Κεφάλαιον 5
Ο «Αιώνιος Σκοπός» του Θεού Πραγματοποιείται στον Κεχρισμένο Του
1. Τι είδους ζωή στην γη σκοπεύει ο Θεός να δώση στην ανθρωπότητα;
Η ΖΩΗ του ανθρώπου στη γη μπορεί να είναι ωραία. Η ζωή του Δημιουργού του ανθρώπου είναι ωραία. Είναι θέλημά Του να είναι εξ ίσου ωραία και η ζωή της ανθρώπινης δημιουργίας Του. Η ανθρωπότης έχει καταστρέψει την ύπαρξί της. Αυτό όμως δεν το έκαμαν όλα τα μέλη της. Παρά την αποτυχία τής ανθρωπότητος έως τώρα, ο φιλάγαθος σκοπός του Θεού είναι να έχουν την ευκαιρία άνδρες και γυναίκες να κάμουν τη ζωή στη γη ωραία για τον εαυτό τους.
2. (α) Με τι είδους ζωή ξεκίνησε το ανθρώπινο γένος; (β) Ποιο πράγμα δείχνει αν ο Θεός «προώρισε» για τον άνθρωπο να λάβη την πορεία που οδηγεί στον θάνατο;
2 Στην αρχή η ζωή του ανθρωπίνου γένους ήταν ωραία. Έκαμε την έναρξί της σχεδόν πριν από έξη χιλιάδες χρόνια σ’ έναν επίγειο Παράδεισο. Η ζωή εκεί ήταν ευχάριστη, γι’ αυτό και ο τόπος εκείνος ωνομάσθηκε Παράδεισος της Εδέμ ή Παράδεισος Τρυφής. (Γένεσις 2:8, Μετάφρασις Ντουέ) Οι πρώτοι ανθρώπινοι γονείς μας, ο πρώτος άνδρας και η πρώτη γυναίκα, ήσαν τέλειοι, με πλήρη υγεία και είχαν την προοπτική να μην πεθάνουν ποτέ. Ως άνθρωποι ήσαν θνητοί, αλλά ενώπιόν των υπήρχε η ευκαιρία που τους έδωσε ο Δημιουργός των να ζουν στον Παράδεισο της Εδέμ για πάντα, αιώνια. Έτσι ο ουράνιος Ζωοδότης των μπορούσε να γίνη Αιώνιος Πατέρας των. Δεν τους προώριζε να πεθάνουν με το να λάβουν την πορεία που θα ωδηγούσε στο θάνατο. Η επιθυμία του ήταν να ζουν αιώνια και να είναι τα αιώνια τέκνα του. Μετά από τρεις χιλιάδες χρόνια και πλέον εξέφρασε τα ειλικρινή του αισθήματα γι’ αυτό το ζήτημα όταν είπε στον εκλεκτό του λαό:
«Μήπως εγώ θέλω τωόντι τον θάνατον του ανόμου, λέγει Ιεχωβά ο Θεός, και ουχί το να επιστρέψη από των οδών αυτού και να ζήση;»—Ιεζεκιήλ 18:23, ΜΝΚ.
3. Αφού ήθελε ο Θεός να ζη το ανθρώπινο γένος στον Παράδεισο, ποιο ερώτημα εγείρεται κατ’ ανάγκην σήμερα;
3 Ο Δημιουργός λοιπόν, δεν επιθυμούσε να στραφή στην ‘ασέβεια’ το αθώο ανθρώπινο ζεύγος που ήταν στον Παράδεισο της Εδέμ και να γίνη άξιο θανάτου. Η επιθυμία του ήταν να ζουν και να συνεχισθή η ζωή τους για να δουν όλη τη γη κατάλληλα γεμάτη με απογόνους τόσο τελείους και ευτυχείς όσο ήσαν και οι ίδιοι, με ειρηνική, στοργική σχέσι με τον Δημιουργό τους, τον ουράνιο Πατέρα τους. Εν τούτοις, σήμερα, όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν και η μολυσμένη αυτή γη μας πολύ απέχει από το να είναι παράδεισος. Γιατί αυτό; Ο Δημιουργός του ανθρώπου έκαμε να γραφή η εξήγησις στη Βίβλο.
4. Γιατί ήταν παράξενο να εμφανισθή ένα φίδι σ’ έναν άνθρωπο στον Παράδεισο;
4 Ο τόπος ήταν ο Παράδεισος της Εδέμ, και εδώ αρχίζει το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου της Γενέσεως. Όλες οι κατώτερες μορφές των επιγείων πλασμάτων ήσαν υποτελείς στους πρώτους ανθρώπινους γονείς μας, στον Αδάμ και την Εύα. Αυτοί δεν εφοβούντο κανένα απ’ αυτά τα κατώτερα επίγεια πλάσματα, ούτε και τα φίδια ακόμη. Υπήρχαν φίδια μέσα στον Παράδεισο της Εδέμ και ήταν ενδιαφέρον να τα παρατηρή κανείς. Θαυμαστός ήταν ο τρόπος της μετακινήσεώς των, χωρίς άκρα στο σώμα τους· ήταν μια εκδήλωσις της πολυποίκιλης σοφίας του Θεού στο να σχεδιάζη. Ήταν όμως συνεσταλμένα πλάσματα. Η Γένεσις 3:1 κάνει ένα σχόλιο πάνω σ’ αυτό το είδος του ερπετού, λέγοντας: «Ο δε όφις [ναχάς] ήτο το φρονιμώτερον πάντων των ζώων του αγρού, τα οποία έκαμε Ιεχωβά ο Θεός.» Το φίδι, λοιπόν, αντί να ενεδρεύη για να βλάψη τον άνθρωπο, είχε την τάσι ν’ αποσύρεται από κάθε επαφή με ανθρώπους. Αλλά, μολονότι φαίνεται παράδοξο, ο όφις ήταν ευδιάκριτος είτε βρισκόταν στο έδαφος, είτε πάνω σ’ ένα δένδρο. Γιατί;
5. Γιατί ήταν παράδοξο που έθεσε ο όφις ένα ερώτημα στην Εύα και γιατί δεν ήταν έμμεσα η φωνή του Θεού;
5 Το εδάφιο Γένεσις 3:1 προχωρεί και λέγει, «Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου;» Πώς τώρα το φίδι είχε ακούσει ένα τέτοιο πράγμα; Ή πώς κατάλαβε ένα τέτοιο πράγμα; Και πώς συνέβη να μην είχε μιλήσει ποτέ προηγουμένως στον Αδάμ, τον σύζυγο της γυναίκας; Πώς συνέβη να μπορή μάλιστα να μιλήση με ανθρώπινη γλώσσα; Ποτέ άλλοτε δεν είχε μιλήσει ένα φίδι σ’ έναν άνθρωπο, ούτε έχει συμβή ξανά αυτό από τότε. Η Εύα δεν φαντάστηκε ότι σαν κάποιος να της μιλούσε. Δεν ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό της μέσα στο νου της, μόνο στη σκέψι της. Η ανθρωποειδής φωνή φαινόταν να προέρχεται από το στόμα του φιδιού. Πώς μπορούσε να γίνη αυτό; Η μόνη άλλη φωνή που είχε ακούσει η Εύα εκτός από τη φωνή του συζύγου της Αδάμ μέσα στον παράδεισο ήταν η φωνή του Θεού, αλλά άμεσα, όχι μέσω κάποιου κατωτέρου πλάσματος, ενός ζώου. Σύμφωνα με όσα είπε το φίδι, καθ’ όλα τα φαινόμενα, η φωνή δεν ήταν η φωνή του Θεού. Η φωνή ρώτησε την Εύα τι είχε πει ο Θεός.
6. Με τι τρόπο ενεργούσε ο ερωτών που εχρησιμοποίησε τον όφι να θέση το ερώτημα και γιατί απήντησε η Εύα;
6 Όταν η Εύα απάντησε στην ερώτησι, μίλησε, όχι σ’ εκείνο το φίδι, αλλά στο αόρατο νοήμον πλάσμα που χρησιμοποίησε το φίδι σαν έναν εγγαστρίμυθο. Ήταν αυτός ο αόρατος νοήμων ομιλητής φιλικός προς τον Θεό ή ήταν κάτι άλλο; Ασφαλώς η μέθοδος που χρησιμοποίησε αυτός ο αόρατος ομιλητής για να μιλήση στην Εύα ήταν απατηλή, οδηγώντας την να νομίζη ότι το φίδι ήταν εκείνο που μιλούσε. Εκείνος ο ομιλητής που έκαμε την ερώτησι έκρυβε την ταυτότητά του πίσω από ένα ορατό φίδι κι έτσι ενεργούσε απατηλά. Η Εύα, όμως, δεν επρόσεξε και δεν κατάλαβε ότι αυτός ο ομιλητής που χρησιμοποίησε το φίδι προσπαθούσε κακόβουλα να την απατήση. Η Εύα ανύποπτα έδωσε την απάντησί της.
«Και είπεν η γυνή προς τον όφιν, Από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν· από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, διά να μη αποθάνητε.»—Γένεσις 3:2, 3.
7. Από ποιον έλαβε η Εύα την πληροφορία της για το δένδρο που ήταν στο μέσον του κήπου;
7 Η Εύα, χαρακτηρίζοντας το δένδρο αυτό ως ‘το δένδρον το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου,’ εννοούσε το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού. Και πώς εγνώριζε η Εύα για το δένδρο εκείνο; Πρέπει να της το είχε πει ο Αδάμ, ως προφήτης του Θεού. Πριν από τη δημιουργία της Εύας, όταν ο Αδάμ ήταν μόνος, του είχε πει ο Θεός: «Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γένεσις 2:16, 17) Σύμφωνα με τα λόγια της Εύας, ο Θεός είχε πει επίσης να μη εγγίσουν το απαγορευμένο δένδρο. Η Εύα λοιπόν δεν είχε άγνοια της ποινής για την παράβασι του νόμου του Θεού. Η ποινή ήταν θάνατος.
8. Τι φανερώνει αν ο αόρατος ερευνητής ζητούσε απλώς να λάβη πληροφορία;
8 Αν ο αόρατος ομιλητής που ήταν πίσω από το φίδι ζητούσε απλώς πληροφορίες, θα ετερμάτιζε τη συνομιλία όταν του δόθηκαν αυτές οι πληροφορίες. Αν το φίδι ήταν εκείνη τη στιγμή στο μέσον του παραδείσου πού ευρίσκετο το απαγορευμένο δένδρο ή αν ήταν στο έδαφος ή επάνω στο δένδρο, δεν αναφέρεται. Η ομιλία, τουλάχιστον, ήταν για κείνο ‘το δένδρον το οποίον ήτο εν μέσω του παραδείσου.’
9, 10. Πώς ο αόρατος ομιλητής πίσω από τον όφιν έγινε ένας ψεύτης, Διάβολος, Σατανάς;
9 Πώς μπορούσε ένα απλό φίδι να γνωρίζη ή να δικαιούται να λέγη αυτά που άκουσε τώρα η Εύα να λέγωνται; «Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.»—Γένεσις 3:4, 5.
10 Εδώ ο αόρατος ομιλητής που ήταν πίσω από το ορατό φίδι απεδεικνύετο ψεύτης, διότι έλεγε το αντίθετο μ’ αυτά που είπε ο Ιεχωβά Θεός. Επειδή ο αόρατος ομιλητής είπε ότι ο Θεός είχε κακά ελατήρια που απαγόρευσε στον Αδάμ και στην Εύα να φάγουν από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, έγινε συκοφάντης, Διάβολος απέναντι του Ιεχωβά Θεού. Δεν ενδιαφερόταν στοργικά για την αιώνια ζωή της Εύας, αλλ’ εμηχανεύετο να προκαλέση το θάνατό της. Στην πραγματικότητα, προσπαθούσε ν’ απομακρύνη απ’ αυτήν τον φόβο του θανάτου, όχι θανάτου από τα χέρια του, αλλά θανάτου από τα χέρια του Ιεχωβά Θεού λόγω παραβάσεως της γνωστής προσταγής του. Ο αόρατος ομιλητής εναντιώθηκε στον Θεό κι έτσι έγινε Σατανάς, που σημαίνει Εναντιούμενος. Ενδιαφερόταν να κάμη και κάποιον άλλον να εναντιωθή στον Θεό και να θέση και άλλον έναν με το μέρος του Σατανά. Ξέρομε ποιος είπε στην πραγματικότητα αυτό το ψεύδος και τη συκοφαντία. Δεν ήταν ο όφις!
11. Πώς τότε η Εύα δεν έδειξε πιστότητα στον Θεό και σεβασμό στον σύζυγό της και άφησε τον εαυτό της να πειρασθή;
11 Δυστυχώς, η Εύα δεν αμφισβήτησε αυτή την ψευδή και συκοφαντική δήλωσι. Δεν ανεγνώρισε σ’ αυτή την περίπτωσι την ηγεσία του συζύγου της Αδάμ και δεν πήγε να τον ρωτήση αν επεδοκίμαζε ή όχι την ιδιοτελή της ενέργεια σ’ αυτό το ζήτημα. Εκείνος θα μπορούσε να αποκαλύψη την απάτη. Αλλά η Εύα άφησε τον εαυτό της ν’ απατηθή πλήρως. Δέχθηκε την εσφαλμένη ιδέα που της παρουσίασε ένας ψεύτης, συκοφάντης και εχθρός του Θεού, του ουρανίου Πατέρα της. Άφησε να εκλείψη ο φόβος της τρομερής ποινής λόγω παρακοής. Άφησε να δημιουργηθή στην καρδιά της η ιδιοτελής επιθυμία. Άφησε τον εαυτό της να παρασυρθή απ’ αυτή την επιθυμία και να δελεασθή. Ο Θεός είχε πει ότι θα ήταν κακό και γι’ αυτήν και για τον Αδάμ να φάγουν τον απαγορευμένο καρπό, αλλ’ αυτή απεφάσισε να καθορίζη μόνη της τι ήταν κακό και τι ήταν καλό. Απεφάσισε λοιπόν ν’ αποδείξη ψεύτη τον ουράνιο Πατέρα και Θεό της. Τώρα λοιπόν όταν η Εύα παρετήρησε το δένδρο της φάνηκε πολύ ελκυστικό.
12. Τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό, ποια ασυγχώρητη παράβασι διέπραξε η Εύα;
12 «Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε.» (Γέν. 3:6) Με αυτόν τον τρόπο έγινε παραβάτις απέναντι του Θεού, αμαρτωλή. Το γεγονός ότι απατήθηκε πλήρως δεν την εδικαιολόγησε. Έχασε την ηθική της τελειότητα.
13. Με το να φάγη ο Αδάμ, τι παρέλειψε να κάμη και τι αποτέλεσμα έφερε στον εαυτό του;
13 Ο σύζυγός της δεν ήταν εκεί να προλάβη την ανεξάρτητη ενέργειά της. Όταν αυτή κατόπιν τον συνήντησε, χρησιμοποίησε πειστικότητα για να τον κάμη να φάγη, επειδή αυτός με κανένα τρόπο δεν απατήθηκε. Δεν θέλησε ν’ αποδείξη ότι εκείνος που είχε μιλήσει μέσω του όφεως ήταν ψεύτης και να υπερασπίση τον Ιεχωβά Θεό ως εκείνον που χρησιμοποιεί την παγκόσμιο κυριαρχία Του μ’ ένα δίκαιο και επωφελή τρόπο. Τι συνέβη, λοιπόν, όταν ο Αδάμ ενώθηκε με την Εύα στην παράβασι; Η Γένεσις 3:6, 7 μας λέγει:
«Και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε. Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα.»
14. Τι ωδήγησε τον Αδάμ και την Εύα να καταδικάσουν τους εαυτούς των ως ενόχους πριν ο Θεός τούς καταδικάση και τι έκαμαν όταν τους επλησίασε ο Θεός;
14 Έγιναν τώρα ‘όμοιοι με τον Θεό, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν’ καθ’ ότι δεν παρεδέχοντο πια τους κανόνες του καλού και του κακού όπως είχαν τεθή από τον Ιεχωβά Θεό, αλλά οι ίδιοι άρχισαν ν’ αποφασίζουν τι ήταν καλό και τι ήταν κακό. Εν τούτοις, οι συνειδήσεις των άρχισαν να τους ενοχλούν. Αισθάνθηκαν ότι ήσαν εκτεθειμένοι και εχρειάζοντο κάλυμμα. Η σωματική τους γυμνότης δεν ήταν πια καθαρή, αθώα κατάστασις στα όμματά τους, με την οποία να εμφανισθούν ενώπιον του Ιεχωβά Θεού. Άρχισαν λοιπόν να ράβουν για να καλύψουν τα ιδιαίτερα μέρη των που τους είχε δώσει ο Θεός για τον έντιμο σκοπό της αναπαραγωγής του είδους των. Κάτω από την καταδικαστική μαρτυρία της συνειδήσεώς των κατεδίκασαν τον εαυτό τους, προτού ακόμη τους καταδικάση ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά. Γι’ αυτό διαβάζομε τα εξής:
«Και άκουσαν την φωνήν Ιεχωβά του Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω προς το δειλινόν και εκρύφθησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Ιεχωβά του Θεού, μεταξύ των δένδρων του παραδείσου. Εκάλεσε δε Ιεχωβά ο Θεός τον Αδάμ, και είπε προς αυτόν, Πού είσαι; Ο δε είπε, Την φωνήν σου ήκουσα εν τω παραδείσω, και εφοβήθην, διότι είμαι γυμνός· και εκρύφθην. Και είπε προς αυτόν ο Θεός, Τις εφανέρωσεν εις σε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε να μη φάγης;»—Γένεσις 3:8-11.
15. (α) Τι φανερώνει ότι δεν μετενόησαν ο Αδάμ και η Εύα; (β) Τι είπε τότε ο Θεός στον όφι;
15 Ας προσέξωμε τώρα και θα ιδούμε ότι δεν υπάρχει έκφρασις μετανοίας εκ μέρους του Αδάμ και της Εύας, αλλά μάλλον μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν: Κάποιος άλλος ήταν ένοχος. «Και είπεν ο Αδάμ, Η γυνή την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και έφαγον. Και είπε Ιεχωβά ο Θεός προς την γυναίκα, Τι είναι τούτο το οποίον έκαμες; Και η γυνή είπεν, Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον.» (Γένεσις 3:12, 13) Οι δικαιολογίες, όμως, δεν αθώωσαν αυτούς τους εκούσιους παραβάτες. Και τι θα λεχθή για τον όφι;
«Και είπε Ιεχωβά ο Θεός προς τον όφιν, Επειδή έκαμες τούτο, επικατάρατος να ήσαι μεταξύ πάντων των κτηνών, και πάντων των ζώων του αγρού· επί της κοιλίας σου θέλεις περιπατεί, και χώμα θέλεις τρώγει, πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.»—Γένεσις 3:14, 15, ΜΝΚ.
16, 17. (α) Τα λόγια του Θεού προς τον όφιν σε ποιον εφηρμόζοντο πραγματικά; (β) Με τι παρωμοίωσε αυτή την ταπείνωσι ένας συγγραφεύς του πρώτου αιώνος;
16 Αυτή δεν ήταν μια κατάρα σε όλη την οικογένεια των όφεων. Φαινομενικά τα λόγια του Θεού απευθύνοντο σ’ εκείνον τον κατά γράμμα όφιν, αλλ’ ο Θεός εγνώριζε ότι εκείνος απλώς ήταν θύμα που χρησίμευε σαν όργανο ενός υπερανθρώπινου, αοράτου πνευματικού προσώπου, ενός ο οποίος έως τότε ήταν ένας ευπειθής ουράνιος υιός του Θεού. Αυτός ο πνευματικός υιός άφησε επίσης τον εαυτό του να παρασυρθή και να δελεασθή από μια ιδιοτελή επιθυμία. Ήταν μια επιθυμία να κυριαρχήση πάνω στο ανθρώπινο γένος, ανεξάρτητα από την παγκόσμια κυριαρχία του Ιεχωβά. Άφησε αυτή την επιθυμία να ριζώση στην καρδιά του και την καλλιέργησε ώσπου έγινε γόνιμη και τον έκαμε να γίνη παραβάτης και στασιαστής κατά του Υπέρτατου Κυρίου Ιεχωβά. Αυτός ο πνευματικός παραβάτης έγινε τότε ψεύτης, συκοφάντης ή Διάβολος και εναντιούμενος ή Σατανάς, εκεί ακριβώς στον Παράδεισο της Εδέμ.
17 Όπως υπονοήθηκε από την ταπείνωσι που απηγγέλθη σ’ εκείνον τον όφιν που έπεσε θύμα, ο Θεός εταπείνωσε αυτόν τον νεοεμφανισθέντα Ψεύτη, τον Διάβολο και Σατανά. Ένας Βιβλικός σχολιαστής του πρώτου αιώνος παρομοιάζει αυτή την ταπείνωσι σαν ‘να έχη ριφθή ο Σατανάς στον Τάρταρο,’ που σημαίνει σε μια αποδοκιμασμένη κατάστασι πνευματικού σκότους χωρίς διαφώτισι από τον Θεό.—2 Πέτρου 2:4.
Ο ΚΕΧΡΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΟΕΛΕΧΘΗ
18. Ποιο νέο πράγμα ανηγγέλθη εδώ και ποια τα χαρακτηριστικά του;
18 Εδώ ο Ιεχωβά Θεός συνέλαβε ένα νέο σκοπό και τον έκαμε γνωστό. Είχε εμφανισθή ο ψευδόμενος Σατανάς ο Διάβολος, και τώρα ο σκοπός του Θεού ήταν να εγείρη έναν Κεχρισμένον, έναν Χριστόν ή έναν Μεσσίαν, κατά τη γλώσσα του Αδάμ. (Δανιήλ 9:25) Ο Θεός εχαρακτήρισε αυτόν τον Κεχρισμένον, τον Μεσσίαν, ως το «σπέρμα» της «γυναικός.» Ο Θεός θα έθετε έχθραν μεταξύ αυτού του Κεχρισμένου και του Σατανά του Διαβόλου, που τώρα εσυμβολίζετο από τον όφι. Αυτή η έχθρα θα εξετείνετο επίσης για να είναι μεταξύ του Κεχρισμένου και του «σπέρματος» του Μεγάλου Όφεως.
19. (α) Σε ποια διαμάχη θα κατέληγε αυτή η «έχθρα»; (6) Γιατί ο Κεχρισμένος του σκοπού του Ιεχωβά έπρεπε να είναι ουράνιος;
19 Η έχθρα που προελέχθη θα κατέληγε σε μια μάχη που θα είχε οδυνηρά αποτελέσματα, αλλά θα τελείωνε με νίκη του «σπέρματος» της «γυναικός.» Ο Μέγας Όφις, Σατανάς ο Διάβολος, σαν ένα φίδι που δαγκάνει την πτέρνα του ποδιού (Γένεσις 49:17), θα προξενούσε μια πληγή στην πτέρνα του «σπέρματος» της γυναικός. Αυτή η πληγή της πτέρνας δεν θ’ απέβαινε μοιραία. Θα εθεραπεύετο, για να μπορέση το «σπέρμα» της γυναικός να συντρίψη μοιραία την κεφαλή του Μεγάλου Όφεως. Έτσι ο Μέγας Όφις θα εξοντώνετο και το «σπέρμα» του μαζί. Ένα ζωτικό πράγμα που πρέπει να σημειωθή σ’ αυτή τη διαμάχη είναι το εξής: Για να συντρίψη το «σπέρμα» της γυναικός την κεφαλή του Μεγάλου Όφεως, Σατανά του Διαβόλου, έπρεπε το «σπέρμα» της γυναικός να είναι ένα ουράνιο πνευματικό πρόσωπο, όχι απλώς ένας ανθρώπινος γυιος μιας γυναίκας στη γη. Γιατί αυτό; Διότι ο Μέγας Όφις είναι ένα υπερανθρώπινο πνευματικό πρόσωπο, ένας στασιαστικός ουράνιος υιός του Θεού. Ένα απλό ανθρώπινο «σπέρμα» μιας επίγειας γυναίκας δεν θα ήταν αρκετά ισχυρό για να καταστρέψη τον αόρατο Σατανά τον Διάβολο, που βρίσκεται στο πνευματικό βασίλειο. Γι’ αυτό, ο Κεχρισμένος του σκοπού του Ιεχωβά έπρεπε να είναι ένας ουράνιος Μεσσίας.
20. Ποια λοιπόν είναι η ‘γυνή’ του εδαφίου Γένεσις 3:15;
20 Τι θα λεχθή, λοιπόν, τότε για τη ‘γυναίκα’ της οποίας το «σπέρμα» είναι ο Κεχρισμένος ή Μεσσίας; Κι αυτή, επίσης, πρέπει να είναι ουράνια. Όπως ακριβώς ο όφις που καταδικάσθηκε σε συντριβή της κεφαλής του δεν ήταν εκείνο το κατά γράμμα φίδι που χρησιμοποιήθηκε για ν’ απατήση την Εύα, έτσι και η ‘γυναίκα’ της προφητείας του Ιεχωβά που αναφέρεται στην Γένεσι 3:15 δεν ήταν μια κατά γράμμα γυναίκα της γης. Η Εύα ήταν προσωπικά παραβάτις του θείου νόμου και παρέσυρε τον σύζυγό της Αδάμ στην παράβασι. Έτσι αυτή η ίδια δεν ήταν αξία να είναι η προσωπική μητέρα του υποσχεμένου «σπέρματος.» Η ‘γυναίκα’ της θείας προφητείας πρέπει να είναι μια συμβολική γυναίκα. Είναι ακριβώς όπως όταν ο Ιεχωβά Θεός μιλή για τον εκλεκτό του λαό σαν να είναι σύζυγός του, γυναίκα του, λέγοντας σ’ αυτόν: «Επιστρέψατε, υιοί αποστάται, λέγει ο Κύριος· διότι εγώ έγεινα σύζυγός σας.» (Ιερεμίας 3:14· 31:31, Λήσερ [31:32, ΜΝΚ]) Με όμοιο τρόπο η ουράνια οργάνωσις των αγίων αγγέλων του Θεού είναι σαν μια σύζυγος του Ιεχωβά Θεού και είναι η ουράνια μητέρα του «σπέρματος.» Αυτή είναι η ‘γυναίκα.’ Μεταξύ αυτής της «γυναικός» και του Όφεως θέτει έχθρα ο Θεός.
Ο ΑΡΧΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΤΥΧΗ
21. Μήπως θα απετύγχανε τώρα ο αρχικός σκοπός του Θεού για τη γη λόγω της παραβάσεως που έγινε;
21 Τι θα λεχθή, όμως, για τον σκοπό του Θεού εν σχέσει με τη γη, όπως εδηλώθη στον Αδάμ και στην Εύα στο τέλος της έκτης δημιουργικής ‘ημέρας’; Μήπως επρόκειτο τώρα ν’ αποτύχη λόγω της παραβάσεως της Εύας και του Αδάμ, που ήσαν άξιοι θανάτου; Ο αρχικός αυτός σκοπός ήταν να γίνη όλη η επιφάνεια της γης ένας Παράδεισος κατοικημένος από τους απογόνους του πρώτου, του αρχικού ανδρός και γυναικός στη γη, του Αδάμ και της Εύας. Η αποτυχία είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβή στον εκπεφρασμένο σκοπό του Θεού. Κανένας Σατανάς και Διάβολος δεν μπορεί να κάμη ν’ αποτύχη ο σκοπός του Θεού και να καταισχύνη τον Θεό. Το γεγονός ότι ο αρχικός σκοπός του Θεού επρόκειτο ακόμη να προχωρήση σε θριαμβευτική εκπλήρωσι καταδεικνύεται απ’ αυτό που προελέχθη τώρα στη γυναίκα Εύα από τον Ιεχωβά Θεό, τον Ανώτατο Κριτή.
22. (α) Από ποιους θα εγίνετο η κατοίκησις της γης; (β) Ήταν λογικό να πιστεύεται ότι η συντριβή της κεφαλής του Όφεως θα απέβαινε προς ωφέλεια της ανθρωπότητος;
22 «Προς δε την γυναίκα είπε, Θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπας θέλεις γεννά τέκνα· και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει.» (Γένεσις 3:16) Αυτό εσήμαινε ότι θα επετρέπετο η γέννησις και άλλων κατοίκων της γης απ’ αυτό το αρχικό ανθρώπινο ζεύγος. Συνεχίσθηκε ως τώρα και σήμερα μιλούν ανησυχητικά για «πληθυσμιακή έκρηξι.» Επειδή ο Μέγας Όφις, Σατανάς ο Διάβολος, προκάλεσε τον θάνατο όλων των απογόνων του ανθρωπίνου ζεύγους, προφανώς η συντριβή της «κεφαλής» του Μεγάλου Όφεως θα κατέληγε προς όφελος των απογόνων εκείνων οι οποίοι επλήγησαν από την παράβασί του. Πώς ακριβώς; Αυτό ήταν κάτι που θα το αποσαφήνιζε ο Ιεχωβά Θεός στον ωρισμένο καιρό. Αυτό θα συντελούσε στην επιτυχία του αρχικού σκοπού του Θεού.
23-25. (α) Πότε απαγγέλθηκε στον Αδάμ η καταδίκη σε θάνατον για την παράβασί του; (6) Με ποια έννοια, λοιπόν, πέθανε ο Αδάμ την ημέρα που έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και τι θα λεχθή για τους απογόνους του;
23 Τελικά, ήλθε η σειρά του ανδρός, του τρίτου κατά σειράν παραβάτου. Ο Θεός του είχε πει ότι την ημέρα κατά την οποία θα έτρωγε από τον απαγορευμένο καρπό εξάπαντος θα πέθαινε. (Γένεσις 2:17) Για να γεννήση τέκνα με οδύνας η σύζυγός του Εύα, θα εχρειάζετο να ζήση ο Αδάμ ως σύζυγός της και πατέρας των τέκνων της. Πώς λοιπόν έγινε εκείνο για το οποίο ο Θεός τον είχε προειδοποιήσει;
24 Η Γένεσις 3:17-19 διευκρινίζει το πώς: «Προς δε τον Αδάμ είπεν, Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε λέγων, Μη φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου· με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε· και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού· εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.» Με αυτά τα καταδικαστικά λόγια, ο Ιεχωβά Θεός απήγγειλε θανατική ποινή για τον παραβάτη και μάλιστα την ίδια μέρα που ο Αδάμ έκανε την παράβασι.
25 Από τη δικαστική άποψι του Θεού, ο Αδάμ πέθανε την ίδια εκείνη μέρα, και η παραβάτις σύζυγός του Εύα επίσης πέθανε. Εξέλιπε από αμφότερους η ευκαιρία και η προοπτική να ζουν παντοτινά με ευτυχία στον Παράδεισο της Εδέμ. Ο Αδάμ ήταν τότε νεκρός λόγω της παραβάσεώς του. Μπορούσε από τότε να μεταδώση στους απογόνους του μέσω της Εύας μόνο μια θνήσκουσα ύπαρξι και καταδίκη, λόγω κληρονομημένης ανθρώπινης ατέλειας. Όλοι οι απόγονοί του θα έλεγαν, όπως είπε και ο ψαλμωδός Δαβίδ ύστερα από χιλιάδες χρόνια: «Ιδού, συνελήφθην εν ανομία, και εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου.» (Ψαλμός 51:5) Σε όλη την αμαρτωλή ανθρωπότητα ο Θεός μπορεί να λέγη, όπως είπε και στον εκλεκτό του λαό: «Ο προπάτωρ σου ημάρτησεν.» (Ησαΐας 43:27) Όλο το ανθρώπινο γένος πέθανε με τον Αδάμ την ημέρα που ο Ανώτατος Κριτής του απήγγειλε την ποινή για την αμαρτία του. Μετά την απαγγελία της ποινής του, ο φυσικός θάνατος ήταν αναπόφευκτος για τον Αδάμ.
26. Ακόμη και όταν μια «ημέρα» θεωρήται ως χίλια χρόνια, πώς πέθανε ο Αδάμ την ημέρα της παραβάσεώς του και τι έπαυσε να είναι;
26 ‘Το βιβλίον της ιστορίας του Αδάμ’ πολύ κατάλληλα μας λέγει τα εξής: «Και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας· και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.» (Γένεσις 5:1-5) Έζησε 930 χρόνια, δηλαδή εβδομήντα χρόνια λιγώτερα από τα χίλια. Κανένας από τους απογόνους του δεν έζησε χίλια χρόνια πλήρη, ο γηραιότερος, ο Μαθουσάλας, έζησε μόνο εννεακόσια εξήντα εννέα χρόνια. (Γένεσις 5:27) Ακόμη και από τη θεία άποψι της χιλιετούς ημέρας, ο Αδάμ πέθανε μέσα στην πρώτη χιλιετή «ημέρα» της υπάρξεως του ανθρωπίνου γένους. Που πήγε όταν πέθανε; Η «ψυχή» του (νέφες) δεν είχε ληφθή από τον ουρανό και δεν ‘επέστρεψε’ εκεί. Επέστρεψε στο χώμα της γης, διότι, όπως είπε ο Θεός, απ’ εκεί είχε ληφθή ο Αδάμ. Έπαυσε τότε να είναι μια «ψυχή ζώσα.» (Γένεσις 2:7) Έπαυσε να υπάρχη. Όταν η σύζυγός του Εύα πέθανε και αυτή επίσης έπαυσε να είναι μια «ψυχή ζώσα.» Δεν υπήρχε ψυχή που να ζη για πάντα σύμφωνα με τη Βαβυλωνιακή θρησκευτική μυθολογία.
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
27. Σε ποιο μέρος της γης εφαρμόσθηκε η κατάρα εναντίον της και τι εσήμαινε η καλλιέργεια της καταραμένης γης από τον Αδάμ γι’ αυτόν και για την Εύα;
27 Η διατύπωσις της θείας καταδίκης στον Αδάμ, ιδιαίτερα τα λόγια «κατηραμένη . . . η γη», εσήμαιναν ότι ο Αδάμ επρόκειτο να χάση τον Παράδεισο. Και τον έχασε. Ο Παράδεισος δεν υπέστη κατάρα ένεκα της παραβάσεως της Εύας και του Αδάμ· εξακολούθησε να είναι ένας τόπος ζωής, έχοντας ακόμη μέσα του το «δένδρο της ζωής.» Η Γένεσις 3:20-24 μας πληροφορεί:
«Και εκάλεσεν ο Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού, Εύαν διότι αυτή ήτο μήτηρ πάντων των ζώντων. Και έκαμε ο Ιεχωβά ο Θεός εις τον Αδάμ και εις την γυναίκα αυτού χιτώνας δερμάτινους, και ενέδυσεν αυτούς. Και είπε Ιεχωβά ο Θεός, Ιδού, έγεινεν ο Αδάμ ως εις εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως·—Όθεν Ιεχωβά ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ διά να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη. Και εξεδίωξε τον Αδάμ· και κατά ανατολάς του παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα Χερουβείμ, και την ρομφαίαν την φλογίνην την περιστρεφομένην, διά να φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής.»
28. Γιατί η αιώνια ζωή δεν ήταν πια δυνατή για τον Αδάμ;
28 Ο Ιεχωβά Θεός, που έχει την εξουσία του θανάτου, απεμάκρυνε τον άνθρωπο από το δένδρο της ζωής, για να επιβάλη την ποινή του θανάτου στον Αδάμ. Η σύζυγος του Αδάμ συνώδευσε τον σύζυγό της για να γίνη μητέρα των τέκνων του. Η αφήγησις δεν αναφέρει αν ο Θεός εξέβαλε και το φίδι που είχε χρησιμοποιηθή για να δελεάση την Εύα. Δεν ήταν πια δυνατόν να ζήσουν αιώνια ο Αδάμ και η Εύα.
29. (α) Πώς τώρα ο Θεός έθεσε «έχθρα» μεταξύ της γυναικός και του «όφεως»; (β) Πώς ο πρόσθετος σκοπός του Θεού σχετικά με τον Κεχρισμένο του ενίσχυσε τον αρχικό του σκοπό για τη γη και γιατί μπορούμε να χαίρωμε;
29 Δεν υπάρχει αναγραφή ότι, έξω από τον κήπο της Εδέμ, η Εύα έμαθε τους γυιους της να μισούν τα φίδια. Αλλά η οργάνωσις των αγίων αγγέλων του Θεού, η αληθινή «γυνή» που υπενοείτο στη θεία προφητεία της Γενέσεως 3:15, άρχισε αμέσως να μισή τον Μέγαν Όφιν, Σατανά τον Διάβολο. Η αγάπη για τον Ιεχωβά Θεό ως τον ουράνιο σύζυγό της υπεκίνησε την ομοία με γυναίκα οργάνωσι να ενεργή έτσι. Ο Θεός πράγματι έστησε έχθραν μεταξύ της «γυναικός» Του και του Μεγάλου Όφεως. Το πότε θα παρήγε το «σπέρμα» που θα συνέτριβε την κεφαλή του Μεγάλου Όφεως υπήρχε στον σκοπό του Ιεχωβά Θεού. Είχε συλλάβει τώρα τον σκοπό του σχετικά με τον Κεχρισμένο του, τον Μεσσία του, και έκαμε γνωστό αυτό το γεγονός στον ουρανό και στη γη πριν από έξη χιλιάδες χρόνια σχεδόν. Αυτό έγινε πριν από πολλούς αιώνες. Ο πρόσθετος αυτός σκοπός ενίσχυσε τον αρχικό σκοπό του Θεού για μια Παραδεισιακή γη και έκαμε βεβαία την εκπλήρωσί του. Ο αναλλοίωτος Θεός εμμένει ακόμη στον σκοπό εκείνο που είχε κάμει γνωστό σχετικά με τον Κεχρισμένο Του, τον Μεσσία Του. Μπορούμε πολύ να χαρούμε που αυτός ο σκοπός θριαμβεύει τώρα για το καλό του ανθρώπου.