποιον ξένο, τότε ένας αδελφός, θείος, εξάδελφος ή οποιοσδήποτε άλλος «εξ αίματος συγγενής» μπορούσε να τον αγοράσει ξανά. (Λευ 25:47-49) Αν κάποιος πέθαινε χωρίς να έχει γιους, κόρες, αδελφούς ή θείους, τότε ο πλησιέστερος «εξ αίματος» συγγενής λάβαινε την κληρονομιά.—Αρ 27:10, 11.
Ο όρος καρώβ (εβραϊκή λέξη που σημαίνει «κοντά») περιλαμβάνει, όχι μόνο κάποιον στενό συγγενή, αλλά και κάποιον στενό γνώριμο. Αν ένας αδελφός φτώχαινε τόσο πολύ ώστε αναγκαζόταν να πουλήσει την ιδιοκτησία του, τότε ένας «στενός συγγενής» έπρεπε να την ξαναγοράσει για λογαριασμό του. (Λευ 25:25) Ο Ιώβ λυπόταν για το ότι «οι στενοί [του] γνώριμοι» τον είχαν εγκαταλείψει, και ο Δαβίδ θρήνησε για το γεγονός ότι οι «στενοί [του] γνώριμοι» στέκονταν επίσης σε απόσταση.—Ιωβ 19:14· Ψλ 38:11.
Διάφοροι όροι συγγενικοί του ρήματος γιαδά‛ (εβραϊκή λέξη που σημαίνει «γνωρίζω», «ξέρω») μπορούσαν να σημαίνουν έναν συγγενή ή απλώς έναν γνωστό. Η Ναομί είχε «κάποιον συγγενή του άντρα της» ονόματι Βοόζ. Ο Ιηού εκτέλεσε όλα τα μέλη του οίκου του Αχαάβ, μεταξύ αυτών και «τους γνωστούς» του.—Ρθ 2:1· 2Βα 10:11.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, η λέξη συγγενής του πρωτότυπου κειμένου αναφέρεται σε έναν εξ αίματος συγγενή, αλλά δεν χρησιμοποιείται ποτέ για τη συγγένεια μεταξύ γονέων και παιδιών. Ακολουθώντας αυτόν τον κανόνα, προσέξτε ότι ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του: «Θα παραδοθείτε ακόμη και από γονείς και αδελφούς και συγγενείς και φίλους». (Λου 21:16) Όταν ο 12χρονος Ιησούς χάθηκε, οι γονείς του άρχισαν να τον ψάχνουν ανάμεσα «στους συγγενείς». (Λου 2:44) Όταν παραθέτεις συμπόσιο, συμβούλεψε ο Ιησούς, μην προσκαλείς τους «συγγενείς» σου που θα μπορούσαν να σου το ανταποδώσουν, αλλά να προσκαλείς τους φτωχούς. (Λου 14:12-14) Όταν ο Πέτρος έφερε τα καλά νέα της σωτηρίας στον Κορνήλιο, ήταν επίσης παρόντες οι «συγγενείς» του. (Πρ 10:24) Ο Παύλος, στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους, αποκάλεσε τους Ισραηλίτες συλλογικά, καθώς και αρκετά άτομα, «συγγενείς» του.—Ρω 9:3· 16:7, 11, 21.