Έλεγχος «Ενώπιον Πάντων»
«Εάν μαστιγώσης τον χλευαστήν, ο απλούς θέλει γείνει προσεκτικός· και εάν ελέγξης τον φρόνιμον, θέλει εννοήσει γνώσιν.»—Παροιμ. 19:25.
1. Σύμφωνα με το εδάφιο 1 Τιμόθεον 5:20, εκείνοι που εμμένουν στην αμαρτία ενώπιον τίνος πρέπει να ελέγχωνται και γιατί;
ΤΙ θα λεχθή λοιπόν για τις οδηγίες του Παύλου προς τον Τιμόθεο να ελέγχη τους αμαρτάνοντας «ενώπιον πάντων;» Αυτό έχει ένα θετικό σκοπό, δηλαδή, «δια να έχωσι φόβον και οι λοιποί,» ώστε να μη εισέλθουν στην ίδια πορεία αμαρτίας. (1 Τιμ. 5:20) Ποιες περιστάσεις λοιπόν απαιτούν να γίνεται έλεγχος μ’ αυτό τον τρόπο, και πώς μπορεί αυτό να γίνη «ενώπιον πάντων;»
2-4. Τι μπορεί να λεχθή για την εφαρμογή της φράσεως «ενώπιον πάντων,» και ποια Γραφικά παραδείγματα το δείχνουν αυτό;
2 Η φράσις «ενώπιον πάντων» δεν έχει κατ’ ανάγκην μια αποκλειστική εφαρμογή. Θα μπορούσε να σημαίνη ότι ο έλεγχος γίνεται ενώπιον όλης της εκκλησίας ή θα μπορούσε να σημαίνη ότι ο έλεγχος γίνεται ενώπιον όλων εκείνων οι οποίοι με κάποιον τρόπο σχετίζονται με το ζήτημα ή είναι ενήμεροι του ζητήματος, περιλαμβανομένων και των μαρτύρων του αδικήματος, και οι οποίοι είναι παρόντες όταν ελέγχεται ο πταίστης. Οποιαδήποτε και αν είναι η περίπτωσις, είναι φανερό ότι ο έλεγχος έπρεπε να είναι δημοσίας φύσεως, αντί να είναι μια καθαρά ιδιωτική υπόθεσις.a
3 Η ίδια φράσις που βρίσκεται στην επιστολή 1 Τιμόθεον 5:20 χρησιμοποιείται και στο κατά Λουκάν 8:45 σχετικά με τη γυναίκα που θεράπευσε ο Ιησούς από αιμορραγία. Η αφήγησις λέγει ότι αυτή «απήγγειλε προς αυτόν ενώπιον παντός του λαού δια ποίαν αιτίαν ήγγισεν αυτόν.» Αυτό σαφώς δεν σημαίνει ότι η γυναίκα το απήγγειλε ενώπιον όλου του πληθυσμού της πόλεως (πιθανώς της Καπερναούμ), αλλ’ ενώπιον εκείνων από το πλήθος οι οποίοι συνέπεσε να είναι εκεί και οι οποίοι άκουσαν τον Ιησού να ερωτά: «Τις μου ήγγισεν;»—Λουκ. 8:43-47.
4 Κάπως παρόμοια, ο απόστολος Παύλος είπε για τον έλεγχο που έκαμε στον Πέτρο στην Αντιόχεια; «Αλλ’ ότε εγώ είδον ότι δεν ορθοποδούσι προς την αλήθειαν του ευαγγελίου, είπον προς τον Πέτρον έμπροσθεν πάντων . . . » Ενώ η φράσις «έμπροσθεν πάντων» μπορούσε εδώ να σημαίνη ενώπιον όλης της εκκλησίας συγκεντρωμένης σε συνάθροισι, η αντωνυμία «πάντων» θα μπορούσε επίσης ν’ αναφέρεται σ’ εκείνους τους οποίους ο Παύλος μόλις εμνημόνευσε, δηλαδή ‘εκείνους που δεν ορθοποδούσαν ως προς την αλήθεια του ευαγγελίου.’ Θα μπορούσε επίσης να σημαίνη ότι έκαμε τον έλεγχό του σε μια συγκέντρωσι που δεν ήταν εκκλησιαστική συνάθροισις, ίσως γεύμα, όπου υπήρχαν Ιουδαίοι πιστοί, όπως ο Πέτρος, και διεχωρίζοντο.—Γαλ. 2:11-14.
5. Εφόσον δεν υπάρχει συγκεκριμένος Γραφικός κανών, από τι πρέπει να κατευθύνεται η εφαρμογή της φράσεως «ενώπιον πάντων;»
5 Εφόσον εμείς δεν μπορούμε να είμεθα βέβαιοι για το πόσο ακριβώς περιληπτική είναι στην εφαρμογή της η φράσις «ενώπιον πάντων,» φαίνεται ότι ο τρόπος της εφαρμογής της πρέπει να κατευθύνεται από την ανάγκη που υπάρχει. Αν ο έλεγχος είναι ανάγκη να τεθή υπ’ όψιν ολοκλήρου της εκκλησίας, τότε αυτό πρέπει να γίνη. Αν όχι, τότε πρέπει να γίνη ενώπιον όλων όσοι ενδιαφέρονται για το ζήτημα ή εκείνων οι οποίοι για κάποιο λόγο είναι ανάγκη να λάβουν τον έλεγχο για να ωφεληθούν απ’ αυτόν.
Η ΘΕΟΕΙΔΗΣ ΑΓΑΠΗ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ
6. Σύμφωνα με τη Γραφή, ποια επίδρασι που ασκεί έλεγχο έχει η αγάπη σ’ αυτά τα ζητήματα;
6 Υπάρχουν Γραφικές αρχές που δεν επιτρέπουν να γίνεται δημοσία ανακοίνωσις των παραπτωμάτων και των αμαρτημάτων των άλλων όταν δεν είναι ανάγκη. Η Αγία Γραφή ως σύνολο τονίζει ότι η αγάπη πρέπει γενικά να υποκινή έναν να καλύπτη τις αμαρτίες ενός αδελφού του αντί να εφιστά εσκεμμένως την προσοχή των άλλων σ’ αυτές. (Παράβαλε Παροιμίαι 10:12· 11:12, 13· 16:27· 17:9· 1 Πέτρου 4:8.) Ο Ιεχωβά λέγει ότι θα ελέγξη εκείνον ο οποίος εκτός του ότι διαπράττει άλλα σφάλματα, έχει εκθέσει ή διαδώσει ένα σφάλμα εναντίον του αδελφού του. (Ψαλμ. 50:20, 21) Ο Υιός του Θεού έδωσε τον θείο κανόνα που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις: «Πάντα όσα αν θέλητε να κάμνωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, ούτω και σεις κάμνετε εις αυτούς.» (Ματθ. 7:12) Κανείς από μας δεν θα ήθελε να κοινολογούνται τα σφάλματά μας αν δεν υπήρχε πραγματική ανάγκη. Εξ άλλου, αν οι αδελφοί μας ήταν ανάγκη ν’ ακούσουν κάτι για το καλό τους, πρέπει να θέσωμε τους εαυτούς μας στη θέσι τους και ν’ αναγνωρίσωμε ότι εμείς οι ίδιοι δεν θα θέλαμε ν’ αποκρύψουν από μας αναγκαίες πληροφορίες.
7, 8. Εξηγήστε πώς η άσκοπη κοινολόγησις της αδικοπραγίας ενός άλλου, θα προξενούσε πολλή, μη αναγκαία βλάβη.
7 Εκεί όπου δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη, η κοινολόγησις των σφαλμάτων των άλλων μπορεί να προξενήση πολλή, μη αναγκαία βλάβη. Για παράδειγμα, ας εξετάσωμε την περίπτωσι μιας ελκυστικής νεαρής γυναίκας της οποίας η εργασία απαιτεί απ’ αυτήν να ταξιδεύη και η οποία επεδόθη σε κάποια αδικοπραγία μερικές φορές ενώ απουσίαζε σ’ ένα ταξίδι. Ας υποθέσωμε ότι οι πρεσβύτεροι το μαθαίνουν αυτό από κάποιον άλλο και επειδή η νεαρή γυναίκα παρέλειψε να τους πλησιάση με δική της πρωτοβουλία, συνομιλούν μαζί της και αφού διαπιστώσουν ότι όσα είχαν ακούσει είναι αληθινά αποφασίζουν κατόπιν να κάνουν μια ανακοίνωσι ενώπιον της εκκλησίας ότι την ήλεγξαν, αναφέροντας και το όνομά της. Τι θα εσκέπτετο η εκκλησία; Υποθέστε ότι μερικοί συμπέραναν ότι το αδίκημα ήταν σεξουαλικής φύσεως, ενώ στην πραγματικότητα συνέβη κάτι άλλο. Σ’ εκείνο ιδιαίτερα το ταξίδι η νεαρή γυναίκα βρέθηκε κοντά στο σπίτι της και χρησιμοποίησε την ευκαιρία να επισκεφθή την οικογένειά της που δεν είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτή συνήθιζε στο παρελθόν να καπνίζη και, επηρεασμένη από την επίδρασι των γονέων της που εκάπνιζαν, εχαλάρωσε από πνευματική άποψι και κάπνισε και η ίδια μερικές φορές. Στην πραγματικότητα, αν γίνη μια ανακοίνωσις στην εκκλησία η οποία θ’ αναφέρη ονομαστικώς τη νεαρή γυναίκα και θα λέγη ότι της έγινε έλεγχος, τότε πολλοί θα σχηματίσουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα για τη διαγωγή αυτής της γυναίκας, που θα προέκυπτε από αστήρικτες υποθέσεις και ψευδή συμπεράσματα.
8 Μια παρόμοια κατάστασις θα μπορούσε ν’ αφορά ένα σύζυγο ο οποίος εντρύφησε σε αλκοολικά ποτά δύο φορές ενόσω ήταν στο σπίτι ως το σημείο της μέθης. Και πάλι, αν γίνη ανακοίνωσις του ελέγχου ενώπιον της εκκλησίας, μερικοί από το ακροατήριο μπορεί να υποθέσουν εσφαλμένα ότι ο σύζυγος είναι μοιχός ή ένοχος κάποιας άλλης σοβαρής αμαρτίας που απέχει πολύ από την πραγματικότητα του ζητήματος. Πόση γνήσια ωφέλεια—για τα άτομα και για την εκκλησία—θα επέφερε στην πραγματικότητα μια τέτοια δημοσιότης, μήπως θα εξουδετέρωνε πραγματικά τη βλάβη που έγινε;
9, 10. (α) Τι δείχνει, ο χειρισμός περιπτώσεων αδικοπραγίας στον Ισραήλ ως προς την κοινολόγησι των σφαλμάτων ενός ατόμου; (β) Για την έντονη ενέργεια που γινόταν σχετικά με τι είδους αμαρτήματα έπρεπε ν’ ακούουν οι Ισραηλίται και να φοβούνται;
9 Η αρχή της μη κοινολογήσεως του σφάλματος ενός ατόμου, πέρα από ό,τι απαιτεί η ανάγκη, φαίνεται επίσης ότι υποστηρίζεται από τον γενικό τρόπο ενεργείας που ακολουθείτο στον κατά σάρκα Ισραήλ κάτω από τη διαθήκη του Νόμου. Οι Γραφικοί κανονισμοί και οι αφηγήσεις δείχνουν ότι οι περιπτώσεις αδικοπραγίας εφέροντο κατ’ αρχήν ενώπιον των πρεσβυτέρων που ήσαν στις πύλες της πόλεως όταν επρόκειτο για αντιγνωμίες, όπως σε περιπτώσεις στις οποίες ένας πταίστης δεν παρεδέχετο ότι έβλαψε έναν άλλο, καθώς και όταν η κοινότης ως σύνολο επηρεάζετο σοβαρά ή ετίθετο σε κίνδυνο από την αδικοπραγία.—Βλέπε Βιβλίον Βοήθημα προς Κατανόησιν της Βίβλου, σελ. 383, 385, 1053, 1054 (στην Αγγλική).
10 Η έκφρασις που χρησιμοποιείται από τον απόστολο στην επιστολή 1 Τιμόθεον 5:20 «διά να έχωσι φόβον και οι λοιποί,» φέρνει στη μνήμη μας τη διευθέτησι που υπήρχε στη διαθήκη του Νόμου για έντονη ενέργεια εναντίον ωρισμένων παραβατών, η δε φράσις που χρησιμοποιείται εκεί είναι ότι «πας ο Ισραήλ ακούσας θέλει φοβηθή και δεν θέλει κάμει πλέον εν μέσω του τοιούτον κακόν.» Αλλ’ αξίζει να σημειωθή ότι οι εν λόγω αμαρτίες ή ήσαν τέτοιες ώστε να προξενούν σοβαρό κίνδυνο στην κοινότητα, περιλαμβανομένης και της υποθάλψεως αποστασίας και της συνηγορίας υπέρ αυτής, ή ήσαν αμαρτήματα που επέσυραν θανατική ποινή, ή αμαρτήματα που είχαν γίνει ήδη δημοσίως γνωστά, όπως ήταν η ψευδομαρτυρία σε μια δημόσια δίκη.—Δευτ. 13:6-11· 17:8-13· 19:15-20.
11, 12. Ποια στάσι ενεθάρρυνε ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον 18:15-17 όσον αφορά τα σοβαρά αμαρτήματα που περιελάμβανε η συμβουλή του;
11 Οι οδηγίες του Ιησού στο κατά Ματθαίον 18:15-17 τονίζουν επίσης με έμφασι ότι τα ιδιωτικά προβλήματα πρέπει να τηρούνται ιδιωτικά όπου είναι δυνατόν. Τα σχετικά εδάφια στο κατά Λουκάν 17:3, 4 δείχνουν ότι αυτή η συμβουλή πραγματεύεται αμαρτήματα που διαπράττονται από ένα άτομο εναντίον ενός άλλου. Ο Ιησούς είπε ότι εκείνος που αδικήθηκε δεν έπρεπε να διαδίδη το ζήτημα, αλλά μάλλον έπρεπε να πάη στον πταίστη και να τακτοποιήση το ζήτημα μαζί του ιδιαιτέρως. Αυτό θα μπορούσε να έχη ένα καλό αποτέλεσμα, διότι ο πταίστης θα ελάμβανε υπ’ όψιν τη διακριτικότητα που εδείχθη ώστε να μη διαδοθή το ζήτημα κι έτσι θα εδέχετο πιο πρόθυμα τον έλεγχο. Ακόμη και αν αποτύγχαναν οι κατ’ ιδίαν προσπάθειες, το ζήτημα και πάλι δεν έπρεπε να κοινολογηθή, αλλ’ ο αδικημένος θα έπαιρνε ένα ή δύο άλλους σε μια περαιτέρω προσπάθεια. Μόνο αν απετύγχανε και αυτή η μικρή ομάδα, έπρεπε το ζήτημα να φερθή «προς την εκκλησίαν.» (Προφανώς εννοούνται τα αντιπροσωπευτικά μέλη της εκκλησίας, δηλαδή οι πρεσβύτεροι· παράβαλε Αριθμούς 35:12, 24, 25 με Δευτερονόμιον 19:12· Ιησούς του Ναυή 20:4.).
12 Πρέπει να σημειωθή ότι οι αμαρτίες στις οποίες αναφερόταν η συμβουλή του Ιησού ήσαν πραγματικά σοβαρές αμαρτίες, διότι εκείνος είπε ότι η παράλειψις ανταποκρίσεως στον εκκλησιαστικό έλεγχο θα ωδηγούσε σε αποκοπή. (Ματθ. 18:17) Αλλά παρά τη σοβαρότητά των, αυτές οι αμαρτίες δεν έπρεπε να κοινολογούνται περισσότερο απ’ όσο οι περιστάσεις θα το απαιτούσαν. Μολονότι δε αυτή η συμβουλή σχετίζεται άμεσα με αμαρτίες που πιθανόν να διαπράξη κάποιο άτομο εις βάρος ενός άλλου ατόμου, είναι φανερό ότι η αρχή που έδωσε ο Υιός του Θεού ν’ αποφεύγεται μια άχρηστη δημοσιότης πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, οποιοσδήποτε και αν είναι ο ιδιαίτερος τύπος της αδικοπραγίας.
13. Συνοπτικά, πότε πρέπει η αμαρτία λογικά να ελέγχεται ενώπιον όλης της εκκλησίας και πότε πρέπει αυτό να γίνεται με αυστηρότητα;
13 Όλες οι Γραφικές ενδείξεις δείχνουν ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η αμαρτία είναι ανάγκη να ελέγχεται ενώπιον όλης της εκκλησίας πρέπει να περιορίζωνται σε ζητήματα σοβαρής αδικοπραγίας μόνον που έχουν ήδη γίνει γνωστά ή είναι βέβαιο ότι θα έλθουν σε γνώσι όλων ή σε περιπτώσεις όπου οι περισσότερες κατ’ ιδίαν προσπάθειες για να επέλθη μετάνοια ή αποχή από αδικοπραγία επέφεραν αβέβαια αποτελέσματα και διαφαίνεται ότι υπάρχει πιθανός κίνδυνος για την εκκλησία, ένας κίνδυνος για τον οποίον η εκκλησία είναι ανάγκη να προειδοποιηθή για να προστατευθή.b Στις περιπτώσεις όπου η αδικοπραγία έγινε πηγή μεγάλης ανωμαλίας μέσα στην εκκλησία ο έλεγχος πρέπει να γίνεται «αποτόμως» δηλαδή με αυστηρότητα, και μ’ επιμονή ώσπου να εκλείψουν τα αδικήματα.—Τίτον 1:13.
ΕΚΦΩΝΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
14. Γιατί μια ανακοίνωσις που λέγει, απλώς ότι κάποιος ηλέγχθη, δεν εκπληρώνει πραγματικά την εντολή για έλεγχο «ενώπιον πάντων;» Τι χρειάζεται;
14 Ο αποτελεσματικός έλεγχος για μια αδικοπραγία που συνεχίζεται, απαιτεί τη χρησιμοποίησι πειστικής αποδείξεως από τον Λόγο του Θεού. Το διάβασμα μιας ανακοινώσεως ενώπιον μιας ομάδος ανθρώπων ότι ένα άτομο ‘ηλέγχθη’ δεν θα εσήμαινε ότι του γίνεται τώρα έλεγχος «ενώπιον πάντων.» Η ανακοίνωσις στην πραγματικότητα λέγει ότι αυτός ‘ηλέγχθη,’ πράγμα που δείχνει ότι ο έλεγχος είναι κάτι που έγινε στο παρελθόν—και προφανώς όχι ενώπιον εκείνων που ακούουν την ανακοίνωσι, διότι αλλιώς δεν θα είχαν ανάγκη ν’ ακούσουν αυτή την ανακοίνωσι. Η ανακοίνωσις θα μπορούσε να χαρακτηρισθή ως ‘επίπληξις ενώπιον πάντων,’ αλλά δεν αποτελεί η ίδια έναν έλεγχο. Είναι βέβαια μια κατηγορία η έκθεσις, αλλά δεν συνοδεύεται από την πειστική απόδειξι που χαρακτηρίζει τον έλεγχο. Προκειμένου να γίνη αληθινός έλεγχος ενώπιον της εκκλησίας, πρέπει να χρησιμοποιηθή ο Λόγος του Θεού για ν’ αποδειχθή έντονα πόσο κακή ήταν η συγκεκριμένη αμαρτία που διεπράχθη. Αυτό είναι αναγκαίο για να δημιουργηθή στους ακροατάς ένας ευσεβής φόβος μήπως υποπέσουν στην ίδια αμαρτία.—2 Τιμ. 4:2.
15, 16. Είναι αναγκαίο να κατανομασθή ένα άτομο προκειμένου να ελεγχθή «ενώπιον πάντων,» και πώς το δείχνουν αυτό τα εδάφια 1 Κορινθίους 14:23-25;
15 Μήπως απαιτείται να κατονομάζεται ο πταίστης για να ελεγχθή αυτός «ενώπιον πάντων»; Εφόσον η ίδια η Αγία Γραφή δεν παρέχει ένδειξι ότι χρειάζεται να γίνεται κατονόμασις του πταίστου, φαίνεται ότι και αυτό επίσης θα εξαρτάται από την υπάρχουσα ανάγκη. Είναι φανερό, όμως, ότι αυτός ο έλεγχος μπορεί να γίνη σε μια δημόσια συγκέντρωσι χωρίς, να κατονομάζεται εκείνος ή εκείνοι που ελέγχονται.
16 Παραδείγματος χάριν, ο απόστολος Παύλος, στην πρώτη επιστολή προς Κορινθίους περιγράφει την εισχώρησι ενός μη Χριστιανού μέσα στη Χριστιανική συνάθροισι. Αυτός ο ξένος μπορεί να μην είχε προηγουμένως κατανοήσει το εσφαλμένο των περασμένων του πράξεων και της πορείας της ζωής του. Αυτός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη μετανοίας. Αλλ’ ο απόστολος λέγει ότι όταν αυτός ακούη τους συναθροισμένους να μιλούν την αλήθεια του Θεού, «ελέγχεται (πείθεται για την αμαρτία, Μια Αμερικανική Μετάφρασις) υπό πάντων, ανακρίνεται υπό πάντων, και ούτω τα κρυπτά της καρδίας αυτού γίνονται φανερά.» Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι παρόντες εκφωνούν το όνομά του, εφόσον αυτός είναι ένας ξένος προς αυτούς. Αλλά οι δυνατές αλήθειες τις οποίες λέγουν τον κάνουν να δη τον εαυτό του κάτω από ένα νέο φως και διεγείρουν την καρδιά του σε μετάνοια.—1 Κορ. 14:23-25.
17. Γιατί μερικοί στην Κρήτη εχρειάζοντο αυστηρό έλεγχο, και πώς μπορούσε ο Τίτος να τους ‘ελέγχη;’
17 Ο Παύλος, γράφοντας στον Τίτο στη νήσο Κρήτη, τον ενουθέτησε ‘να ελέγχη αυτούς [μερικά άτομα] αποτόμως, διά να υγιαίνωσιν εν τη πίστει.’ Ο λόγος για τον οποίο αυτοί εχρειάζοντο ισχυρό έλεγχο, ήταν ότι αυτοί ήσαν ταραχοποιοί μέσα στην εκκλησία. Ήσαν ‘αντιλέγοντες, ατίθασοι, ματαιολόγοι και φρενοπλάνοι οι οποίοι ανέτρεπαν ολοκλήρους οίκους, διδάσκοντες όσα δεν πρέπει.’ Άλλοι ήσαν ψεύσται και οκνηροί. Το γεγονός ότι ο Τίτος έπρεπε να ‘συνεχίση’ τον έλεγχο και να εμμείνη σ’ αυτόν, χωρίς αμφιβολία δεν εσήμαινε ότι αυτός έπρεπε να επαναλαμβάνη διαβαστά ωρισμένα ονόματα σε περιοδικές ανακοινώσεις λέγοντας ότι αυτοί ακολουθούσαν εσφαλμένη διαγωγή. Αντιθέτως, σε ιδιωτικές και σε δημόσιες συναθροίσεις, αυτός επιμόνως θα έστρεφε την προσοχή στον Λόγο του Θεού και στις εντολές του που καταδικάζουν αυτή την πορεία. Έτσι η εκκλησία θα μπορούσε να προσδιορίση εύκολα οποιονδήποτε επεδίδετο σ’ αυτά που είχαν κακή επιρροή και από τα οποία έπρεπε να προφυλάσσωνται. Η έντονη Γραφική συμβουλή θα βοηθούσε όλη την εκκλησία να έχη έναν υγιαίνοντα φόβο ως προς τη συμμετοχή σε τέτοιες πράξεις.—Τίτον 1:9-13· παράβαλε 2 Τιμόθεον 4:2-4· 2 Θεσσαλονικείς 3:6-15.c
18. Ποιες ιδιαίτερα περιστάσεις θ’ απαιτούσαν έλεγχο της αδικοπραγίας στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις;
18 Χωρίς αμφιβολία, πολλές περιπτώσεις στις οποίες μέλη της εκκλησίας εμπίπτουν σε αδικοπραγία μπορούν να τυγχάνουν χειρισμού μ’ ένα ιδιωτικό τρόπο από τους ποιμένας της εκκλησίας. Αλλ’ αν αυτοί έχουν λόγο να πιστεύουν ότι οι άλλοι μπορεί να σκανδαλισθούν και να περιπέσουν στο ίδιο είδος αμαρτίας, τότε πρέπει ν’ αφιερώσουν χρόνο στις συναθροίσεις των για τον έλεγχο αυτού του είδους της αδικοπραγίας. Αν ένα ζήτημα έχη γίνει δημοσίως γνωστό ή περιλαμβάνη σκάνδαλο, τότε πρέπει βεβαιότατα να το κάνουν αυτό.
19. Σε ποιες περιστάσεις θα έκριναν οι πρεσβύτεροι σκόπιμο να κάνουν μια σύντομη ανακοίνωσι και να κατονομάσουν τον αδικοπραγούντα;
19 Αν οι πρεσβύτεροι φρονούν ότι το απαιτούν οι περιστάσεις θα μπορούσαν ακόμη και να αναφέρουν το όνομα του ατόμου (κάνοντας όμως τούτο χωριστά από κάθε ομιλία σχετικά μ’ αυτό το θέμα), λέγοντας ότι τον ήλεγξαν. Σε περίπτωσι σκανδάλου, αυτό θα έκαμε τα μέλη της εκκλησίας να μπορέσουν να υπερασπίσουν την εκκλησία από εκείνους οι οποίοι την κατηγορούν ότι συγχωρεί αδικοπραγίες. Ακόμη κι εκεί όπου η αδικοπραγία δεν είναι ευρέως γνωστή, ή έγινε γνωστή μ’ ένα μυστικό τρόπο, οι πρεσβύτεροι μπορεί να κρίνουν αναγκαίο να το κάνουν αυτό. Παραδείγματος χάριν, ένας νεαρός μπορεί να παρασύρθηκε σε μια ωρισμένη απρεπή διαγωγή (όχι κατ’ ανάγκην πορνεία) με διάφορες νεαρές γυναίκες, πηγαίνοντας από τη μια στην άλλη. Όταν ηλέγχθη, μπορεί να εξέφρασε μετάνοια. Ωστόσο, οι πρεσβύτεροι μπορεί ακόμη να αισθάνονται ωρισμένες επιφυλάξεις γι’ αυτόν. Μπορεί να χρειάσθηκε να τον συμβουλεύσουν στο παρελθόν και μπορεί αυτός να έδειξε κάποια έλλειψι αποφασιστικότητος για την αποφυγή της αδικοπραγίας. Οι πρεσβύτεροι μπορεί να φρονούν ότι το ποίμνιο χρειάζεται κάποια δήλωσι για ν’ αφυπνίση όλους, και ιδιαίτερα τις νεώτερες αδελφές, ότι υπάρχει ανάγκη ενός μέτρου προφυλάξεως όταν συναναστρέφωνται με τον νεαρό. Μπορεί ν’ ανακοινώσουν ότι αυτοί τον ήλεγξαν, ανακοινώνοντας και το όνομά του.
20. Πότε γίνεται μια σύντομη μόνο ανακοίνωσι και τι χρειάζεται για την εκκλησία ώστε να ‘έχη φόβο,’ μήπως υποπέσει σε παρόμοια αδικοπραγία;
20 Φυσικά, εκεί όπου γίνεται έτσι μια σύντομη δήλωσις, αν το ίδιο το κακό έγινε με κρυφό τρόπο, οι περισσότεροι μέσα στην εκκλησία δεν θα έχουν ιδέα από τι είδους αδικοπραγία πρέπει να φυλάγωνται. Δεν θ’ ανεμένετο απ’ αυτούς ‘να φοβούνται’ μήπως υποπέσουν σε κάτι αν δεν γνωρίζουν τι είναι αυτό. Σε μια άλλη λοιπόν συνάθροισι ένας πρεσβύτερος θα μπορούσε να δώση Γραφικές πληροφορίες σχετικές με το συγκεκριμένο είδος αδικοπραγίας για το οποίο πρόκειται, δείχνοντας πώς συμβαίνει ώστε να οδηγούνται σ’ αυτό οι άνθρωποι και γιατί αυτό είναι τόσο αξιόμεμπτο και επιβλαβές, και να δώση συνετή συμβουλή για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί ο καθένας να ενισχυθή για να μην υποπέση σε μια τέτοια παγίδα. Στην περίπτωσι όμως μιας τέτοιας ομιλίας, δεν θα έπρεπε να μνημονευθούν ονόματα.
21. Ακόμη και όταν δεν μνημονεύονται ονόματα, πώς θα μπορούσαν τα μέλη της εκκλησίας να προστατευθούν από αδικοπραγίες ή να μάθουν ότι εκείνοι των οποίων οι αμαρτίες έχουν φανερά επακόλουθα ηλέγχθησαν πραγματικά ενώπιον όλων;
21 Πραγματικά, οι πρεσβύτεροι μπορεί να διαπιστώσουν ότι μια τέτοια ομιλία είναι ό,τι χρειάζεται διότι, αν και δεν ανακοινώθηκε όνομα σε προηγούμενη συνάθροισι, η ομιλία μπορεί να είναι αρκετή για να παράσχη όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται τα μέλη της εκκλησίας για να προστατευθούν, αν αυτό το άτομο τους πλησιάση και αρχίση την ίδια τακτική μ’ εκείνη που περιεγράφη στην ομιλία. Ή, ας εξετάσωμε την περίπτωσι κατά την οποία μια ανήθικη πράξις καταλήγει σε μια εξώγαμο εγκυμοσύνη ή οδηγεί στο διαζύγιο λόγω μοιχείας. Μια ομιλία που δείχνει πώς ένα άτομο μπορεί να εμπλακή σε σεξουαλικά αδικήματα, θα μπορούσε να περιλάβη και προειδοποίησι ότι δεν πρέπει να φρονούμε πως ‘αυτό δεν μπορεί να συμβή σ’ εμάς, διότι συνέβη στην εκκλησία μας και λυπούμεθα να πούμε ότι αυτό παράγει τώρα αυτά τα θλιβερά αποτελέσματα.’ Μολονότι δεν δόθηκε όνομα, είτε πριν από την ομιλία είτε στη διάρκειά της, είτε μετά απ’ αυτή, η εκκλησία θα πληροφορηθή, όταν δη την επελθούσα εγκυμοσύνη ή την αγωγή του διαζυγίου, ότι πράγματι έχει γίνει έλεγχος.
22. (α) Ποια Γραφική ευθύνη έχουν οι πρεσβύτεροι, σχετικά με την αδικοπραγία και μ’ εκείνους που επιδίδονται σ’ αυτή; (β) Αν και επιδεικνύεται έλεος, γιατί ο αμαρτάνων πληρώνει πάντοτε την αμαρτία του;
22 Οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας, ως ποιμένες, μπορούν να θεραπεύσουν, να ελέγξουν, να επιπλήξουν (επιτιμήσουν, 2 Τιμόθεον 4:2, Κείμενον), μπορούν να επανορθώσουν και να εκπαιδεύσουν κάνοντας χρήσι του Λόγου του Θεού. (Γαλ. 6:1· 2 Τιμ. 3:16· Ιακ. 5:14-16) Μπορούν επίσης να ‘επιτιμήσουν,’ αποκόπτοντας τους αμετανοήτους. (1 Κορ. 5:1-13· 2 Κορ. 2:6-8) Έλεος μπορεί να επιδεικνύεται από την εκκλησία, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί που αμαρτάνουν μπορούν εύκολα να ‘ξεγλιστρούν.’ Διότι μολονότι η μετάνοια μπορεί να τύχη του ελέους του Ιεχωβά, η αμαρτία θα επιφέρη τις αναπόφευκτες συνέπειές της. Τα φυσικά αποτελέσματα εν τούτοις της αμαρτωλής πράξεως πάντοτε προξενούν βλάβη—είτε μικρή είτε μεγάλη—στον πταίστη μ’ ένα τρόπο διανοητικό, συναισθηματικό, ακόμη και φυσικό ή υλικό τρόπο. Αλλά για όσα υποφέρει αυτός, δεν φταίει κανείς εκτός από τον εαυτό του. Θερίζει ό,τι έσπειρε.—Γαλ. 6:7, 8.
23. Ποια είναι η συνετή πορεία που πρέπει όλοι μας ν’ ακολουθούμε με εμπιστοσύνη και εγκαρτέρησι;
23 Με σύνεσι, λοιπόν, ας αγωνιζώμεθα όλοι να ‘σπείρωμε,’ όχι στην εκπεσμένη σάρκα και στις διεφθαρμένες τάσεις της, αλλά στο πνεύμα, γνωρίζοντας ότι μπορούμε ‘να θερίσωμε εκ του πνεύματος ζωήν αιώνιον.’ «Και ας μη αποκάμνωμεν πράτοντες το καλόν· διότι αν δεν αποκάμνωμεν, θέλομεν θερίσει εν τω δέοντι καιρώ» επιδιώκοντας τη δικαιοσύνη που εξασφαλίζει το μειδίαμα της επιδοκιμασίας και τις πλούσιες ευλογίες του Θεού.—Γαλ. 6:8, 9.
[Υποσημειώσεις]
a Μερικές μεταφράσεις χρησιμοποιούν τη λέξι «δημοσία» ή «δημοσίως» όταν μεταφράζουν το εδάφιο 1 Τιμόθεον 5:20. Εν τούτοις μερικές απ’ αυτές τις μεταφράσεις περιορίζουν τους εδώ αναφερομένους «αμαρτάνοντας» σαν να είναι αυτοί μεταξύ των πρεσβυτέρων που μνημονεύονται στο προηγούμενο εδάφιο (εδάφ. 19). Η Μετάφρασις Νωξ, λόγου χάριν, η οποία λέγει, «Επιτίμησον τους απρεπώς ζώντας,» έχει μια υποσημείωσι που λέγει: «Εδώ εννοεί ίσως εκείνους τους πρεσβυτέρους που ζουν απρεπώς· και η οδηγία για το ότι αυτοί πρέπει να επιτιμηθούν δημοσία κατανοείται καλύτερα ότι σημαίνει ‘Ενώπιον των άλλων πρεσβυτέρων.’» Σχετικά με το ότι η φράσις «ενώπιον πάντων» μπορεί να σημαίνη είτε ενώπιον όλων των πρεσβυτέρων, είτε ενώπιον ολοκλήρου της εκκλησίας, το Σχολιολόγιο των Σαφ-Λάγκε λέγει: «Γραμματικώς, και το ένα επιτρέπεται και το άλλο.» Εφιστούμε την προσοχή σ’ αυτά τα σημεία μόνο για να τονίσωμε ότι η εφαρμογή της φράσεως 1 Τιμόθεον 5:20 «ενώπιον πάντων» γραμματικώς μπορεί να επιτρέψη περισσότερες από μια εφαρμογές: Σε μια μεγάλη ομάδα, όπως είναι μια συναθροισμένη εκκλησία, ή σε μια μικρότερη ομάδα όπως είναι το σώμα των πρεσβυτέρων.
b Πολλά Βιβλικά Σχολιολόγια, εξετάζοντας το εδάφιο 1 Τιμόθεον 5:20, κάνουν ανάλογα σχόλια. Το Σχολιολόγιο του Άλμπερτ Μπαρνς λέγει: « . . . η οδηγία που δίδεται εδώ αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνη η μεταχείρισις του παραβάτου ο οποίος αποδείχθηκε ότι είναι ένοχος, και του οποίου η περίπτωσις έχει γίνει δημοσίως γνωστή. Τότε πρέπει να γίνη μια δημοσία εκδήλωσις αποδοκιμασίας.» Το Σχολιολόγιο των Σαφφ-Λάγκε λέγει: «Η φύσις αυτής της περιπτώσεως απαιτεί να εννοούνται ως αμαρτάνοντες ειδικά εκείνοι που διαπράττουν βαρύτερα σφάλματα· στην πραγματικότητα εκείνοι που προξενούν σκάνδαλο.» Το Βιβλικό Σχολιολόγιο του Χένρυ παρατηρεί τα εξής: «Οι δημόσιοι, σκανδαλώδεις αμαρτωλοί πρέπει να επιτιμούνται δημοσία· εφόσον το αμάρτημά τους υπήρξε δημόσιο, και διεπράχθη ενώπιον πολλών, ή τουλάχιστον ήλθε σε επήκοον όλων, ο έλεγχός των πρέπει να είναι δημόσιος και ενώπιον όλων.»
c Μολονότι ωρισμένα άτομα κατονομάζονται δυσμενώς στα συγγράμματα του Παύλου και του Ιωάννου, μπορεί να σημειωθή ότι αυτές ήσαν επιστολές που απευθύνοντο σε άτομα και είχαν σκοπό να τα προειδοποιήσουν να φυλάγονται από τους αποστάτας ή από άτομα που εναντιώνοντο εντόνως στο έργο των απόστολων. (1 Τιμ. 1:19, 20· 2 Τιμ. 1:15· 4:10, 14, 15· 3 Ιωάν. 9) Αντιθέτως, πολλές επιστολές γραμμένες από τους θεοπνεύστους συγγραφείς, περιέχουν πολλούς ελέγχους που ήσαν αναμφισβήτητα αναγκαίοι, αλλά οι παραβάται δεν κατονομάζονται.—Παράβαλε Ρωμαίους 2:1-4, 17-24· 1 Κορ. 1:11-13· 3:1-4· 15:12· Ιακ. 2:1-9.