Μισείτε το Κακόν, Όχι Ανθρώπους
Η ΑΓΑΠΗ είναι η εξέχουσα ιδιότης του Ιεχωβά. «Ο Θεός είναι αγάπη,» έγραψε ο απόστολος Ιωάννης. Η αγάπη του είναι τόσο πλήρης, ώστε φθάνει ακόμη και ως τους εχθρούς του, όπως είπε ο Ιησούς: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου”, και μίσει τον εχθρόν σου. Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι· δια να γείνητε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Διότι εάν αγαπήσητε τους αγαπώντας σας, ποίον μισθόν έχετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσι το αυτό; Και εάν ασπασθήτε τους αδελφούς σας μόνον, τι περισσότερον κάμνετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσιν ούτως; έστε λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ο Πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς είναι τέλειος.»—1 Ιωάν. 4:8· Ματθ. 5:43-48.
Αν ο Ιεχωβά είναι μακρόθυμος προς αυτούς τους εχθρούς του, γιατί να μην είμεθα κι εμείς; Η αγάπη, που εκδηλώνει σ’ αυτούς, είναι ευρύτερη σε νόημα από μια αισθηματική στοργή. Όπως λέγει ο Δρ Στρονγκ, «εμπεριλαμβάνει ειδικά την κρίσι και την περιεσκεμμένη συγκατάθεσι της θελήσεως ως ζήτημα αρχής, καθήκοντος και ιδιότητος». Εύχεται και για τους εχθρούς, εργάζεται για το καλό τους, μολονότι δεν μπορεί να επιδοκιμάση όλες τις πράξεις των. Η αγάπη του Θεού απειργάσθη καλό για κείνους που αμαρτάνουν σ’ αυτόν: «Αλλ’ ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.» Η αγάπη, και όχι η βραδύτης, είναι εκείνη που κάνει τον Θεό ν’ αναμένη ως τότε που θα εκτελέση τους αμαρτάνοντας: «Δεν βραδύνει ο Ιεχωβά την υπόσχεσιν αυτού, ως τινές λογίζονται τούτο βραδύτητα· αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη θέλων να απολεσθώσι τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν.» Με την αγαθότητα και μακροθυμία και καρτερία προσπαθεί ο Θεός να οδηγήση τους αμαρτωλούς σε μετάνοια: ‘Αγνοείς ότι η χρηστότης του Θεού σε φέρει εις μετάνοιαν;’ Δεν επιδοκιμάζει την αμαρτία, αλλά δείχνει αγάπη στους αμαρτωλούς.—Ρωμ. 5:8· 2 Πέτρ. 3:9, ΜΝΚ· Ρωμ. 2:4.
ΤΙ ΜΙΣΟΥΜΕ
Ορθό είναι να μισούμε το κακό. Το να πράττουμε αυτό σημαίνει να μιμούμεθα τον Ιεχωβά και να συμμορφούμεθα με τον Χριστό. Ο Ιεχωβά μισεί «οφθαλμούς υπερηφάνους, γλώσσαν ψευδή, και χείρας εκχεούσας αίμα αθώον, καρδίαν μηχανευομένην λογισμούς κακούς, πόδας τρέχοντας ταχέως εις το κακοποιείν, μάρτυρα ψευδή λαλούντα ψεύδος, και τον εμβάλλοντα έριδας μεταξύ αδελφών.» Ο Ιησούς ‘ηγάπησε δικαιοσύνην, και εμίσησεν ανομίαν’. Εν τούτοις, ο Ιεχωβά και ο Χριστός δείχνουν αγάπη στους αμαρτωλούς, μολονότι μισούν τις αμαρτίες των. Το ίδιο πρέπει κι εμείς.—Παροιμ. 6:17-19· Εβρ. 1:9.
Η αγάπη μπορεί να ενεργή για τη μεταστροφή του αμαρτωλού. Κηρύττομε σε ανθρώπους που αμαρτάνουν, και κηρύττομε με αγάπη, διότι, αν αυτό δεν γίνεται με αγάπη, δεν είναι τίποτα: «Εάν λαλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, έγεινα χαλκός ηχών, η κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν, και εξεύρω πάντα τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μη έχω, είμαι ουδέν. Και εάν πάντα τα υπάρχοντα μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου δια να καυθώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.» Δείχνομε αγάπη στον αμαρτωλό, αλλ’ όχι για την αμαρτία.—1 Κορ. 13:1-3.
Δεν μισείτε ένα άτομο επειδή είναι νέος ή ηλικιωμένος, αρσενικός ή θηλυκός, υψηλός ή κοντός, χονδρός ή λιγνός, ξανθός ή καστανός, ωραίος ή φιλόφρων. Δεν είναι τα βλέμματα ή η εμφάνισις του ατόμου, που διεγείρει μίσος. Οι πράξεις του είναι εκείνες που είναι κακές, και αν αγαπάτε δικαιοσύνη μισείτε την ανομία. Αν αυτός παύση αυτές τις πράξεις, η αιτία σας για μίσος παρέρχεται, κι έτσι παρέρχεται και το μίσος σας. Όταν ένας διώκτης παύση να διώκη κι ασπασθή την αλήθεια του Ιεχωβά, τον αγαπούμε. Η αδικοπραγία του ήταν εκείνη που μισούσαμε, όχι το άτομο. Δείξτε αγάπη στο άτομο, ακόμη και όταν αδικοπραγή και αυτό μπορεί να τον οδήγηση να κάνη ό,τι είναι ορθόν. Αυτός είναι ο στοργικός τρόπος του Ιεχωβά: «Όταν λέγω προς τον ασεβή, Εξάπαντος θέλεις αποθάνει· ο δε, επιστρέψας από της αμαρτίας αυτού, πράξη κρίσιν και δικαιοσύνην, αποδώση το ενέχυρον ο ασεβής, επιστρέψη το ηρπαγμένον, περιπατή εν τοις διατάγμασι της ζωής, μη πράττων αδικίαν, θέλει εξάπαντος ζήσει, δεν θέλει αποθάνει· πάσαι αι αμαρτίαι αυτού, τας οποίας ημάρτησε, δεν θέλουσι πλέον μνημονευθή εις αυτό·ν έκαμε κρίσιν και δικαιοσύνην· θέλει εξάπαντος ζήσει.»—Ιεζ. 33:14-16.
Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ ΜΙΣΕΙ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥ
Ένα κακοποιό παιδί διαπαιδαγωγείται διότι αγαπάται: «Ο Ιεχωβά ελέγχει όντινα αγαπά, καθώς και ο πατήρ τον υιόν εις τον οποίον ευαρεστείται.» Ένα παιδί μπορεί να κάνη πολλές μισητές πράξεις, αλλ’ ο γονεύς εξακολουθεί ν’ αγαπά το παιδί του. Μισεί τις κακές πράξεις, αλλ’ όχι και το παιδί του, κι εργάζεται για την επανόρθωσί του με το να το διαπαιδαγωγή. Κι ο Ιεχωβά, επίσης, ακολουθεί αυτή την πορεία. Το πράττει αυτό εκεί όπου υπάρχει ελπίς σωτηρίας του αμαρτωλού. Γνωρίζει ότι σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για σαρκική αδυναμία, η οποία βυθίζει το άτομο στην αδικοπραγία, ότι δεν είναι πραγματικά αυτό που επιθυμεί το ίδιο το άτομο. Ο Παύλος έδειξε αυτή την αποστροφή σε αμαρτίες, που είχε κάμει ο ίδιος: «Επειδή εκείνο το οποίον θέλω, τούτο δεν πράττω, αλλ’ εκείνο το οποίον μισώ, τούτο πράττω. Τώρα δε δεν πράττω πλέον τούτο εγώ, αλλ’ η αμαρτία η κατοικούσα εν εμοί. Διότι εξεύρω ότι δεν κατοικεί εν εμοί (τουτέστιν εν τη σαρκί μου,) αγαθόν· επειδή το θέλειν πάρεστιν εις εμέ, το πράττειν όμως το καλόν δεν ευρίσκω· διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον θέλω· αλλά το κακόν το οποίον δεν θέλω, τούτο πράττω. Εάν δε εγώ πράττω εκείνο το οποίον δεν θέλω, δεν εργάζομαι αυτό πλέον εγώ, αλλ’ η αμαρτία η κατοικούσα εν εμοί.» Πολλοί κάνουν το κακόν λόγω αδυναμίας, ή λόγω του περιβάλλοντος, ή λόγω περιστάσεων, στις οποίες έζησαν στο παρελθόν σε μια άτυχη παιδική ηλικία, και δεν εκδηλώνουν καθόλου τον πραγματικό εσωτερικό εαυτό τους. Μερικές κακές πράξεις γίνονται από άγνοια, και, όταν ο αδικοπραγήσας έλθη σε γνώσι, είναι δυνατόν να μετανοήση.—Παροιμ. 3:12, ΜΝΚ· Ρωμ. 7:15, 17-20.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΗ ΤΟ ΑΤΟΜΟ
Στις ανωτέρω περιπτώσεις, οι αμαρτίες δεν εκφράζουν πραγματικά την επιθυμία ή τους ενδομύχους πόθους του ατόμου, αλλ’ υπάρχουν άλλοι που έχουν τόσο εξαχρειωθή, ώστε τέρπονται στις αμαρτίες των και τις επιδιώκουν με προμελέτη και με πλήρη γνώσι της κακίας των. Τόσο πολύ ανέμιξαν την προσωπικότητά τους με αυτές τις κακές πράξεις, ώστε ένας χωρισμός του ατόμου από τις αμαρτίες είναι δύσκολος ή αδύνατος. Φθάνουν σ’ ένα απώτατο άκρον, οπότε αφήνονται σε μια ασυγχώρητη θέσι ενώπιον του Ιεχωβά: «Πάσα αμαρτία και βλασφημία, θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους· η κατά του πνεύματος όμως βλασφημία δεν θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους.» Η εσκεμμένη και συνεχής αμαρτία εναντίον του διαφωτιστικού πνεύματος του Ιεχωβά δεν είναι συγχωρητή· η πρόκλησις εναντίον της εκδήλου ενεργείας του πνεύματος δεν μπορεί να συγχωρηθή. Όταν άτομα εμμένουν στην αδικοπραγία μετά από την πλήρη έκθεσί της σ’ αυτούς, όταν το άδικο έχη εμφυτευθή τόσο ώστε να καταστή αχώριστο μέρος της ιδιοσυστασίας των, τότε το αίσθημά μας πρέπει να είναι μίσος προς το άτομον, το οποίον συμπαθώς προσκολλάται στην αμαρτία, όσο και προς την αμαρτία του. Πώς αλλιώς να γίνη, όταν το άτομο κι η αμαρτία καθίστανται αχώριστα και μόνιμα συνδεδεμένα;—Ματθ. 12:31.
Οι αδιόρθωτοι αυτοί αντιστρέφουν την εντολή, «Μισείτε το κακόν, και αγαπάτε το καλόν», γινόμενοι ως οι «μισούντες το καλόν, και αγαπώντες το κακόν.» Καμμιά ικεσία δεν πρέπει να γίνεται γι’ αυτούς. «Μη προσεύχου υπέρ του λαού τούτου, και μη ύψονε φωνήν ή δέησιν υπέρ αυτών, μηδέ μεσίτευε προς εμέ· διότι δεν θέλω σου εισακούσει», λέγει ο Ιεχωβά. Ο Θεός ο ίδιος θα είναι ο «ανταποδίδων κατά πρόσωπον αυτών εις τους μισούντας αυτόν, δια να εξολοθρεύση αυτούς· δεν θέλει βραδύνει εις τον μισούντα αυτόν· θέλει κάμει εις αυτόν την ανταπόδοσιν κατά πρόσωπον αυτού.» Μερικοί φθάνουν σε σημείο που ούτε μια αυστηρή πειθάρχησις δεν μπορεί να αμβλύνη το κακό που έγινε μέρος του εαυτού των. Δεν είναι πια δυνατόν να καταστραφή το κακό και να διαφυλαχθή το άτομο. Και τα δυο μαζί πρέπει να καταστραφούν, αφού δεν υπάρχει τρόπος χωρισμού των. Οι κακές πράξεις αληθινά εκδηλώνουν κι αντανακλούν μια αδιόρθωτα κακή καρδιά. Αυτά τα άτομα είναι η προσωποποίησις του κακού, ακριβώς όπως ο Θεός είναι η προσωποποίησις της αγάπης. Σ’ αυτού του είδους τους ανθρώπους ο Ιησούς είπε: «Σεις είσθε εκ πατρός του διαβόλου, και τας επιθυμίας του πατρός σας θέλετε να πράττητε.» Στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, κεφάλαιον 23, ο Ιησούς σκωπτικά τους κατέκρινε κι ερώτησε: «Όφεις, γεννήματα εχιδνών, πώς θέλετε φύγει από της καταδίκης της γεέννης;»—Αμώς 5:15· Μιχ. 3:2· Ιερεμ. 7:16· Δευτ. 7:10· Ιωάν. 8:44· Ματθ. 23:33.
Όταν ένας ασεβής που μισεί τον Ιεχωβά δεν αποχωρίζεται από την ασέβειά του και το μίσος του, πώς μπορούμε εμείς να το πράξωμε αυτό για το δικό μας μίσος προς την αμαρτωλότητά του; «Τον ασεβή βοηθείς, και τους μισούντας τον Ιεχωβά αγαπάς; δια τούτο οργή παρά του Ιεχωβά είναι επί σε.» Όταν το μίσος είναι έντονο κι είναι εγχαραγμένο στο άτομο κι αχώριστο απ’ αυτό, η περίπτωσις προχωρεί πέρα από την εχθρότητα που οφείλεται στην κληρονομημένη αμαρτία ή άγνοια, απέναντι της οποίας μπορεί να φερθή κανείς υπομονητικά με αγάπη: «Μη δεν μισώ, Ιεχωβά, τους μισούντάς σε; Και δεν αγανακτώ κατά των επανισταμένων επί σε; Με τέλειον μίσος μισώ αυτούς· δια εχθρούς έχω αυτούς.»—2 Χρον. 19:2, ΜΝΚ· Ψαλμ. 139:21, 22, ΜΝΚ.
Αλλ’ οι αδιόρθωτοι αυτοί που προσωποποιούν το μισητό κακό, καθίστανται έκδηλοι. Γενικά μπορούμε και πρέπει να θεωρούμε τις μάζες της ανθρωπότητος, που είναι αποξενωμένες από τον Θεό, όπως τις θεωρούσε κι ο Ιησούς: «Ιδών δε τους όχλους [που τον αναζητούσαν] εσπλαγχνίσθη δι’ αυτούς, διότι ήσαν εκλελυμένοι και εσκορπισμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα.» Μπορούμε να κηρύττωμε σ’ αυτούς με αγάπη, μισώντας τις αμαρτίες των. Όταν μας λέγεται να μισούμε το κακό και όχι τον κακοποιό, που είναι δυνατόν να διορθωθή, μπορεί να φαίνεται δύσκολο αυτό να γίνη. Αλλ’ όταν σταθήτε και σκεφθήτε, θ’ αντιληφθήτε ότι και στη δική σας περίπτωσι αυτό συνέβαινε σε όλη σας τη ζωή. Κάμετε τούτο και στους άλλους.—Ματθ. 9:36.