Μέρος 6—«Γενηθήτω το Θέλημά σου επί της Γης»
Το θέμα του βιβλίου, που δημοσιεύομε τμηματικώς, δηλαδή, «Γενηθήτω το Θέλημά Σου επί της Γης,» ελήφθη από την προσευχή του Κυρίου Ιησού Χριστού, την οποία προσευχή απηύθυνε στον ουράνιο Πατέρα του και Πατέρα των πιστών μαθητών του. Το θέλημα του ουρανίου Πατρός, Ιεχωβά Θεού, είναι εκείνο, για το οποίον οι Χριστιανοί οδηγούνται να προσεύχωνται να γίνη στη γη όπως και στον ουρανό. «Γιατί Πρέπει να Γίνη επάνω στη Γη» είναι ο τίτλος του Κεφαλαίου 2, στο μέσον του οποίου βρισκόμεθα τώρα. Ένας από τους ισχυρούς λόγους τούτου είναι το ότι ο Ιεχωβά Θεός εδημιούργησε τη γη να υπάρχη πάντοτε ως τόπος κατοικίας του ανθρωπίνου γένους μαζί με όλα τα κατώτερα ζώα που είναι υποτεταγμένα στον άνθρωπο. Αποτελεί σκοπόν του Θεού το να γίνη όλη η γη ένας παράδεισος σαν τον αρχικό κήπο ή Παράδεισο της Εδέμ. Όταν ο σκοπός εκείνος πραγματοποιηθή πλήρως και το ανθρώπινο γένος σε ανθρώπινη τελειότητα πράττη το θέλημα του ουρανίου Πατρός, θα ήταν ματαίωσις του θείου σκοπού του αν ο Θεός μετέθετε τους κατοίκους του Παραδείσου σε κάποιο άλλο μέρος.
26. Τι έκαμε, εν τούτοις, ο άνθρωπος στη γη, στο νερό και στον αέρα, και ποιος θείος σκοπός πρέπει να πραγματοποιηθή για να δικαιολογήση τη δημιουργία του ανθρώπου;
26 Σήμερα, σχεδόν μετά έξη χιλιάδες χρόνια ανθρωπίνης ιστορίας, οι άνθρωποι γενικά ερημώνουν την επιφάνεια της γης με τους πολέμους των και με την εμπορική εκμετάλλευσι του εδάφους. Ρυπαίνουν την ατμόσφαιρά της και μολύνουν και καθιστούν ραδιενεργά τα ύδατά της. Γεμίζουν τη γη με ατελή τέκνα, νόθα και νόμιμα, τα οποία δεν πράττουν το θέλημα του Θεού, όπως δεν το πράττουν και οι γονείς των. Το θέλημα του Θεού ουδέποτε ως τώρα έγινε σε όλη τη γη από όλο το ανθρώπινο γένος, όπως ο Θεός υπέδειξε στον άνθρωπο μέσα στην Εδέμ ότι ήταν ο θείος σκοπός του. Ο θείος εκείνος σκοπός πρέπει εν τούτοις να πραγματοποιηθή για να δικαιολογήση την από τον Θεό δημιουργία του πρώτου ανθρώπου. Ο Θεός πρέπει να δικαιωθή στο ζήτημα τού να γίνεται το θέλημά του επάνω στη γη όπως και στον ουρανό. Ο Ιησούς προσηύχετο να δικαιωθή ο Θεός μ’ αυτόν τον τρόπο.
27. Από ποιον δεν θ’ αφήση ο Θεός τον σκοπό του ν’ ανακοπή και για ποια απελευθέρωσι μας εδίδαξε ο Ιησούς να προσευχώμεθα, και με τι μέσον;
27 Ο Θεός δεν άλλαξε τον σκοπό του σχετικά με αυτό, ούτε ακόμη από τον καιρό που ο Υιός του Ιησούς Χριστός ήλθε στη γη. Σχετικά με τους καθωρισμένους σκοπούς του λέγει: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· δεν αλλοιούμαι· δια τούτο σεις, οι υιοί του Ιακώβ, δεν απωλέσθητε.» (Μαλαχ. 3:6, ΑΣ) Αυτός δεν θα αναγκασθή να εξαλείψη όλο το ανθρώπινο γένος από το πρόσωπο της γης ή να καταστρέψη τη γη. Δεν θα εγκαταλείψη την κατάστασι με απραγματοποίητο τον σκοπό του και με μια ομολογία ήττης. Δεν θ’ αφήση τον σκοπό του να ανακοπή από έναν εναντιούμενο, ένα Σατανά, ή από ένα ψεύστη και συκοφάντη, ένα Διάβολο. Ο Ιησούς μάς εδίδαξε να προσευχώμεθα για ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτόν τον πονηρό. Ετελείωσε την υποδειγματική προσευχή του για μας, λέγοντας: «Και μη φέρης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ελευθέρωσον ημάς από του πονηρού.» (Ματθ. 6:13) Ο Παντοδύναμος Θεός θ’ απαντήση και σ’ αυτό το μέρος της προσευχής του Υιού του· αυτό δε σημαίνει ότι ο πονηρός «άρχων του κόσμου τούτου,» «ο θεός του αιώνος τούτου», θα παρέλθη. Η παρουσία του «πονηρού,» Σατανά ή Διαβόλου, και η εκτέλεσις του θείου θελήματος επάνω στη γη όπως και στον ουρανό δεν εναρμονίζονται. Ο Σατανάς, λοιπόν, ή Διάβολος, και οι αόρατοι δαίμονές του καθώς και τα ορατά του ανθρώπινα όργανα θα παρέλθουν. Ένας αιώνιος επίγειος Παράδεισος γεμάτος από τελείους εκτελεστάς του θελήματός του αποτελεί μια μελλοντική βεβαιότητα. Η βασιλεία του ουρανίου Πατρός, για την έλευσι της οποίας ο Ιησούς εδίδαξε τους μαθητάς του να προσεύχωνται, θα φροντίση γι’ αυτό.—Αποκάλ. 20:1-3.
28, 29. Γι’ αυτόν τον λόγο, τι είπε ο Ιησούς επάνω στο ξύλο προς τον συμπαθή κακοποιό, και ποιο όραμα έδωσε αργότερα στον Ιωάννη στην Πάτμο για να δείξη ότι ο σκοπός του Θεού είναι αναλλοίωτος;
28 Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν ο συμπαθής κακοποιός πέθαινε επάνω στο ξύλο δίπλα στον Ιησούν και του είπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου,» ο Ιησούς τού είπε: «Αληθώς σοι λέγω σήμερον, θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω.»a Την τρίτη ημέρα ο Ιησούς ανεστήθη εκ νεκρών, αλλ’ όχι και ο συμπαθής κακοποιός. Μετά σαράντα ημέρες, ενώ ατένιζαν προς αυτόν οι πιστοί του απόστολοι, ο Ιησούς Χριστός ανελήφθη από το Όρος των Ελαιών ανατολικά της Ιερουσαλήμ κι εξηφανίσθη στους ουρανούς, για να επιστρέψη στον ουράνιο Πατέρα του, τον Βασιλέα της αιωνιότητος. Αυτό έγινε την άνοιξι του έτους 33 (μ.Χ.). Μετά από χρόνια, στο έτος 96 μ.Χ. περίπου, ο Ιησούς από τον ουρανό εγνωστοποίησε στον απόστολο Ιωάννη στη νήσο Πάτμο ότι ο σκοπός του ουρανίου Πατρός σχετικά με τον επίγειο Παράδεισο κάτω από τη βασιλεία του Θεού ήταν ακόμη αμετάβλητος. Ο Ιησούς έδωσε στον Ιωάννη ένα προφητικό όραμα της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού τη γη μ’ ένα ένδοξο τρόπο. Τότε ο Ιωάννης είπε:
29 «Και ήκουσα φωνήν μεγάλην εκ του ουρανού, λέγουσαν, Ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και θέλει σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαοί αυτού, και αυτός ο Θεός θέλει είσθαι μετ’ αυτών, Θεός αυτών. Και θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον· ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον· διότι τα πρώτα παρήλθον. Και είπεν ο καθήμενος επί του θρόνου, Ιδού, κάμνω νέα τα πάντα. Και λέγει προς εμέ, Γράψον· διότι ούτοι οι λόγοι είναι αληθινοί και πιστοί.»—Αποκάλ. 21:3-5.
30. Πώς λοιπόν δεν θα είναι παράδοξο το ότι ο Θεός θα κατοικήση με τους ανθρώπους, κι έτσι πώς ο κακοποιός εκείνος θα φθάση να είναι μαζί με τον Ιησού στον Παράδεισο;
30 Σύμφωνα μ’ αυτήν όρασι των πραγμάτων που «πρέπει να γείνωσι ταχέως», η σκηνή του Θεού θα είναι με τους ανθρώπους. Κατά ένα αντιπροσωπευτικό τρόπο ο Θεός θα συγκατοική με τους ανθρώπους στη γη, και όχι οι άνθρωποι με τον Θεό ψηλά στον ουρανό. Αυτό δεν είναι παράδοξο. Πριν από χιλιάδες χρόνια ο Ιεχωβά Θεός συγκατοικούσε αντιπροσωπευτικά με τους αρχαίους Ισραηλίτας στην ιερή σκηνή λατρείας, που κατεσκεύασε ο προφήτης Μωυσής, όταν αυτοί ήσαν στρατοπεδευμένοι στη Χερσόνησο Σινά κατά την οδοιπορία των από την Αίγυπτο στη γη της Παλαιστίνης. (2 Σαμ. 7:5-7) Επειδή αυτή η συμβολική «σκηνή του Θεού» κατέρχεται για να είναι μαζί με τους ανθρώπους στη διάρκεια του νέου κόσμου, ο Ιησούς Χριστός ως Αρχιερεύς του Θεού θα είναι αντιπροσωπευτικά στη γη. Η γη μας πρόκειται τότε να γίνη ένας Παράδεισος τρυφής, χωρίς δάκρυα, θάνατο, πένθος, κραυγές πόνου, με παρέλευσι όλων των προτέρων πραγμάτων της αμαρτίας και του θανάτου, και με το να κάμη ο Θεός από τον θρόνο του τα πάντα νέα για το ανθρώπινο γένος επάνω στη γη. Θα επαληθεύση, λοιπόν, το ότι, όταν ο συμπαθής κακοποιός αναστηθή από τον μακραίωνα ύπνο του θανάτου του σε ζωή επάνω στη γη, θα είναι μαζί με τον Ιησού στον Παράδεισο.
31. Γιατί η ελπίς για ένα γήινο Παράδεισο δεν είναι υλιστική, και ποια ήταν η Θεόδοτη ελπίς των ανθρώπων από τον Άβελ ως τον κακοποιό που πέθαινε επάνω στο ξύλο;
31 Αυτή η ελπίδα σ’ έναν επίγειο αποκαταστημένο Παράδεισο που θα είναι παγγήινος, δεν είναι μια υλιστική ελπίδα η οποία απομακρύνει τους ανθρώπους από τις χαρές του ουρανού, που πολλοί θρησκευτικοί ηγέται του «Χριστιανικού κόσμου» λέγουν ότι αποτελεί τον προορισμό των μελών των θρησκευτικών των συστημάτων. Αυτή η ελπίδα δεν είναι υλιστική, όπως και η υπακοή του Αδάμ στον Θεό επί ένα χρονικό διάστημα στην Εδέμ, για να παραμείνη ζωντανός στον πρώτο παράδεισο, δεν ήταν ιδιοτελώς υλιστική στον σκοπό της. «Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ “έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν·” ο πρώτος άνθρωπος είναι εκ της γης, χοϊκός». (1 Κορ. 15:45, 47) Η Θεόδοτη ελπίδα του Αδάμ δεν μπορούσε να είναι τίποτε περισσότερο από μια επίγεια ελπίδα, την ίδια ελπίδα που έτρεφαν όλοι οι άγιοι άνθρωποι του Θεού, από τον πρώτο μάρτυρα Άβελ ως τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ναι, και ως εκείνον τον συμπαθή κακοποιό που πέθαινε παράπλευρα στον Ιησού.—Εβρ. 11:3-40.
32, 33. Γιατί αυτό δεν συγκρούεται με την ουράνια ελπίδα που θέτει ο Θεός μέσα στις καρδιές των ακολούθων του Ιησού Χριστού;
32 Αυτό δεν συγκρούεται με την ουράνια ελπίδα που θέτει ο Θεός στις καρδιές των ακολούθων του Ιησού Χριστού. Αυτούς ο Θεός τούς κάνει πνευματικά του τέκνα, χρησιμοποιώντας το άγιο πνεύμα ή ενεργό δύναμί του, για να τους εισαγάγη σε μια νέα οδό ζωής, ουρανίας ζωής. Αυτοί οι συγκριτικά ολίγοι Χριστιανοί, που εξεικονίζονται από τους είκοσι τέσσερες «πρεσβυτέρους» του οράματος του Ιωάννου, λέγεται ότι γεννώνται ή αποκτούνται από τον Θεό μέσω του ζωοπαρόχου του πνεύματος. Έτσι, αυτοί θέτουν την αγάπη των και διατηρούν τη διάνοιά των προσηλωμένη στα επουράνια. Στην εκ νεκρών ανάστασι αυτοί αναμένουν να γεννηθούν όπως ο Ιησούς Χριστός στην πληρότητα της πνευματικής ζωής στον ουρανό, αλλαγμένοι, μεταμορφωμένοι πραγματικά.—1 Κορ. 15:42-54.
33 Η ουράνια ελπίδα αυτών των 144.000 πιστών της αληθινής Χριστιανικής εκκλησίας δεν αφήνει την υπόλοιπη ανθρωπότητα χωρίς καμμιά ελπίδα. Η λαμπερή εκείνη ελπίδα ενός επιγείου Παραδείσου, όπου το θέλημα του Θεού πρόκειται να γίνεται στη γη όπως και στον ουρανό, αποτελεί την ευλογητή ελπίδα που επιφυλάσσεται για τους ανθρώπους σύμφωνα με τον αμετάβλητο στοργικό σκοπό του Θεού. Η πραγματοποίησις της ουρανίας ελπίδας της πιστής εκκλησίας του Χριστού, η οποία νικά τον κόσμο, λαμβάνει χώραν πριν από την πραγματοποίησι της επιγείου ελπίδος των πιστών ανθρώπων των προ-Χριστιανικών χρόνων και των πιστών ανθρώπων καλής θελήσεως προς τον Ιεχωβά Θεό σήμερα. Η πραγματοποίησις της ουρανίας ελπίδος της Χριστιανικής εκκλησίας συμβάλλει επίσης στην πραγματοποίησι της επιγείου ελπίδος των πιστών του ανθρωπίνου γένους.
34. Γιατί το θέλημα του Θεού γινόμενο στη γη θα σημαίνη κάτι περισσότερο από ατελεύτητη ευτυχία για το δίκαιο ανθρώπινο γένος, και γιατί πρέπει να χαίρουν τώρα οι άνθρωποι;
34 Όλα τα ανωτέρω αποτελούν αιτία, για την οποία το πατρικό θέλημα του Θεού πρέπει να γίνη στη γη όπως και στον ουρανό. Αυτό θα σημάνη κάτι περισσότερο από μια ατελεύτητη ευτυχία για τους δικαίους του ανθρωπίνου γένους στην επίγεια Παραδεισιακή κατοικία τους. Θα καταδείξη, παράλληλα, την αγιότητα του Θεού, τον σεβασμό του προς το όνομά του, το ότι δεν αλλοιούται όσον αφορά το τέλειο θέλημά του, την πιστότητά του στον λόγον του και την ακατανίκητη δύναμί του και ικανότητά του που εκδηλώνεται στη βασιλεία του, στην ουράνια κυβέρνησί του μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού. Η σωτηρία και διαφύλαξις της ανθρωπίνης φυλής επάνω στη γη κάτω από τη βασιλεία του Θεού γίνεται επομένως ασφαλής και βεβαία. Ας χαίρουν οι άνθρωποι! Η παντοδύναμη βασιλεία του Θεού θ’ αναλάβη την πλήρη διακυβέρνησι της επιγείου κατοικίας του ανθρώπου, άσχετα με την παρεμπόδισι και εναντίωσι όλων των εχθρών του ανθρώπου υπό τον Σατανάν ή Διάβολον, που επετράπησαν επί μακρούς χρόνους. Τα γεγονότα των ημερών μας εξετάζονται προς αυτή την κατεύθυνσι ως εκπλήρωσις της θείας προφητείας. Αυτό θα το ιδούμε καθόσον προχωρούμε στην ανάγνωσι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΓΙΑΣΤΗΡΙΟΥ
1. Πώς κτίρια θεωρούμενα από ανθρώπους ως αγιαστήρια δεν διεσώθησαν από βεβήλωσι, λήστευσι ή καταστροφή και τι ερωτήματα εγείρει αυτό το γεγονός;
ΕΠΙ χρονικό διάστημα χιλιάδων ετών οι άνθρωποι ησθάνθησαν την ανάγκη αγιαστηρίων, ιερών τόπων ή αγίων κτιρίων, στα οποία να λατρεύουν τους θεούς των θρησκειών των. Αλλ’ οποιαδήποτε αγιότης κι αν υπεστηρίχθη γι’ αυτά, δεν τα έσωσε από βεβήλωσι, λήστευσι ή καταστροφή. Οι κατακτηταί, που εισέβαλαν, τα ελεηλάτησαν για τους θησαυρούς των· οι λάτρεις ανταγωνιζομένων θεών εμόλυναν αηδιαστικά τους τόπους αυτούς· πόλεμοι επέφεραν την καταστροφή τους με φωτιά και με βόμβες· σεισμοί τα συνεκλόνισαν από τα θεμέλια και κατέρριψαν σε συντρίμμια τους τοίχους και τους στύλους των. Στο Βάαλβεκ, στην κοιλάδα μεταξύ των Ορέων Λιβάνου και Αντιλιβάνου, στέκουν σήμερα τα γιγάντεια ερείπια του μεγαλυτέρου ναού του Διός σε όλη την αρχαιότητα, η δε ερήμωσις τούτου απεκορυφώθη από ένα σεισμό είκοσι επτά ημερών στο έτος 1759. Οι μεγαλοπρεπείς ναοί του Ιεχωβά που επέστεφαν άλλοτε το Όρος Μοριά στην Ιερουσαλήμ δεν υπάρχουν πια. Υπέστησαν καταστροφή από χέρια Εθνικών, και επί χρόνια ευσεβείς Ιουδαίοι συνήθιζαν να χρησιμοποιούν αυτό που λέγεται ότι ήταν ο εξωτερικός δυτικός τοίχος της περιοχής του αρχαίου ναού ως τείχος των θρήνων. Τίποτε δεν φάνηκε να έχη μια μόνιμη ιερότητα ή αγιότητα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως δεν υπάρχει πραγματικό αγιαστήριο;
2. Από ποιους κατέδειξε ο Ιερεμίας ότι εβεβηλώνετο ο ναός του Ιεχωβά, και πότε θα θεωρηθή ως άγιον το μέγα υποπόδιον του Θεού;
2 Στις ημέρες του προφήτου Ιερεμία ο ναός της Ιερουσαλήμ εβεβηλώθη απ’ αυτούς ακριβώς που διεξήγαν τη θρησκευτική υπηρεσία μέσα σ’ αυτόν. Ο Ιερεμίας μιλεί για την αγανάκτησι του Θεού με τα εξής λόγια προς τους υποκριτικούς λάτρεις: «Σπήλαιον ληστών έγεινεν ενώπιόν σας ο οίκος ούτος, εφ’ ον εκλήθη το όνομά μου; ιδού, αυτός εγώ είδον ταύτα, λέγει ο Ιεχωβά.» (Ιερεμ. 7:11, ΜΝΚ) Ο Θεός, με σκοπό να επανορθώση εσφαλμένες ιδέες για το αγιαστήριό του, ενέπνευσε τον προφήτη του Ησαΐα να πη: «Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Ο ουρανός είναι θρόνος μου, και η γη υποπόδιον των ποδών μου· ποίος είναι ο οίκος, τον οποίον ηθέλετε οικοδομήσει δι’ εμέ; και ποιος είναι ο τόπος της αναπαύσεώς μου;» (Ησ. 66:1, ΜΝΚ· Πράξ. 7:48-50) Η γη, παραβαλλόμενη με τους ουρανούς, όπου ο Ιεχωβά είναι ενθρονισμένος ως παγκόσμιος Βασιλεύς της αιωνιότητος, είναι υποπόδιόν του. Αυτός ο τόπος των ποδών του πρέπει να είναι άγιος. Θα θεωρήται ως τοιούτος, όταν το θέλημά του θα γίνεται πλήρως στη γη όπως και στον ουρανό.
3. Γιατί ο κήπος της Εδέμ ήταν πραγματικά ένα αγιαστήριο, και ως εικών τίνος εχρησιμοποιήθη η ευτυχία του να ζη κανείς με αγιότητα μέσα σ’ αυτόν;
3 Στην αρχή της υπάρξεως του ανθρώπου, το επίγειον αυτό υποπόδιον του Ιεχωβά Θεού δεν ήταν μολυσμένο από αμαρτωλά πλάσματα. Ο κήπος ή Παράδεισος, τον οποίον ο Δημιουργός εφύτευσε στην Εδέμ αποτελούσε μέρος του υποποδίου του. Ήταν ειδικά ένας άγιος τόπος, διότι εκεί ο Ιεχωβά Θεός συνωμιλούσε με τον άνθρωπο και, κατά ένα τρόπον, ‘περιεπάτει εν τω παραδείσω προς το δειλινόν.’ (Γέν. 2:15-17· 3:8) Επειδή είχε φυτευθή απ’ αυτόν ο παράδεισος και ήταν εξαιρετικά ωραίος, ήταν ο «παράδεισος του Ιεχωβά.» (Γέν. 13:10, ΜΝΚ) Ήταν η ‘Εδέμ, ο παράδεισος του Θεού.’ (Ιεζ. 28:13) Αυτό τον έκανε πράγματι ένα αγιαστήριο, έναν ιερό, άγιο τόπο, όπου ό,τι είναι εφάμαρτον δεν έπρεπε να εισέλθη, όπου ό,τι ήταν αμαρτωλό δεν μπορούσε να παραμείνη. Στην αγιότητά του ήταν ένας τόπος ευτυχούς, χαρωπής διαβιώσεως για το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, τον Αδάμ και την Εύα. Αυτοί ηυχαριστούντο να ζουν με αγιότητα, με υπακοή στο θέλημα του Θεού των και ουρανίου Πατρός των. Αυτό θεωρείται σαν ένα παράδειγμα της ευτυχίας των πνευματικών τέκνων του Ιεχωβά, όταν Αυτός μεταμορφώνη την επίγεια κατάστασί των σε μια υπερεξέχουσα πνευματική ευημερία. Ο Θεός, μιλώντας γι’ αυτή τη μεταμόρφωσι της πνευματικής του οργανώσεως, είπε προφητικά: «Αυτός θέλει παρηγορήσει πάντας τους ηρημωμένους τόπους αυτής· και θέλει κάμει την έρημον αυτής ως την Εδέμ, και την ερημίαν αυτής ως παράδεισον του Ιεχωβά· ευφροσύνη και αγαλλίασις θέλει ευρίσκεσθαι εν αυτή, δοξολογία και φωνή αινέσεως.»—Ησ. 51:3, ΜΝΚ.
4. Ποιοι άλλοι υιοί του Θεού υπήρχαν τότε εκτός από τον τέλειον Αδάμ, κι έτσι από ποιον έγινε προσπάθεια εισαγωγής της αμαρτίας μέσα στο Εδεμικό αγιαστήριο;
4 Ωστόσο, δεν πέρασε πολύς καιρός και η αμαρτία προσεπάθησε να εισχωρήση και να εγκατασταθή μέσα στο Εδεμικό εκείνο αγιαστήριο. Πώς άρχισε ποτέ ένα τέτοιο πράγμα μέσα στο άγιο σύμπαν του Θεού; Με την πτώσι ενός υιού του Θεού σε ιδιοτελή επιθυμία που επέτρεψε ο άπιστος αυτός υιός να εισέλθη στην καρδιά του και που εκαλλιέργησε. Είναι αληθές ότι η σημερινή ανθρώπινη οικογένεια ανάγει τη γενεαλογική της γραμμή μέσω του Νώε στον «[υιόν] του Ενώς, [υιόν] του Σηθ, [υιόν] του Αδάμ, [υιόν] του Θεού.» (Λουκ. 3:38) Ο Αδάμ ήταν ένας επίγειος υιός του Θεού, διότι ο Θεός ήταν ο Δημιουργός του και Ζωοδότης του. Αλλ’ υπήρχαν τότε και άλλοι υιοί του Θεού, όχι επάνω στη γη με σάρκα, αλλά στον ουρανό· αυτοί δε είχαν παρακολουθήσει τη δημιουργία της γης μας και του πρώτου άνθρωπου. Ο Ιεχωβά Θεός ο ίδιος το είπε αυτό, όταν ερώτησε τον άνθρωπον Ιώβ: «Πού ήσο ότε εθεμελίωνον την γην; απάγγειλον, εάν έχης σύνεσιν. Επί τίνος είναι εστηριγμένα τα θεμέλια αυτής; ή τις έθεσε τον ακρογωνιαίον λίθον αυτής, ότε τα άστρα της αυγής έψαλλαν ομού, και πάντες οι υιοί του Θεού ηλάλαζον;» (Ιώβ 38:1, 4, 6, 7) Ένας πνευματικός υιός του Θεού, που εδελέασε ο ίδιος τον εαυτό του, ήταν εκείνος που έγινε αρχηγός της αμαρτίας στο άγιο σύμπαν του Θεού και που γρήγορα εισήγαγε την αμαρτία στη γη, στο Θείο αγιαστήριο στην Εδέμ.
5. Ποιον μονάρχη παρωμοίωσε ο Ιεζεκιήλ με τον αρχικόν εκείνον αμαρτωλό, και πώς αυτός ο αμαρτωλός παρεσύρθη στην αμαρτία;
5 Μετά από πολύν καιρό στην ανθρώπινη ιστορία ένας βασιλεύς στη Μέση Ανατολή, ο μονάρχης του Μεσογειακού λιμένος της Τύρου, έλαβε μια πορεία ενεργείας όμοια μ’ εκείνη του απίστου πνευματικού υιού του Θεού. Ο Θεός, λοιπόν, παρωμοίωσε τον βασιλέα αυτόν με τον αρχικό αμαρτωλό και ενέπνευσε τον προφήτη του Ιεζεκιήλ να πη στον συμβολικό βασιλέα της Τύρου: «Συ επεσφράγισας τα πάντα, είσαι πλήρης σοφίας, και τέλειος εις κάλλος. Εστάθης εν Εδέμ τω παραδείσω του Θεού· . . . Ήσο τέλειος εν ταις οδοίς σου αφ’ ης ημέρας εκτίσθης, εωσού ευρέθη αδικία εν σοι. Εκ του πλήθους του εμπορίου σου ενέπλησας το μέσον σου από ανομίας, και ήμαρτες· δια τούτο θέλω σε απορρίψει ως βέβηλον από του όρους του Θεού, . . . Η καρδία σου υψώθη δια το κάλλος σου· έφθειρας την σοφίαν σου δια την λαμπρότητά σου· . . . Εβεβήλωσας τα ιερά σου δια το πλήθος των αμαρτιών σου, δια τας αδικίας του εμπορίου σου.» (Ιεζ. 28:12-18) Ο πνευματικός υιός είχε ένα ενδιαφέρον στην πραγματική Εδέμ, την πρώτη Παραδεισιακή κατοικία του άνθρωπου. Είχε το χάρισμα της ελευθερίας της βουλήσεως, αλλά το εξεδήλωσε μ’ ένα ιδιοτελή τρόπο καθώς άρχισε να βλέπη ιδιοτελείς ευκαιρίες εκεί στην Εδέμ. Η μελέτη των ιδιοτελών του δυνατοτήτων τον έκαμε να ‘πειρασθή’. Ο Θεός δεν έφταιγε γι’ αυτό: «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη, Ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει. Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν· η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.»—Ιάκ. 1:13-15.
6. Από τι και σε τι μετεβλήθη αυτός, και πώς εβεβήλωσε το Εδεμικό αγιαστήριο του Θεού;
6 Αυτός ο πνευματικός υιός του Θεού, αποφασίζοντας να διαπράξη αδικία προς τον Θεό κι έτσι ν’ αμαρτήση και κατόπιν ενεργώντας για να ικανοποιήση την ιδιοτελή επιθυμία, από την οποίαν εδελεάσθη, ενώ ήταν υιός του Θεού μετεβλήθη σε απαρνητήν του Θεού και Πατρός του, ενώ ήταν συνεργάτης του Θεού μετεβλήθη σε εχθρόν του Θεού, ενώ ήταν υμνητής του Θεού που μιλούσε την αλήθεια μετεβλήθη σ’ έναν ψευδόμενο συκοφάντη του Θεού. Μετεστράφη σε Σατανά ή Διάβολο, τον οποίον ο Θεός δεν μπορούσε να έχη ως υιόν του. Ο Σατανάς το έπραξε αυτό προσπαθώντας να μεταστρέψη τον Αδάμ και την Εύα από τέλεια, δίκαια, αναμάρτητα τέκνα του Θεού σε κακούς ανθρώπους, τέτοιους που μπορούσε αυτός τώρα να παραγάγη, αμαρτωλούς προς τον Δημιουργόν των. Γι’ αυτό γράφει ο Ιωάννης: «Όστις πράττει την αμαρτίαν, είναι εκ του διαβόλου· διότι απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει. Δια τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, δια να καταστρέψη τα έργα του διαβόλου. . . . Εν τούτω γνωρίζονται τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Πας όστις δεν πράττει δικαιοσύνην, δεν είναι εκ του Θεού, ουδέ όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού. . . . να αγαπώμεν αλλήλους· ουχί καθώς ο [υιός του Αδάμ] Κάιν ήτο εκ του πονηρού, και έσφαξε τον αδελφόν αυτού [Άβελ]. Και δια τι έσφαξεν αυτόν; διότι τα έργα αυτού ήσαν πονηρά, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.» (1 Ιωάν. 3:8-12) Ο Σατανάς, εισάγοντας την αμαρτία, εβεβήλωσε το Εδεμικό αγιαστήριο του Θεού.
( Ακολουθεί)
[Υποσημειώσεις]
a Λουκάς 23:42, 43, Λάμσα Τα Ευαγγέλια από την Αραμαϊκή (1933) και Η Σύγχρονη Καινή Διαθήκη (1940) και η περιθωριακή ανάγνωσις της Αγίας Γραφής από Αρχαία Ανατολικά Χειρόγραφα (1957) και Φως του Ευαγγελίου (1939), σελίδες 303, 304. Επίσης Ρόδερχαμ Η Εμφατική Βίβλος· και η Μετάφρασις Νέου Κόσμου.