Ο Χριστιανός Πολεμιστής
1. Γιατί είναι αγία η «στρατεία» των Χριστιανών σήμερα, και ποιο ερώτημα εγείρεται όσον αφορά τη μέθοδο της μάχης;
ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ των πιστών μαρτύρων των προ Χριστού ημερών ήσαν άγιοι, επειδή ήσαν θεοκρατικοί και διεξήγοντο εν ονόματι του Ιεχωβά των δυνάμεων και υπό την διεύθυνσί του και την προσταγή του. Η «στρατεία» των αληθινών Χριστιανών σήμερα, οι οποίοι είναι ομοίως μάρτυρες του Ιεχωβά, δεν είναι ολιγώτερον αγία, ιερή, επειδή και αυτή επίσης είναι θεοκρατική. Σε πολλές περιπτώσεις οι γενναίοι μάρτυρες του Ιεχωβά στις αρχαίες εκείνες ημέρες εμάχοντο με υλικά όπλα επιβάλλοντας σωματικό θάνατο. Μπορούν οι Χριστιανοί μάρτυρες σήμερα να μάχωνται ομοίως με τέτοια υλικά, θανατηφόρα όπλα; Στον Ιεχωβά απόκειται ν’ απαντήση και να εκπαιδεύση τις συνειδήσεις μας.
2. Γιατί οι Χριστιανοί έχουν στα χέρια των την πιο μεγάλη μάχη όλης της ιστορίας, και γιατί η ημέρα αυτή είναι η «ημέρα η πονηρά»;
2 Στους αρχαίους χρόνους οι πιστοί μάρτυρες του Ιεχωβά συχνά εμάχοντο εναντίον ισχυρών συγκεντρώσεων του εχθρού, αλλά τώρα οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν στα χέρια των την πιο μεγάλη μάχη της ιστορίας. Οι αρχαίοι μάρτυρες πολεμώντας υπέρ του Ιεχωβά αντιμετώπιζαν ανθρωπίνους εχθρούς και ωπλίζοντο με χειροποίητα όπλα. Οι σημερινοί Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά αντιμετωπίζουν και διεξάγουν πάλη μ’ έναν υπεράνθρωπο εχθρό. Είναι ένας αόρατος εχθρός, αλλά, εντελώς όμοια, ο πόλεμος μ’ αυτόν είναι πολύ πραγματικός. Είναι, επομένως, μια πάλη που απαιτεί διαρκή αγρυπνία και σταθερή ετοιμότητα, ένας συνεχής πόλεμος, μια πάλη ολοκλήρου ζωής, από την οποία δεν μας χορηγείται άδεια απουσίας, στην οποία δεν υπάρχει ανακωχή, δεν υπάρχει εκεχειρία. Σ’ αυτήν υπάρχει συνεχής ανάγκη θείας προτροπής για να διατηρήται κανείς στη μάχη εν τάξει, πάντοτε θαρραλέος. Η πάλη φθάνει στην έντασί της στην ημέρα που λέγεται «η ημέρα η πονηρά». Δεν υπάρχει πια αμφισβήτησις γι’ αυτό: η «ημέρα η πονηρά» είναι παρούσα, επειδή ο Σατανάς ή Διάβολος και οι αόρατοι δαίμονες του έχουν εκβληθή από τον ουρανό κάτω στη γη και ο «άρχων των δαιμονίων» έχει μεγάλον θυμό επειδή γνωρίζει ότι έχει ολίγον μόνο καιρό ως τον μέγιστον πόλεμον όλων των καιρών, τον παγκόσμιον πόλεμον του Αρμαγεδδώνος.—Αποκάλ. 12:7-13, 17· 16:14-16· Ματθ. 12:24.
3. Γιατί, λοιπόν, οι Χριστιανοί χρειάζονται διαφορετική πολεμική εξάρτυσι, και από ποιον προέρχεται αυτή;
3 Γι’ αυτό ακριβώς ο πόλεμος αυτός είναι διαφορετικός από τον πόλεμο των κοσμικών στρατών. Είναι πόλεμος με διαφορετικόν εχθρό. Οι κοσμικοί στρατοί πολεμούν υπέρ του θεού του παρόντος συστήματος πραγμάτων, του οποίου αποτελούν μέρος· οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά πολεμούν εναντίον του ‘θεού του αιώνος τούτου’. (2 Κορ. 4:4, Κριτ. Έκδ. Κειμένου) Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζονται διαφορετικά όπλα, μια πολεμική εξάρτυσι που κανείς από τους κατασκευαστάς οπλισμού του παρόντος συστήματος πραγμάτων δεν μπορεί να παραγάγη. Γνωρίζουν τον εχθρό των, και γνωρίζουν τη μόνη πολεμική εξάρτυσι με την οποία μπορούν να τον πολεμήσουν και να νικήσουν. Είναι μια πολεμική εξάρτυσις που προέρχεται από τον μεγαλύτερον Μαχητήν από όλους αυτούς, τον Ιεχωβά Θεό. Με λόγια που εξαίρουν την αναγκαία αυτή εξάρτυσι και εκθέτουν τον εχθρό, ο Λόγος του Ιεχωβά λέγει: «Το λοιπόν, αδελφοί μου, ενδυναμούσθε εν Κυρίω, και εν τω κράτει της ισχύος αυτού· ενδύθητε την πανοπλίαν του Θεού, δια να δυνηθήτε να σταθήτε εναντίον εις τας μεθοδείας του διαβόλου· διότι δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ’ εναντίον εις τας [μη αίμα και σάρκα] αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις. Δια τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού, δια να δυνηθήτε να αντισταθήτε εν τη ημέρα τη πονηρά, και αφού καταπολεμήσητε τα πάντα, να σταθήτε.»—Εφεσ. 6:10-13.
4. Παρά τον τύπον των οπλών του αρχαίου Ισραήλ, ποιο γεγονός αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του πολέμου του Χριστιανού;
4 Το γεγονός ότι ο εχθρός μας είναι πνευματικός, υπερανθρώπινος, αλλοιώνει τελείως τη φύσι του πολέμου μας και τη φύσι των πολεμικών μας όπλων. Είναι αλήθεια ότι οι μάρτυρες των αρχαίων χρόνων επολέμησαν σε πολλές περιπτώσεις με τα ποικίλα όπλα του αρχαίου πολέμου, οι μάρτυρες δε εκείνοι επρομήθευσαν μια προφητική εικόνα ή τύπον των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά σήμερα, στον θεοκρατικό τους πόλεμο εναντίον του Σατανά ή Διαβόλου και των υπερανθρωπίνων δυνάμεών του, των δαιμόνων, οι οποίοι είναι υψηλότεροι και ισχυρότεροι από αίμα και σάρκα.
5. Ποια ήταν η θέσις των ιερέων και Λευιτών, και ποιους εξεικόνιζαν όλοι μαζί οι φυσικοί Ισραηλίτες;
5 Κάτι άλλο: Οι ιερείς της οικογενείας του Ααρών, καθώς και όλοι οι λοιποί άνδρες της φυλής του Λευί, εξηρούντο από τα κοσμικά καθήκοντα των άλλων Ισραηλιτών ανδρών. Η διαταγή του μεγάλου Θεοκράτου προς τον Μωυσή επάνω στο σημείο αυτό ήταν σαφής: «Μόνον την φυλήν του Λευί μη απαριθμήσης, και το κεφάλαιον αυτών μη λάβης μετά των υιών Ισραήλ· αλλά δος εις τους Λευίτας την επιστασίαν της σκηνής του μαρτυρίου, και πάντων των σκευών αυτής, και πάντων των ανηκόντων εις αυτήν· ούτοι θέλουσι βαστάζει την σκηνήν, και πάντα τα σκεύη αυτής, και ούτοι θέλουσιν υπηρετεί εις αυτήν, και θέλουσι στρατοπεδεύει κύκλω της σκηνής.» Η αφήγησις όσον αφορά την απαρίθμησι των άλλων Ισραηλιτών για θεοκρατική δράσι εναντίον των εχθρών του Ισραήλ λέγει: «Ούτοι είναι οι απαριθμηθέντες εκ των υιών Ισραήλ, κατά τους οίκους των πατέρων αυτών πάντες οι απαριθμηθέντες εν τοις στρατοπέδοις, κατά τα τάγματα αυτών, ήσαν εξακόσιαι τρεις χιλιάδες και πεντακόσιοι πεντήκοντα. Οι δε Λευίται δεν συνηριθμήθησαν μεταξύ των υιών Ισραήλ, καθώς προσέταξεν ο Ιεχωβά εις τον Μωυσήν.» (Αριθμ. 1:1-50· 2:32, 33, ΜΝΚ) Έτσι εκείνοι που εκτελούσαν ιερή υπηρεσία στη σκηνή ή στο ναό, δηλαδή, οι άνδρες της φυλής του Λευί, περιλαμβανομένων και των ιερέων, εξηρούντο από αυτή τη γενική απαρίθμησι και τις υποχρεώσεις της. Όλοι εκείνοι οι φυσικοί Ισραηλίτες, οι απαριθμημένοι άνδρες και οι Λευίτες και όλοι οι υπόλοιποι από τις φυλές του έθνους, εξεικόνιζαν τον πνευματικόν Ισραήλ, τη μία, αληθινή Χριστιανική εκκλησία, της οποίας ο Ιησούς Χριστός είναι η Κεφαλή. Αλλά σ’ αυτή την εικόνα υπάρχει η ακόλουθη διαφορά σήμερα.
6, 7. (α) Αλλά σ’ αυτή την εικόνα ποια είναι η μεγάλη διαφορά, όπως εξετέθη από τον απόστολο Πέτρο; (β) Συνεπώς, από τι εξηρέθησαν όλοι, και από ποιον;
6 Στον πνευματικόν Ισραήλ δεν υπάρχει τέτοια διαίρεσις μελών σε κοσμικούς απαριθμημένους, ιερείς και Λευίτες και άλλους μη απαριθμημένους. Όσοι αποτελούν τον πνευματικόν Ισραήλ, τη μία αληθινή εκκλησία, την οικοδομημένη επάνω στον Ιησού Χριστό, την Πέτρα, είναι όλοι τους ιερείς, όλοι καθιερωμένοι από τον Θεό και στην ιερή του υπηρεσία. (Ματθ. 16:18) Ο απόστολος Πέτρος ο ίδιος καθώρισε το γεγονός αυτό πέρα από κάθε αμφισβήτησι, όταν απηυθύνθη στους Χριστιανούς τους αγιασμένους με το πνεύμα του Θεού και είπε: «Εις τον οποίον προσερχόμενοι, ως εις λίθον ζωντα, υπό μεν των ανθρώπων αποδεδοκιμασμένον, παρά δε τω Θεώ εκλεκτόν, έντιμον, και σεις, ως λίθοι ζώντες, οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, δια να προσφέρητε πνευματικάς θυσίας, ευπρόσδεκτους εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού. . . . είσθε “γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον,” λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεάς, δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως· οι ποτέ μη όντες λαός, τώρα δε λαός του Θεού· οι ποτέ μη ηλεημένοι, τώρα δε ελεηθέντες.»—1 Πέτρ. 1:1, 2· 2:4-10.
7 Τα 144.000 μέλη της αληθινής εκκλησίας ή Χριστιανικής συναθροίσεως αποτελούν ένα ιερατείον είναι ο καθένας τους ένας πνευματικός ιερεύς, και ο Ιησούς Χριστός είναι ο Αρχιερεύς των. Στην αγία υπηρεσία των προς τον Θεό και στη στάσι των απέναντι του κόσμου τούτου, οι Χριστιανοί αυτοί υφιερείς τον μιμούνται. (Εβρ. 3:1· 1 Κορ. 11:1) Αποτελούν ένα πνευματικόν οίκον για να κατοική σ’ αυτόν ο Θεός με το πνεύμα του, ο δε Ιησούς είναι ο κύριος ακρογωνιαίος λίθος του πνευματικού αυτού ναού, και αυτοί δεν μπορούν να βεβηλωθούν και μιανθούν με κακή χρήσι από τον κόσμον αυτόν. (Εφεσ. 2:19-22· 1 Κορ. 3:16, 17· Ματθ. 26:51-56) Γι’ αυτόν ακριβώς τον ισχυρό λόγο ο Ιεχωβά Θεός τους εξήρεσε ΟΛΟΥΣ—ολόκληρη την εκκλησία—από το να λάβουν μέρος με σαρκικά όπλα στην επικείμενη μάχη του Αρμαγεδδώνος. Συνεπώς, αφού δεν αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου ο οποίος θα καταστραφή στον Αρμαγεδδώνα, οι υφιερείς αυτοί του Ιησού Χριστού πρέπει να τηρούν αυστηρή ουδετερότητα απέναντι των σημερινών συγκρούσεων των εθνών και πρέπει να επιδίδωνται στα ιερατικά των καθήκοντα προς τον λαόν και όλα τα έθνη ομοίως, χωρίς μεροληψία ή διάκρισι.
8. Ποιος αντιτείνει στην ανάμιξί των σε ακάθαρτες κοσμικές υποθέσεις, και γιατί η αντίρρησίς του είναι σπουδαία;
8 Επειδή η Χριστιανική εκκλησία υπό τον Αρχιερέα της Ιησούν αποτελεί όλη ένα «άγιον έθνος», ένα «βασίλειον ιεράτευμα», ο Ιεχωβά Θεός ο ίδιος είναι εκείνος που αντιτείνει στο να αναμιγνύεται αυτή με μοιχευτικό τρόπο και να λαμβάνη ενεργό μέρος στις υποθέσεις του κόσμου τούτου. Αυτός τους προστάζει: «Σύρθητε, σύρθητε, εξέλθετε εκείθεν, μη εγγίσητε ακάθαρτον εξέλθετε εκ μέσου αυτής· καθαρίσθητε σεις οι βαστάζοντες τα σκεύη του Ιεχωβά.» (Ησ. 52:11, ΑΣ) Έτσι ο Ιεχωβά εκθέτει την αντίρρησί του για την καθοδήγησι της Χριστιανικής συνειδήσεως, και η αντίρρησίς Του είναι αποφασιστική.
9. Γιατί εκτιμώνται εσφαλμένως οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά από τις αρχές του κόσμου τούτου, και ποια προειδοποίησι έδωσε ο απόστολος Παύλος σχετικά με τούτο;
9 Οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά δεν περιφέρονται με τη θρησκευτική στολή του κλήρου του «Χριστιανισμού», αλλά ντύνονται απλά με τα συνήθη ενδύματα κάθε ανδρός ή γυναικός. Εργαζόμεθα ακόμη μέρος του χρόνου μας σε κοσμική ενασχόλησι, και το εκάναμε αυτό προτού ακόμη οι «εργάται ιερείς» της Γαλλίας εξουσιοδοτηθούν να εκτελούν κάποια έντιμη εργασία στα καταστήματα για να προσπαθήσουν να σταματήσουν την πρόοδο του κομμουνισμού. Πλείστοι από τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά εργάζονται μέρος του χρόνου των σε έντιμα επαγγέλματα, όπως έκανε και ο απόστολος Παύλος, για να είναι αποστολικοί και για να ποριζώμεθα αξιοπρεπώς και εντίμως τα προς το ζην και να μη επιβαρύνωμε οικονομικώς τις εκκλησίες με τις οποίες είμεθα συνταυτισμένοι. Επειδή δεν ξεχωρίζομε τους εαυτούς μας από τους λοιπούς ανθρώπους με το να φέρωμε ηχηρούς τίτλους ή ασυνήθη θρησκευτικά ενδύματα ή να ζούμε μια ζωή ανέσεως σαν κληρικοί, οι αρχές του κόσμου τούτου μπορεί να μη μας βλέπουν σαν καθιερωμένους ιερείς του Θεού, αλλά να μας βλέπουν σύμφωνα με ό,τι φαινόμεθα ότι είμεθα κατά σάρκα. Επειδή δεν έχουν τη Βιβλική άποψι, μπορεί, όπως έλεγε ο απόστολος Παύλος, να «θεωρούσιν ημάς ως κατά σάρκα περιπατούντας». Αλλά, ως μια προειδοποίησι εναντίον μιας τέτοιας εσφαλμένης εκτιμήσεως της πορείας μας, ο θεόπνευστος απόστολος προσθέτει: «Διότι αν και περιπατώμεν εν σαρκί, δεν πολεμούμεν όμως κατά σάρκα· διότι τα όπλα του πολέμου ημών δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά συν Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων· επειδή καθαιρούμεν λογισμούς, και παν ύψωμα επαιρόμενον εναντίον της γνώσεως του Θεού, και αιχμαλωτίζομεν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού· και είμεθα έτοιμοι να εκδικήσωμεν πάσαν παρακοήν [αλλ’ όχι με θανατηφόρα σαρκικά όπλα], όταν γείνη πλήρης η υπακοή σας. Τα κατά πρόσωπον βλέπετε;» (2 Κορ. 10:2-7) Πρέπει, λοιπόν, να βγάλωμε από την απάτη τις διάνοιες εκείνων που μας βλέπουν σύμφωνα με την εξωτερική μας εμφάνισι και δεν μας εκτιμούν ως διακόνους του Ιεχωβά Θεού, ως καθιερωμένους ιερείς του Υψίστου Θεού, μέλη ενός «αγίου έθνους», και όχι του κόσμου τούτου.
10. Για ποιον πόλεμο έχουν αγιασθή οι Χριστιανοί αυτοί ιερείς, ποιος τους εστρατολόγησε, και πώς πρέπει ν’ αποδειχθούν καλοί στρατιώται;
10 Υπό έμπνευσιν ο απόστολος μάς λέγει ότι ως ακόλουθοι του Χριστού δεν πολεμούμε εναντίον σαρκός και αίματος και ότι τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά. Είμεθα καθιερωμένοι ιερείς και δεν υποκείμεθα σε στρατιωτικοποίησι για να λάβωμε βίαιο μέρος στη μάχη του Αρμαγεδδώνος. Αλλά, συνεχίζοντας τα ιερατικά μας καθήκοντα ακόμη και μέσα σ’ αυτόν τον «πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος», θα είμεθα αβλαβείς παραστάται, χαρωποί θεαταί τού πώς ο Ιεχωβά Θεός και οι αγγελικές του δυνάμεις υπό τον Ιησούν Χριστόν θα διεξάγουν τη νικηφόρο μάχη εναντίον της οργανώσεως του Διαβόλου, ορατής και αοράτου. Η ουσία αυτού του επιχειρήματος είναι ότι ενασχολούμεθα σε πνευματικόν αγώνα. Είναι ένας πνευματικός πόλεμος, για τον οποίον έχομε αγιασθή. Είμεθα στρατολογημένοι σ’ έναν πνευματικό στρατό, σ’ έναν θεοκρατικό πόλεμο, ο δε Αρχηγός μας είναι ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, και αυτός είναι εκείνος που πρέπει να ευαρεστήσωμε με υπακοή και μίμησι. Ο ίδιος απόστολος Παύλος, γράφοντας στον νεαρόν Τιμόθεο, κατέστησε σαφές αυτό το σημείο, λέγοντας σ’ αυτόν: «Συ λοιπόν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού. Ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται εις τας βιωτικάς υποθέσεις, δια να αρέση εις τον στρατολογήσαντα.» (2 Τιμ. 2:3, 4) Είμεθα υποχρεωμένοι να επιδιώξωμε την επιδοκιμασία του Ιησού Χριστού, επειδή αυτός μας εστρατολόγησε στον θεοκρατικό στρατό και είμεθα ‘στρατιώται του Ιησού Χριστού’ και πρέπει ν’ αποδειχθούμε καλοί στρατιώται κακοπαθώντας προς χάριν του.
11. Γιατί οι ακόλουθοι του Χριστού δεν μπορούν να είναι δούλοι δύο κυρίων, και πώς η θρησκευτικοποίησις των κοσμικών συρράξεων καταπατεί τη Χριστιανική συνείδησι;
11 Ο Ιησούς Χριστός ο Αρχηγός μας είπε: «Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύη· διότι ή τον ένα θέλει μισήσει, και τον άλλον θέλει αγαπήσει· ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή, και τον άλλον θέλει καταφρονήσει.» (Ματθ. 6:24) Ως στρατιώται του Ιησού Χριστού είμεθα ενασχολημένοι σ’ έναν ιερό πόλεμο «εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» και πρέπει να εξακολουθήσωμε να κηρύττωμε τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού, ώστε το φως των αγαθών νέων να κατατροπώση τις δυνάμεις του σκότους. Οι προσπάθειες των αρχόντων του «Χριστιανισμού» να θρησκευτικοποιήσουν τους πολέμους των, αποκαλώντας τους «σταυροφορίες» και δίνοντάς τους άλλα συναρπαστικά ονόματα, δεν αλλοιώνουν την περίπτωσι για το ιερατείον του Ιεχωβά. Με το να προσπαθούν έτσι να θρησκευτικοποιήσουν τις συρράξεις των, οι άρχοντες εγκαθιδρύουν μια θρησκεία. Υπαγορεύουν τη θρησκευτική τους αντίληψι σ’ εκείνους που θα έπρεπε να έχουν την ελευθερία της συνειδήσεως να εκλέξουν τη δική των θρησκεία, δηλαδή την ελευθερία να εκλέξουν ν’ ακολουθήσουν τον Λόγον του Ιεχωβά και να καθοδηγήσουν τη συνείδησί τους με τον Λόγον του. Όσον αφορά την εγκαθίδρυσι μιας θρησκείας και την απαγόρευσι της ασκήσεως μιας άλλης ο απόστολος Πέτρος και οι συναπόστολοί του είπαν στο Ιουδαϊκό Ανώτατο Δικαστήριο: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.»—Πράξ. 5:29.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΛΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
12. Εκτός των φυσικών Ισραηλιτών ποιοι άλλοι ενησχολούντο στους πολέμους του αρχαίου Ισραήλ, και ποιοι ήσαν μερικοί απ’ αυτούς στο στρατό του Δαβίδ;
12 Στους πολέμους του αρχαίου Ισραήλ ενησχολούντο όχι μόνο οι φυσικοί Ισραηλίτες του θεοκρατικού έθνους, αλλά και γενναίοι ξένοι καλής θελήσεως. Κατατεταγμένοι στα στρατεύματα του βασιλέως Δαβίδ ήσαν τέτοιοι ξένοι όπως ο Ουρίας ο Χετταίος ο οποίος αρνήθηκε να κοιμηθή στο σπίτι του όταν η κιβωτός του Θεού και ο θεοκρατικός στρατός του ήσαν κατασκηνωμένοι στο πεδίον της μάχης, επειδή ήθελε να παραμένη αγιασμένος διαρκώς για τη μάχη και να είναι έτοιμος για το καθήκον σε μια ξαφνική ειδοποίησι, όχι ακατάλληλος. Κατόπιν, επίσης, ήταν ο Σελέκ ο Αμμωνίτης· ο Ιεθεμά ο Μωαβίτης· επίσης ο Ιτταΐ ο Γετθαίος, ένας Φιλισταίος από την Γαθ, μαζί με εξακοσίους άλλους Γετθαίους· ακόμη δε οι ειδικοί σωματοφύλακες του Βασιλέως Δαβίδ οι γνωστοί ως Χερεθαίοι και Φελεθαίοι, οι οποίοι θεωρείται ότι ήσαν ξένοι.—2 Σαμ. 11:6-17· 23:37-39· 1 Χρον. 11:26, 46· 2 Σαμ. 15:18, 19· 8:18· 20:7, 23· 1 Βασ. 1:38, 44· 1 Χρον. 18:17.
13. Ποιους εξεικονίζουν οι ξένοι αυτοί πολεμισταί του Δαβίδ, και γιατί ο πόλεμός των τώρα είναι μόνο πνευματικός;
13 Ποιους εξεικονίζουν αυτοί οι ξένοι συμπολεμισταί του Δαβίδ στις μάχες του υπέρ του Ιεχωβά; Εξεικονίζουν τους ανθρώπους καλής θελήσεως από όλα τα έθνη σήμερα, τους νομοταγείς συντρόφους του υπολοίπου του «βασιλικού ιερατείου» υπό τον Χριστόν Ιησούν τον Αρχιερέα. Αυτοί αν και δεν είναι πνευματικοί ιερείς, δεν τους επιτρέπεται όμως από τον Ιεχωβά Θεό να λαμβάνουν μέρος στις ακάθαρτες υποθέσεις του κόσμου τούτου όπως δεν επιτρέπεται και στο υπόλοιπο του πνευματικό Ισραήλ. Έχουν υπαχθή υπό τον ίδιον Αρχηγόν με το υπόλοιπο των πνευματικών ιερέων· ο πόλεμος τον οποίον διεξάγουν μπορεί να είναι μόνο πνευματικός πόλεμος, θεοκρατικός πόλεμος, και έτσι δεν μπορούν να χειρισθούν και δεν θα χειρισθούν οποιοδήποτε σαρκικό όπλο στη μάχη του Αρμαγεδδώνος ούτε θα κάμουν βίαιες ενέργειες σ’ αυτόν τον πόλεμο. Μπορεί αυτοί να είναι τα «άλλα πρόβατα» του Καλού Ποιμένος του Θεού, αλλά έχουν συναχθή στην ίδια ποίμνη του ενός Ποιμένος με τα πνευματικά πρόβατα του «μικρού ποιμνίου» και πρέπει ν’ ακολουθήσουν τον ένα Ποιμένα μαζί μ’ αυτά. (Ιωάν. 10:14-16· Λουκ. 12:32) Ο πόλεμος και των δύο ομάδων στη μία ποίμνη είναι ο ένας πόλεμος, ο πνευματικός, ο θεοκρατικός, ο άγιος πόλεμος. Γι’ αυτόν τον πόλεμο και οι δύο ομάδες έχουν αγιασθή, επειδή και οι δύο έχουν ακούσει τη φωνή του Καλού Ποιμένος Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι ο Μεγαλύτερος Δαβίδ, και κατόπιν αφιερώθηκαν και οι δύο στον Ιεχωβά Θεό ν’ ακολουθήσουν πιστά τα ίχνη του Ποιμένος. Δεν μπορούν ν’ ακολουθήσουν άλλον αρχηγό, δίνοντας προσοχή σε άλλες φωνές που μπορεί να καλούν.
14. Πού υπηρετούν με ιερότητα τον Θεό αυτά τα «άλλα πρόβατα», και με ποια λόγια περιγράφει ο Ησαΐας την έλευσί των εκεί και τη διδασκαλία που λαμβάνουν!
14 Αυτά τα «άλλα πρόβατα» από όλα τα έθνη αποτελούν ήδη έναν «πολύν όχλον» που είναι μαζί με το πνευματικό υπόλοιπο, αλλά εξακολουθούν να έρχωνται στην ποίμνη και θα εξακολουθήσουν να το πράττουν αυτό ώσπου να εκραγή η παγκόσμια σύρραξις του Αρμαγεδδώνος. Η προφητεία που προλέγει την ελευσί των τους περιγράφει να στέκουν ενώπιον του θρόνου του Θεού και ν’ αποδίδουν σ’ αυτόν ιερή υπηρεσία ημέρα και νύχτα στο ναό του. (Αποκάλ. 7:9-15) Πώς θα μπορούσαν αυτά τα «άλλα πρόβατα» καλής θελήσεως να το πράττουν αυτό και συγχρόνως να περιπλέκονται σε όλα τα «έργα της σαρκός» των μη αγιασμένων ανθρώπων; Δεν θα μπορούσαν να το πράττουν αυτό και συγχρόνως να κληρονομήσουν επίγειες ευλογίες υπό την βασιλεία του Θεού στο νέο κόσμο. Οι προφητείες του Ησαΐα και του Μιχαία περιγράφουν να έρχωνται στον οίκον του Ιεχωβά και λέγουν τι αυτός τους διδάσκει και τι απαιτεί απ’ αυτούς σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες του παλαιού αυτού κόσμου. Διαβάζομε: «Εν ταις εσχάταις ημέραις, το όρος του οίκου του Ιεχωβά θέλει στηριχθή επί της κορυφής των ορέων, και υψωθή υπεράνω των βουνών· και πάντα έθνη θέλουσι συρρέει εις αυτό, και πολλοί λαοί θέλουσιν υπάγει, και ειπεί, Έλθετε, και ας αναβώμεν εις το όρος του Ιεχωβά, εις τον οίκον του Θεού του Ιακώβ· και θέλει διδάξει ημάς τας οδούς αυτού, και θέλομεν περιπατήσει εν ταις τρίβοις αυτού. Διότι εκ Σιών θέλει εξέλθει νόμος, και λόγος Ιεχωβά εξ Ιερουσαλήμ. Και θέλει κρίνει αναμέσον των εθνών, θέλει ελέγξει πολλούς λαούς· και θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία, και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.» (Ησ. 2:2-4, ΑΣ) Η προφητεία του Μιχαία (4:1-3) δίνει διπλή έμφασι σ’ αυτή την προφητεία του Ησαΐα.
15. Πότε ακριβώς ο κόσμος βλέπει να εκπληρώνωνται αυτές οι προφητείες, και γιατί τα «πρόβατα» δεν πρέπει να διαταράσσουν τα στοιχεία στον τόπο στον οποίον έχουν έλθει;
15 Επειδή και οι δύο προφητείες εφαρμόζονται ακριβώς τώρα κατά την έλευσι «άλλων προβάτων», ανθρώπων καλής θελήσεως από όλα τα έθνη, στον ναόν του Ιεχωβά, τώρα είναι που τα κοσμικά έθνη θαυμάζουν επειδή δεν βλέπουν αυτά τα «πρόβατα» στον ναόν του Θεού να αναλαμβάνουν τα όπλα που αναφέοουν ο Ησαΐας και ο Μιχαίας ή να εξακολουθούν να μαθαίνουν την τέχνη συγχρόνου μη θεοκρατικού πολέμου. Ενεργούν σαν άκακα «πρόβατα» του ουρανίου Ποιμένος. (Ιωάν. 10:16· Αποκάλ. 7:15-17) Αυτοί έχουν μάθει για την κρίσι και απόφασι του Ιεχωβά και γνωρίζουν τώρα ότι ο νόμος του και ο λόγος του από την ουράνια Σιών τούς απαγορεύει να πράττουν τα «έργα της σαρκός» όπως προηγουμένως, αλλά πρέπει τώρα να στραφούν στην τέχνη της ειρήνης που θα την ασκούν στο νέο κόσμο που είναι ακριβώς μπροστά μας. Αυτά τα «άλλα πρόβατα» είναι τα επιθυμητά πράγματα, τα πράγματα που είναι πολύτιμα στον Θεό από όλα τα έθνη, και έχουν έλθει στον οίκον του ή ναό του, γεμίζοντάς τον με δόξα. Εκεί πρέπει να αναγνωρίσουν και να υπακούσουν στο θέλημα του Θεού που η προφητεία του Αγγαίου 2:9 μάς λέγει ότι είναι: «Και εν τω τόπω τούτω θέλω δώσει ειρήνην, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων.» Πρέπει, λοιπόν, να διατηρήσουν την ειρήνη και να μην είναι στοιχεία ταραχής ανάμεσα στο πνευματικό ιερατείο την πνευματική τάξι του ναού. Αυτό το πνευματικό ιερατείον δεν μπορεί να εγκρίνη το να εμπλακούν σε βίαιες διαμάχες μέσα στον ναόν του Ιεχωβά Θεού ή να εμπλακούν σε βίαιη διαμάχη με τους έξω στη μάχη του Αρμαγεδδώνος.—Αγγαίος 2:7-9· Ιάκ. 4:1-4.
16. Τι είδους πρέπει να είναι, συνεπώς, ο πόλεμός μας, και για να ενασχοληθούμε σ’ αυτόν, σε ποια εντολή πρέπει να υπακούσωμε;
16 Ο ενωμένος μας πόλεμος πρέπει, συνεπώς, να είναι πνευματικός πόλεμος. Και για τούτο και τα δύο μας ποίμνια πρέπει ν’ αναλάβουν την ίδια Θεόδοτη πανοπλία με υπακοή στην εντολή: «Σταθήτε λοιπόν περιεζωσμένοι την οσφύν σας με αλήθειαν, και ενδεδυμένοι τον θώρακα της δικαιοσύνης, και έχοντες υποδεδημένους τους πόδας με την ετοιμασίαν του ευαγγελίου της ειρήνης· επί πάσι δε, αναλάβετε την ασπίδα της πίστεως, δια της οποίας θέλετε δυνηθή να σβέσητε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα· και λάβετε την περικεφαλαίαν της σωτηρίας, και την μάχαιραν του Πνεύματος, ήτις είναι ο Λόγος του Θεού· προσευχόμενοι εν παντί καιρώ μετά πάσης προσευχής και δεήσεως δια του Πνεύματος, και εις αυτό τούτο αγρυπνούντες με πάσαν προσκαρτέρησιν και δέησιν υπέρ πάντων των αγίων. Και υπέρ εμού, δια να δοθή εις εμέ λόγος να ανοίξω το στόμα μου μετά παρρησίας, δια να κάμω γνωστόν το μυστήριον του ευαγγελίου, υπέρ του οποίου είμαι πρέσβυς φορών άλυσιν, δια να λαλήσω περί αυτού μετά παρρησίας, καθώς πρέπει να λαλήσω.»—Εφεσ. 6:14-20.
17. Πώς μπορούμε να είμεθα ειρηνικοί και όμως ενασχολημένοι σ’ αυτή τη «στρατεία», και γιατί δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε μια κατώτερη μάχαιρα;
17 Μ’ αυτή την πανοπλία μπορείτε τώρα να είσθε ένας ειρηνικός κάτοικος της γης, μη προξενώντας βλάβη σε αίμα και σάρκα, και συγχρόνως να διεξάγετε μια θεοκρατική πνευματική μάχη εναντίον των πονηρών πνευματικών δυνάμεων στα επουράνια, που χρησιμοποιούν τα επίγεια ανθρώπινα όργανά των προσπαθώντας να σταματήσουν την ελευθερία του λόγου στη διακήρυξι των αγαθών νέων με τόλμη. Η «μάχαιρα του πνεύματος», η πνευματική μάχαιρα, είναι ο Λόγος του Θεού. Μ’ αυτήν δεν μπορείτε να ασκήσετε καμμιά σωματική βία σε κανένα, αλλά, αντιθέτως, μπορείτε να κάμετε απέραντο πνευματικό καλό. Ένας στρατηγός του Κορεατικού Πολέμου τελευταίως είπε: «Η πέννα είναι ισχυρότερη από την μάχαιραν», εννοώντας την κατά γράμμα μάχαιραν. Εξ άλλου, ο λόγος του Θεού είναι ισχυρότερος από την πέννα των κοσμικών ανθρώπων, και συνεπώς είναι ισχυρότερος από την κατά γράμμα μάχαιραν. Ο απόστολος Παύλος επίσης είπε ότι ο ζωντανός Λόγος του Θεού είναι «ενεργός, και κοπτερώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν.» (Εβρ. 4:12) Γιατί, λοιπόν, εμείς που είμεθα αγιασμένοι για την ιερή, θεοκρατική «στρατεία», να υψώνωμε πια ένα ολιγώτερο ισχυρό, ένα κατώτερο όπλο ο ένας εναντίον του άλλου; Γιατί να μη χρησιμοποιούμε την ισχυρότερη μάχαιρα, το ανώτερο όπλο, την πνευματική μάχαιρα, τον Λόγο του Θεού, εναντίον του κοινού μας εχθρού, που είναι «τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις». Η ισχύς μας στον πόλεμο έγκειται στα όπλα που προέρχονται από τον Θεό, και αυτά μόνο μπορούμε να χρησιμοποιούμε.
18. Ποιο πράγμα είναι μια αναγκαία προσθήκη στον αμυντικό μας πόλεμο, και πώς αυτό εξεικονίσθηκε έντονα στην περίπτωσι του Ασά βασιλέως του Ιούδα;
18 Ας μην παραβλέπωμε, επίσης, ότι η προσευχή είναι ένα ουσιώδες μέρος της «στρατείας» μας, μια αναγκαία προσθήκη στον αμυντικό μας οπλισμό. Η προσευχή στην έντασι της θεοκρατικής μάχης είναι πολύ ζωτική. Προ πολλού έφερε νίκη στον Βασιλέα Ασά του Ιούδα. Κατανοώντας ότι ο στρατός του από πεντακόσιες ογδόντα χιλιάδες αγιασμένους πολεμιστάς δεν μπορούσε φυσικώς ν’ αντιπαραβληθή με τον στρατό του ενός εκατομμυρίου Αιθιόπων με τριακόσια άρματα υπό τον Ζερά τον Αιθίοπα, ο Ασά προσευχήθηκε ένθερμα: «Ιεχωβά, δεν είναι ουδέν παρά σοι να βοηθής τους έχοντας πολλήν, ή μηδεμίαν δύναμιν· βοήθησον υμάς, Ιεχωβά Θεέ ημών· διότι επί σε πεποίθαμεν, και εν τω ονόματί σου ερχόμεθα εναντίον του πλήθους τούτου· Ιεχωβά, συ είσαι ο Θεός ημών, ας μη υπερίσχυση άνθρωπος εναντίον σου.» Εις απάντησιν σ’ αυτή την ικεσία, δεν υπερίσχυσε άνθρωπος, ούτε ακόμη ένα εκατομμύριο ανθρώπων. Καθώς είναι γραμμένο: «Και επάταξεν ο Ιεχωβά τους Αιθίοπας έμπροσθεν του Ασά, και έμπροσθεν του Ιούδα· και οι Αιθίοπες έφυγον. . . . και έπεσον εκ των Αιθιόπων τοσούτοι ώστε δεν ηδύναντο να αναλάβωσι πλέον· διότι συνετρίβησαν έμπροσθεν του Ιεχωβά, και έμπροσθεν του στρατεύματος αυτού.» (2 Χρον. 14:9-14, ΑΣ) Η αφήγησις αυτή εγράφη προηγουμένως για τη διδασκαλία μας· και τι μεγαλειώδης εξεικόνισις είναι αυτή του πώς η προσευχή βοηθεί στη νίκη! Πάντοτε, λοιπόν, τώρα ας προσευχώμεθα.
19. (α) Γιατί δεν πρέπει να αποβάλωμε την πνευματική πανοπλία και να αναλάβωμε τα σαρκικά όπλα στον Αρμαγεδδώνα; (β) Πώς μας αγίασε ο Χριστός Ιησούς για τον δίκαιον πόλεμο, και γιατί πρόθυμα κατατασσόμεθα σ’ αυτόν;
19 Εδώ λοιπόν, στέκομε στην πονηρή ημέρα, περιβεβλημένοι με θεοκρατική πανοπλία, αγιασμένοι για τον ιερό πόλεμο της υποθέσεως του Ιεχωβά. Αντιμετωπίζομε τον παγκόσμιο πόλεμο του Αρμαγεδδώνος. Αυτός θα είναι η πιο βίαιη και καταστρεπτική μάχη της οποίας έλαβε πείραν ο άνθρωπος. Αλλά δεν θα χρειασθή να λάβωμε μέρος στην βιαιότητα εκείνου του καιρού. Από τις αρχαίες προφητικές εικόνες του Αρμαγεδδώνος μάς έρχονται τα λόγια του Ιεχωβά: «Η μάχη δεν είναι υμών, αλλά του Θεού.» «Σταθήτε, και βλέπετε την σωτηρίαν του Ιεχωβά, την οποίαν θέλει κάμει εις εσάς σήμερον· . . . ο Ιεχωβά θέλει πολεμήσει δια σας.» (2 Χρον. 20:15· Έξοδ. 14:13, 14, ΜΝΚ) Τα λόγια αυτά είναι μια απαγόρευσις για να μην αποβάλωμε την πνευματική μας πανοπλία και αναλάβωμε σαρκικά όπλα και εμπιστευθούμε στη χρήσι των υπέρ ή εναντίον οποιουδήποτε επάνω στη γη κατά την μάχη του Αρμαγεδδώνος. Πρέπει να κρατήσωμε τον αγιασμό μας για τον ιερό μας πόλεμο ως την ολοκληρωτική επίθεσι του Γωγ, του κυριάρχου άρχοντος του Μαγώγ, εναντίον της κοινωνίας μας του Νέου Κόσμου, και ως την έκρηξι του Αρμαγεδδώνος με την αντεπίθεσι του Ιεχωβά εναντίον του προς υπεράσπισίν μας. (Ιεζ. 38:1 έως 39:22) Ο Αρχιερεύς μας Χριστός Ιησούς προσέφερε για μας την ανθρώπινη θυσία του, με την οποία αποκτούμε μια αγιασμένη κατάστασι ενώπιον του Θεού για τον πνευματικό μας αγώνα. Έχομε συμβουλευθή το θέλημα του Θεού μέσω αυτού και έχομε μάθει ότι πρέπει να ‘αγωνιζώμεθα τον καλόν αγώνα της πίστεως’. (1 Τιμ. 6:12) Γνωρίζομε ότι πρέπει ο καθένας μας ν’ αποδείξη ότι. είναι «καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού». Αυτός, ως ο Αρχιερεύς μας, είναι μαζί μας στο στρατόπεδο για να μας συμβουλεύη και να μας ενθαρρύνη να μη φοβούμεθα τον εχθρό αλλά να κινούμεθα προς τα εμπρός κάνοντας το θέλημα του Θεού ως θεοκρατικοί στρατιώται. Ο πόλεμός μας για τη δόξα και τη διεκδίκησι του Ιεχωβά είναι ένας άγιος πόλεμος, μια ιερή υποχρέωσις, ένα αγιασμένο καθήκον, και η Χριστιανική μας συνείδησις δεν βρίσκει αντίρρησι να ενασχοληθούμε σ’ αυτόν τον θεοκρατικό πόλεμο με αγία πανοπλία, αλλά πρόθυμα κατατασσόμεθα σ’ αυτή την υπηρεσία ως νομοταγείς εθελονταί.—Ψαλμ. 110:3.
20. (α) Πώς πρέπει να διατηρούμε το θεοκρατικό στρατόπεδο; (β) Πώς, λοιπόν, πρέπει να συμπεριφερώμεθα στον πόλεμο της μεγάλης ημέρας του Θεού του Παντοκράτορος, και με ποιο μεγαλειώδες αποτέλεσμα;
20 Το στρατόπεδό μας πρέπει να το διατηρούμε καθαρό με το να ζούμε με αγιότητα, μη διαπράττοντας πορνεία με τον εχθρικό αυτόν κόσμο, για να μην ιδή ο Ιεχωβά κάτι το απρεπές μεταξύ μας και παύση να μας συνοδεύη. Περιβεβλημένοι την πνευματική πανοπλία του Θεού, πρέπει συνεχώς να πολεμούμε τώρα εναντίον των ‘πνευμάτων της πονηρίας εν τοις επουρανίοις’, χειριζόμενοι με γενναιότητα την «μάχαιραν του Πνεύματος, ήτις είναι ο λόγος του Θεού», με το να κηρύττωμε σε όλη οικουμένη το ευαγγέλιον της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού. Τότε, καθώς η αποφασιστική μάχη πλησιάζει, ναι, ακόμη καθώς εισερχόμεθα στον «πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος», εμείς ως «άγιον έθνος» και «βασίλειον ιεράτευμα» μαζί με όλους τους συμπολεμιστάς μας καλής θελήσεως από όλα τα έθνη, θα είμεθα άξιοι να ψάλλωμε τους αίνους του Ιεχωβά και να σαλπίζοιμε τις σάλπιγγες για μια θαρραλέα προέλασι εναντίον του εχθρού με πλήρη εμπιστοσύνη ότι ο Ιεχωβά θα μας δώση τη νίκη. Και καθώς εξακολουθούμε να μαχώμεθα για την υποστήριξι του κηρύγματος του ευαγγελίου, θα προσευχώμεθα ένθερμα με πίστι, ο ένας για τον άλλον και για την επιτυχία της θείας υποθέσεως. Τότε η θεοκρατική μας «στρατεία» δεν θα είναι εις μάτην. Όχι, αλλά θα στεφανωθή με τη νίκη του Θεού δια Ιησού Χριστού και με αιώνια ζωή στον δίκαιο νέο κόσμο για μας ως συμμετόχους της νίκης Του! (1 Κορ. 15:57, 58) «Η μάχη δεν είναι υμών, αλλά του Θεού.»—2 Χρον. 20:15.