Η Στενοχωρία του Ιακώβ και η Νέα Διαθήκη του Θεού
«Θέλω κάμη προς τον οίκον Ισραήλ και προς τον οίκον Ιούδα διαθήκην νέαν».—Ιερ. 31:31
1, 2. (α) Τι ρόλο έπαιξαν ο Ιακώβ και η Ραχήλ σχετικά με το έθνος Ισραήλ; (β) Πώς προελέχθη για τον Ιακώβ μια πρωτοφανής αναστάτωσις;
Ο ΙΑΚΩΒ αγαπούσε τη Ραχήλ κι εκείνη ανταποκρινόταν στην αγάπη του. Ο Ιακώβ, που έγινε γνωστός ως Ισραήλ, έγινε πατέρας του 12-φυλου έθνους Ισραήλ. Η Ραχήλ, ως η πιο αγαπημένη του σύζυγος, έγινε μητέρα της φυλής Βενιαμίν. Η φυλή του Ιούδα καταγόταν από τη Λεία, τη λιγώτερο αγαπητή σύζυγο του Ιακώβ. Το όνομα Ιακώβ, λοιπόν, έγινε σύμβολο ολόκληρου του έθνους, η δε Ραχήλ συμβόλιζε μια τιμημένη μητρική εκπρόσωπο του έθνους εκείνου. Για τον Ιακώβ προελέχθη «στενοχωρία» που δεν είχε το όμοιό της μέχρι τότε, και επρόκειτο και η Ραχήλ να υποστή τα θλιβερά της αποτελέσματα. Ο προφήτης Ιερεμίας, που ζούσε στην Αναθώθ της περιοχής Βενιαμίν, προσμένοντας μια τέτοια «στενοχωρία» να συμβή στις ημέρες του, εμπνεύσθηκε να πη τα εξής:
2 «Ουαί· διότι μεγάλη είναι η ημέρα εκείνη· ομοία αυτής δεν υπήρξε [στην προγενέστερη ιστορία] και είναι καιρός της στενοχωρίας του Ιακώβ· πλην θέλει σωθή εξ αυτής.»—Ιερ. 30:7.
3. (α) Για ποια κατάστασι προελέχθη ότι η Ραχήλ θα έκλαιε απαρηγόρητα; (β) Πότε κατέλαβε τον Ιακώβ ο «καιρός της στενοχωρίας»;
3 Το τι θα σήμαινε αυτός ο πρωτοφανής «καιρός της στενοχωρίας του Ιακώβ για τη συμβολική Ραχήλ προελέχθη στο εδάφιο Ιερεμίας 31:15 μ’ αυτά τα λόγια: «Φωνή ηκούσθη εν ‘Ραμά [πόλις στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν], θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός· η Ραχήλ, κλαίουσα τα τέκνα αυτής, δεν ήθελε να παρηγορηθή δια τα τέκνα αυτής, διότι δεν υπάρχουσιν.» Αυτό εσήμαινε, όχι ότι είχαν σκοτωθή, αλλά ότι είχαν αιχμαλωτισθή και είχαν φερθή ως εξόριστοι από τη χώρα τους σε μια εχθρική χώρα. Πράγματι, μετά από 18 μήνες οδυνηρής πολιορκίας από τους Βαβυλωνίους κατακτητές, η Ιερουσαλήμ, η οποία βρισκόταν στα βόρεια σύνορα μεταξύ των περιοχών του Ιούδα και του Βενιαμίν, κατεδαφίσθηκε, ο ναός της καταστράφηκε, ο βασιλεύς, οι άρχοντες και οι ιερείς αιχμαλωτίσθηκαν, και η μεγάλη πλειονότης των επιζώντων φέρθηκε εξόριστη στη Βαβυλώνα. Κατά τα μέσα του εβδόμου σεληνιακού μηνός (Τισρί) του έτους 607 π.Χ., όλη η γη του Βασιλείου του Ιούδα εγκαταλείφθηκε από τους λίγους Ιουδαίους που είχαν απομείνει κι έμεινε έρημη χωρίς ανθρώπους και κατοικίδια ζώα. Αυτή η κατάστασις ερημώσεως της γης, χωρίς κατοίκους και ζώα, επρόκειτο να διαρκέση, σύμφωνα με θείο διάταγμα, 70 χρόνια.
4. Πότε επρόκειτο να «σωθή» ο Ιακώβ από την προειπωμένη «στενοχωρία»;
4 Τι «καιρός . . . στενοχωρίας» ήταν αυτός για τον Ιακώβ! Δεν γλύτωσε απ’ αυτόν, δεν τον διέφυγε, και έπρεπε να περάσουν εκείνα τα 70 χρόνια πλήρους ερημώσεως της γης για να εκπληρώση ο Θεός τα παρηγορητικά λόγια που πρόσθεσε: «Πλην θέλει σωθή εξ αυτής» (Ιερ. 30:7) Πώς θα γινόταν αυτή η σωτηρία;
5. Τι είπε ο Ιεχωβά για παρηγοριά της Ραχήλ, και πώς εξεπλήρωσε την υπόσχεσί του;
5 Ο Ιεχωβά ανέπτυξε αυτό το θέμα όταν, αφού προείπε το πένθος της Ραχήλ για τα παιδιά της, πρόσθεσε τα εξής: «Ούτω λέγει Κύριος· Παύσον την φωνήν σου από κλαυθμού και τους οφθαλμούς σου από δακρύων· διότι το έργον σου θέλει ανταμειφθή, λέγει Κύριος· και θέλουσιν [τα τέκνα σου] επιστρέψει εκ της γης του εχθρού.» (Ιερ. 31:16) Η «γη του εχθρού» ήταν η Βαβυλών. (Μιχ. 7:8-10) Η Βαβυλωνιακή, λοιπόν, λαβή των «τέκνων» της Ραχήλ επρόκειτο να διασπασθή. Ο Θεός, για να καθησυχάση την πενθούσα Ραχήλ σχετικά μ’ αυτό, συνέχισε με τα εξής λόγια: «Είναι ελπίς εις τα έσχατά σου, λέγει Κύριος, και τα τέκνα σου θέλουσιν επιστρέψει εις τα όρια αυτών.» (Ιερ. 31:17) Προς έκπληξι των απίστων εχθρικών εθνών, αυτή η επιστροφή «εις τα όρια αυτών,» στα οποία περιλαμβανόταν και η Ραμά, έλαβε χώρα από το έτος 537 π.Χ. και μετά. (Νεεμ. 7:30· 11:31-33) Μετά από μια τέτοια οδυνηρή εθνική «κατάρρευσι» στο έτος 607 π.Χ., τι θαυματουργική «αποκατάστασι» επέφερε ο Ιεχωβά!
6. Σχετικά με τη θεραπεία των «πληγών» της, πώς θα μετέτρεπε ο Ιεχωβά την Σιών ή Ιερουσαλήμ, από το να είναι σαν μια «απερριμμένη» γυναίκα την οποία κανείς δεν αναζητεί;
6 Σχετικά μ’ αυτό, είπε: «Διότι θέλω αποκαταστήσει την υγείαν εις σε και θέλω σε ιατρεύσει από των πληγών σου, λέγει Κύριος· διότι αυτοί σε ονόμασαν Απερριμμένην, λέγοντες, Αύτη είναι η Σιών· δεν υπάρχει ο ζητών αυτήν. Ούτω λέγει Κύριος· Ιδού, εγώ θέλω επιστρέψει από της αιχμαλωσίας τας σκηνάς του Ιακώβ και θέλω οικτείρει τας κατοικίας αυτού· και η πόλις [Σιών ή Ιερουσαλήμ·] θέλει οικοδομηθή επί των ερειπίων αυτής, και ο ναός θέλει αποκατασταθή κατά την διάταξιν αυτού. Και εξ αυτών θέλει εξέρχεσθαι ευχαριστία και φωνή αγαλλομένων.»—Ιερ. 30:17-19.
7. Ποιο σημείο απ’ αυτά τα λόγια τον Ιεχωβά δείχνει αν στον καιρό των «πληγών» ο Ιεχωβά θ’ αφάνιζε τη διαθήκη του Νόμου, αλλά πώς φέρθηκε ως προς εκείνη τη διαθήκη ο Ιουδαϊκός λαός;
7 Ο Ιεχωβά είναι ένας «μακάριος Θεός» και θέλει να είναι, επίσης, μακάριοι κι εκείνοι που βρίσκονται σε σχέσι διαθήκης μαζί του. Αυτός ο ίδιος αγάλλεται! Η υπόσχεσις του Θεού για μελλοντική αγαλλίασι του εξόριστου Ιουδαϊκού λαού απέδειξε ότι δεν είχε εγκαταλείψει τη διαθήκη του Νόμου, στην οποία μεσίτευσε ο προφήτης Μωυσής μεταξύ Αυτού και του έθνους Ισραήλ. Αλλά πόσο παρέβησαν οι Ισραηλίτες τους όρους αυτής της διαθήκης! «Και ωκοδόμησαν τους υψηλούς τόπους του Βάαλ,» είπε ο Ιεχωβά σ’ αυτούς, «τους εν τη φάραγγι του υιού Εννόμ [στα νότια του ναού της Ιερουσαλήμ], δια να διαβιβάσωσι τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών δια του πυρός [ως ανθρώπινες θυσίες] εις τον Μολόχ· το οποίον δεν προσέταξα εις αυτούς ουδέ ανέβη επί την καρδίαν μου, να πράξωσι το βδέλυγμα τούτο, ώστε να κάμωσι τον Ιούδαν να αμαρτάνη.»—Ιερ. 32:35.
8. Μετά από ποια, λοιπόν, εμπειρία, που τους άξιζε, θα εγίνοντο οι Ισραηλίτες λαός του Ιεχωβά;
8 Για παρόμοιους λόγους, άξιζε στους Ισραηλίτες να υποστούν αναστατώσεις σαν μια βίαιη καταιγίδα που θα ερχόταν στο Βασίλειο του Ιούδα και στην πρωτεύουσά του, την Ιερουσαλήμ. Αλλά, ο ελεήμων Ιεχωβά, αφού προείπε αυτό, είπε κατόπιν: «Εν τω αυτώ καιρώ [της αποκαταστάσεως του Ισραήλ], λέγει Κύριος, θέλω είσθαι ο Θεός πασών των οικογενειών του Ισραήλ και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου.»—Ιερ. 30:23 έως 31:1.
9, 10. Για να εξακολουθήσουν οι ανασυγκροτημένοι Ισραηλίτες επ’ άπειρον να έχουν μια ευτυχή σχέσι με τον Ιεχωβά, τι θα έβαζε στις καρδιές τους ο Ιεχωβά και ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα;
9 Παρά την προηγούμενη δυσάρεστη ιστορία τους, ο Θεός θα εφέρετο σ’ αυτούς σύμφωνα με ό,τι αποδείχτηκαν τώρα ότι είναι. Θα επιζητούσε την ευημερία τους και θα έθετε ενώπιον τους την ευκαιρία να εξακολουθήσουν να έχουν μια ευτυχή σχέσι μ’ αυτόν επ’ άπειρον. Σχετικά μ’ αυτό, ο Θεός είπε:
10 «Ιδού, θέλω συνάξει αυτούς εκ πάντων των τόπων, όπου εδίωξα αυτούς εν τη οργή μου και εν τω θυμώ μου και εν τη μεγάλη αγανακτήσει μου· και θέλω επιστρέψει αυτούς εις τον τόπον τούτον και θέλω κατοικίσει αυτούς εν ασφαλεία· και θέλουσιν είσθαι λαός μου και εγώ θέλω είσθαι Θεός αυτών και θέλω δώσει εις αυτούς καρδίαν μίαν και οδόν μίαν, δια να με φοβώνται πάσας τας ημέρας, δια το καλόν αυτών και των τέκνων αυτών μετ’ αυτούς· και θέλω κάμει διαθήκην αιώνιον προς αυτούς, ότι δεν θέλω αποστρέψει απ’ οπίσω αυτών, δια να αγαθοποιώ αυτούς· και θέλω δώσει τον φόβον μου εις τας καρδίας αυτών, δια να μη αποστατήσωσιν απ’ εμού· και θέλω ευφραίνεσθαι επ’ αυτούς εις το να αγαθοποιώ αυτούς, και θέλω φυτεύσει αυτούς εν τη γη ταύτη κατά αλήθειαν, εξ όλης μου της καρδίας και εξ όλης μου της ψυχής.»—Ιερ. 32:37-43· επίσης 31:27-30.
ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
11, 12. (α) Πόσο καιρό έζησε η Ιερουσαλήμ μετά απ’ αυτό το ευνοϊκό νέο ξεκίνημα, και γιατί δεν έπρεπε ν’ αποδοθή το σφάλμα στον Ιεχωβά; (β) Μήπως η καταστροφή της Ιερουσαλήμ ακύρωνε τη διαθήκη του Νόμου, και τι έδειξε ο Ιεχωβά αποκαθιστώντας τον εξόριστο λαό του στη γη του;
11 Μ’ ένα τέτοιο εξαίρετο νέο ξεκίνημα γιατί η ανοικοδομημένη Ιερουσαλήμ έζησε μόνο 606 χρόνια ακόμη, δηλαδή έως το καλοκαίρι του έτους 70 μ.Χ.; Ασφαλώς, δεν μπορούμε ν’ αποδώσωμε το σφάλμα αυτό στον Ιεχωβά, αφού Εκείνος, με τα παραπάνω λόγια, υποσχέθηκε ότι θα υποστήριζε τον λαό του. Και δεν οφειλόταν σε δικά του σφάλματα η ανάγκη που παρουσιάσθηκε για μια νέα διαθήκη. Εν τούτοις, μέσω του Ιερεμία, ανήγγειλε ότι θα έκανε μια νέα και καλύτερη διαθήκη. Επί πλέον, ο κατά σάρκα Ισραήλ θα μπορούσε να είναι ο πρώτος που θα επωφελείτο απ’ αυτήν!
12 Στο έτος 1513 π.Χ. ο Ιεχωβά είχε συνάψει μια διαθήκη Νόμου με τον Ισραήλ μέσω του Μωυσή ως μεσίτη. Αυτό συνέβη 906 χρόνια προτού ο Ιεχωβά χρησιμοποιήση τον Ναβουχοδονόσορ, βασιλέα της Βαβυλώνας, να καταστρέψη την Ιερουσαλήμ και τον ναό της. Αλλ’ αυτό δεν ακύρωσε τη διαθήκη του Νόμου με τον Ισραήλ. Ο Ιεχωβά, λοιπόν, δεν χρειαζόταν μια άλλη διαφορετική διαθήκη για να θεραπεύση την πληγωμένη κατάστασι των Ιουδαίων, ελευθερώνοντας τους από την εχθρική χώρα της Βαβυλώνας και αποκαθιστώντας τους στη θεόδοτη πατρίδα τους. Εν τούτοις, κάνοντας το αυτό, τους διαβεβαίωσε και πάλι ότι ήταν ο Θεός τους και ότι αυτοί ήσαν ακόμη λαός του και ότι η Σιών, η Ιερουσαλήμ, δεν ήταν πια σαν μια «απερριμμένη» γυναίκα που δεν την αναζητούσε κανείς.
13, 14. (α) Πώς οι Ισραηλίτες που επέζησαν από τη μάχαιρα των κατακτητών βρέθηκαν σε μια «ερημική» κατάστασι, και πού αναζητούσαν ανάπαυσι; (β) Τι είδους αγάπη έτρεφε ο Ιεχωβά για τον Ισραήλ, και γι’ αυτό με ποια προσωπική ιδιότητα θα τους προσείλκυε προς Αυτόν;
13 Ο Ιεχωβά επρόκειτο να κάνη μια εξέχουσα επίδειξι του ελέους του στον λαό της διαθήκης του. Και γι’ αυτό δεν άφησε τη ρομφαία των κατακτητών τους να τους εξοντώση τελείως. Θα υπήρχαν επιζώντες. Αυτοί οι επιζώντες θα εύρισκαν τη ζωή σε εξορία σε μια εχθρική χώρα σαν μια κατασκήνωσι στην έρημο, στην οποία δεν εύρισκαν πραγματική ανάπαυσι, διότι δεν ήταν η πατρίδα τους, δεν ήταν η θεόδοτη χώρα τους. Αν μετανοούσαν και επέστρεφαν σ’ Αυτόν σ’ αυτή την «ερημική» κατάστασι, θα εύρισκαν εύνοια ενώπιον του, διότι ο Θεός δεν είχε εγκαταλείψει την διαθήκη που είχε κάνει μ’ αυτούς. Προείπε τα ευτυχή αποτελέσματα:
14 «Ο λαός ο εναπολειφθείς από της μαχαίρας εύρηκε χάριν εν τη ερήμω· ο Ισραήλ υπήγε να εύρη ανάπαυσιν [στην πατρίδα του την Παλαιστίνη]. Ο Κύριος εφάνη παλαιόθεν εις εμέ, λέγων, Ναι, σε ηγάπησα αγάπησιν αιώνιον· δια τούτο σε είλκυσα με έλεος. Πάλιν θέλω σε οικοδομήσει και θέλεις οικοδομηθή, παρθένε του Ισραήλ· θέλεις ευπρεπισθή πάλιν με τα τύμπανά σου και θέλεις εξέρχεσθαι εις τους χορούς των αγαλλομένων. Θέλεις φυτεύσει πάλιν αμπελώνας επί των ορέων της Σαμαρείας [που κατοικείτο άλλοτε από το Βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ] οι φυτευταί θέλουσι φυτεύσει και θέλουσι τρώγει τον καρπόν. Διότι θέλει είσθαι ημέρα, καθ’ ην οι φύλακες επί του όρους Εφραΐμ [της ηγετικής φυλής του Βορείου Βασιλείου του Ισραήλ] θέλουσι φωνάζει, Σηκώθητε και ας αναβώμεν εις την Σιών [Ιερουσαλήμ] προς Κύριον τον Θεόν ημών.»—Ιερ. 31:2-9.
15, 16. (α) Σύμφωνα με την προφητεία που μόλις παρετέθη, πού θ’ ανανέωναν τη λατρεία τους στον Ιεχωβά όλες οι 12 φυλές του Ισραήλ; (β) Τι θα έκανε αυτός κατόπιν με τον οίκο Ισραήλ, και ποια θα ήσαν τα αποτελέσματα στον λαό του;
15 Όλες οι νότιες και βόρειες φυλές του Ισραήλ θα συνάγονταν και πάλι και θα ενώνονταν πάλι στη λατρεία του Ιεχωβά στη Σιών. Αυτό σήμαινε ότι, λόγω της άπειρης διαρκούς αγάπης του Θεού, ο Ιακώβ (όλες οι 12 φυλές του Ισραήλ) θα σωζόταν από «τον καιρό της στενοχώριας» που κορυφώθηκε γι’ αυτόν με την ερήμωσι της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας στο έτος 607 π.Χ. (Ιερ. 30:7) Ωστόσο, πριν ακόμη έλθη εκείνη η «στενοχωρία» το έλεος του Ιεχωβά τον υπεκίνησε να προείπη κάτι πιο θαυμάσιο από την απλή ανασυγκρότησι του εξόριστου λαού του:
16 «Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ και προς τον οίκον Ιούδα διαθήκην νέαν ουχί κατά την διαθήκην, την οποίαν έκαμον προς τους πατέρας αυτών, καθ’ ην ημέραν επίασα αυτούς από της χειρός δια να εξαγάγω αυτούς εκ γης Αιγύπτου· διότι αυτοί παρέβησαν την διαθήκην μου και εγώ απεστράφην αυτούς, λέγει Κύριος· αλλ’ αύτη θέλει είσθαι η διαθήκη, την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ· μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος, θέλω θέσει τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών και θέλω γράψει αυτόν εν ταις καρδίαις αυτών και θέλω είσθαι Θεός αυτών και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου. Και δεν θέλουσι διδάσκει πλέον έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος τον αδελφόν αυτού, λέγων, Γνωρίσατε τον Κύριον· διότι πάντες ούτοι θέλουσι με γνωρίζει από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών, λέγει Κύριος· διότι θέλω συγχωρήσει την ανομίαν αυτών και την αμαρτίαν αυτών δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον.»—Ιερ. 31:31-34.
ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΜΕΣΙΤΗΣ
17. Γιατί εμείς σήμερα πρέπει να ενδιαφερώμεθα ακόμη για τη νέα διαθήκη, και πριν από πόσον καιρό η διαθήκη του Νόμου είχε ήδη παλαιωθή και επρόκειτο ν’ αφανισθή;
17 Ενδιαφερόμεθα εμείς σήμερα για τη νέα αυτή διαθήκη; Πρέπει να ενδιαφερώμεθα, διότι η διαθήκη αυτή ισχύει ακόμη. Αλλά με ποιους ίσχυε έως τώρα; Τα εκατομμύρια των Ιουδαίων σε όλη τη γη ισχυρίζονται ότι ισχύει γι’ αυτούς. Αυτοί πιστεύουν ότι είναι ακόμη κάτω από τη διαθήκη που είχε γίνει με τους προπάτορές τους στο Όρος Σινά. Αυτό είχε γίνει πριν από 3.490 χρόνια! Η υπόσχεσις του Ιεχωβά για μια νέα διαθήκη έγινε μέσω του Ιερεμία πριν από 2.580 χρόνια και πλέον. Αν αυτοί οι Ιουδαίοι έχουν δίκιο, γιατί ο Θεός καθυστέρησε τόσο να θέση σε ισχύ την υποσχεμένη νέα διαθήκη; Πριν από 1.900 χρόνια και πλέον, η Ιουδαϊκή διαθήκη του Νόμου είχε ήδη παλαιωθή και προφανώς θ’ αφανιζόταν για να δώση τη θέσι της στη νέα διαθήκη. Έγινε αυτό;
18. (α) Η υπόσχεσις του Θεού για μια διαθήκη «νέα» τι έδειχνε σχετικά με τη διαθήκη του Νόμου, και σε ποια χρονικά πλαίσια την έθετε; (β) Πώς διαβιβάσθηκε ο κώδικας του Νόμου στο έθνος Ισραήλ;
18 Σ’ αυτό το σημείο, ένας Ιουδαίος σπουδαστής που συνήθιζε να κάθεται «παρά τους πόδας» του περίφημου Φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ της Ιερουσαλήμ, έγραψε: «Λέγων δε καινήν διαθήκην, έκαμε παλαιάν την πρώτην· το δε παλαιούμενον και γηράσκον είναι πλησίον αφανισμού.» (Εβρ. 8:13· 2 Κορ. 3:14) Όταν ο Ιουδαίος συγγραφέας έγραψε αυτά τα λόγια στους εκχριστιανισμένους Εβραίους της Ιερουσαλήμ, ήταν περίπου το έτος 61 μ.Χ. Σε μια προγενέστερη επιστολή προς τις Χριστιανικές εκκλησίες της Ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας, έγραψε: «Δια τι λοιπόν εδόθη ο νόμος; Εξ αιτίας των [ανθρωπίνων] παραβάσεων προσετέθη [στην Αβραμιαία διαθήκη σχετικά με το Σπέρμα], εωσού έλθη το σπέρμα [του Αβραάμ], προς το οποίον έγεινεν η επαγγελία, διαταχθείς δι’ αγγέλων δια χειρός μεσίτου.»—Γαλ. 3:19.
19. Αφού η διαθήκη του Νόμου χρειαζόταν τον Μωυσή ως μεσίτη, τι δείχνει αυτό σχετικά με τη νέα διαθήκη, που γίνεται επίσης μεταξύ Θεού και ανθρώπων;
19 Ο μη κατονομαζόμενος αυτός μεσίτης ήταν ο Μωυσής. Αν για να γίνη η παλαιά διαθήκη του Νόμου χρειαζόταν να είναι αυτός μεσίτης μεταξύ του Θεού και των ατελών, αμαρτωλών ανθρώπων, ασφαλώς για να γίνη η νέα διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων θα χρειαζόταν πάλι ένας μεσίτης, έστω και αν αυτός δεν αναφέρεται στα εδάφια Ιερεμίας 31:31-34. Στον καιρό του Ιερεμία, ο Μωυσής ήταν προ πολλού νεκρός. Επειδή είχε ενεργήσει ως μεσίτης, ο Νόμος της παλαιάς διαθήκης λεγόταν «νόμος του Μωυσέως.»—Πράξ. 15:5.
20, 21. (α) Προλέγοντας ο Θεός τη νέα διαθήκη, πώς τόνισε την ανωτερότητά της από την προγενέστερη; (β) Τι θα έκανε ο Θεός στους υπό διαθήκην Ισραηλίτες αν τηρούσαν πιστά τη διαθήκη που είχε κάνει μαζί τους;
20 Επειδή η νέα διαθήκη ήταν ανώτερη, άξιζε να έχη ένα μεσίτη ανώτερο από τον Μωυσή. Ας προσέξωμε τώρα πώς ο ουράνιος Προμηθευτής της νέας διαθήκης έδειξε ότι αυτή ήταν ανώτερη από την προγενέστερη. Λέγει γι’ αυτήν ότι ήταν «ουχί κατά την διαθήκην, την οποίαν έκαμον προς τους πατέρας αυτών, καθ’ ην ημέραν επίασα αυτούς από της χειρός δια να εξαγάγω αυτούς εκ γης Αιγύπτου· διότι αυτοί παρέβησαν την διαθήκην μου και εγώ απεστράφην αυτούς, λέγει Κύριος.» (Ιερ. 31:32) Είχε σκοπό να κάνη κάτι μεγαλειώδες στους Ισραηλίτες μέσω της διαθήκης την οποία έκανε μ’ αυτούς αφού τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Γι’ αυτό τους είπε:
21 «Εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, [τι θα γινόταν;] θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον.»—Έξοδ. 19:5, 6.
22. (α) Ένα τέτοιο «βασίλειον ιεράτευμα» τι είδους κυβέρνησι θ’ αποτελούσε και για ποιους θα ήταν κατάλληλο; (β) Σε ποιον θα ήταν «ειδικό απόκτημα» αυτό το «άγιο έθνος» και τι είδους σχέσι θα είχε μ’ αυτόν;
22 Ασφαλώς, οι λέξεις «βασίλειον ιεράτευμα» τονίζουν μια κυβέρνησι ιδεωδώς κατάλληλη για τις ανάγκες όλης της ανθρωπότητας. Οι ιερείς της εκπροσωπούν και υπηρετούν τον Θεό, τον Σωτήρα της ανθρωπότητας. Το «βασίλειον ιεράτευμα» είναι ένα «έθνος,» μια εθνική ομάδα τόσο καθαρή ώστε να λέγεται «αγία,» κατάλληλη να χρησιμοποιηθή από τον Θεό. Ο Θεός την εξέλεξε από όλα τα άλλα έθνη της γης, θα γινόταν ο «εκλεκτός» λαός του Θεού, ή «ειδικόν απόκτημα,» σύμφωνα με τη ΜΝΚ, ακριβώς όπως μια σύζυγος είναι το ειδικό απόκτημα του συζύγου της. Ο Θεός μάλιστα παρωμοίασε τους λυτρωμένους Ισραηλίτες της αρχαιότητας με μια εθνική σύζυγο, λέγοντας ότι είχε «συζυγική κυριαρχία επ’ αυτών.» Αλλά, αντί αυτοί ν’ αποδίδουν συζυγική υποταγή σ’ αυτόν τηρώντας την ιερή διαθήκη του, αγνόησαν τις ειδικές υποχρεώσεις της ευνοημένης αυτής σχέσεως. (Ιερ. 3:1-3, 20) Ήσαν άξιοι διαζυγίου!
23. Έφερε μόνιμα αποτελέσματα η διαθήκη του Μωσαϊκού Νόμου, και τι έκανε ο Θεός για την ιδεώδη κυβέρνησι που είχε σκοπό για την ανθρωπότητα;
23 Από τη μετέπειτα ιστορία του αρχαίου εκείνου λαού της διαθήκης του Ιεχωβά Θεού, γνωρίζομε ότι τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν μόνιμα γι’ αυτούς. Δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθή, λοιπόν, το γεγονός, ότι η διαθήκη του Νόμου με μεσίτη τον Μωυσή δεν έφερε μόνιμα αποτελέσματα. Πόσο πρέπει να χαιρώμεθα, λοιπόν, που ο Θεός δεν έπαυσε να κάνη διευθετήσεις προς όφελος αυτού του επιθυμητού «βασιλείου ιερατεύματος»! Αποβλέποντας σ’ αυτή την ιδεώδη κυβέρνησι, αντικατέστησε την παλαιά διαθήκη με μια καλύτερη.
[Εικόνα στη σελίδα 16, 17]
Η Ραχήλ, κλαίουσα τα τέκνα αυτής