ΜΗΤΕΡΑ
Όπως και η εβραϊκή λέξη ’αβ (πατέρας), η λέξη ’εμ (μητέρα) είναι κατά πάσα πιθανότητα ηχομιμητική, ένας από τους πρώτους ήχους που προφέρουν τα χείλη του βρέφους. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την άμεση μητέρα ενός ατόμου, ίσως τη θετή μητέρα (Γε 37:10· παράβαλε Γε 30:22-24· 35:16-19), και επίσης κάποια πρόγονο, εφόσον η σύζυγος του Αδάμ η Εύα ήταν «η μητέρα όλων όσων είναι ζωντανοί». (Γε 3:20· 1Βα 15:10) Η αντίστοιχη λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι μήτηρ. Τόσο στην εβραϊκή όσο και στην ελληνική, η λέξη που αποδίδεται «μητέρα» χρησιμοποιείται με αρκετές μεταφορικές έννοιες.
Η επιθυμία να αποκτήσουν μεγάλη οικογένεια ήταν ιδιαίτερα σφοδρή στην καρδιά των Εβραίων γυναικών λόγω της υπόσχεσης που είχε δώσει ο Θεός ότι θα έκανε τον Ισραήλ πολυπληθές έθνος και θα τους καθιστούσε το λαό μέσω του οποίου θα ερχόταν το σπέρμα της υπόσχεσης. (Γε 18:18· 22:18· Εξ 19:5, 6) Το να είναι κάποια γυναίκα άτεκνη θεωρούνταν μια από τις μεγαλύτερες δυστυχίες.—Γε 30:1.
Υπό τη διαθήκη του Νόμου η γυναίκα ήταν θρησκευτικά «ακάθαρτη» επί 40 ημέρες (7 συν 33) μετά τη γέννηση ενός αγοριού, και για διπλάσιο διάστημα, δηλαδή 80 ημέρες (14 συν 66), μετά τη γέννηση ενός κοριτσιού. (Λευ 12:2-5) Τις 7 και 14 ημέρες αντίστοιχα ήταν ακάθαρτη για όλους, περιλαμβανομένου και του συζύγου της, αλλά τις 33 και 66 ημέρες αντίστοιχα ήταν ακάθαρτη μόνο όσον αφορά τα άγια πράγματα και τα σχετικά με τις θρησκευτικές τελετουργίες στο αγιαστήριο.
Οι Εβραίες μητέρες θήλαζαν τα παιδιά τους μέχρι αυτά να γίνουν τριών ετών και μερικές φορές μέχρι την ηλικία των πέντε ετών ή παραπάνω, πιστεύοντας ότι όσο περισσότερο θήλαζε το παιδί τόσο δυνατότερο θα γινόταν. (Βλέπε ΑΠΟΓΑΛΑΚΤΙΣΜΟΣ.) Στην περίπτωση που η μητέρα πέθαινε ή δεν είχε αρκετό γάλα, προσλάμβαναν τροφό. Επομένως, η Γραφική έκφραση “νήπια και βρέφη που θηλάζουν” μπορούσε να περιλαμβάνει παιδιά σε ηλικία απογαλακτισμού, αρκετά μεγάλα ώστε να έχουν κάποια γνώση, προκειμένου να μπορούν να αινούν τον Ιεχωβά και να εκπαιδεύονται στο αγιαστήριο.—Ματ 21:15, 16· 1Σα 1:23, 24· 2:11.
Η σχέση μητέρας και παιδιών ήταν ιδιαίτερα στενή, επειδή η μητέρα είχε την άμεση φροντίδα των παιδιών μέχρι και μετά τον απογαλακτισμό τους, οπότε ο πατέρας άρχιζε να κατευθύνει την εκπαίδευση του παιδιού πιο προσωπικά. Η σπουδαιότητα της θέσης της μητέρας στο σπιτικό ήταν αναγνωρισμένη. Έπρεπε να της δείχνεται σεβασμός ακόμη και στα βαθιά γηρατειά της. (Εξ 20:12· 21:15, 17· Παρ 23:22· Δευ 5:16· 21:18-21· 27:16) Φυσικά, η θέση της ήταν πάντα δευτερεύουσα σε σχέση με του συζύγου της, τον οποίο έπρεπε να σέβεται και να υπακούει. Ως παιδί, ο Ιησούς υποτασσόταν στο θετό του πατέρα τον Ιωσήφ και στη μητέρα του τη Μαρία.—Λου 2:51, 52.
Όταν ο πατέρας είχε περισσότερες από μία συζύγους, οι γιοι ξεχώριζαν την πραγματική τους μητέρα από τις άλλες συζύγους του πατέρα τους αποκαλώντας την «μητέρα». Οι αμφιθαλείς αδελφοί διακρίνονταν από τους ετεροθαλείς με την έκφραση «γιοι της μητέρας μου».—Κρ 8:19· Γε 43:29.
Από τη μητέρα αναμενόταν να μεταδίδει τις οδηγίες και τις εντολές του πατέρα στα παιδιά και να φροντίζει να εκτελούνται. (Παρ 1:8· 6:20· 31:1) Η μητέρα επέβλεπε το σπιτικό της υπό την ηγεσία του συζύγου της. Η γέννηση και η σωστή ανατροφή των παιδιών την κρατούσαν απασχολημένη και την προστάτευαν σε μεγάλο βαθμό από το να γίνει σπερμολόγος ή να ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων. Εφόσον παρέμενε στην πίστη, αυτό αποδεικνυόταν πολύ μεγάλη προστασία για αυτήν. (1Τι 5:9-14· 2:15) Η καλή μητέρα έπρεπε να ετοιμάζει φαγητό και να φτιάχνει υφάσματα καθώς και ρούχα για τα παιδιά της και για άλλα μέλη του σπιτικού, ο δε σύζυγος και οι γιοι της μπορούσαν κάλλιστα να εγκωμιάζουν και να επαινούν μια τέτοια γυναίκα μπροστά στους άλλους.—Παρ 31:15, 19, 21, 28.
Μεταφορική Χρήση. Η λέξη «μητέρα» χρησιμοποιείται στο εδάφιο Κριτές 5:7 με την έννοια της γυναίκας που βοηθάει και φροντίζει τους άλλους. Ο Παύλος χαρακτήρισε τη γλυκύτητα που εκδήλωσε προς εκείνους στους οποίους έφερε την αλήθεια του Θεού—τα πνευματικά παιδιά του—ως τη γλυκύτητα “μητέρας που θηλάζει”.—1Θε 2:7 [τροφός, Κείμενο]· βλέπε ΗΠΙΟΤΗΤΑ.
Λόγω της στενής πνευματικής συγγένειας, οι Χριστιανές παρομοιάζονται με μητέρες και αδελφές των συγχριστιανών τους, και οι άλλοι πρέπει να τους συμπεριφέρονται με τον ανάλογο σεβασμό και αγνότητα. (Μαρ 3:35· 1Τι 5:1, 2) Οι Χριστιανές σύζυγοι που ακολουθούν το καλό παράδειγμα της συζύγου του Αβραάμ, της Σάρρας, χαρακτηρίζονται «παιδιά» της.—1Πε 3:6.
Εφόσον το σώμα του ανθρώπου έγινε «από χώμα της γης», η γη μπορεί μεταφορικά να παρομοιαστεί με “μητέρα” του. (Γε 2:7· Ιωβ 1:21) Μια πόλη περιγράφεται ως μητέρα, και οι κάτοικοί της θεωρούνται παιδιά της. Στην περίπτωση της Ιερουσαλήμ, η πόλη, ως η έδρα της κυβέρνησης, αντιπροσώπευε ολόκληρο το έθνος, και ο λαός του Ισραήλ ως άτομα θεωρούνταν παιδιά της. (Γα 4:25, 26· Ιεζ 23:4, 25· παράβαλε Ψλ 137:8, 9.) Επίσης, μια μεγάλη πόλη θεωρούνταν μητέρα των γύρω «εξαρτώμενων κωμοπόλεών» της, όρος που κατά κυριολεξία αποδίδεται «κόρες» της. (Ιεζ 16:46, 48, 53, 55· βλέπε υποσ. στο εδ. 46.) Η Βαβυλώνα η Μεγάλη, η «μεγάλη πόλη», αποκαλείται «η μητέρα των πορνών και των αηδιαστικών πραγμάτων της γης».—Απ 17:5, 18.