ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ
Με τη λέξη βλασφημία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου εννοείται κατά βάση η επιβλαβής, δυσφημιστική ή υβριστική ομιλία που στρέφεται είτε εναντίον του Θεού είτε εναντίον ανθρώπων. (Παράβαλε Απ 16:11· Ματ 27:39.) Σήμερα, όμως, η λέξη «βλασφημία» έχει συνήθως πιο περιορισμένη έννοια, αναφερόμενη σε ανευλαβή ή υβριστική ομιλία εναντίον του Θεού και ιερών πραγμάτων. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, είναι το αντίθετο των λόγων λατρείας που απευθύνονται στο Θεϊκό Ον.—Βλέπε ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΛΟΓΙΑ.
Λαμβανομένου υπόψη ότι ο αρχικός αντίδικος του Θεού ονομάστηκε Διάβολος (που σημαίνει «Συκοφάντης»), είναι προφανές πως αυτός υπήρξε ο πρώτος ένοχος βλασφημίας. Παρότι αυτά που είπε στην Εύα στην Εδέμ ήταν συγκαλυμμένα και ύπουλα, ωστόσο παρουσίασαν τον Δημιουργό ως αναληθή. (Γε 3:1-5) Ως εκ τούτου, ο Σατανάς είναι ο κύριος υποκινητής της βλασφημίας από τότε μέχρι τώρα.—Ιωα 8:44-49.
Ο χαρακτήρας της “επίκλησης του ονόματος του Ιεχωβά”, η οποία άρχισε τον καιρό του Ενώς, κατά την προκατακλυσμιαία περίοδο, δεν πρέπει να ήταν ορθός και κατάλληλος, δεδομένου ότι πολύ νωρίτερα ο Άβελ αναμφίβολα απευθυνόταν στον Θεό με το θεϊκό όνομα. (Γε 4:26· Εβρ 11:4) Αν, όπως υποστηρίζουν μερικοί λόγιοι, αυτή η επίκληση του ονόματος του Θεού είχε την έννοια ότι το όνομα του Ιεχωβά χρησιμοποιούνταν εσφαλμένα και αποδιδόταν απρεπώς σε ανθρώπους ή σε ειδωλολατρικά αντικείμενα, τότε συνιστούσε βλάσφημη πράξη.—Βλέπε ΕΝΩΣ.
Ο πιστός Ιώβ ανησυχούσε μήπως, κάποια στιγμή, τα παιδιά του «καταράστηκαν τον Θεό μέσα στην καρδιά τους» μέσω αμαρτωλών σκέψεων. Μάλιστα, όταν αναγκάστηκε να υποστεί μεγάλα δεινά, ο ίδιος ο Ιώβ «δεν αμάρτησε ούτε καταλόγισε κάτι απρεπές στον Θεό» παρά τις βλάσφημες απόπειρες του Αντιδίκου να τον κάνει να “καταραστεί τον Θεό κατά πρόσωπο”. (Ιωβ 1:5, 11, 20-22· 2:5-10) Οι τρεις φίλοι του Ιώβ, είτε εκούσια είτε ακούσια, κακοπαρέστησαν τον Θεό και «κήρυξαν τον Θεό πονηρό», ενώ υπαινίχθηκαν ότι ο Ιώβ είχε μιλήσει και ενεργήσει βλάσφημα.—Ιωβ 15:6, 25· 32:3· 42:7, 8.
Η Βλασφημία υπό τη Διαθήκη του Νόμου. Οι πρώτες τρεις εντολές του «Δεκαλόγου», δηλαδή των Δέκα Εντολών, παρουσιάζουν τη μοναδική θέση του Ιεχωβά Θεού ως Παγκόσμιου Κυρίαρχου και το αποκλειστικό δικαίωμα που έχει να λατρεύεται, προειδοποιώντας επίσης: «Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσεις το όνομα του Ιεχωβά του Θεού σου με μάταιο τρόπο, γιατί ο Ιεχωβά δεν θα αφήσει ατιμώρητο εκείνον που χρησιμοποιεί το όνομά του με μάταιο τρόπο». (Εξ 34:28· 20:1-7) Το να καταραστεί κάποιος τον Θεό και να αναθεματίσει αρχηγό ήταν καταδικαστέες ενέργειες. (Εξ 22:28) Ακολούθως, η πρώτη καταγραμμένη περίπτωση φραστικής βλασφημίας αφορά ένα άτομο μεικτής καταγωγής το οποίο, ενώ πάλευε με έναν Ισραηλίτη, «άρχισε να εξυβρίζει το Όνομα και να το καταριέται». Ο Ιεχωβά όρισε για τον παραβάτη την ποινή του θανάτου διά λιθοβολισμού και καθιέρωσε αυτή την ποινή ως την αρμόζουσα τιμωρία για οποιονδήποτε στο μέλλον “εξύβριζε το όνομα του Ιεχωβά”, είτε αυτός ήταν αυτόχθων Ισραηλίτης είτε πάροικος ανάμεσά τους.—Λευ 24:10-16.
Λίγο αργότερα η μεγάλη πλειονότητα των Ισραηλιτών καταστάθηκε ένοχη ασεβούς γογγυσμού κατά του Ιεχωβά. Ως αποτέλεσμα, καταδικάστηκαν να περιπλανιούνται 40 χρόνια στην έρημο, ενώ όσοι ήταν ηλικίας 20 χρονών και πάνω καταδικάστηκαν να πεθάνουν εκεί. (Αρ 14:1-4, 11, 23, 29· Δευ 1:27, 28, 34-39) Η βλάσφημη στάση τους τούς έφερε στο σημείο να μιλούν για λιθοβολισμό των πιστών υπηρετών του Θεού. (Αρ 14:10) Παρ’ όλο που τα υβριστικά λόγια του Κορέ, του Δαθάν και του Αβιρών στρέφονταν στην πραγματικότητα εναντίον των εκπροσώπων του Θεού, του Μωυσή και του Ααρών, εντούτοις, προτού εκτελέσει ο Θεός αυτούς τους άντρες και τα μέλη του σπιτικού τους μπροστά στις σκηνές τους, ο Μωυσής είπε στους παρισταμένους: «Τότε θα γνωρίσετε σίγουρα ότι αυτοί οι άνθρωποι συμπεριφέρθηκαν στον Ιεχωβά χωρίς σεβασμό», περιφρονώντας τους θεοκρατικούς διορισμούς του.—Αρ 16:1-3, 30-35.
Ακόμη και αν κάποιος δεν εκφραζόταν εναντίον του Θεού λεκτικά, αλλά ενεργούσε αντίθετα προς τους νόμους της διαθήκης του Θεού, τότε ήταν σαν να “μιλούσε υβριστικά για τον Ιεχωβά” ή σαν να τον βλασφημούσε. Έτσι λοιπόν, ενώ στον ακούσιο παραβάτη του νόμου του Θεού εκδηλωνόταν ελεήμον στοχαστικό ενδιαφέρον, όποιος διέπραττε εσκεμμένα, εκούσια αδικήματα, είτε ήταν αυτόχθων Ισραηλίτης είτε πάροικος, έπρεπε να θανατωθεί επειδή είχε μιλήσει υβριστικά για τον Ιεχωβά και επειδή είχε περιφρονήσει το λόγο του και την εντολή του.—Αρ 15:27-31· παράβαλε Δευ 31:20· Νε 9:18, 26.
Άλλες βλάσφημες πράξεις που έχουν καταγραφεί στις Εβραϊκές Γραφές ήταν οι πράξεις των γιων του ιερέα Ηλεί (1Σα 3:12, 13) καθώς και η πράξη του ειδωλολάτρη Ασσύριου αξιωματούχου Ραβσάκη. (2Βα 19:4-6, 22, 23) Ο αθώος Ναβουθέ καταδικάστηκε για βλασφημία και θανατώθηκε με βάση τη μαρτυρία ψευδομαρτύρων. (1Βα 21:10-13) Σε μεταγενέστερη εποχή, ο Θεός καταδίκασε τους ψευδοπροφήτες που καθησύχαζαν όσους έδειχναν έλλειψη σεβασμού για τον Ιεχωβά. (Ιερ 23:16, 17) Ο Ιεχωβά προειδοποίησε ρητά ότι οι ονειδιστές του θα λάβαιναν την ανταμοιβή που τους άξιζε «στον κόρφο τους». (Ησ 65:6, 7· παράβαλε Ψλ 10:13· Ησ 8:20-22.) Εξαιτίας της αποστατικής πορείας του Ισραήλ, το όνομα του Ιεχωβά ονειδίστηκε ανάμεσα στα έθνη.—Ησ 52:4, 5· Ιεζ 36:20, 21.
Με τον καιρό, μια ραβινική διδασκαλία προώθησε την εσφαλμένη άποψη ότι τα εδάφια Λευιτικό 24:10-23 απαγόρευαν ως βλάσφημη αυτή καθαυτή την προφορά του ονόματος Ιεχωβά. Η Ταλμουδική παράδοση επίσης όριζε πως, όταν οι δικαστές σε ένα θρησκευτικό δικαστήριο άκουγαν μια μαρτυρία που εξέθετε βλάσφημα λόγια, τα οποία υποτίθεται ότι είχε πει ο κατηγορούμενος, έπρεπε να σκίσουν τα ρούχα τους, σύμφωνα με το υπόδειγμα που έθεταν τα εδάφια 2 Βασιλέων 18:37· 19:1-4.—Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια (The Jewish Encyclopedia), 1976, Τόμ. 3, σ. 237· παράβαλε Ματ 26:65.
Η «Βλασφημία» στις Ελληνικές Γραφές. Ο απόστολος Παύλος έδειξε ποια είναι η κύρια έννοια της λέξης βλασφημία του πρωτότυπου κειμένου, χρησιμοποιώντας το ρήμα βλασφημέω στο εδάφιο Ρωμαίους 2:24 όπου παραθέτει από τα εδάφια Ησαΐας 52:5 και Ιεζεκιήλ 36:20, 21 τα οποία αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Η βλασφημία περιλαμβάνει την αξίωση για κατοχή ιδιοτήτων ή προνομίων του Θεού, ή την απόδοσή τους σε άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο. (Παράβαλε Πρ 12:21, 22.) Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες κατηγόρησαν τον Χριστό Ιησού για βλασφημία επειδή αυτός είπε για ορισμένα άτομα ότι οι αμαρτίες τους είχαν συγχωρηθεί (Ματ 9:2, 3· Μαρ 2:5-7· Λου 5:20, 21), και προσπάθησαν να τον λιθοβολήσουν ως βλάσφημο λόγω του ότι δήλωνε ότι ήταν Γιος του Θεού. (Ιωα 10:33-36) Όταν ο Ιησούς στο Σάνχεδριν αναφέρθηκε στο σκοπό του Θεού για αυτόν και στην υψηλή θέση που θα του παραχωρούνταν, ο αρχιερέας έσκισε τα ρούχα του και κατηγόρησε τον Ιησού για βλασφημία, για την οποία και καταδικάστηκε ο Ιησούς ως άξιος θανάτου. (Ματ 26:63-66· Μαρ 14:61-64) Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες, μη έχοντας εξουσιοδότηση από τους Ρωμαίους να εκτελέσουν τη θανατική ποινή, άλλαξαν έξυπνα την κατηγορία τους για βλασφημία σε κατηγορία για στασιασμό όταν οδήγησαν τον Ιησού ενώπιον του Πιλάτου.—Ιωα 18:29–19:16.
Εφόσον ο Ιησούς ήταν Γιος του Θεού και άμεσος εκπρόσωπός του, όσα λέχθηκαν εναντίον του μπορούν και αυτά να οριστούν εύλογα ως βλασφημία. (Λου 22:65) Επίσης, εφόσον το άγιο πνεύμα, ή η ενεργός δύναμη, εκπορεύεται από τον Θεό και συνδέεται στενά με το πρόσωπο του Θεού, ο Ιησούς έκανε λόγο για «βλασφημία εναντίον του πνεύματος». Η βλασφημία αυτή χαρακτηρίζεται ως η ασυγχώρητη αμαρτία. (Ματ 12:31· Μαρ 3:28, 29· Λου 12:10) Η βλασφημία παρουσιάζεται να προέρχεται μέσα από την καρδιά. (Ματ 15:19· Μαρ 7:21, 22) Επομένως, η κατάσταση της καρδιάς, που γίνεται έκδηλη από τον εσκεμμένο χαρακτήρα της πράξης, πρέπει να συνδέεται με τη βλασφημία εναντίον του πνεύματος. Το περιστατικό που υποκίνησε τον Ιησού να χαρακτηρίσει μια τέτοια αμαρτία ασυγχώρητη καταδεικνύει ότι η συγκεκριμένη αμαρτία συνδέεται με εναντίωση στην επενέργεια του πνεύματος του Θεού. Η εναντίωση αυτή δεν οφειλόταν σε εξαπάτηση, ανθρώπινη αδυναμία ή ατέλεια, αλλά ήταν εκούσια και εσκεμμένη. Οι Φαρισαίοι έβλεπαν ξεκάθαρα ότι το πνεύμα του Θεού επενεργούσε στον Ιησού καθώς αυτός επιτελούσε το καλό, αλλά για ιδιοτελείς λόγους απέδωσαν αυτή τη δύναμη στον Βεελζεβούλ, τον Σατανά τον Διάβολο, βλασφημώντας έτσι το άγιο πνεύμα του Θεού.—Ματ 12:22-32· παράβαλε Εβρ 6:4-6· 10:26, 27.
Όπως και ο Ιησούς, ο Στέφανος υπέστη μαρτυρικό θάνατο κατηγορούμενος για βλασφημία. (Πρ 6:11-13· 7:56-58) Ο Παύλος, όταν ήταν γνωστός ως Σαύλος, ήταν βλάσφημος και είχε προσπαθήσει να εξαναγκάσει τους Χριστιανούς να «αποκηρύξουν την πίστη τους» (βλασφημεῖν, Κείμενο). Ωστόσο, όταν έγινε ο ίδιος μαθητής, αντιμετώπισε βλάσφημες αντιλογίες από τους Ιουδαίους, και μάλιστα στην Έφεσο κάποια στοιχεία πιθανώς χαρακτήρισαν τη διδασκαλία του βλάσφημη κατά της θεάς Αρτέμιδος. (Πρ 13:45· 19:37· 26:11· 1Τι 1:13) Μέσω αποκοπής, ο Παύλος παρέδωσε τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο «στον Σατανά ώστε μέσω διαπαιδαγώγησης να διδαχτούν να μη βλασφημούν». (1Τι 1:20· παράβαλε 2Τι 2:16-18.) Ο Ιάκωβος έδειξε ότι οι πλούσιοι, ως τάξη, είχαν την τάση να «βλασφημούν το καλό όνομα» με το οποίο ονομάζονταν οι μαθητές. (Ιακ 2:6, 7· παράβαλε Ιωα 17:6· Πρ 15:14.) Στις «τελευταίες ημέρες» οι βλάσφημοι θα αφθονούσαν (2Τι 3:1, 2), όπως προλέγει και το βιβλίο της Αποκάλυψης με διάφορες δηλώσεις και συμβολισμούς.—Απ 13:1-6· 16:9-11, 21· 17:3.