Ποια είναι η Άποψις της Βίβλου;
Απαιτεί ο Θεός Δέκατα;
Η ΑΡΧΑΙΑ συνήθεια των δεκάτων, δηλαδή η προσφορά ενός δεκάτου για θρησκευτικούς σκοπούς συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι ενορίες της Εκκλησίας της Αγγλίας συντηρούνται με «έσοδα από δέκατα.» Τα δέκατα συντηρούν, επίσης, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στο Κεμπέκ του Καναδά. Τα μέλη πολλών άλλων δογμάτων πιστεύουν ότι είναι Γραφικώς υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν ένα δέκατο του εισοδήματός των στην εκκλησία τους. Το απαιτεί αυτό πράγματι ο Θεός; Τι λέγει η Γραφή;
Οι πρώτες περιπτώσεις προσφοράς δεκάτων που αναφέρονται στην Αγία Γραφή ήσαν προαιρετικές, όχι υποχρεωτικές. Ο Αβραάμ, ο προπάτωρ των Ισραηλιτών, έδωσε στον Βασιλέα και Ιερέα Μελχισεδέκ το ένα δέκατο των λαφύρων από τη νίκη του εναντίον του Χοδολλογομόρ και των συμμάχων του. (Γέν. 14:18-20) Αργότερα, ο εγγονός του Αβραάμ Ιακώβ έκαμε μια ευχή στον Θεό, λέγοντας: «Αν ο Θεός ήναι μετ’ εμού, και με διαφυλάξη εν τη οδώ ταύτη εις την οποίαν υπάγω, και μοι δώση άρτον να φάγω, και ένδυμα να ενδυθώ, και επιστρέψω εν ειρήνη εις τον οίκον του πατρός μου, τότε ο Ιεχωβά θέλει είσθαι Θεός μου· και ο λίθος ούτος, τον οποίον έστησα διά στήλην, θέλει είσθαι οίκος Θεού· και εκ πάντων όσα μοι δώσης, το δέκατον θέλω προσφέρει εις σε.»—Γέν. 28:20-22, ΜΝΚ.
Ασφαλώς ο Αβραάμ δεν είχε επιβάλει στην οικογένειά του την πληρωμή δεκάτων σαν ένα τακτικό καθήκον. Θα ήταν περιττό για τον Ιακώβ να ορκισθή ότι θα επλήρωνε ένα δέκατο, αν ήδη βρισκόταν κάτω από αυτή την υποχρέωσι. Επί πλέον, η ευχή του Ιακώβ να προσφέρη ένα δέκατον από όλα με κανένα τρόπο δεν υπονοούσε ότι οι απόγονοί του θα ήσαν υποχρεωμένοι να κάμουν το ίδιο. Αυτή η ευχή ήταν μια ιερή υπόσχεσις, από την οποία εδεσμεύετο μόνον ο Ιακώβ.
Οι απόγονοι, όμως, του Ιακώβ, οι Ισραηλίτες, έλαβαν τελικά ένα νόμο από τον Θεό που απαιτούσε την πληρωμή δεκάτων. Ποιος ήταν ο σκοπός αυτού του νόμου; Είναι σήμερα δεσμευτικός για τους Χριστιανούς;
Ο κύριος λόγος των δεκάτων στον Ισραήλ ήταν για τη συντήρησι του ιερατείου και των υπηρεσιών του ναού, διότι ούτε στους ιερείς ούτε στα άλλα μέλη της φυλής του Λευί δεν είχε δοθή δική τους κληρονομιά γης. Η κυρία εργασία ήταν να φροντίζουν για τα πνευματικά συμφέροντα των άλλων Ισραηλιτών. Γι’ αυτόν το λόγο, τα δέκατα χρησίμευαν σαν ένα μέσον συντηρήσεως, που είχε ορισθή από τον Θεό, σαν μια πληρωμή για τις υπηρεσίες που προσφέρονταν χάριν του έθνους. Ο νόμος του Θεού έλεγε: «Αλλ’ οι Λευίται, ούτοι θέλουσιν υπηρετεί την υπηρεσίαν της σκηνής του μαρτυρίου, και ούτοι θέλουσι βαστάζει την ανομίαν αυτών· τούτο θέλει είσθαι νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς σας· και δεν θέλουσιν έχει μεταξύ των υιών Ισραήλ ουδεμίαν κληρονομίαν· διότι τα δέκατα των υιών Ισραήλ, τα οποία προσφέρουσιν υψουμένην προσφοράν προς τον Ιεχωβά, έδωκα κληρονομίαν εις τους Λευίτας.» (Αριθμ. 18:23, 24) Οι Λευίτες που δεν ανήκαν στο ιερατείο, έδιναν με τη σειρά τους, ένα δέκατο απ’ όσα είχαν λάβει, στο Ααρωνικό ιερατείο, για τη συντήρησί του.—Αριθ. 18:25-29.
Η Χριστιανική εκκλησία που αποτελεί τον «Ισραήλ του Θεού», ή ένα έθνος πνευματικών Ισραηλιτών, διαφέρει από τον φυσικό Ισραήλ. (Γαλ. 6:16) Δεν έχει ειδική ιερατική τάξι ούτε ένα σώμα ιερών λειτουργών, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να έχουν ιδιοκτησία γης, ή εμποδίζονται με άλλον τρόπο να χρησιμοποιούν τα χέρια των όσο το δυνατόν πληρέστερα για τις υλικές των ανάγκες. Όλα τα μέλη του πνευματικού Ισραήλ είναι «ιεράτευμα άγιον.» (1 Πέτρου 2:5) Έτσι, δεν χρειάζεται ο τρόπος υλικής συντηρήσεως, που ο Ιεχωβά Θεός είχε διευθετήσει για τον φυσικό Ισραήλ.
Εκτός αυτού, οι διάφορες υπηρεσίες, που γίνονταν στον ναό από τους ιερείς του Ισραήλ και τους Λευίτας, προεικόνιζαν πραγματικότητες που εξεπληρώθησαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Σχετικά με τα όσα είχε διατάξει ο Θεός στον νόμο που έδωσε στον Ισραήλ, η Βίβλος μάς λέγει: «Τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού.» (Κολ. 2:17) «Διότι ο νόμος έχων σκιάν των μελλόντων αγαθών, ουχί αυτήν την εικόνα των πραγμάτων, δεν δύναται ποτέ διά των αυτών θυσιών, τας οποίας προσφέρουσι κατ’ ενιαυτόν πάντοτε, να τελειοποιήση τους προσερχομένους.» (Εβρ. 10:1) Όταν έγινε η πραγματικότης, οι λειτουργίες που την προεικόνιζαν έπαυσαν να έχουν κάποια αξία, και τα δέκατα που συντηρούσαν αυτές τις υπηρεσίες δεν χρειάζονταν πλέον.
Η διαθήκη του Νόμου, με τις διατάξεις της για τα δέκατα, καταργήθηκε με τον θάνατο του Ιησού επάνω στο ξύλο του μαρτυρίου. Γι’ αυτό το πράγμα ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος έγραψε: «Εξαλείψας το καθ’ ημών χειρόγραφον, συνιστάμενον εις διατάγματα, . . . και αφήρεσεν αυτό εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό επί του σταυρού.» (Κολ. 2:14) Ώστε, η εντολή για την προσφορά δεκάτων, που είχε δοθή στους Ισραηλίτες, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή ως απόδειξις ότι ο Θεός απαιτεί το ίδιο από τους Χριστιανούς.
Μια εξέτασις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών δεν δείχνει πουθενά ότι τα μέλη της εκκλησίας του πρώτου αιώνος έπρεπε να πληρώνουν δέκατα. Είναι αλήθεια ότι έκαναν συνεισφορές σαν μέτρα ανακουφίσεως άλλων ομοπίστων τους που βρίσκονταν σε ανάγκη. Έδιναν επίσης βοήθεια σε πρεσβυτέρους που εργάζονταν σκληρά να ομιλούν και να διδάσκουν. Πουθενά όμως δεν διαβάζομε ότι ξεχώριζαν ένα ειδικό ποσόν από το εισόδημά τους για τέτοιες συνεισφορές.—Πράξ. 11:29· Ρωμ. 15:26· 1 Κορ. 16:1-3· Φιλ. 4:15, 16.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, η έμφασις δίδεται στην προαιρετική προσφορά που πηγάζει από την καρδιά. Διαβάζομε: «Διότι εάν προϋπάρχη η προθυμία, είναι τις ευπρόσδεκτος, καθ’ όσα έχει, ουχί καθ’ όσα δεν έχει.» (2 Κορ. 8:12) «Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης· διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.» (2 Κορ. 9:7) Είναι φανερό ότι, αν η προσφορά δεκάτων είχε επιβληθή στους Χριστιανούς, το ποσόν θα είχε ήδη καθορισθή γι’ αυτούς με κάποια ειδική εντολή.
Σχετικά με την υλική βοήθεια στους πρεσβυτέρους, στους Χριστιανούς είχαν δοθή οι εξής οδηγίες: «Οι καλώς προϊστάμενοι πρεσβύτεροι ας αξιόνωνται διπλής τιμής· μάλιστα όσοι κοπιάζουσιν εις λόγον και διδασκαλίαν. Διότι λέγει η Γραφή, ‘Δεν θέλεις εμφράξει το στόμα βοός αλωνίζοντος·’ και ‘Άξιος είναι ο εργάτης του μισθού αυτού.’» (1 Τιμ. 5:17, 18) Και πάλι δεν γίνεται λόγος για δέκατα που θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για υλική βοήθεια των πρεσβυτέρων. Επίσης, δεν πρέπει να συμπεράνωμε από το εδάφιο αυτό ότι μερικοί από τους πρεσβυτέρους ελάμβαναν ένα καθωρισμένο μισθό. Εκείνα που ελάμβαναν ήσαν προαιρετικά δώρα απ’ εκείνους που κατανοούσαν το γεγονός ότι τον χρόνο που διέθεταν οι πρεσβύτεροι για την εκκλησία, θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν για εργασία με χρηματικά οφέλη. Ο απόστολος Παύλος και άλλοι πιστοί πρεσβύτεροι, όμως, δεν απέβλεπαν σε μια τέτοια υλική βοήθεια. Αυτοί εργάζονταν με τα χέρια των για να φροντίζουν για την συντήρησί τους.—1 Θεσ. 2:9.
Έτσι, δεν υπάρχει Βιβλική απόδειξις ότι οι πρώτοι, Χριστιανοί θεωρούσαν την προσφορά δεκάτων σαν μια θεία απαίτησι. Ήταν θεία απαίτησις μόνο όσον καιρό ίσχυε η διαθήκη του Νόμου. Με την κατάργησι του Νόμου, ακυρώθηκε επίσης η εντολή για την προσφορά δεκάτων και καμμιά εντολή για δέκατα δεν είχε δοθή στη Χριστιανική εκκλησία. Οι συνεισφορές για επέκτασι των συμφερόντων της αγνής λατρείας ήσαν απολύτως προαιρετικές. Οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα ακολουθούν το πρότυπο της εκκλησίας τον πρώτου αιώνος, σχετικά μ’ αυτό το θέμα.