«Μέχρι Τέλους Ηγάπησεν Αυτούς»
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ιωάννης, απελάμβανε μια πολύ καλή σχέσι με τον Ιησού. Ήταν εκείνος «τον οποίον ηγάπα ο Ιησούς,» όπως αναφέρεται στο Ευαγγέλιό του. Στο τελικό «δείπνον» ο Ιωάννης κάθησε δίπλα στον Ιησού, και αυτός ήταν εκείνος στον οποίον ο Ιησούς, όταν ήταν στο ξύλο του μαρτυρίου, έδωσε το ειδικό προνόμιο να πάρη τη μητέρα του, τη Μαρία, στο σπίτι του και να την φροντίζη σαν να ήταν δική του μητέρα.—Ιωάν. 13:23· 19:25-27· 20:2· 21:20.
Ο αμοιβαίος αυτός δεσμός μεταξύ του Ιησού και του Ιωάννη δεν προερχόταν από φυσική έλξι. Ούτε ήταν αισθηματίας ο Ιωάννης, όπως έχουν συμπεράνει μερικοί, αν και είναι αλήθεια ότι μίλησε πολύ για την αγάπη. Πραγματικά, η αληθινή και ειλικρινής θεοειδής αγάπη είναι μια ισχυρή, αγνή ιδιότης, που συνδέεται στενά με την πίστι. Ο Ιωάννης, σε όλα τα συγγράμματά του, εξεδήλωσε μια έντονη αγάπη και πίστι στον Ιησού Χριστό και στον Ιεχωβά. Ο Ιησούς, ο οποίος «εγνώριζε τι ήτο εντός του ανθρώπου,» το εκτίμησε πολύ αυτό, και έτσι σχηματίσθηκε ένας βαθύς δεσμός μεταξύ τους.—Ιωάν. 2:25.
Όταν φέρωμε στη μνήμη μας την τελευταία εκείνη εσπέρα που πέρασε ο Ιησούς με τους ακολούθους του, είναι δύσκολο να βάλωμε τον εαυτό μας στη θέσι τους. Κανείς απ’ εκείνους, ούτε και ο Ιωάννης, δεν είχε σαφή ιδέα του τι επρόκειτο να συμβή στον Ιησού εκείνη τη νύχτα. Όταν ο Ιησούς είπε, «Πάντες υμείς θέλετε σκανδαλισθή εν εμοί την νύκτα ταύτην,» ο Πέτρος έντονα είπε ότι δεν επρόκειτο να συμβή ένα τέτοιο πράγμα εκ μέρους του, πολύ δε λιγώτερο ν’ αρνηθή τον Κύριον του, τότε «ομοίως είπον και πάντες οι μαθηταί.» (Ματθ. 16:21-23· 26:31-35) Τι τρομερό σοκ ήταν γι’ αυτούς να δουν ότι τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως είχαν προλεχθή! Γι’ αυτούς, το δείπνο εκείνο άρχισε σαν άλλος ένας αναμνηστικός εορτασμός του αρχικού Πασχαλινού δείπνου. Για τον Ιησού, όμως, είχε τη μεγαλύτερη δυνατή σημασία, όπως φαίνεται από όλα όσα είπε ο Ιησούς στους μαθητές του και εξέφρασε σε προσευχή προς τον Πατέρα του, ιδιαίτερα όταν, «αφού έγεινε δείπνος,» θέσπισε την ανάμνησι του θανάτου του. Πολλά μπορούμε να μάθωμε γι’ αυτό διαβάζοντας τα κεφάλαια 13 έως 17 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.
Αυτή η λεπτομερής αφήγησις γράφθηκε περίπου 65 χρόνια μετά τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, και αυτό ασφαλώς πιστοποιεί τα λόγια του Ιησού σχετικά με την ενέργεια του «παρακλήτου, του αγίου πνεύματος»: «Εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα και θέλει σας υπενθυμίσει πάντα όσα είπον προς εσάς.» (Ιωάν. 14:26) Ο αγαπητός Ιωάννης είχε πράγματι διδαχθή καλά, και μπορούμε να φαντασθούμε το βάθος των αισθημάτων και της εκτιμήσεώς του, όταν έγραψε αυτά σχετικά με τον Ιησού:
«Προ δε της εορτής του πάσχα εξεύρων ο Ιησούς ότι ήλθεν η ώρα αυτού δια να μεταβή εκ του κόσμου τούτου προς τον Πατέρα, αγαπήσας τους ιδικούς του τους εν τω κόσμω, μέχρι τέλους ηγάπησεν αυτούς.»—Ιωάν. 13:1.
Ο Ιωάννης θα σκεπτόταν συχνά τα θαύματα εκείνης της αμείωτης και πιστής αγάπης που έδειξε ο Ιησούς, εκφράζοντας ένα πλούτο παρ’ αξίαν αγαθότητας. Εκείνοι οι μαθητές ήταν πολύ βέβαιοι για τον εαυτό τους· ωστόσο, έδειξαν αδυναμία και απέτυχαν όταν ήλθε η δοκιμασία. Όχι ότι είχαν κακία στην καρδιά τους. Επρόκειτο απλώς για ανθρώπινη αδυναμία, την οποία εκμεταλλεύθηκε ο Σατανάς, αλλά μόνο προσωρινά.—Λουκ. 22:32.
«ΤΟΥΤΟ ΚΑΜΝΕΤΕ»—ΓΙΑΤΙ;
Πλησιάζομε τώρα στην επέτειο του θανάτου του Ιησού, 14 Νισάν του έτους 33 μ.Χ., και σ’ άλλον ένα εορτασμό του «δείπνου του Κυρίου.» Αυτός θα εορτασθή τη Δευτέρα, 31 Μαρτίου 1980, μετά τη δύσι του ηλίου, σε όλες τις εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ποιες σκέψεις, λοιπόν, διακατέχουν τη διάνοιά μας; Γιατί ο Ιησούς, αφού έδωσε πρώτα τον άρτο και ύστερα το ποτήρι στους μαθητές του, επανέλαβε τα λόγια: «Τούτο κάμνετε εις την ανάμνησίν μου»;—1 Κορ. 11:20, 23-26.
Το ότι ο ίδιος ο Ιησούς γνώριζε τι σήμαιναν όλα αυτά, φαίνεται από όσα είχε πει πριν από λίγες μέρες, όταν έδωσε αυτή την απλή, αλλά δυνατή εξήγησι, παρομοιάζοντας τον εαυτό του μ’ ένα κόκκο σίτου: «Εάν ο κόκκος του σίτου δεν πέση εις την γην και αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν όμως αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει.» (Ιωάν. 12:24) Τα επόμενα λόγια του δείχνουν ότι ο Ιησούς προέβλεπε πλήρως, όχι μόνο την αγωνία των παθημάτων και την αισχύνη που συνδεόταν με τον θάνατό του επάνω στο ξύλο του μαρτυρίου, αλλά και τα θαυμάσια και μεγάλης σημασίας αποτελέσματα εκείνου του υπέρτατου παραδείγματος αυτοθυσιαστικής αγάπης από μέρους του. Ο Ιησούς έτσι εξέφρασε την ολοκάρδια επιθυμία του να δοξάση το όνομα του Πατέρα του, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Ιεχωβά ανταποκρίθηκε στην έκκλησι του Υιού του, διότι «ήλθε . . . φωνή εκ του ουρανού· Και εδόξασα και πάλιν θέλω δοξάσει.»—Ιωάν. 12:25-33.
Ο Ιησούς έδωσε παράδειγμα του ίδιου είδους αγάπης που είχε και ο Πατέρας του. όπως ανέφερε στην αρχή της διακονίας του: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» Ναι, ο Υιός του ήταν ο «άνθρωπος Ιησούς Χριστός, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» Εκείνος «εγεύθη θάνατον υπέρ παντός ανθρώπου.» (Ιωάν. 3:16· 1 Τιμ. 2:4-6· Εβρ. 2:9) Στην πραγματικότητα, πήρε τη θέσι του αμαρτωλού, όπως περιγράφεται ζωηρά στα εδάφια Ησαΐας 53:4-7, 10, ο δε απόστολος Παύλος, στα εδάφια Φιλιππησίους 2:5-11, επιβεβαιώνει το πώς αυτός ο θυσιαστικός «θάνατος επί του σταυρού» έφερε ένδοξα αποτελέσματα για την ανθρωπότητα. Καλό θα ήταν να διαβάσωμε όλοι μας αυτά τα εδάφια με προσοχή και να κάνωμε σκέψεις πάνω σ’ αυτά, καθώς πλησιάζει η ημέρα της Αναμνήσεως.
Εκτός από τα απώτερα αποτελέσματα που εξετάσθηκαν παραπάνω, υπήρχαν και μερικά σοβαρά άμεσα αποτελέσματα που είχε ιδιαίτερα υπ’ όψι του ο Ιησούς, όταν θέσπισε την ανάμνησι του θανάτου του. Είναι αλήθεια ότι σε μια περίπτωσι χαρακτήρισε τον εαυτό του ως «τον άρτον τον ζώντα, τον καταβάντα εκ του ουρανού,» και κατόπιν είπε: «Ο άρτος δε, τον οποίον εγώ θέλω δώσει, είναι η σαρξ μου, την οποίαν εγώ θέλω δώσει υπέρ της ζωής του κόσμου.» (Ιωάν. 6:51) Εν τούτοις, ύστερα από μια διακοπή από μερικούς Ιουδαίους που άκουαν, ο Ιησούς συνέχισε την ομιλία του πάνω στο ίδιο θέμα, με μια βαθύτερη σημασία για κείνους στους οποίους απευθυνόταν. Είχε ήδη μιλήσει για τη βρώσι αυτού του συμβολικού «άρτου,» και τώρα προχωρώντας είπε:
«Εάν δεν φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε το αίμα αυτού, δεν έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Όστις τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ θέλω αναστήσει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. . . Όστις τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου εν εμοί μένει, και εγώ εν αυτώ.» (Ιωάν. 6:53-56)
Πόσο σπουδαία είναι αυτά τα λόγια. Σκανδάλισαν ακόμη και «πολλούς των μαθητών αυτού . . . [οι οποίοι] δεν περιεπάτουν πλέον μετ’ αυτού.» Ποια είναι η σημασία αυτών των λόγων;—Ιωάν. 6:60-66.
Ο Ιησούς γνώριζε ότι ο κόσμος της ανθρωπότητας, που αναφέρθηκε στα προηγούμενα εδάφια, θα είχε την ευκαιρία ν’ απολαύση τα οφέλη της λυτρωτικής θυσίας στον καιρό της βασιλείας του, οπότε θα υπήρχε «νέος ουρανός και νέα γη» και «ο θάνατος δεν ήθελε υπάρχει πλέον.» (Αποκ. 21:1-4· Λουκ. 23:42, 43) Αλλά γνώριζε επίσης ότι, κατά την ευδοκία του Πατέρα του, μερικοί από την αμαρτωλή ανθρώπινη οικογένεια στη γη θα μετείχαν μ’ αυτόν στον ουράνιο θρόνο του ως βασιλείς και ιερείς μαζί του. (Λουκ. 22:28-30· Αποκ. 3:21· 20:6) Γνώριζε ότι ενώ αυτός, «όστις είναι ο Χριστός,» ήταν πρωτίστως σπέρμα του Αβραάμ, εν τούτοις, αυτοί οι άλλοι της Χριστιανικής εκκλησίας «εν Χριστώ Ιησού» που θ’ αποτελούσαν τον πνευματικό «Ισραήλ του Θεού,» θα ήταν, επίσης, «σπέρμα του Αβραάμ και κατά την επαγγελίαν κληρονόμοι.» (Γαλ. 3:16, 28, 29· 6:16) Αυτό ήταν πραγματικά μια έκφρασις «χάριτος αντί χάριτος.»—Ιωάν. 1:16.
Οι 11 πιστοί απόστολοι με τον Ιησού εκείνη τη νύχτα της 14ης Νισάν, ήσαν οι πρώτοι που προσκλήθηκαν να φάγουν από τον άζυμο άρτο και να πιουν από τα ποτήρι του οίνου, τα οποία, όπως είχε πει ο Ιησούς, συμβόλιζαν την αναμάρτητη σάρκα του και το αίμα του. (1 Κορ. 11:23-26) Θα ακολουθούσαν κι άλλοι οι οποίοι, όπως είπε ο Ιησούς, «θα πίστευαν εις εμέ δια του λόγου αυτών.» (Ιωάν. 17:20) Σχετικά μ’ αυτούς τους πιστούς, προσέξτε τη συχνή επανάληψι των λέξεων «εν», ή «σε ένωσι,» που χρησιμοποιούνται μόνο για τον Ιεχωβά και τον Χριστό Ιησού και για κείνους της κεχρισμένης Χριστιανικής εκκλησίας, όπως φαίνεται στα εδάφια Ιωάννης 6:56· 10:38· 14:10, 11, 20· 15:4-7· 17:21-23, 26.
Τα μέλη αυτής της εκκλησίας τυγχάνουν ειδικής μεταχειρίσεως, αν και αυτό δεν οφείλεται σε αξία από μέρους τους. (Εφεσ. 2:5· 1 Ιωάν. 2:2) Αυτοί αναγεννήθηκαν από το πνεύμα του Θεού σε μια ουράνια ελπίδα, την ελπίδα της συμμετοχής με τον Χριστό στην ουράνια ανάστασί του, με τον όρο ότι θα αποδειχθούν πρώτα πιστοί, όπως είπε ο Παύλος, στην «κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενοι με τον θάνατον αυτού [μ’ ένα θάνατο όμοιο με τον δικό του, ΜΝΚ],» ένα θυσιαστικό θάνατο, εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα ζωής σε μια παραδεισιακή γη. (Φιλιπ. 3:10) Αυτή η θυσιαστική πορεία αρχίζει από τη στιγμή που εκλέγεται ένας από τον Θεό ως μέλος αυτής της Χριστιανικής εκκλησίας, που αποτελεί το «σώμα Χριστού,» όπως εξηγείται στα εδάφια Ματθαίος 16:24 και 1 Κορινθίους 12:12-27. Αυτά τα μέλη φέρονται στην «καινή διαθήκη,» που επικυρώθηκε από το χυθέν αίμα του Χριστού, και μετέχουν στη διακονία της.—1 Κορ. 11:25· 2 Κορ. 3:6· 4:1-7.
Υπάρχουν ακόμη μερικοί πάνω στη γη που είναι «εν τω Χριστώ Ιησού,» ή «ενωμένοι μαζί του,» και έχουν τη μαρτυρία του πνεύματος του Θεού ότι είναι αποκυημένα από το πνεύμα «τέκνα Θεού» και «συγκληρονόμοι . . . Χριστού.» (Ρωμ. 8:1, 14-17) Η διάνοια αυτών των ατόμων διακατέχεται απ’ αυτές τις πολύτιμες αλήθειες όταν συνέρχωνται για το «δείπνον του Κυρίου.» Εν τούτοις, η μεγάλη πλειονότης των Μαρτύρων του Ιεχωβά που θα συναθροισθούν εκείνο το βράδυ δεν έχουν αυτή την ουράνια ελπίδα. Γνωρίζουν ότι δεν είναι από το «μικρόν ποίμνιον,» αλλά ταυτίζονται, με τον «πολύν όχλον» των «άλλων προβάτων» για τα οποία μίλησε ο Ιησούς. (Λουκ. 12:32· Ιωάν. 10:16· Αποκ. 7:9) Και αυτοί, επίσης, πιστεύουν στο χυθέν αίμα τον Ιησού. (Αποκ. 7:14) Έχουν την ελπίδα «να κληρονομήσουν την Βασιλείαν,» στην οποία θ’ απολαμβάνουν τις ευλογίες της αιώνιας ζωής στη γη, όπως υποσχέθηκε ο Ιησούς στα εδάφια Ματθαίος 25:31-40. Και αυτοί, επίσης, απολαμβάνουν τη στενή συναναστροφή με τους «αδελφούς» του Χριστού, που αναφέρονται σ’ εκείνη την παραβολή. Αυτοί, σε σύγκρισι με τους πνευματικούς Ισραηλίτες, ως «ξένοι» εκτιμούν πολύ το προνόμιο και την ευθύνη που έχουν να μετέχουν μ’ αυτούς στο να παράγουν τους καρπούς της Βασιλείας. (Ησ. 56:6, 7· 61:5· Ματθ. 21:43) Μερικοί μάλιστα πέθαναν ένεκα της πιστής τους στάσεως υπέρ της αληθείας και της άφοβης διακηρύξεως του αγγέλματος της Βασιλείας. Εν τούτοις, μολονότι μπορεί να υποστούν μαρτυρικό θάνατο, δεν πεθαίνουν ένα θυσιαστικό θάνατο όπως ο Ιησούς και όπως εκείνοι που είναι «συγκληρονόμοι του Χριστού» στην ουράνια βασιλεία. Αναγνωρίζοντας αυτή τη διάκρισι, δεν συμμετέχουν στα εμβλήματα του άζυμου άρτου και του ποτηρίου του οίνου, που σημαίνουν όχι μόνο τη λήψι των ωφελημάτων του θανάτου του Χριστού, αλλά και τη συμμετοχή στην ίδια θυσιαστική πορεία.
ΑΥΤΟΕΞΕΤΑΣΙΣ
Μολονότι η μεγάλη πλειονότης εκείνων που αποτελούν σήμερα τη «μία ποίμνη» υπό «έναν ποιμένα» κατανοούν αυτή τη διάκρισι, μπορεί να εγερθή σε μερικούς το ερώτημα πώς γνωρίζει ένα άτομο ότι προσκλήθηκε στην ουράνια κλήσι. Αυτό δεν μπορεί να καθορισθή από καμμιά εξωτερική ένδειξι, όπως συνέβαινε όταν είχαν δοθή τα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος τις πρώτες μέρες της Χριστιανικής εκκλησίας. Μεγαλύτερης ακόμη αξίας απ’ εκείνα τα χαρίσματα. ήταν η ένδοξη ελπίδα της αποκτήσεως ουράνιας κληρονομιάς, που δόθηκε σ’ εκείνους που εκλήθησαν «τέκνα Θεού» και ήσαν «ουρανίου προσκλήσεως μέτοχοι.» (Εβρ. 3:1· 1 Ιωάν. 3:1-3) Υπήρχε τότε μόνο η μια ελπίδα, αλλά σήμερα, οπότε το μέρος της θείας «οικονομίας» είναι σχεδόν πλήρες, οι πύλες της Βασιλείας είναι ορθάνοιχτες προσκαλώντας έναν «πολύν όχλον» ν’ αποκτήση επίγειες ευλογίες, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ειδικά αυτό αλήθευσε από το έτος 1935 κι εμπρός, όταν ο «πολύς όχλος» προσδιωρίσθηκε σαφώς ως μια επίγεια τάξις με ελπίδα αιώνιας ζωής σε μια παραδεισιακή γη.—Εφεσ. 1:10· Αποκ. 7:9-17.
Μήπως επαφίεται στο άτομο να εκλέξη ποια ελπίδα θα έχη, είτε την ουράνια είτε την επίγεια; Όχι. Προτού αποκτήση κάποιος μια προσωπική ελπίδα, πρέπει να κάνη το βήμα της ανεπιφύλακτης αφιερώσεως και του βαπτίσματος, δείχνοντας έτσι ότι δέχεται να πράττη στο εξής το θέλημα του Θεού, όχι το δικό του. Ο Θεός κάνει να γίνεται το θέλημά Του με τη λειτουργία του αγίου πνεύματος του. Το πώς λειτουργεί αυτό το πνεύμα σ’ εκείνους που εξελέγησαν από τον Θεό ως υποψήφια μέλη του «μικρού ποιμνίου,» ζωοποιώντας μέσα τους μια ουράνια ελπίδα, εξηγείται στα εδάφια Ρωμαίους 8:14-17. Εκείνοι οι Χριστιανοί είχαν αλάθητη απόδειξι μέσα τους ότι εκλήθησαν για την ουράνια βασιλεία.
Λαμβάνουν και οι αφιερωμένοι εκείνοι δούλοι που έγιναν δεκτοί από τον Θεό ως μέλη του «πολλού όχλου» το πνεύμα του Θεού; Βεβαίως ναι, όπως και οι πιστοί εκείνοι δούλοι του Θεού στους προ-Χριστιανικούς χρόνους, όπως ήταν ο Μωυσής και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, οι οποίοι δεν είχαν ουράνια ελπίδα. (Ματθ. 11:11) Ο Θεός πολιτεύεται με τον καθένα από τους αφιερωμένους δούλους του σήμερα, καλλιεργώντας μέσα τους μια ελπίδα ζωής στη βασιλεία του. Ο Παύλος είπε σ’ εκείνους τους πρώτους Χριστιανούς ότι «εσώθησαν με την ελπίδα,» την ουράνια ελπίδα. Μίλησε, επίσης, για την ελπίδα της «κτίσεως,» του υπολοίπου της ανθρώπινης οικογενείας, που «πρόσμενε την φανέρωσιν των υιών του Θεού» με την προσδοκία ν’ απολαύσουν «την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» ως αποκαταστημένα επίγεια τέκνα του.—Ρωμ. 8:18-25.
Ο καθένας, λοιπόν, πρόκειται να σωθή με μια ωρισμένη ελπίδα. Πρέπει να είναι μια συναρπαστική ελπίδα και να είναι για σάς πραγματική. Αν, μετά από μια ειλικρινή εξέτασι, φρονήτε ότι υπάρχει κάποια αβεβαιότητα, ή αν αναγνωρίζετε ότι έντονα συναισθήματα σάς ωδήγησαν στο συμπέρασμα ότι έχετε λάβει την ουράνια κλήσι, ή ίσως ότι αυτή η κλήσις με κάποιον τρόπο σας ξεχώρισε ως διαφορετικό και κάπως ανώτερο από τους άλλους, παρέχοντας σας το δικαίωμα ειδικής μεταχειρίσεως και σεβασμού, τότε έχετε σοβαρή αιτία να επανεξετάσετε τη θέσι σας. Με ειλικρίνεια και ταπεινότητα, μη διστάσετε να ζητήσετε από τον Θεό σοφία, καθοδηγία και βοήθεια για να κάνετε το θέλημα του. Ο Θεός δεν θα σας ονειδίση. «Ο Θεός φέρεται εις εσάς ως προς υιούς,» τους οποίους αγαπά.—1 Κορ. 11:28· Εβρ. 12:4-11· Ιακ. 1:5-8.
Όλοι οι αληθινοί προβατοειδείς άνθρωποι που παρακολουθούν το «δείπνον του Κυρίου,» είτε ως παρατηρητές είτε ως μέτοχοι, χαίρονται που παρευρίσκονται, «εις την ανάμνησιν» όλων όσα έκανε ο Ιησούς για ν’ αποδείξη την πιστή του αγάπη προς τον Πατέρα του, καθώς και προς όλους όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Όπως ο Ιησούς «μέχρι τέλους ηγάπησεν αυτούς,» είθε κι εμείς να δείξουμε το ίδιο πνεύμα υπομονής και πιστότητας ως το τέλος. Ο Ιωάννης χαρακτήρισε τους ακολούθους του Ιησού ως όντας «εν τω κόσμω.» Για δική μας ενθάρρυνσι, ο Ιησούς συμφώνησε μ’ αυτό και πρόσθεσε: «Εν τω κόσμω θέλετε έχει θλίψιν· αλλά θαρσείτε, εγώ ενίκησα τον κόσμον.» (Ιωάν. 13:1· 16:33) Είθε, λοιπόν, όλοι μας, όπως προέτρεψε ο απόστολος Παύλος, να «εορτάζωμεν ... με άζυμα ειλικρινείας και αληθείας.»—1 Κορ. 5:8.