Ο Προδοτικός «Κακός Δούλος» και τα Πρότυπά Του
«Η ‘ΑΞΙΣ ΣΑΛΛΥ’ υπό Επιτήρησιν τον Ιούλιο.» Αυτά έγραφε μια επικεφαλίς της εφημερίδος Τάιμς Νέας Υόρκης, 8ης Απριλίου 1961. Ποια είναι αυτή η Άξις Σάλλυ; Είναι μια Αμερικανίς καλλιτέχνις, που πήγε στη Γερμανία να σπουδάση μουσική στη δεκαετία του 1930. Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τραγουδούσε τη νύχτα από το ραδιόφωνο ένα ερωτοπαθές σειρηνικό τραγούδι στους Αμερικανούς στρατιώτας, δελεάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τη μάχη και να γυρίσουν στα σπίτια των. Γιατί; Μήπως είχε προσηλυτισθή στη Ναζιστική ιδεολογία; Όχι, διόλου! Τραγουδούσε λαμβάνοντας αμοιβή, και ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια του Ναζιστικού ραδιοφωνικού δικτύου.
Το σημερινό αυτό παράδειγμα απιστίας επαναφέρει στη μνήμη τον πρώτο διαβόητο προδότη της Αμερικής, έναν Μπένεντικτ Άρνολντ. Ένας περήφανος και αλαζονικός τύπος που ήταν πάντοτε σε φιλονεικία με τα ιθύνοντα σώματα των αποικιών και περιπαθώς αγαπούσε την πολυδάπανη ζωή και το υλικό κέρδος, επώλησε τις υπηρεσίες του στον εχθρό του λαού του τον καιρό που ο λαός του πολεμούσε για την ανεξαρτησία του. Επέρασε τις τελευταίες του μέρες σε μια ξένη χώρα, κοινωνικώς εξωστρακισμένος και πολύ δυστυχής.
Μολονότι το ενδιαφέρον μας ενταύθα δεν είναι για τους πολιτικούς αλλά για τους θρησκευτικούς προδότας, οι πολιτικοί αυτοί προδόται ρίχνουν φως στα δύο βασικά χαρακτηριστικά των προδοτών, δηλαδή, την υπερηφάνεια και την απληστία. Καταπνίγουν τη σύνεσι, τη δικαιοσύνη και την αγάπη χάριν ιδιοτελούς κέρδους. Αφού ο άνθρωπος πρέπει να ζη με τον εαυτό του και δεν είναι καλό να είναι μόνος, ο προδότης είναι υποχρεωμένος να κάμη τη ζωή αθλία για τον εαυτό του.
Μέσα στην Αγία Γραφή προεξέχουν τρεις προδόται: Ο Αχιτόφελ, ο άλλοτε σύντροφος το Βασιλέως Δαβίδ· ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο άλλοτε μαθητής του Ιησού Χριστού, κι ο «πονηρός δούλος,» άλλοτε σύντροφος του «πιστού και φρονίμου δούλου» της εποχής μας, στην παρούσα ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Ο τελευταίος, όμως, δεν είναι ένα απλούν άτομον, αλλά μια τάξις προδοτών.
Η λέξις «προδότης» είναι μια από τις πιο αηδιαστικές εκφράσεις της γλώσσης, χειρότερη ακόμη σε παράλληλη έννοια από τη λέξι «υποκριτής.» Προδότης είναι ένας που είναι προδοτικός, αναξιόπιστος, άπιστος, ψευδής, άνομος. Η ίδια αυτή λέξις εμφαίνεται στο κατά Λουκάν 6:16, όπου ο κατάλογος των δώδεκα αποστόλων τελειώνει με τις λέξεις, και Ιούδαν τον Ισκαριώτην, όστις και έγεινε προδότης.»
ΑΧΙΤΟΦΕΛ
Εκείνο, που κάνει ένα άτομο να γίνη προδότης περιγράφεται κατάλληλα από τον υπερήφανο και άπληστο Αχιτόφελ. Ένας προδότης είναι συχνά ασυνήθως λαμπρός· εκείνο που του λείπει είναι η ειλικρίνεια κι η αγάπη. Ένας τέτοιος προδότης ήταν ο Αχιτόφελ, σύμβουλος το Βασιλέως Δαβίδ, σχετικά με τον οποίον εγράφη: «Και η συμβουλή του Αχιτόφελ, την οποίαν έδιδε κατ’ εκείνας τας ημέρας, ήτο ως εάν τις ήθελε συμβουλευθή τον Θεόν· ούτως ενομίζετο πάσα συμβουλή του Αχιτόφελ και εις τον Δαβίδ και εις τον Αβεσσαλώμ.» Γιατί μετεβλήθη σε προδότη; Η ιστορία δεν αναφέρει, αλλά το συμπέρασμα είναι σαφές ότι ο Αχιτόφελ προσεχώρησε στον στασιασμό του Αβεσσαλώμ έναντι το πατρός του Βασιλέως Δαβίδ, διότι εφαίνετο εντελώς βέβαιον ότι ο Αβεσσαλώμ θα επετύγχανε. Αλλ’ ο Ιεχωβά εφρόντισε να εξελιχθούν αλλιώς τα πράγματα.—2 Σαμ. 16:23.
Ο Αβεσσαλώμ, ένας προσφιλής γυιός του Βασιλέως Δαβίδ, ήταν πολύ ωραίος άνδρας. Κάποτε είχε εξορισθή, επειδή εφόνευσε έναν από τους ετεροθαλείς αδελφούς του λόγω του ότι εβίασε την αδελφή του Θάμαρ. Ο Δαβίδ ευσπλάγχνως τον συνεχώρησε και τον αποκατέστησε στη βασιλική αυλή. Με σκληρή αγνωμοσύνη γι’ αυτό το έλεος, ο Αβεσσαλώμ κατέστρωσε σχέδια για την απομάκρυνσι των καρδιών του λαού από τον πατέρα του και κατόπιν εξεκόλαψε μια συνωμοσία για να σφετερισθή τον θρόνο του πατέρα του, επιτυγχάνοντας να πείση και τον Αχιτόφελ ακόμη να ταχθή με αυτόν. Όταν το έμαθε αυτό ο Δαβίδ, προσηυχήθη: «Ω Ιεχωβά, δέομαί σου, διασκέδασον την βουλήν του Αχιτόφελ.»—2 Σαμ. 15:12, 31, ΜΝΚ.
Η πονηρία του Αχιτόφελ αναγράφεται για μας σ’ έναν από τους ψαλμούς του Δαβίδ: «Επειδή δεν με ωνείδισεν εχθρός, το οποίον ήθελον υποφέρει· δεν ηγέρθη επ’ εμέ ο μισών με· τότε ήθελον κρυφθή απ’ αυτού· αλλά συ, άνθρωπε ομόψυχε, οδηγέ μου, και γνωστέ μου· οίτινες συνομιλούμεν μετά γλυκύτητος, συνεπορευόμεθα εις τον οίκον του Θεού. Έκαστος εκτείνει τας χείρας αυτού επί τους ειρηνεύοντας μετ’ αυτού· αθετεί την συνθήκην αυτού. Το στόμα αυτού είναι απαλώτερον βουτύρου, αλλ’ εν τη καρδία αυτού είναι πόλεμος· τα λόγια αυτού είναι μαλακώτερα ελαίου, πλην είναι ξίφη γυμνά.»—Ψαλμ. 55:12-14, 20, 21.
Ο Δαβίδ, εκτός του ότι προσηυχήθη στον Θεό να ματαιώση τη βουλή του Αχιτόφελ, έκαμε και ό,τι μπορούσε γι’ αυτόν τον σκοπό, δηλαδή, έστειλε τον σύμβουλόν του Χουσαΐ να προσποιηθή υποταγή στον Αβεσσαλώμ και ν’ αποκρούση τη σοφή συμβουλή του Αχιτόφελ. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ιεχωβά απήντησε στην προσευχή του Δαβίδ, διότι όταν ο Αχιτόφελ έδωσε καλή συμβουλή, ο Χουσαΐ συνεβούλευσε αλλιώς, ο δε Αβεσσαλώμ επρόσεξε τον Χουσαΐ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Αβεσσαλώμ έχασε την πρωτοβουλία, στο τέλος δε και τη ζωή του επίσης. Όσο για τον ματαιόδοξο και υπερήφανο Αχιτόφελ, όταν αυτός είδε ν’ απορρίπτεται η καλή συμβουλή του, επέστρεψε στον οίκον του, «διέταξε τα του οίκου αυτού, εκρεμάσθη, και απέθανε.»—2 Σαμ. 17:14, 23.
ΙΟΥΔΑΣ Ο ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ
Ο Αχιτόφελ απετέλεσε ένα κατάλληλο πρότυπο του πιο κακοφήμου, του πιο διαβοήτου προδότου όλων των καιρών, Ιούδα του Ισκαριώτου, ο οποίος επρόδωσε τον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, για το ευτελές ποσόν των τριάντα αργυρίων. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης είχε εκλεγή να είναι ένας από τους δώδεκα αποστόλους, αφού ο Ιησούς εδαπάνησε όλη τη νύχτα σε προσευχή κι έτσι, αναμφιβόλως, η καρδιά του δεν ήταν τότε κακή, διότι αλλιώς ο Ιησούς δεν θα τον είχε εκλέξει για να είναι ένας από τους τετιμημένους δώδεκα. Βαθμηδόν, όμως, ο τιμώμενος αυτός άφησε την ιδιοτέλεια να μπη στην καρδιά του. Φαίνεται ότι αυτός ήταν Ιουδαίος, ενώ οι λοιποί από τους δώδεκα ήσαν Γαλιλαίοι, οι δε Ιουδαίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους πολύ καλύτερον από τους Γαλιλαίους.
Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης είχε διορισθή ταμίας της ομάδος που ακολουθούσε τον Ιησούν, ιδιαίτερα των δώδεκα, πολύ πιθανόν διότι είχε καλύτερη εκπαίδευσι. Με την πάροδον του χρόνου, όμως, άφησε την ιδιοτέλεια να τον κυριεύση. Επειδή ήταν πλήρως έμπιστος, ήξερε πώς θα μπορούσε να κλέψη από το γενικό ταμείο χωρίς να το γνωρίση κανένας, και δεν εδίστασε να υποχωρήση σ’ αυτόν τον πειρασμό. Καθόσον η καρδιά του εχειροτέρευε, ο Ιησούς το παρετήρει αυτό, και γι’ αυτό αναγινώσκομε ότι «ήξευρεν εξ αρχής ο Ιησούς, τίνες είναι οι μη πιστεύοντες, και τις είναι ο μέλλων να παραδώση αυτόν.» «Δεν έκλεξα εγώ εσάς τους δώδεκα, και είς από σας είναι διάβολος;»—Ιωάν. 6:64, 70.
Εδώ βλέπομε στον Ιούδα τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του προδότου: υπερηφάνεια και απληστία. Ο Ιησούς Χριστός είχε αφήσει ουράνια δόξα για να υπηρετήση Θεόν κι ανθρώπους ανιδιοτελώς ως ένας απλούς άνθρωπος· αλλ’ ο Ιούδας ο Ισκαριώτης τον ακολούθησε για ιδιοτελές όφελος. Ζούσε μια ζωή ψεύδους. Μπορούσε να υπάρχη κάτι τα πιο άπιστο; Αλλ’ ο Ιούδας δεν επρόκειτο ν’ απαλλαγή απ’ αυτό. Αργά ή γρήγορα η αλήθεια θα εξεδηλώνετο. Ήλθε η περίπτωσις που βρήκε σφάλμα στη Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου και της Μάρθας, επειδή έχρισε τον Ιησούν με βαρύτιμον μύρον. Ο Ιούδας αντέτεινε: «Δια τι τούτο το μύρον δεν επωλήθη τριακόσια δηνάρια, και εδόθη εις τους πτωχούς;» Ο Ιησούς τον επέπληξε, λέγοντας: «Τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε.»—Ιωάν. 12:5, 8.
Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης θα μπορούσε να εννοήση αυτή την επίπληξι, αν η αντίρρησίς του ήταν ειλικρινής, αλλά δεν ήταν. Ο Ιωάννης μάς λέγει γιατί αντέτεινε: «Ουχί διότι έμελεν αυτόν περί των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το γλωσσόκομον, και εβάσταζε τα βαλλόμενα εις αυτό.» Σε μια μοχθηρή, λοιπόν, μανία του ο Ιούδας ο Ισκαριώτης πήγε «προς τους αρχιερείς, και είπε, Τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια. Και από τότε εζήτει ευκαιρίαν δια να παραδώση αυτόν.»—Ιωάν. 12:6· Ματθ. 26:14-16.
Ο βαθμός της απιστίας του Ιούδα καθίσταται ακόμη πιο καταφανής, όταν παρατηρήσωμε ότι είχε το θράσος να ερωτήση, «Μήπως εγώ είμαι Ραββί;» όταν είπε ο Ιησούς ότι ένας από τους δώδεκα θα τον επρόδιδε. Και τι πονηρία καρδίας, που συνέλαβε την ιδέα να προδώση τον Διδάσκαλόν του μ’ ένα φίλημα, σύμβολο της αφοσιώσεως, που προσεποιείτο ότι είχε για τον Ιησούν και που εχρησίμευσε για να τον υποδείξη αλάνθαστα, σε περίπτωσι που η νύχτα ή οι σκιές της καθιστούσαν αμφίβολο το ποιος ήταν ο Ιησούς Χριστός.—Ματθ. 26:25, 48, 49.
Ο πανούργος προδότης ησθάνθη κατόπιν τύψιν συνειδήσεως αλλά μάταια· πήγε εκεί απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Η προδοτιική του πράξις δεν ωφείλετο στο ότι υπέπεσε προς στιγμήν σ’ ένα σφάλμα, όπως ήταν η απάρνησις του Διδασκάλου του από τον Πέτρο. Όχι, με τον Ιούδα ήσαν αναμεμιγμένα υπερηφάνεια, απληστία, μοχθηρία, υποκρισία, δολοπλοκία κι εσκεμμένη εμμονή σε μια προκαθωρισμένη πορεία. Προφανώς ο Ιησούς τον εχαρακτήρισε ως «υιόν της απωλείας» και είπε ότι «καλύτερον ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή.» Καλύτερον, διότι όχι μόνο δεν αποκτά ζωή ο ίδιος, αλλά και καλύπτεται από μομφή και καταφρόνησι.—Ιωάν. 17:12· Ματθ. 26:24, ΜΝΚ.
Ο «ΚΑΚΟΣ ΔΟΥΛΟΣ»
Όπως ο Βασιλεύς Δαβίδ ήταν ένας τύπος του Ιησού Χριστού, έτσι κι ο προδότης Αχιτόφελ απεδείχθη ότι ήταν εικών του Ιούδα του Ισκαριώτου. Εξ άλλου, αυτός κι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης προεσκίαζαν τον «κακόν δούλον,» σχετικά με τον οποίον ο Ιησούς προεφήτευσε: «Εάν δε είπη ο κακός εκείνος δούλος εν τη καρδία αυτού, Βραδύνει να έλθη ο κύριός μου· και αρχίση να δέρη τους συνδούλους, να τρώγη δε και να πίνη μετά των μεθυόντων, θέλει ελθεί ο κύριος του δούλου εκείνου καθ’ ην ημέραν δεν προσμένει, και καθ’ ην ώραν δεν εξεύρει· και θέλει αποχωρίσει αυτόν, και το μέρος αυτού θέλει θέσει μετά των υποκριτών· εκεί θέλει είσθαι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων.»—Ματθ. 24:48-51.
Πρέπει ν’ αναμένεται ότι θα ίδωμεν αυτόν τον «κακόν δούλον» σήμερα. Γιατί αυτό; Διότι αυτά τα λόγια του Ιησού σχετικά με τον κακό δούλο αποτελούν μέρος της μεγάλης προφητείας του Ιησού που βρίσκει την εκπλήρωσί της από το έτος 1914. Απ’ εκείνο το έτος είδαμε τους πρωτοφανείς πολέμους, λιμούς, λοιμούς, σεισμούς και το παγκόσμιο κήρυγμα τούτου του ευαγγελίου της Βασιλείας όπως προελέχθη στο κατά Ματθαίον 24:7-14.
Εν τούτοις, όπως παρετηρήθη ήδη, δεν πρέπει ν’ αναμένεται ότι αυτός ο κακός δούλος θα είναι ένα μεμονωμένο άτομο αλλά μάλλον μια ομάς ατόμων. Έτσι, ο Ιεχωβά, στον Ησαΐα 43:20, ομιλεί για το έθνος των μαρτύρων του τότε και στη σημερινή εποχή όχι μόνο στον πληθυντικό αριθμό ως «μάρτυρας,» αλλά και στον ενικό αριθμό ως τον «δούλόν μου.» Αυτό συμφωνεί με το γεγονός ότι ο «πιστός και φρόνιμος δούλος,» τον οποίον ο Ιησούς εμνημόνευσε ταυτόχρονα, είναι επίσης μια ομάς ατόμων. Όπως παρετηρήθη κατ’ επανάληψιν στις σελίδες αυτού του περιοδικού, αυτός ο «πιστός και φρόνιμος δούλος» συνίσταται από εκείνους που έχουν εναπομείνει εκ του υπολοίπου του σώματος του Χριστού που είναι ακόμη στη γη και συνδέεται με τους μάρτυρας του Ιεχωβά της κοινωνίας Νέου Κόσμου.—Ματθ. 24:45-47.
Από τα λόγια του Ιησού καταφαίνεται ότι ο κακός δούλος είναι προδότης. Πως το δείχνει αυτό; Δέρνοντας τους συνδούλους του και συναναστρεφόμενος εκείνους που είναι κακόφημοι στα όμματα του Θεού, «τους μεθύοντας» πνευματικώς. Μήπως δέρνει τους συνδούλους με κατά γράμμα ράβδον; Όχι, διότι οι νόμοι της χώρας δεν θα το επέτρεπαν αυτό. Μάλλον, επιζητεί να προξενήση οδύνη στους συνδούλους του με σκληρά και πικρά λόγια, με συκοφαντία, με ψευδή προπαγάνδα, με δηλώσεις, για τις οποίες δεν δίδεται απόδειξις, ούτε μπορεί πράγματι να δοθή. Αυτό το πράττει και προφορικώς και δια του τύπου. Είναι όπως ο Διοτρεφής, για τον οποίον ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Ο φιλοπρωτεύων αυτών . . . δεν δέχεται ημάς . . . φλυαρών εναντίον ημών με λόγους πονηρούς.»—3 Ιωάν. 9, 10.
Εκείνοι, που αποτελούν την τάξι του «κακού δούλου», φρονούν ότι έχουν ένα παράπονο. Μπορεί να έχουν επιπληχθή, όπως κι ο Ιούδας, ή να τους αφηρέθησαν προνόμια υπηρεσίας, ή ίσως να μην μπόρεσαν να συμβαδίσουν με την πρόοδο που έγινε στην κατανόησι της αληθείας ή στις μεθόδους διεξαγωγής του έργου του Θεού. Αλλ’ αν εξήταζαν ειλικρινώς τις καρδιές των, θα ηναγκάζοντο να ομολογήσουν ότι επί πολύν καιρό οι καρδιές των δεν ήσαν δίκαιες και ότι τώρα η ιδιοτέλεια με τη μορφή της υπερηφανείας ή επιθυμίας για ιδιοτελές όφελος, τους κεντά τυφλά να προχωρήσουν.
Η πνευματική αυτή τυφλότης και η αγάπη αποκτήσεως κέρδους για τον εαυτό τους συμβαδίζουν όπως τονίζει ο Ιησούς: «Ο λύχνος του σώματος είναι ο οφθαλμός· εάν λοιπόν ο οφθαλμός σου ήναι καθαρός, παν το σώμά σου θέλει είσθαι φωτεινόν· εάν όμως ο οφθαλμός σου ήναι πονηρός, όλον το σώμά σου θέλει είσθαι σκοτεινόν. Εάν λοιπόν το φως το εν σοι ήναι σκότος, το σκότος πόσον; Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύη . . . Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και Μαμμωνά.»—Ματθ. 6:22-24.
Πρέπει μήπως να μας ανησυχή αυτή η τάξις του «κακού δούλου»; Όχι, διόλου. Μήπως δεν είχε προλεχθή ότι θα ενεφανίζετο στην εποχή μας; Θυμηθήτε δε ότι ο Ιησούς επίσης είπε: «Είναι ανάγκη να έλθωσι τα σκάνδαλα· πλην ουαί εις τον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου το σκάνδαλον έρχεται.»—Ματθ. 18:7.
Όταν, λοιπόν, αντιμετωπίζωμε λόγια που ελέχθησαν από μερικούς, οι οποίοι άλλοτε ήσαν ενωμένοι μ’ εμάς και τώρα εναντιώνονται, πρέπει να διερωτηθούμε: Ποια είναι η διανοητική διάθεσις; Είναι σε αρμονία με τα εδάφια 1 Κορινθίους 13:4-8; Ή μήπως διαπνέεται από πνεύμα μοχθηρίας, αμφιβολίας και διαμάχης; Είναι ένα χαροποιό, εποικοδομητικό, ειρηνικό άγγελμα, ακριβώς το αντίθετο; Μήπως συνδέεται με εμπορικότητα; Μήπως υπάρχει εταιρισμός με τους εχθρούς του λαού του Θεού, όπως στην περίπτωσι του Αχιτόφελ και του Ιούδα του Ισκαριώτου;
Η έκθεσις των γεγονότων, που έγινε από τον «πιστόν και φρόνιμον δούλον», εδημοσιεύθη για να την αναγνώσουν όλοι σε βιβλία όπως το Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στον Θείο Σκοπό και Πίστις εν Πορεία. Παρατηρήστε τον χαροποιό στοργικό και φιλάγαθο τόνο, τη λογική, τις αποδείξεις, και των Γραφών και των παραδεδεγμένων γεγονότων. Παρατηρήστε τους καρπούς του έργου που κατευθύνεται από τον «πιστόν και φρόνιμον δούλον»: την απόδοσι μεγαλωσύνης στο όνομα του Ιεχωβά, την αριθμητική αύξησι των Χριστιανών διακόνων, την καθαρή κοινωνία του Νέου Κόσμου. Αν όλες αυτές οι αποδείξεις είναι πειστικές, και πρέπει πράγματι να είναι, τότε προσέξτε τα εδάφια Ρωμαίους 16:17, 18, μη σχετιζόμενοι μ’ εκείνους που επιτίθενται κι επιζητούν να διασπάσουν το ευγενές αυτό έργον, διότι με τα έργα των προδίδουν ότι ανήκουν στην τάξι του «κακού δούλου.»
[Εικόνες στη σελίδα 587]
Ahithophel
Judas Iscariot