‘Συ Είσαι η Ελπίς μου, Ιεχωβά, το Θάρρος μου εκ Νεότητός Μου’
Αφήγησις υπό Χέρμαν Μίκελσεν
ΤΟ 1897, όταν ήμουν ηλικίας δώδεκα ετών, ζούσαμε στο μικρό νησί Μπόρνχολμ της Δανίας. Ένας φίλος της οικογενείας που ωνομαζόταν Σβεν Σβένσον, που είχε διαβάσει ένα βιβλίο εκδόσεως της Εταιρίας Σκοπιά με τον τίτλο «Η Χαραυγή της Χιλιετηρίδος,» έσπευσε βιαστικά στο σπίτι μας. Με το ένα χέρι κρατούσε το βιβλίο με το άλλο, χτυπούσε το γόνατο του, και με μια φωνή γεμάτη συγκίνησι έκραζε: «Έχω εδώ ένα βιβλίο που ασφαλώς έχει την αλήθεια, και θέλω να πω στη γιαγιά Πέτερσεν [την μητέρα της μητέρας μου] ότι ο παππούς δεν είναι σε κάποιο πύρινο άδη, όπως είπε ο ιεροκήρυξ στην κηδεία του.»
Η γιαγιά ήταν τόσο ευτυχισμένη ώστε έκραξε κι’ εκείνη: «Οι προσευχές μου πήραν απάντησι!»
Έτσι άρχισε στο σπίτι μας μια σχεδόν εικοσιτετράωρη αδιάκοπη Γραφική μελέτη. Στη διάρκεια της νύχτας, αν έκλειναν τα μάτια του μπαμπά μου, ο Σβένσον ρωτούσε: «Κοιμάσαι; Άκουσες τι είπα;» Και συνέχιζαν.
Το πρωί ο εκ πατρός πάππους μου, που ήταν δάσκαλος στην Λουθηρανή εκκλησία, ήλθε περαστικός από το σπίτι. Αμέσως ήρθαν στο νου τα γραφικά εδάφια που έδειχναν ότι η εκκλησία εδίδασκε πράγματα αντίθετα με τη Γραφή. Ο πάππους προσπαθούσε να υποστηρίξη την εκκλησία αλλά δεν μπορούσε να υπερισχύση, διότι ο Σβεν είχε τη Γραφή κι’ ένα βιβλίο που την εξηγούσε. Αρχίσαμε να θέτωμε την ελπίδα μας και την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά.
Η οικογένειά μας άρχισε να δείχνη βαθύ ενδιαφέρον για τον Λόγο της αληθείας του Θεού, αλλ’ ο παππούς Μίκελσεν δεν ήθελε να εγκαταλείψη την εκκλησία του. Ο Σβεν συνέχιζε οπωσδήποτε να τον επισκέπτεται. Ένα βράδυ ο παππούς ρώτησε τη γιαγιά: «Απορώ γιατί ο Σβένσον δεν ήλθε απόψε;» Εκείνη απήντησε: «Έπρεπε να είσαι ευχάριστος· εσύ πάντοτε εναντιώνεσαι.» Αλλ’ εκείνος απήντησε: «Όχι! Έχει δίκηο· απλώς δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί του στο ότι καταδικάζει την εκκλησία.» Έτσι ο πάππους συνέχισε να πηγαίνη στην εκκλησία, αλλ’ είπε στα μέλη της εκκλησίας τα πράγματα που είχε μάθει από τη Γραφή, όπως ότι ο «Άδης» είναι, ο τάφος μάλλον παρά ένας τόπος πύρινου βασανισμού.
Κατόπιν μια μέρα όταν πήγε στην εκκλησία είδε δύο μεγαλόσωμους νέους να του φράττουν την είσοδο. Δεν ήταν πια ευπρόσδεκτος! Όταν ο Σβένσον άκουσε ότι ο πάππους μου δεν ήταν πια δεκτός στην εκκλησία, του είπε: «Αυτή είναι η πρώτη φορά που η εκκλησία σού έκαμε κάποιο καλό!»
Από τότε ήμαστε όλοι ενωμένοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά, και είχαμε τακτικές συναθροίσεις στο σπίτι του παππού. Έτσι έμαθα να θέτω στον Ιεχωβά «το θάρρος μου εκ νεότητός μου.»—Ψαλμ. 71:5.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΩΔΗΓΟΥΣΑΝ ΣΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Το 1910 πήγα στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το 1912 νυμφεύθηκα μια κοπέλλα από τη Δανία με την οποία ήμουν αρραβωνιασμένος. Είχα τη σειρά των βιβλίων της Εταιρίας Σκοπιά με τον γενικό τίτλο «Γραφικαί Μελέται» στη Δανική γλώσσα, αλλ’ η σύζυγός μου απεφάσισε να τα μελετήση μαζί με τη Γραφή για ν’ αποδείξη ότι είναι λανθασμένα. Αλλ’ όσο περισσότερο τα διάβαζε τόσο περισσότερο της άρεσαν αυτά που διάβαζε, και σύντομα ανεγνώρισε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Και οι δυο μας μελετούσαμε αυτά τα βιβλία τακτικά κι’ επίσης εργαζόμαστε σκληρά για να μάθωμε την Αγγλική γλώσσα.
Το 1917 ήλθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυο αδελφές μου, και αυτές καθώς και οι σύζυγοί των έδειξαν ενδιαφέρον για την αλήθεια του Θεού. Μια μέρα μου είπαν ότι επρόκειτο να λάβη χώρα μια διεθνής συνέλευσις των Σπουδαστών της Γραφής, όπως λέγονταν τότε οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτή θα γινόταν στο Φρέσνο, της Καλιφόρνιας, είκοσι πέντε περίπου μίλια μακρυά από το μέρος που μέναμε. Σ’ αυτή τη συνέλευσι, συνήντησα έναν από τους εκπροσώπους της Εταιρίας, τον Α. Χ. Μακμίλλαν. Είπε ότι ο Λόγος του Θεού της αληθείας όπως εξηγείται, στη Σκοπιά είναι όπως το φως της αυγής που λάμπει ολοένα περισσότερο ώσπου να γίνη τελεία ημέρα. Η σύζυγός μου με έσπρωξε με τον αγκώνα της σαν να έλεγε, «Το άκουσες αυτό!» Το είχα ακούσει, και αυτό τώρα φωτίζει τα βήματά μου επί εβδομήντα πέντε χρόνια. Από εκείνη τη μικρή συνέλευσι ώς αυτή την ημέρα, δεν απομακρυνθήκαμε ποτέ από τη στοργική οργάνωσι του Ιεχωβά.
Στη διάρκεια των ετών του πολέμου οι οικιακές μας Γραφικές μελέτες μάς ώθησαν ν’ αφιερωθούμε στον Ιεχωβά, αλλ’ η ευκαιρία να συμβολίσωμε αυτή την αφιέρωσι με το βάπτισμα δεν παρουσιάσθηκε ώς τον καιρό της επισκέψεως του περιοδεύοντος αντιπροσώπου της Εταιρίας Σκοπιά. Έτσι το 1920, την ημέρα που επρόκειτο να εορτασθή η Ανάμνησις του θανάτου του Ιησού, η σύζυγός μου κι’ εγώ βαπτισθήκαμε. Κι’ εκείνο το βράδυ αμέσως λάβαμε μέρος στα εμβλήματα στην πρώτη μας εορτή της Αναμνήσεως, θέτοντας έτσι την ελπίδα και την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά, αποδεχόμενοι έτσι το βραβείο «της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού.»—Φιλιππ. 3:14.
ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΩΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Το 1922 είχα διορισθή διευθυντής υπηρεσίας της εκκλησίας του Ρήντλεϋ, της μικρής αγροτικής πόλεως κοντά στην οποία μέναμε. Εν τούτοις, το επόμενο έτος κάποιος άλλος διωρίσθηκε για να με αντικαταστήση και αυτό με πείραξε. Εξέφρασα τα αισθήματά μου στη σύζυγό μου, αλλ’ εκείνη δεν έδειξε καθόλου συμπάθεια σ’ αυτό. Είπε: «Ανθρώπους υπηρετούμε ή υπηρετούμε τον Ιεχωβά; Ας είμεθα ευγνώμονες ότι έχομε το προνόμιο να υπηρετούμε τον Ιεχωβά, και ας βοηθούμε τους άλλους αδελφούς να κάνουν το ίδιο, με όλη τη δύναμί μας.» Από καιρό σε καιρό είχα την ευκαιρία να βλέπω πόσο είχε δίκηο και κατώρθωσα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το αίσθημα που με πείραξε. Ο Ιεχωβά αύξησε πολύ τη χαρά και την ευτυχία μας· ήμουν ευγνώμων στον Θεό που είχα την ευκαιρία να δοκιμασθώ στο ζήτημα της ταπεινοφροσύνης και να μπορέσω να παραμείνω στη ζωή.
Το 1924 μετοικήσαμε σ’ ένα αγρόκτημα κοντά στο Φρέσνο, και σε λίγο είχα διορισθή διευθυντής υπηρεσίας εκεί. Αυτό ήλθε σαν μια μεγάλη έκπληξις σε πολλούς καθώς και σ’ εμένα. Ήμουν νέος στην εκκλησία, εξακολουθούσα να μιλώ με βαριά προφορά, και δεν ήμουν τόσο καλός ομιλητής όπως ήσαν μερικοί άλλοι. Εν τούτοις, είχα διορισθή και τώρα το ερώτημά μου ήταν, τι να κάμω για να βελτιώσω τη «Συνάθροισι Μαρτυρίας» (που τώρα ονομάζεται Συνάθροισις Υπηρεσίας).
Σ’ αυτή τη συνάθροισι συνηθίζαμε να δίνωμε μαρτυρία σχετικά με την ανάπτυξι Χριστιανικού «χαρακτήρος,» και δεν ελέγονταν πολλά για τη δημοσία διακονία. Προηγουμένως είχαμε διαβάσει μόνοι μας το Δελτίο (τώρα Διακονία της Βασιλείας)· εκεί υπήρχαν υποδείξεις όσον αφορά το πώς να κάνωμε και τους έξω κοινωνούς των αληθειών του Θεού. Όταν σηκώθηκα επάνω ύστερ’ από την έναρξι της «Συναθροίσεως Μαρτυρίας,» είχα πολλή νευρικότητα, και ζήτησα ν’ ανοίξουν όλοι το Δελτίο τους. Μολονότι μόνον δύο είχαν το δελτίο μαζί τους, προχωρήσαμε και το χρησιμοποιήσαμε και είχαμε μια καλή συνάθροισι. Από τότε χρησιμοποιούσαμε το Δελτίο.
Εν τούτοις όλοι δεν ήσαν ευχαριστημένοι με το να χρησιμοποιούν το Δελτίο, διότι εκεί δινόταν έμφασις στη διακονία του αγρού. Έτσι έγιναν ενέργειες για να με απομακρύνουν από την υπηρεσία. Αλλά στην επομένη επίσκεψι του περιοδεύοντος αντιπροσώπου της Εταιρίας έγινε ανασκόπησις του ζητήματος. Έτσι εκείνος έδωσε σ’ όλους μας μια πολύ δυνατή ομιλία σχετικά με την ευθύνη μας να κηρύττωμε το ευαγγέλιο στους άλλους. Αυτό μας βοήθησε να έχωμε καλύτερη ισορροπία και να μη σκεπτώμεθα μόνο την ανάγκη της αναπτύξεως μιας Χριστοειδούς προσωπικότητος, αλλά να μιλούμε επίσης στους άλλους για το ευαγγέλιο.
ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕ ΤΟ ΟΛΟΧΡΟΝΙΟ ΕΡΓΟ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
Το 1929 η σύζυγός μου κι’ εγώ υποβάλαμε αίτησι για ολοχρόνιο έργο κηρύγματος κάτω από την κατεύθυνσι της Εταιρίας Σκοπιά. Διωρισθήκαμε στο Ρόσμπουργκ του Όρεγκον. Είχαμε ένα αυτοκίνητο Φορντ Τύπου «Τ,» αλλά δεν μπορούσαμε να κοιμώμαστε μέσα σ’ αυτό, διότι τώρα είχαμε τρία αγόρια. Έτσι αγοράσαμε ένα φορτηγό παλαιού τύπου «Σταρ» και κάναμε ένα σπίτι πάνω σ’ αυτό και ξεκινήσαμε για το διορισμό μας. Φθάσαμε έχοντας λίγα χρήματα, γι’ αυτό ανταλλάσσαμε έντυπα μελέτης της Γραφής για μεγάλο μέρος της τροφής μας. Μια γυναίκα με ρώτησε αν είχα μια Γραφή να της δώσω. Της είπα, «Ναι,» και της προσέφερα ν’ ανταλλάξη μια Γραφή και ένα βιβλίο με κάτι. Εκείνη είπε: «Μπορώ να σου δώσω σε αντάλλαγμα όλες τις κόττες μου.» Πήραμε μόνο μία.
Υπήρχε στον τομέα μας ένας δρόμος μήκους εξήντα μιλίων που ωδηγούσε στα βουνά. Ήταν πολύ απόκρημνος και με στροφές. Σε μερικά μέρη τα βράχια ήσαν απότομα και η κλίσις του εδάφους μεγάλη. Το πέσιμο θα ήταν πολύ μεγάλο αν μια ρόδα γλιστρούσε στο χείλος του στενού δρόμου. Ελπίζαμε επίσης ότι δεν θα συναντούσαμε κάποιον που να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνσι.
Είχαμε πολλές άλλες ενδιαφέρουσες πείρες. Παραδείγματος χάριν, καθώς πλησίαζα σε μια καλύβα, μια φωνή ούρλιαζε: «Φύγε από δω πριν σε σκοτώσω!» Μ’ ένα φιλικό τρόπο συνέχισα να πλησιάζω. Τότε πρόβαλε ένα όπλο επάνω μου και φώναξε: «Μ’ ακούς; Θα το κάμω αυτό που είπα!»
Απήντησα ήρεμα: «Είμαι φίλος σας· δώστε μου την ευκαιρία να σας πω κάτι.»
Εκείνος είπε: «Ναι, γνωρίζω ότι είσαι το είδος του φίλου που ζητούσα για να σημαδέψω. Έλαβα μέρος σε τρεις μεγάλες μάχες στον πόλεμο [τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο] και πριν από κάθε μάχη σεις οι ελεεινοί [χρησιμοποίησε μια λέξι για τους «chaplains» στρατιωτικούς ιερείς] ερχόσαστε και μας ευλογούσατε. Μια φορά μόνον τέσσερις από μας ζήσαμε, και, σύμφωνα με τα λόγια σας, ο Θεός πήρε τους άλλους στον ουρανό. Πάντα ζητούσα κάποιον απ’ αυτούς [τους κληρικούς] στη διάρκεια της μάχης, αλλά δεν εύρισκα κανένα, αν τον εύρισκα θα έστελνα κάποιον απ’ αυτούς στον ουρανό επίσης.»
Εν τω μεταξύ χαμήλωσε το όπλο του και συνέχισε: «Στη διάρκεια μιας μάχης έκανε ζέστη και δεν είχαμε νερό και είδα ένα παγούρι επάνω σ’ ένα νεκρό φιλαράκο, όπως το είχε δει κι’ ένας άλλος. Με κύτταζε και τον κύτταζα και τον σκότωσα· τον σκότωσα για λίγο νερό, τον φίλο μου. Γνωρίζω ότι πρόκειται να καίγωμαι στον άδη γι’ αυτό.» Είχα το προνόμιο να του πω την αλήθεια σχετικά με τον «άδη» και να τον κάνω κοινωνό του ευαγγελίου όπως αυτό κηρύττεται από τους αληθινούς διακόνους του Θεού.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Το 1929 μια οικονομική κρίσις ξέσπασε στη χώρα, και θεωρήσαμε σκόπιμο να σταματήσουμε το ολοχρόνιο κήρυγμά μας και να επιστρέψουμε στην Καλιφόρνια. Εδώ, τον Οκτώβριο του 1935, ο ηλικίας εννέα ετών γυιος μου, λόγω της Γραφικά εκπαιδευμένης συνειδήσεώς του, αρνήθηκε να συμμετάσχη στην τελετή του θρησκευτικού χαιρετισμού της σημαίας στο σχολείο του μικρού χωριού. Αυτό εξερράγη σαν βόμβα στη μικρή κοινότητα! Ξαφνικά, οι κάτοικοι του χωριού μας εξοστράκισαν. Οι γείτονες που ήσαν τόσο φιλικοί, τώρα έδειχναν φόβο ακόμη και να μας κυττάξουν στο πρόσωπο όταν μας συναντούσαν στο δρόμο. Τα μαγαζιά αρνούνταν να μας πωλήσουν εμπορεύματα κι’ έπρεπε να πηγαίνωμε στο Φρέσνο για να ψωνίζωμε.
Κατόπιν τον Φεβρουάριο του 1936, το σχολείο τον απέβαλε. Το 1938, απεβλήθησαν πολλοί άλλοι μικροί Μάρτυρες, έτσι ανοίξαμε ένα ιδιωτικό σχολείο, που το ωνομάζαμε «Σχολείο της Βασιλείας,» στο σπίτι μας. Αυτό περιελάμβανε την πρώτη ώς την ογδόη τάξι, κι’ έτσι έμεναν στο σπίτι μας δεκατέσσερα παιδιά από τη Δευτέρα ώς την Παρασκευή. Τότε έρχονταν οι γονείς για να τα πάρουν στα σπίτια τους για το Σαββατοκύριακο. Αυτό το σχολείο συνέχισε ώς το 1943, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε προηγούμενη απόφασί του σ’ αυτό το ζήτημα του υποχρεωτικού χαιρετισμού της σημαίας και τα παιδιά των Μαρτύρων μπορούσαν να επιστρέψουν στα δημόσια σχολεία.
Ο τομεύς που καλύπταμε η σύζυγός μου και εγώ εκτεινόταν από την οροσειρά της Σιέρρα Νεβάδα στ’ ανατολικά ώς την Οροσειρά της Σιέρρα Νεβάδα της Ακτής εκατό μίλια προς δυσμάς. Νοτίως του τομέως ήταν η πόλις Λίντσεϋ. Οι αρχές της πόλεως είχαν μεταχειρισθή πολύ άσχημα τον μικρό όμιλο των Μαρτύρων που υπήρχε εκεί, έτσι ολόκληρη η εκκλησία του Φρέσνο είχε αποφασίσει να πάη εκεί για να δώση μαρτυρία σε ολόκληρη την πόλι σε μια μέρα. Είχαμε συμπληρώσει το κήρυγμά μας λίγο μετά το μεσημέρι. Δύο τετράγωνα μόνον δεν είχαν γίνει, διότι η αστυνομία μάς είχε απειλήσει ότι θα μας συλλάβη αν πηγαίναμε εκεί. Ο γυιος μου κι’ εγώ, μαζί μ’ ένα άλλο Μάρτυρα και τον γυιο του, προθυμοποιηθήκαμε να πάμε. Όταν πήγα σ’ ένα σπίτι ήλθε και άνοιξε την πόρτα ένας αστυνομικός και φώναξε: «Ασφαλώς με νοιάζει αυτό που κάνεις. Μόλις έχω διώξει έξω από την πόλι δύο δικούς σας, και αν δεν φύγης αμέσως, θα σε ρίξω στη φυλακή.»
Την ώρα εκείνη είδε τους άλλους Μάρτυρας και άρχισε να ουρλιάζη: «Ελάτε εδώ!» και μας έβαλε υπό κράτησι όλους. Μας ωδήγησε σ’ ένα μικρό δικαστήριο. Ο δικαστής μίλησε με καλό τρόπο και μας είπε να καθήσωμε. Αλλ’ ύστερ’ από λίγα λεπτά ακούσαμε βήματα και είδαμε τον αξιωματικό της αστυνομίας με έξη άνδρες. Ήλθε μπροστά μου και είπε απότομα: «Αντιπροσωπεύομε την Αμερικανική Λεγεώνα, και, είμεθα εδώ για να φροντίσωμε να σας βγάλωμε έξω από την πόλι αμέσως τώρα, ή διαφορετικά.»
Τότε ο δικαστής είπε: «Αυτή είναι η Αμερικανική Λεγεών, τα παιδιά που διέσχισαν τον ωκεανό για να πολεμήσουν και να πεθάνουν για σας.» Εγώ απήντησα: «Εντιμότατε, αρνούμαι να παραδεχθώ ότι οποιοσδήποτε έχει πεθάνει για μένα, εκτός από τον Χριστό Ιησού.» Τότε προσπάθησα να εξηγήσω ότι η πρώτη υποταγή μας είναι στον Ιεχωβά Θεό. Αλλ’ ο δικαστής φώναξε τώρα: «Φύγετε από δω!» Καθώς φεύγαμε, δυο άνδρες κλώτσησαν τις τσάντες των βιβλίων από τα χέρια των παιδιών, κι’ έτσι τα έντυπά των σκόρπισαν στο δρόμο. Τα μαζέψαμε και φύγαμε.
Ένα Σάββατο απόγευμα η σύζυγός μου μαζί με άλλες γυναίκες Μάρτυρες είχαν συλληφθή στο Ρήντλεϋ επειδή εξέθεταν την ψευδή θρησκεία με το να επιδεικνύουν μια επιγραφή που έλεγε: «Η Θρησκεία Είναι Παγίδα και Απάτη» και «Υπηρετείτε τον Θεό και τον Βασιλέα Χριστό.» Όταν τους ωδήγησαν στον δικαστή, ο οποίος ήταν κάποιος τον οποίον είχαμε γνωρίσει από πολλά χρόνια, είπε: «Αλλά, Κυρία Μίκελσεν, μια σεβαστή γυναίκα όπως εσείς, να βαστάτε μια επιγραφή σαν κι’ αυτή!» Εκείνη απήντησε: «Αλλά λόγω της θέσεώς σας, σεις γνωρίζετε καλύτερα από μένα ότι αυτά που λέγει η επιγραφή είναι η αλήθεια.» Έσκασε στα γέλια. Εκάλεσε τότε τον αστυνομικό και είπε: «Πηγαίνετε την Κυρία Μίκελσεν πίσω στο μέρος που την βρήκατε και αφήστε την να συνεχίση.»
Το 1939, όταν το σπίτι μας ήταν πολύ μικρό για συναθροίσεις εκκλησίας, νοικιάσαμε ένα μικρό κατάστημα περίπου τρεις πόρτες μακρύτερα από τον αστυνομικό σταθμό του Ρήντλεϋ. Παρ’ όλο που ήταν σ’ αυτή τη θέσι, οι οχλαγωγίες είχαν τεθή σε ενέργεια. Μας βομβάρδιζαν με φρούτα και κλούβια αυγά. Περιέτρεχαν με αυτοκίνητα και μοτοποδήλατα, φωνάζοντας και προσπαθώντας να διαταράξουν τις συναθροίσεις μας, αλλά η αστυνομία δεν έκανε τίποτε γι’ αυτό ποτέ. Ένας Μάρτυς, ο Όσκαρ Ροθ, ένας λεπτός άνθρωπος εβδομήντα ετών, υπέστη επίθεσι από ένα κακοποιό που τον έδειρε άσχημα ένα βράδυ την ώρα που πήγαινε σπίτι του. Του έσπασε τα πλευρά και του μαύρισε τα μάτια. Ύστερ’ από μερικές εβδομάδες αυτός ο ίδιος άνθρωπος προσπάθησε να πέση επάνω στον Μάρτυρα με το φορτηγό του, αλλ’ ο αδελφός Ροθ τον άκουσε εγκαίρως να έρχεται και έτρεξε πίσω από ένα δένδρο, πάνω στο οποίο έπεσε αμέσως το φορτηγό. Και πάνω απ’ όλα αυτά, ο Αδελφός Ροθ ωδηγήθηκε στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι κατέστρεψε το αυτοκίνητο αυτού του ανθρώπου! Τουλάχιστον δεν μπόρεσε να επιτύχη να σταθή αυτή η κατηγορία.
Επειδή δεν είχαμε καμμιά βοήθεια από τους γείτονάς μας, την αστυνομία, αποτανθήκαμε στον κυβερνήτη της Καλιφόρνιας. Ο κυβερνήτης απήντησε: «Είμαι, βέβαιος ότι αυτή η κατάστασις δεν θα παρουσιασθή άλλη φορά· εν τούτοις, αν συμβή αυτό, παρακαλώ να με πληροφορήσετε και θα φροντίσω γι’ αυτό.» Από τότε η αστυνομία συνεργαζόταν μαζί μας.
Ώς την άνοιξι του 1941 είχαμε αυξηθεί σε εκατό Μάρτυρες, και είχε γίνει σύστασις για μια νέα εκκλησία στο Σέλμα, κοντά στο μέρος που μέναμε. Με διώρισαν ως διευθυντή υπηρεσίας στο Σέλμα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 η εκκλησία αυξήθηκε και πλήθυνε πολύ. Είχαμε πολλά νεαρά άτομα, και αυτό έκανε την εκκλησία μας πολύ ζωντανή και ευτυχισμένη. Μια από τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις μου είναι μια εικόνα δεκαέξη αγοριών εφηβικής ηλικίας, που με τα ποδήλατά τους και τις τσάντες των βιβλίων στο χέρι, ήσαν έτοιμοι μια Κυριακή πρωί να βγουν στο κήρυγμα του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού. Ένα μεγάλο μέρος του τομέως μας ήταν αγροτικός και η βενζίνη ήταν με δελτίο, και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαμε ποδήλατα. Κι’ εγώ επίσης είχα ένα ποδήλατο και πήγα μαζί τους.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΟΛΟΧΡΟΝΙΟ ΕΡΓΟ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
Είχα πάντα την ελπίδα ότι θα επιστρέψω στην ολοχρόνια υπηρεσία, αλλ’ η σύζυγός μου αρρώστησε και έπρεπε να περιορισθή σ’ ένα κάθισμα με τροχούς. Δεν φαινόταν δυνατόν ότι θα μπορούσα να επανέλθω στην υπηρεσία για ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Άλλη μια φορά από πέντε χρόνια πάνω στο κάθισμα με τροχούς και μολονότι είχε περάσει την ηλικία των εξήντα ετών, η σύζυγός μου ανέλαβε και άρχισε να περπατή. Έτσι μπόρεσα να υποβάλω και πάλι αίτησι για ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Άλλη μια φορά μπορούσαμε να πηγαίνωμε μαζί στην από σπίτι σε σπίτι διακονία. Αυτό ήταν πριν από είκοσι και πλέον χρόνια.
Πριν από δυο χρόνια η υγεία της συζύγου μου άρχισε να χειροτερεύη, και όταν επεστρέψαμε από τον εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου η σύζυγός μου μού είπε: «Αυτός ήταν ο πεντηκοστός εορτασμός μας της Αναμνήσεως, και νομίζω ότι ήταν ο τελευταίος δικός μου.» Ύστερ’ από δέκα μήνες, ύστερ’ από λίγο περισσότερο από 59 χρόνια γάμου και υπηρεσίας στον Ιεχωβά μαζί, η σύζυγός μου τελείωσε την επίγεια πορεία της, με εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά.
Τώρα, στα ογδόντα επτά χρόνια μου, θεωρώ προνόμιό μου ότι είμαι ένας τρίτης γενεάς μάρτυς του Ιεχωβά. Έχω ένα γυιο ο οποίος βοήθησε ν’ ανοίξη ο αγρός στις Νήσους Μάρσαλ με το ευαγγέλιο, και ένα άλλο γυιο ο οποίος είναι επίσκοπος, αρκετά κοντά για να μπορώ να τον επισκέπτωμαι. Έχω πολλούς Χριστιανούς αδελφούς τους οποίους παρηκολούθησα να μεγαλώνουν από τις ημέρες που πήγαιναν με τα ποδήλατά τους, και οι οποίοι τώρα είναι επίσκοποι σε διάφορες εκκλησίες. Ο νους μου και το σώμα μου είναι αρκετά ισχυρά ακόμη για να μπορώ να φροντίζω για τον εαυτό μου, να μπορώ να οδηγώ το αυτοκίνητό μου και να παίρνω και άλλους στο έργο της μαρτυρίας. Αλλά επάνω απ’ όλα τα πράγματα, για τα οποία είμαι ευγνώμων, είναι το ότι μπορώ ακόμη να υπηρετώ τον Ιεχωβά σε ολοχρόνια διακονία.
Τώρα, καθώς αναλογίζομαι τα εβδομήντα πέντε χρόνια που βρίσκομαι στη στοργική οργάνωσι του Ιεχωβά, χαίρομαι με τη γνώσι ότι είχα κι’ εγώ μια μερίδα στην αύξησί της. Θυμούμαι εκείνο τον πελώριο τομέα, από τα βουνά προς ανατολάς ώς τα βουνά προς δυσμάς, που είναι ο μισός δρόμος που διασχίζει την πολιτεία της Καλιφόρνιας, και πως πολλές φορές νομίζαμε ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τον καλύψωμε. Αλλά πάντοτε θέταμε την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά, και αυτός χορήγησε όλη τη βοήθεια που χρειάσθηκε για να συμπληρώσωμε το έργο. Διότι τώρα υπάρχουν τουλάχιστον δώδεκα εκκλησίες και εκατοντάδες δραστήριοι μάρτυρες του Ιεχωβά, ένας μεγάλος αριθμός από τους οποίους είχαμε το προνόμιο να βοηθήσωμε σε ακριβή γνώσι της αληθείας του Θεού. Έχω την ικανοποίησι να γνωρίζω ότι ολόκληρος ο τομέας μας έχει καλυφθή με το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού.
Γνωρίζω επίσης ότι στο μικρό νησάκι του Μπόρνχολμ της Δανίας υπάρχουν τώρα πολλές εκκλησίες, που μ’ αρέσει να σκέπτωμαι ότι ξεκίνησαν κατά κάποιο τρόπο και αυξήθηκαν από τις συναθροίσεις εκείνες που είχαμε στο σπίτι του παππού μου, όπου για πρώτη φορά άκουσα το όνομα του Ιεχωβά πριν από τόσο πολλά χρόνια. «Συ είσαι η ελπίς μου, Ιεχωβά Θεέ· το θάρρος μου εκ νεότητός μου.»—Ψαλμ. 71:5, ΜΝΚ.