ΓΡΑΦΗ, 1
Η παράσταση γραμμάτων ή χαρακτήρων που δηλώνουν λέξεις ή ιδέες πάνω σε κάποια επιφάνεια. Ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, ήταν προικισμένος με την ικανότητα να μιλάει μια γλώσσα. Αρχικά, όμως, δεν θα του ήταν πολύ απαραίτητο να γράφει, αν του ήταν καν. Ο Αδάμ ήταν τότε σε θέση να χειρίζεται όλο το φάσμα της επικοινωνίας προφορικά και, ως τέλειος άνθρωπος, δεν ήταν αναγκασμένος να βασίζεται σε κάποιο γραπτό υπόμνημα για να αντισταθμίσει τυχόν ατέλειες της μνήμης. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να διέθετε την ικανότητα να επινοήσει κάποιον τρόπο με τον οποίο θα δημιουργούσε ένα γραπτό υπόμνημα. Ωστόσο, στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει κανένα άμεσο στοιχείο για το αν είχε αρχίσει να γράφει είτε πριν είτε μετά την παράβασή του.
Προβάλλεται η άποψη ότι τα λόγια «αυτό είναι το βιβλίο της ιστορίας του Αδάμ» ενδεχομένως υποδηλώνουν ότι συγγραφέας αυτού του “βιβλίου” ήταν ο Αδάμ. (Γε 5:1) Ο Π. Τζ. Γουάιζμαν, σχολιάζοντας τη φράση «αυτή είναι η ιστορία» («αυτές είναι οι απαρχές»), που εμφανίζεται συχνά σε όλη τη Γένεση, παρατηρεί: «Είναι η πρόταση με την οποία κλείνει κάθε ενότητα, και ως εκ τούτου υποδεικνύει μια προηγούμενη αφήγηση που έχει ήδη καταγραφεί. . . . Κανονικά αναφέρεται στο συγγραφέα της ιστορίας ή στον κάτοχο της πινακίδας που την περιέχει».—Νέες Ανακαλύψεις στη Βαβυλωνία για τη Γένεση (New Discoveries in Babylonia About Genesis), 1949, σ. 53.
Η εξέταση των περιεχομένων αυτών των ιστοριών εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για την ορθότητα της άποψης που προβάλλει ο Γουάιζμαν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, η ενότητα που αρχίζει με το 10ο εδάφιο του 36ου κεφαλαίου της Γένεσης θα ολοκληρωνόταν με τις λέξεις του εδαφίου Γένεση 37:2: «Αυτή είναι η ιστορία του Ιακώβ». Ωστόσο, αυτό το υπόμνημα αφορά σχεδόν εξ ολοκλήρου τους απογόνους του Ησαύ και αναφέρεται μόνο παρεμπιπτόντως στον Ιακώβ. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες που δίνονται στη συνέχεια παρουσιάζουν πολλά στοιχεία για τον Ιακώβ και την οικογένειά του. Επιπρόσθετα, αν η παραπάνω θεωρία ήταν σωστή, αυτό θα σήμαινε ότι ο Ισμαήλ και ο Ησαύ ήταν οι συγγραφείς ή οι κάτοχοι των πλέον εκτενών εγγράφων για την πολιτεία του Θεού με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται λογικό, επειδή θα παρουσίαζε εκείνους που δεν είχαν καμία συμμετοχή στην Αβραμιαία διαθήκη ως τα άτομα με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αυτή τη διαθήκη. Θα μας ήταν δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Ισμαήλ ενδιαφερόταν τόσο πολύ για γεγονότα που συνδέονταν με το σπιτικό του Αβραάμ ώστε προσπάθησε να αποκτήσει ένα λεπτομερές σχετικό υπόμνημα, ένα υπόμνημα που κάλυπτε διάστημα πολλών ετών έπειτα από την αποπομπή του ίδιου και της μητέρας του, της Άγαρ.—Γε 11:27β–25:12.
Αντίστοιχα, ο Ησαύ, ο οποίος δεν έδειχνε καμία εκτίμηση για τα ιερά πράγματα (Εβρ 12:16), δεν θα είχε κανέναν λόγο να φροντίσει για την καταγραφή ή για την απόκτηση ενός υπομνήματος που πραγματευόταν ευρέως γεγονότα της ζωής του Ιακώβ, των οποίων δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας. (Γε 25:19–36:1) Επίσης, δεν φαίνεται λογικό να συμπεράνουμε ότι ο Ισαάκ και ο Ιακώβ θα αγνοούσαν σε τέτοιον μεγάλο βαθμό την πολιτεία του Θεού μαζί τους, αρκούμενοι απλώς σε συνοπτικά στοιχεία για τη γενεαλογία κάποιων άλλων.—Γε 25:13-19α· 36:10–37:2α.
Η Γραφή Πριν από τον Κατακλυσμό. Δεν υπάρχει τρόπος να εξακριβώσουμε αν κάποια από τα περιστατικά που εξιστορούνται στο βιβλίο της Γένεσης είχαν καταγραφεί πριν από τον Κατακλυσμό, και η Αγία Γραφή δεν περιέχει στοιχεία για τη γραφή προ του Κατακλυσμού. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η οικοδόμηση πόλεων, η επινόηση μουσικών οργάνων και η κατασκευή σιδερένιων και χάλκινων εργαλείων είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από τον Κατακλυσμό. (Γε 4:17, 21, 22) Επομένως, λογικά οι άνθρωποι δεν θα είχαν δυσκολευτεί πολύ να αναπτύξουν, συν τοις άλλοις, και μια μέθοδο γραφής. Εφόσον στην αρχή υπήρχε μόνο μία γλώσσα (η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως εβραϊκή· βλέπε ΕΒΡΑΪΚΗ), και εφόσον εκείνοι που εξακολούθησαν να μιλούν αυτή τη γλώσσα, οι Ισραηλίτες, είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσαν αλφάβητο, έπεται ότι η αλφαβητική γραφή είναι δυνατόν να υπήρχε πριν από τον Κατακλυσμό.
Ο Ασσύριος Βασιλιάς Ασσουρμπανιπάλ έκανε λόγο για ανάγνωση “επιγραφών σε πέτρα από την εποχή πριν από τον κατακλυσμό”. (Φως από το Αρχαίο Παρελθόν [Light From the Ancient Past], του Τζ. Φίνεγκαν, 1959, σ. 216, 217) Αλλά αυτές οι επιγραφές μπορεί απλώς να προϋπήρχαν ενός τοπικού κατακλυσμού μεγάλων διαστάσεων ή μπορεί να αποτελούσαν αφηγήσεις που δήθεν εξιστορούσαν γεγονότα προ του Κατακλυσμού. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος «Κατάλογος των Βασιλιάδων του Σουμέρ», αφού αναφέρει ότι οχτώ βασιλιάδες βασίλεψαν 241.000 χρόνια, δηλώνει: «(Τότε) ο Κατακλυσμός σάρωσε (τη γη)». (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 265) Σαφώς, ένα τέτοιο υπόμνημα δεν είναι αυθεντικό.
Σύμφωνα με τη Βιβλική χρονολόγηση, ο παγγήινος Κατακλυσμός των ημερών του Νώε έλαβε χώρα το 2370 Π.Κ.Χ. Οι αρχαιολόγοι έχουν χρονολογήσει ως προγενέστερες πολυάριθμες πήλινες πινακίδες που έχουν φέρει στο φως. Ωστόσο αυτές οι πινακίδες δεν αναγράφουν κάποια ημερομηνία. Επομένως, οι χρονολογίες που τους έχουν δοθεί δεν είναι παρά υποθετικές και δεν τεκμηριώνουν κάποια χρονολογική σχέση με το Βιβλικό Κατακλυσμό. Για κανένα από τα τεχνουργήματα που έχουν ανασκαφεί δεν έχει εξακριβωθεί ότι ανήκε στην προκατακλυσμιαία εποχή. Οι αρχαιολόγοι που έχουν χαρακτηρίσει κάποια αντικείμενα προκατακλυσμιαία βασίστηκαν σε ευρήματα που, στην καλύτερη περίπτωση, μπορούν να εκληφθούν μόνο ως στοιχεία για έναν μεγάλο τοπικό κατακλυσμό.
Η Γραφή Μετά τον Κατακλυσμό. Μετά τη σύγχυση της αρχικής γλώσσας του ανθρώπου στη Βαβέλ, ήρθαν σε ύπαρξη διάφορα συστήματα γραφής. Οι Βαβυλώνιοι, οι Ασσύριοι και άλλοι λαοί χρησιμοποιούσαν σφηνοειδή (σε σχήμα σφήνας) γραφή, την οποία θεωρείται ότι ανέπτυξαν οι Σουμέριοι από τα πικτογράμματά τους. Υπάρχουν στοιχεία που πιστοποιούν ότι χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα περισσότερα από ένα συστήματα γραφής. Για παράδειγμα, μια αρχαία ασσυριακή τοιχογραφία απεικονίζει δύο γραμματείς: ο ένας φτιάχνει με γραφίδα σφηνοειδείς παραστάσεις σε μια πινακίδα (πιθανώς στην ακκαδική γλώσσα) και ο άλλος γράφει με πινέλο σε ένα κομμάτι δέρματος ή παπύρου (πιθανώς στην αραμαϊκή). Η αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή αποτελούνταν από μεμονωμένες πικτογραφικές παραστάσεις και γεωμετρικά σχήματα. Παρότι τα ιερογλυφικά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε επιγραφές μνημείων και τοιχογραφίες, εμφανίστηκαν δύο άλλες μορφές γραφής (αρχικά η ιερατική και μετέπειτα η δημοτική). (Βλέπε ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ.) Στα μη αλφαβητικά συστήματα, μια πικτογραφική παράσταση (ή η μεταγενέστερη γραμμική ή ρέουσα μορφή της, η οποία ήταν συχνά δυσερμήνευτη) ήταν δυνατόν να αντιπροσωπεύει το εικονιζόμενο αντικείμενο, μια ιδέα που μετέδιδε το αντικείμενο ή μια άλλη ομόηχη λέξη ή συλλαβή. Για παράδειγμα, ένα απλό σκίτσο που εικονίζει το αφτί θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην ελληνική για να ορίσει το «αφτί», την προσωπική αντωνυμία «αυτή» και το ρήμα «ακούω».
Το αλφαβητικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλίτες ήταν φωνητικό, πράγμα που σήμαινε ότι κάθε συμφωνικό γράμμα αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό συμφωνικό φθόγγο. Τους ήχους των φωνηέντων, όμως, έπρεπε να τους συμπληρώνει ο αναγνώστης, ενώ στην περίπτωση όρων που γράφονταν με τον ίδιο τρόπο αλλά είχαν διαφορετικό συνδυασμό φωνηέντων συμπέραινε από τα συμφραζόμενα ποια λέξη εννοούνταν. Αυτό δεν αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα. Ακόμη και σήμερα, τα περιοδικά, οι εφημερίδες και τα βιβλία στην εβραϊκή γλώσσα παραλείπουν σχεδόν τελείως τα φωνηεντικά σημεία.
Η Ανάγνωση και η Γραφή Ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Οι ιερείς του Ισραήλ (Αρ 5:23) και τα διακεκριμένα πρόσωπα, όπως ο Μωυσής (Εξ 24:4), ο Ιησούς του Ναυή (Ιη 24:26), ο Σαμουήλ (1Σα 10:25), ο Δαβίδ (2Σα 11:14, 15) και ο Ιηού (2Βα 10:1, 6), ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, ο δε λαός γενικά, με μερικές εξαιρέσεις, επίσης γνώριζε γραφή και ανάγνωση. (Παράβαλε Κρ 8:14· Ησ 10:19· 29:12.) Αν και η εντολή που δόθηκε στους Ισραηλίτες να γράφουν πάνω στους παραστάτες των σπιτιών τους ήταν προφανώς συμβολική, υποδήλωνε ότι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. (Δευ 6:8, 9) Ακόμη, ο Νόμος όριζε ότι ο βασιλιάς, αμέσως μετά την ενθρόνισή του, όφειλε να γράψει ένα προσωπικό αντίγραφο του Νόμου και να το διαβάζει καθημερινά.—Δευ 17:18, 19· βλέπε ΒΙΒΛΙΟ.
Παρά το γεγονός ότι τα γραπτά κείμενα μεταξύ των Εβραίων ήταν προφανώς πολύ διαδεδομένα, έχουν βρεθεί λίγες ισραηλιτικές επιγραφές. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι οι Ισραηλίτες δεν ανήγειραν πολλά μνημεία προκειμένου να εξυμνήσουν τα κατορθώματά τους. Είναι βέβαιο ότι, ως επί το πλείστον, έγραφαν με μελάνι σε πάπυρο ή περγαμηνή, πράγμα που ίσχυε και για τα βιβλία της Αγίας Γραφής, γι’ αυτό και τα γραπτά κείμενα δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθούν επί μακρόν στο υγρό χώμα της Παλαιστίνης. Ωστόσο, το άγγελμα της Γραφής διαφυλάχτηκε διαμέσου των αιώνων χάρη στις επιμελείς διαδοχικές αντιγραφές. (Βλέπε ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΑΣ· ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ· ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ.) Η ιστορία της Αγίας Γραφής είναι η μόνη που φτάνει στην αρχή του ανθρώπου και ακόμη πιο πριν. (Γε κεφ. 1, 2) Τα υπομνήματα που λαξεύτηκαν σε πέτρα και χαράχτηκαν σε πήλινες πινακίδες, πρίσματα και κυλίνδρους ενδέχεται, σε μερικές περιπτώσεις, να είναι πολύ παλιότερα από τα αρχαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής, αλλά αυτά τα υπομνήματα δεν έχουν καμία ουσιαστική επίδραση στη ζωή των ανθρώπων σήμερα—πολλά από αυτά (όπως Ο Κατάλογος των Βασιλιάδων του Σουμέρ) περιέχουν απροκάλυπτα ψεύδη. Γι’ αυτό, η Αγία Γραφή ξεχωρίζει μεταξύ των αρχαίων συγγραμμάτων ως η μοναδική που παρουσιάζει ένα βαρυσήμαντο άγγελμα το οποίο δεν αξίζει απλώς το πρόσκαιρο ενδιαφέρον μας αλλά πολύ περισσότερα.