-
Γιατί Πρέπει να Βαπτισθούμε;Η Σκοπιά—1962 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
αλήθεια και στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Το πρώτο βάπτισμα δεν μπορούσε να συμβολίζη μια αφιέρωσι που έγινε κάτω από περιστάσεις κατάλληλες που θα μπορούσε ν’ αποδεχθή ο Ιεχωβά. Πρέπει τώρα το πρόσωπο αυτό να λάβη μια σταθερή απόφασι να πράττη το θέλημα του Ιεχωβά και έτσι ν’ αφιερώση τη ζωή του στην υπηρεσία του Ιεχωβά και έπειτα να υποβληθή σε βάπτισμα στην πρώτη ευκαιρία. Αν μια ακάθαρτη κατάστασις αναπτυχθή κάποτε μετά την αφιέρωσι και το βάπτισμα, αυτή δεν θα έκανε άκυρη την αφιέρωσι. Το άτομο, εν τούτοις, θα ήταν υποκείμενο σε κατάλληλη πειθαρχική διαπαιδαγώγησι από την οργάνωσι.
15 Ενώ εκείνος που τελεί το βάπτισμα πρέπει να είναι ένας αφιερωμένος αδελφός, δεν αποτελεί ο βαπτιστής το σπουδαίο πράγμα που πρέπει να εξετασθή για να καθορισθή το κύρος του βαπτίσματος. Το κύριο ζήτημα είναι, Ακούσαμε την ομιλία της αφιερώσεως που διευθετήθη από τη θεοκρατική οργάνωσι του Ιεχωβά και υπεβάλαμε τον εαυτό μας στο να βαπτισθή από έναν που προσδιωρίσθη από την οργάνωσι; Δεν θα μας ενδιέφερε αργότερα αν διεπιστώνετο ότι εκείνος που ετέλεσε το βάπτισμα ή εκείνος που έκαμε την ομιλία του βαπτίσματος βρέθηκε ο ίδιος στην ανάγκη να βαπτισθή πάλι. Εκείνο που είναι σπουδαίο είναι το κύρος της οργανώσεως που αυτός αντιπροσώπευε τότε και με την εξουσιοδότησι και τον διορισμό της οποίας ετέλεσε το εν ύδατι βάπτισμα.
ΘΕΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΡΩΣΙ ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΣΕΩΣ
16. (α) Στο όνομα ποιών τριών βαπτιζόμεθα; (β) Το ότι βαπτιζόμεθα στο όνομα του Πατρός σημαίνει ότι αναγνωρίζομε τι;
16 Αλλ’ ας μη νομίση κανείς από μας ότι θα μπορούσαμε να εκπληρώσωμε την αφιέρωσί μας με τη δική μας δύναμι. Χρειάζεται η βοήθεια του Ιεχωβά· είναι απαραίτητη. Γινόμεθα ενήμεροι της ανάγκης για θεία βοήθεια με την εντολή του Ιησού προς τους ακολούθους του: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» (Ματθ. 28:19, 20) Η κατανόησίς μας όσον αφορά το βάπτισμα αυξάνει όταν κατανοούμε γιατί βαπτιζόμεθα στο όνομα αυτών των τριών. Το ότι βαπτιζόμεθα στο όνομα του Πατρός σημαίνει ότι αναγνωρίζομε τον Ιεχωβά ως τον πνευματικόν Πατέρα, τον Ζωοδότην. Αναγνωρίζομε ότι ο Ιεχωβά είναι ο Κυρίαρχος του σύμπαντος και ότι απαιτεί την αποκλειστική μας αφοσίωσι. Επί πλέον, αφιερώνοντας τη ζωή μας, δείχνομε ότι κατανοούμε και θέλομε να λάβωμε τη στάσι μας με την κατάλληλη πλευρά στο επίμαχο ζήτημα της παγκοσμίου κυριαρχίας.
17, 18. (α) Γιατί βαπτιζόμεθα στο όνομα του Υιού; (β) Γιατί βαπτιζόμεθα, επίσης, στο όνομα του αγίου πνεύματος;
17 Το ότι βαπτιζόμεθα στο όνομα του Υιού σημαίνει ότι εκτιμούμε τη θέσι του μονογενούς Υιού του Θεού, ότι είναι ο Βασιλεύς του Ιεχωβά στον νέο κόσμο. Πρέπει ν’ αναγνωρίσωμε ότι μέσω της θυσίας του Ιησού θα αρθούν τα αποτελέσματα της αμαρτίας και του θανάτου από το πιστό ανθρώπινο γένος. Αυτός είναι ο «Αιώνιος Πατήρ» του «πολλού όχλου» των «άλλων προβάτων».—Ησ. 9:6, ΜΝΚ· Ιωάν. 10:16.
18 Το ότι βαπτιζόμεθα στο όνομα του αγίου πνεύματος σημαίνει ότι εκτιμούμε το μέρος που εκτελείται από την ενεργό δύναμι του Ιεχωβά. Μη έχοντας προσωπικότητα, αλλά επαρκώντας για κάθε έργο που απαιτείται από τον Ιεχωβά, το πνεύμα του μπορεί ν’ αποστέλλεται σε οποιοδήποτε μέρος του σύμπαντος για να εκτελέση το ακαταμάχητο θέλημα του Ιεχωβά. Είναι η δύναμις που εφοδιάζει τα πρόθυμα ανθρώπινα πλάσματα με κατανόησι του θελήματος και των σκοπών του Ιεχωβά. Και είναι η δύναμις που διευθύνει την οργάνωσί του σήμερα, στην υποστήριξι της αληθινής λατρείας και στο να υπομένη εναντίωσι από τον εχθρό. Η Γραφή ως ο λόγος του Θεού είναι προϊόν του αγίου πνεύματος, τον οποίον λόγον πρέπει να μελετούμε.
19. (α) Ποια ειδική σχέσι φέρνει σε ύπαρξι η αφιέρωσις και το βάπτισμα κάτω από κατάλληλες περιστάσεις; (β) Ποια είναι η βέβαιη ελπίδα εκείνων που είναι πιστοί, και ποια προνόμια υπηρεσίας διανοίγονται μετά το βάπτισμα;
19 Ποια είναι τα προνόμια και η βέβαιη ελπίδα εκείνων που κάνουν το βήμα του βαπτίσματος; Πρώτ’ απ’ όλα, προκύπτει μια πολύ ειδική σχέσις με τον Ιεχωβά μέσω του Υιού του, Χριστού Ιησού. Αν προσέρχεται κανείς στον Ιεχωβά χωρίς επιφύλαξι και αφιερώνη τη ζωή του κάτω από καθαρές περιστάσεις, τότε το άτομο μπορεί να έχη πεποίθησι ότι η σχέσις αυτή υπάρχει. Απόδειξις τούτου έρχεται με την ευλογία του Ιεχωβά στην υπηρεσία του και την αύξησί του σε γνώσι και κατανόησι και στον καρπό του πνεύματος. Έχει ισχυρή πίστι και μια βέβαιη ελπίδα στις υποσχέσεις του Ιεχωβά, που του δίνουν κληρονομία με τους δικαίους στη γη. Έρχεται, επίσης, μια ειδική σχέσις με τα όμοιά του μέλη της κοινωνίας Νέου Κόσμου. Αποκτά χιλιάδες αδελφούς και αδελφές που έχουν την ίδια πίστι και κάνουν το ίδιο έργο στην αληθινή λατρεία του Θεού. Η αύξησίς του και η εκτίμησις του επιμάχου ζητήματος της παγκοσμίου κυριαρχίας και η αφοσίωσίς του στον Ιεχωβά και στις αρχές του, τον καθιστούν αρμόδιον να είναι ένας ικανός αντιπρόσωπος του Ιεχωβά. Είναι πλήρως εντεταλμένος να εξέλθη και να διακηρύξη τα αγαθά νέα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας. Είναι αληθινά ένας διάκονος του Θεού· και καθώς εξακολουθεί ν’ αυξάνη σε ωριμότητα, διανοίγονται σ’ αυτόν πρόσθετα προνόμια, όπως το να είναι διακονικός υπηρέτης σε μια εκκλησία για να χειρίζεται ωρισμένα διοργανωτικά καθήκοντα, ή να είναι ένας ολοχρόνιος κήρυξ καταγεγραμμένος από την κεντρική οργάνωσι που χρησιμοποιεί ο Ιεχωβά για τη διεύθυνσι του έργου του κηρύγματος. Με τον καιρό η ωριμότης του και η κατανόησις από μέρους του τού λόγου του Ιεχωβά μπορεί να τον καταστήσουν αρμόδιον να είναι επίσκοπος σε μια εκκλησία.—Γαλ. 5:22, 23· 1 Τιμ. 3:1-13.
ΕΚΛΕΞΑΤΕ ΠΟΙΟΝ ΘΑ ΥΠΗΡΕΤΗΤΕ
20. Γιατί έχομε μια πάλη μ’ αυτόν τον κόσμο για να λάβωμε απόφασι ν’ αφιερωθούμε στην υπηρεσία του Ιεχωβά;
20 Σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες έχει οικοδομηθή ένα μεγάλο παγκόσμιο σύστημα. Είναι άγριο, είναι ιδιοτελές, και είναι έτσι κατασκευασμένο ώστε να σας κάμη δούλον του. Από εμπορική, θρησκευτική και πολιτική άποψι, όλα τα μέρη του αποβλέπουν στο να σας φθάσουν και σας αποκτήσουν, στο να πάρουν τον καιρό σας, την ενέργειά σας, τις ιδιοφυίες σας και, μάλιστα, την αφοσίωσί σας. Είναι, επίσης, πολύ ύπουλο, διότι είναι ελκυστικό. Είτε είσθε ένας μέσος άνθρωπος που ζη σ’ αυτόν τον κόσμο, που αγωνίζεται να υπάρχη, που απολαμβάνει μερικές από τις φυσικές ανέσεις του, μαζί με πολλούς από τους ψυχικούς πόνους του, είτε έχετε αποκτήσει μερικές από τις κοσμικές γνώσεις του και αφιερώνετε φιλόδοξα τον χρόνον σας στο να κάμετε μια προσωπικότητα τον εαυτό σας, αυτό δεν δημιουργεί διαφορά για τον Διάβολο κι εκείνους που αυτός χρησιμοποιεί για να εξαπατήση ολόκληρο τον κόσμο. Είναι πανούργος στο να παροδηγή με διάφορα μέσα εκείνους που διστάζουν ν’ ανταποκριθούν στην αγάπη του Θεού και στη δύναμι της αληθείας. Υπάρχουν μεγάλοι ανθρωπισταί, υπάρχουν μεγάλοι ηγέται σε διάφορα πεδία προσπαθείας, αλλά η αφιέρωσίς των είναι σ’ ένα έργο ή, με πνεύμα υπερβολικά εθνικιστικό, σ’ έναν εξέχοντα άνθρωπο. Πόσο διαφορετική είναι η περίπτωσις ενός δούλου του Ιεχωβά Θεού! Γιατί; Επειδή αυτός αφιερώνεται στον Θεό του και όχι απλώς σ’ ένα έργο, μολονότι η αφιέρωσίς του περιλαμβάνει εποικοδομητικά έργα προς αίνον του Ιεχωβά.
21. Πώς μπορούμε να κάμωμε σοφή εκλογή και να ζήσωμε; Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνη από εκείνους που δεν έκαμαν ακόμη αφιέρωσι και δεν την εσυμβόλισαν με εν ύδατι βάπτισμα;
21 Συνεπώς, η απόφασις που αντιμετωπίζει όλο το ανθρώπινο γένος ατομικώς είναι, Ποιόν θα υπηρετήσω, τον Ιεχωβά ή τον Σατανά; Το σύστημα του παρόντος κόσμου, ή τα συμφέροντα της Βασιλείας; Θα είναι η απόφασίς σας όμοια με του Ιησού του Ναυή; «Εγώ όμως και ο οίκός μου, θέλομεν λατρεύει τον Ιεχωβά»; Και με του Ιησού Χριστού: «Ιδού, έρχομαι, δια να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου»; Σ’ αυτή την απόφασι περιλαμβάνεται η εντολή του Χριστού να βαπτισθούμε. Είναι ένα ουσιώδες βήμα, αν επιθυμούμε να είμεθα σε ειδική σχέσι με τον Ιεχωβά και τον Υιό του. Δεν μπορούμε εκουσίως να αρνηθούμε να βαπτισθούμε και να έχωμε, επίσης, την εύνοιά του. Μελετήστε επιμελώς τον λόγον του Θεού, πράγμα που θ’ αυξήση την κατανόησι που έχετε των ευθυνών της αφιερώσεως και θα σας δώση πληρέστερο νόημα της αφιερώσεως και του βαπτίσματος. Κατόπιν, αδίστακτα και με υπακοή, κάμετε αυτό το βήμα, αν δεν το εκάματε ήδη, και έτσι τεθήτε στη γραμμή για την εύνοια του Ιεχωβά και για ζωή στον νέο του κόσμο.—Ιησ. Ναυή 24:15, ΜΝΚ· Εβρ. 10:9.
22. Εκπληρώνοντας τις ευθύνες μας που απορρέουν από την αφιέρωσί μας, σε ποιο έργο πρέπει να μετάσχωμε ευπειθώς σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες;
22 Όσο για κείνους που έχουν ήδη εισέλθει σε διαθήκη με τον Ιεχωβά, ας θυμούνται αυτοί εξακολουθητικά την ευχή των και ας παραμένουν πιστοί σ’ αυτήν. Ας κρατούν ισχυρή την αγάπη των γι’ αυτόν και ας μη λησμονούν, επίσης, ποτέ την αγάπη των για τον πλησίον των. Ο Ιησούς, δίνοντας την εντολή να πορευθούν και να κάμουν μαθητάς και να τους βαπτίζουν για συμβολισμό της αφιερώσεώς των στον Ιεχωβά, είπε: «Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης.» Δεν μπορούμε συνετά να αναβάλωμε να γίνωμε μαθηταί του Ιησού και ν’ ακολουθήσωμε την εντολή του που εδόθη αφού έλαβε κάθε εξουσία, δηλαδή, να βαπτισθούμε και να συμμετάσχωμε στη διακήρυξι των αγαθών νέων.—Ματθ. 28:18.
-
-
Γιατί Πρέπει οι Χριστιανοί να Δεχθούν και να Εκπληρώσουν Ευθύνη;Η Σκοπιά—1962 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Γιατί Πρέπει οι Χριστιανοί να Δεχθούν και να Εκπληρώσουν Ευθύνη;
«Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως εκπληρώσατε τον νόμον του Χριστού. Διότι έκαστος το εαυτού φορτίον θέλει βαστάσει.»—Γαλ. 6:2, 5.
1. Τι θα έκανε κανείς αν προσεκαλείτο να εργασθή για την οικοδόμησι του ανακτόρου ενός βασιλέως, στο οποίο θα είχε επίσης μια θέσι να ζη;
ΑΝ ΕΝΑΣ βασιλεύς απεφάσιζε να χτίση ένα ανάκτορο και ευηρεστείτο, όχι μόνο να σας χρησιμοποιήση στην ανέγερσι της οικοδομής, αλλά, επιπρόσθετα, σας υπέσχετο μια θέσι για να κατοικήτε μέσα, τι θα αισθανόσαστε γι’ αυτό; Τι θα εκάνατε; Βέβαια, θα πήτε, με χαρά και ευγνωμοσύνη θα επήγαινα να εργασθώ και θα έκανα το καλύτερο που μπορούσα και θα μιλούσα σε όλους με τους οποίους θα ερχόμουν σε επαφή για την αγαθότητα και τη γενναιοφροσύνη αυτού του βασιλέως.
2. Πότε άρχισε η κατασκευή αυτού του ανακτόρου, και ποιοι είναι οι οικοδόμοι και ο Αριστοτέχνης Εργάτης;
2 Για ένα τέτοιο βασιλικό ανάκτορο μιλεί προφητικά ο Ψαλμός 29:9. Υπήρξε σε πορεία κατασκευής επί χίλια εννιακόσια χρόνια και πλέον. Είναι ένας οίκος ή ναός που ο ίδιος ο Θεός οικοδομεί, όχι με άψυχους λίθους, αλλά με ζωντανό υλικό, με ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες ομοίως, που ελήφθησαν από αυτή τη γη. Εκείνο που είναι σπουδαιότερο, έθεσε την εποπτεία της οικοδομής στα χέρια του πιο καλού, του πιο επιδεξίου, του Αριστοτέχνου Εργάτου, ενός που έχει αναρίθμητα έτη στην υπηρεσία αυτού του μεγάλου Κυριάρχου. Αυτός είναι ο Υιός του Θεού, ο Χριστός Ιησούς, ο οποίος, στις Παροιμίες 8:22-31 (ΜΝΚ) αναφέρεται ως η σοφία του Θεού προσωποποιημένη, και ο οποίος λέγει: «Ο Ιεχωβά με παρήγαγεν εν τη αρχή της οδού αυτού, απαρχήν των έργων αυτού, απ’ αιώνος. . . . Ήμην πλησίον αυτού ως αριστοτέχνης εργάτης· και εγώ ήμην καθ’ ημέραν η τρυφή αυτού, ευφραινομένη πάντοτε ενώπιον αυτού.»—Κολ. 1:15, 16· Ιωάν. 1:3.
3. Ποιον έθεσε ο Ιεχωβά ως θεμέλιον λίθων, και γιατί;
3 Ευηρεστήθη ο Θεός, ο Παγκόσμιος Βασιλεύς, να θέση τον Υιό του ως τον θεμέλιον λίθον του οίκου, επάνω στον οποίον όλοι οι άλλοι λίθοι θα οικοδομούντο. Όσον αφορά αυτόν ο Πέτρος γράφει: «Εις τον οποίον προσερχόμενοι, ως εις λίθον ζώντα, υπό μεν των ανθρώπων αποδεδοκιμασμένον, παρά δε τω Θεώ εκλεκτόν, έντιμον, και σεις, ως λίθοι ζώντες, οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, δια να προσφέρητε πνευματικάς θυσίας, ευπροσδέκτους εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού.» (1 Πέτρ. 2:4, 5) Το έκαμε αυτό επειδή ο Ιησούς απεδείχθη ότι ήταν ‘λίθος εκλεκτός, έντιμος ακρογωνιαίος, θεμέλιον ασφαλές’.—Ησ. 28:16.
4. Τίνος οίκος είναι, ποιος δίνει το αρχιτεκτονικό σχέδιο για την κατασκευή του, και ποια είναι η σχέσις των οικοδόμων προς τον ιδιοκτήτην του οίκου;
4 Μολονότι ο Ιησούς είναι ο «αριστοτέχνης εργάτης», το ανάκτορο ή οίκος ανήκει στον Θεό και οικοδομείται γι’ αυτόν, για να κατοική εκεί με το πνεύμα του. (Ψαλμ. 26:8) Ο απόστολος Παύλος, επίσης, μας πληροφορεί γι’ αυτό, λέγοντας: «Ο δε Χριστός, ως υιός επί τον οίκον αυτού· του οποίου ημείς είμεθα οίκος, εάν κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την παρρησίαν και το καύχημα της ελπίδος.» (Εβρ. 3:6) Ο Θεός, που είναι ο σοφός Αρχιτέκτων, είναι επίσης Εκείνος που δίνει «το αρχιτεκτονικό σχέδιο», ή τις λεπτομέρειες, στον Αριστοτέχνη Εργάτη για την κατασκευή του οίκου. (1 Χρον. 28:12, 19) Συνεπώς, όλοι εκείνοι που εργάζονται στην οικοδομή χαρακτηρίζονται ως «συνεργοί Θεού». Διαβάζομε, λοιπόν; «Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί· σεις είσθε του Θεού αγρός, του Θεού οικοδομή.»—1 Κορ. 3:9.
5. (α) Στη Γραφή, με τι συνδέεται επίσης αυτός ο «πνευματικός οίκος», και πόσοι θα τον απαρτίσουν; (β) Για ποιον λόγο προσκαλούνται ν’ αποτελέσουν μέρος του;
5 Αυτός ο «πνευματικός οίκος» ή βασιλικό ανάκτορο συνδέεται επίσης στη Βίβλο με τη βασιλεία που ο Μέγας Αρχιτέκτων, ο Ύψιστος Θεός, προσφέρει στον πιστό του Υιό, ο οποίος, εξ άλλου, εκτείνει στους συντρόφους του την πρόσκλησι να γίνουν «“γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον,” λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως». (1 Πέτρ. 2:9) Ο αριθμός των είναι περιωρισμένος σε μόνο 144.000, όπως μας λέγεται στην Αποκάλυψι 7:4-8 και 14:1-3. Τη νύχτα που ο Ιησούς επροδόθη είπε στους πρώτους που είχε εκλέξει: «Σεις δε είσθε οι διαμείναντες μετ’ εμού εν τοις πειρασμοίς μου· όθεν εγώ ετοιμάζω εις εσάς βασιλείαν, ως ο Πατήρ μου ητοίμασεν εις εμέ, δια να τρώγητε και να πίνητε επί της τραπέζης εν τη βασιλεία μου· και να καθίσητε επί θρόνων, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.»—Λουκ. 22:28-30· 10:20· Δαν. 7:13-22.
6. Προτού εγκαταλείψη τη γη, τι είπε ο Ιησούς στους μαθητάς του για τη βασιλεία του, και τι δείχνουν τα πραγματικά γεγονότα για την εγκαθίδρυσί της;
6 Ο Ιησούς, προτού εγκαταλείψη την επίγεια σκηνή, μιλώντας στους μαθητάς του, αναφέρθηκε στον εαυτό του ως ‘άνθρωπόν τινα ευγενή, ο οποίος υπήγεν εις χώραν μακράν, δια να λάβη εις εαυτόν βασιλείαν, και να υποστρέψη’. (Λουκ. 19:11, 12) Τους είπε αυτή την παραβολή για να εντυπώση στη διάνοιά των ότι η βασιλεία του δεν «έμελλεν ευθύς να φανή», δηλαδή, δεν θα εγκαθιδρύετο στις ημέρες των, αλλά θα εγκαθίστατο έπειτα από μακρόν χρόνον. Πράγματι, αυτό έγινε σχεδόν δεκαεννέα αιώνες αργότερα. Τα πραγματικά γεγονότα σήμερα, αν τεθούν παράπλευρα στις εκπληρωμένες προφητείες, αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η βασιλεία αυτή έχει εγκαθιδρυθή στους ουρανούς και ότι ο Άρχων Οικοδόμος έχει έλθει. Στο 1914, όταν εξέπνευσαν οι καιροί των εθνών, ο Ιησούς έλαβε τη μεγάλη του δύναμι και άρχισε να κυβερνά εν μέσω των εχθρών του. (Ψαλμ. 110:1, 2) Για την απόδειξι τούτου παρακαλούμε τον αναγνώστη να μελετήση με προσοχή και προσευχή το Ματθαίος 24, Λουκάς 21 και Μάρκος 13. Επίσης, για λεπτομερή εξήγησι, ιδέτε, παρακαλούμε, τη Σκοπιά της 15ης Οκτωβρίου 1958, κάτω από την επικεφαλίδα «Η Βασιλεία του Θεού Κυβερνά—Είναι το Τέλος του Κόσμου Πλησίον;»
7. Στην παραβολή του «ευγενούς», τι έδωσε ο Ιησούς στους εργάτας, για να κάμουν τι μ’ αυτά;
7 Στην παραβολή του «ευγενούς» ο Ιησούς φανερώνεται ως να έχη καλέσει δέκα δούλους του και δώσει σ’ αυτούς δέκα «μνας», λέγοντάς τους, «Πραγματεύθητε εωσού έλθω.» (Λουκ. 19:13) Ο Ματθαίος, εκθέτοντας μια όμοια παραβολή, χρησιμοποιεί τη λέξι «τάλαντα» αντί της λέξεως «μναι». Και οι δύο λέξεις αναφέρονται στο έργον που οι εργάται ανέλαβαν να κάμουν στη διακήρυξι της Βασιλείας, δηλαδή, στη σύναξι της τάξεως της Βασιλείας, κατόπιν δε στη σύναξι και οικοδομή των υπηκόων της Βασιλείας. Αυτοί είχαν ευγνωμόνως δεχθή την ευθύνη αυτή και τώρα έπρεπε πιστά να την εκπληρώσουν. Αλλ’ αφού ο «ευγενής», Χριστός ο Βασιλεύς, ‘έλαβε την βασιλείαν’ στο 1914 (μ.Χ.) και αφού ήλθε στους δούλους του στην επιφάνειά του το 1918 (μ.Χ.) για να δη αν κατάλληλα και με ζήλο εξεπλήρωσαν την ευθύνη των ή όχι, τι διεπίστωσε;
8. Ποια κατάστασι βρήκε ο «ευγενής» μεταξύ των δούλων του όταν επέστρεψε;
8 Βρήκε δύο τάξεις δούλων. Η μία τάξις, που είχε την όρασι του νικητού Βασιλέως εν δράσει, ήταν πιστά ενασχολημένη στο κήρυγμα των αγαθών νέων της Βασιλείας και στην υποβοήθησι των κληρονόμων της Βασιλείας που προσέθετε ο Ιεχωβά για να έλθουν σε ωριμότητα, ώστε και αυτοί επίσης να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν στη λειτουργία αυτής της ενδόξου κυβερνήσεως. Καθώς το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος, η προμήθεια του Θεού έγινε «προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας». (Εφεσ. 4:12) Εκείνοι που ανήκαν στην άλλη τάξι δούλων, αν και είχαν λάβει τις ίδιες ευκαιρίες υπηρεσίας και τις είχαν αποδεχθή, παραμέλησαν το καθήκον και την ευθύνη τους, έστρεψαν την προσοχή τους στο να τύπτουν τους συνδούλους των, έγιναν οκνηροί και εσταμάτησαν το να ‘πραγματεύωνται’ με τα «τάλαντά» των. Εφύλαξαν τας «μνας» των σε μαντήλι με το να γίνουν αδρανείς στην υπηρεσία του Κυρίου, στο κήρυγμα της Βασιλείας.—Λουκ. 19:20· Ματθ. 24:48, 49.
9. Πώς ενήργησε, λοιπόν, προς την πρώτη τάξι;
9 Βλέποντας τούτο, τι έκαμε ο Κύριος; Αμέσως ανέλαβε ενέργεια. Στον πρώτον δούλον είπε: «Εύγε, αγαθέ δούλε· επειδή εις το ελάχιστον εφάνης πιστός, έχε εξουσίαν επάνω δέκα πόλεων.» (Λουκ. 19:17) Σε τέτοιου είδους δούλους εδόθησαν περισσότερα προνόμια της Βασιλείας στη σύναξι των κληρονόμων της Βασιλείας· η χαρά των και η ευτυχία των ηύξησαν πολύ κι εξακολούθησαν ν’ αυξάνουν από τότε.
10. Τι είπε και έκαμε στους αδρανείς, και γιατί;
10 Σημειώστε τώρα την κατάστασι του αδρανούς δούλου, που παρίστανε μια τάξι ανθρώπων. Αυτός δεν ήταν μόνο οκνηρός και χωρίς εκτίμησι, αλλά, επιπρόσθετα, πονηρός και επικριτικός. Κατηγόρησε τον στοργικό του Κύριο ως σκληρόν, που απαιτεί και θερίζει όπου δεν έσπειρε και συνάγει από όπου δεν διεσκόρπισε. (Λουκ. 19:20, 21· Ματθ. 25:24, 25) Αλλά ηνέχθη μήπως ο Κύριος τέτοια άδικη και πονηρή κατηγορία; Χωρίς αναβολή απήγγειλε δυσμενή κρίσι εναντίον του. Απηυθύνθη σ’ αυτόν ως πονηρόν και οκνηρόν, αχρείον δούλον. Αφήρεσε τα τάλαντά του απ’ αυτόν και τα έδωσε σ’ εκείνον που είχε τα δέκα τάλαντα, τον δε άπιστον δούλον έρριψε στο σκότος το εξώτερον. (Λουκ. 19:22, 23· Ματθ. 25:28-30) Γιατί; Διότι εκείνοι που ήσαν από την τάξι αυτή είχαν γίνει οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού (1 Κορ. 4:1)· είχαν συμφωνήσει να χρησιμοποιηθούν στη διατροφή των «προβάτων» του Ιεχωβά με το να συνάξουν και οικοδομήσουν τους προβατοειδείς ακολούθους του Χριστού, αλλά έγιναν αμελείς, αδρανείς. Σημειώστε ότι ερρίφθησαν έξω στο σκότος, όχι λόγω ανηθικότητος ή κάποιου άλλου είδους σαρκικής αμαρτίας, αλλά επειδή δεν ειργάσθησαν για ν’ αυξήσουν τα τάλαντά των στην υπηρεσία της Βασιλείας· δεν επρόσεξαν την ευθύνη των.
ΠΙΣΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
11. Με ποιον τρόπο είναι εξέχον το παράδειγμα του Ιησού ως ζηλωτού εργάτου;
11 Οι Γραφές είναι γεμάτες από πιστά παραδείγματα εργατών που ευγνωμόνως επωμίσθησαν την ευθύνη των. Το μεγαλύτερο παράδειγμα από όλα είναι το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, ο οποίος πραγματικά είχε έναν καταναλίσκοντα ζήλο για τον οίκον του Ιεχωβά και εργάσθηκε γι’ αυτόν. Δεν εδίστασε να προχωρήση, λέγοντας στον Πατέρα του: «Το έργο που μου έδωσες είναι πάρα πολύ και απαιτεί πολλές ώρες και πολλή προσπάθεια.» Όχι, αλλά επροχώρησε κατ’ ευθείαν προς τα εμπρός, με τα λόγια: «Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου.» (Ψαλμ. 40:8· Εβρ. 10:7-9) Σημειώστε την αρχική λέξι, «Χαίρω.» Εκτελούσε το θέλημα του Πατρός του στην οικοδομή των «ζώντων λίθων» του πνευματικού ναού του Θεού από αγάπη, και έχαιρε σ’ αυτό το έργο. Ο Θεός τού είχε δώσει δώδεκα αποστόλους ως δευτερεύοντας θεμελίους λίθους της οικοδομής· τους εδίδαξε και στοργικά τους εξεπαίδευσε να είναι κήρυκες και διδάσκαλοι με το να είναι κάθε μέρα μαζί τους. Τους αγαπούσε τόσο πολύ ώστε κατέθεσε τη ζωή του γι’ αυτούς και για όλα τα «πρόβατά» του. Εξεπλήρωσε την ευθύνη του ως το τέλος. Άρα γε εμείς, ως Χριστιανοί, δείχνομε τέτοιο ζήλο για τα «πρόβατα» του Ιεχωβά;—Ιωάν. 10:11-17.
12. (α) Τι ησθάνετο απέναντι των αδελφών του ένας άλλος που εδέχθη και εξεπλήρωσε ευθύνη; (β) Ποια λόγια στοργής έγραψε στους Θεσσαλονικείς;
12 Ένα άλλο πιστό παράδειγμα αποδοχής και εκπληρώσεως ευθύνης για τα «πρόβατα» του Θεού είναι το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου. Αυτός ο συνεργάτης του Θεού έλαβε την ευθύνη του τόσο σοβαρά στην καρδιά του ώστε έχαιρε να ‘δαπανήση και όλως να δαπανηθή υπέρ των ψυχών’ των αδελφών του. (2 Κορ. 12:15) Μολονότι εγνώριζε, από τη μαρτυρία του πνεύματος του Θεού από πόλι σε πόλι, ότι ‘δεσμά και θλίψεις τον περιέμεναν στην Ιερουσαλήμ’, επροχώρησε κατ’ ευθείαν προς τα εμπρός, καθώς λέγει: «Δεν φροντίζω όμως περί ουδενός τούτων, ουδέ έχω πολύτιμον την ζωήν μου, ως το να τελειώσω τον δρόμον μου μετά χαράς, και την διακονίαν την οποίαν έλαβον παρά του Κυρίου Ιησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού.» (Πράξ. 20:24) Μια άλλη φορά, γράφοντας στους συνοικοδόμους του στη Θεσσαλονίκη, ανέφερε: «Έχοντες ένθερμον αγάπην προς εσάς, ευχαριστούμεθα να μεταδώσωμεν ουχί μόνον το ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας ψυχάς ημών, επειδή εστάθητε αγαπητοί εις ημάς.» (1 Θεσ. 2:8) Τι ήταν εκείνο που τον υποκινούσε ως το σημείο να μεταδώση ακόμη και την ψυχή του; Ο ζήλος και η αγάπη για τους «ζώντας λίθους» του οίκου του Ιεχωβά.
13. Με ποιον τρόπο ο Παύλος απέδειξε την ευθύνη του για τους «ζώντας λίθους»;
13 Και δεν προφέρει απλώς λόγια, αλλά το αποδεικνύει. Γράφοντας στους Κορινθίους, οι οποίοι απέτυχαν να τον αγαπήσουν με τον τρόπο που τους αγαπούσε, και λέγοντάς τους για τα παθήματά του χάριν της πνευματικής οικοδομής των αδελφών του, αναγράφει μερικές κακοποιήσεις που υπέστη στη διάρκεια της διακονίας του—τέτοιες, που πολύ λίγοι από μας σήμερα θα μπορούσαν να τον προσεγγίσουν καν σε παθήματα. Προχωρεί, λέγοντας: «Εκτός των εξωτερικών [δηλαδή, των καθημερινών του κινδύνων και εναντιοτήτων], ο καθ’ ημέραν επικείμενος εις εμέ αγών, η μέριμνα πασών των εκκλησιών. Τις ασθενεί, και δεν ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι;» (2 Κορ. 11:23-29) Σκεφθήτε! Στο μέσον όλων αυτών των κινδύνων και εναντιοτήτων είχε τη μέριμνα όλων των εκκλησιών. Εστενοχωρείτο μέσα στο ενδιαφέρον του για την πνευματική τους ευημερία. Αγαπούσε τους αδελφούς του. Τους εσκέπτετο. Ησθάνετο βαθιά την ευθύνη του γι’ αυτούς.
14. Πώς πρέπει οι μάρτυρες του Ιεχωβά να εκπληρώσουν την ευθύνη τους απέναντι των αδυνάτων;
14 Μιμούνται άρα γε όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά τον Παύλο από αυτή την άποψι; Φροντίζομε όμοια για τους αδυνάτους αδελφούς μας; Όλοι εμείς που είμεθα υπηρέται και οδηγοί μελετών, επισκεπτόμεθα αυτά τα πνευματικώς ασθενή «πρόβατα» στα σπίτια τους για να τα βοηθήσωμε; Έχομε αυτή την ανησυχία, που ήταν ιδιάζουσα στον Παύλο, να επαγρυπνούμε από φόβο μήπως κάποιοι από τους αδελφούς μας έγιναν πνευματικώς ασθενείς ή προσέκοψαν γι’ αυτόν ή εκείνο το λόγο; Εσείς πιθανώς παρετηρήσατε ότι μερικοί από τους αδυνάτους διαγγελείς της Βασιλείας έπαυσαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις και δεν έδωσαν έκθεσι υπηρεσίας αγρού επί μία ή δύο εβδομάδες, να πούμε. Το εκάματε έργον σας να τους επισκεφθήτε, ετοιμασμένοι από πριν να δώσετε πνευματική συμβουλή και διδασκαλία με σκοπό τη θεραπεία της πνευματικής ασθενείας των; ‘Παρηγορείτε αυτούς τους ολιγοψύχους’; (1 Θεσ. 5:14) Επήγατε στο σπίτι τους, ζητώντας με διακριτικότητα απ’ αυτούς να έλθουν μαζί σας για να κάμουν μία ή δύο επανεπισκέψεις σε ανθρώπους καλής θελήσεως στη γειτονική τους περιοχή; Είσθε ενήμερος του γεγονότος ότι θα δώσετε λογαριασμό για την απώλεια και ενός ακόμη «προβάτου»; (Εβρ. 13:17) Έχετε υπ’ όψιν ότι αυτή είναι διαταγή του Ιεχωβά μέσω του Ησαΐα, ο οποίος λέγει στους ωρίμους εργάτας: «Ενισχύσατε τας κεχαυνωμένας χείρας· και στερεώσατε τα παραλελυμένα γόνατα.» (Ησ. 35:3) Στον ίδιο σκοπό αποβλέπουν τα λόγια του Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή 15:1, 2: «Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί να βαστάζωμεν τα ασθενήματα των αδυνάτων, και να μη αρέσκωμεν εις εαυτούς· αλλ’ έκαστος ημών ας αρέσκη εις τον πλησίον δια το καλόν προς οικοδομήν.» Εφαρμόζομε εμείς, ως Χριστιανοί, αυτή τη συμβουλή στον εαυτό μας;
«ΤΑ ΕΠΙΘΥΜΗΤΑ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ»
15. Σ’ αυτόν τον καιρό του τέλους, τι είναι σκοπός του Ιεχωβά να πράξη στον οίκον του, και πώς τα λόγια του Ιησού είναι σε αρμονία με τούτο;
15 Όπως απεδείχθη προηγουμένως σ’ αυτό το περιοδικό, ο ναός, οίκος, ή ανάκτορον του Ιεχωβά αποτελείται από 144.000 και Έναν «ζώντας λίθους». Σ’ αυτόν τον καιρό του τέλους, το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτούς έχουν τεθή στον ουρανό με το ν’ αναστηθούν εκ νεκρών, μόνο δε ένα υπόλοιπο απ’ αυτούς βρίσκονται ακόμη στη γη περιμένοντας την αλλαγή των. (1 Θεσ. 4:15-17) Τώρα ο Πρωτουργός αυτού του ενδόξου οίκου, μέσα στο άπειρο έλεός του, θέλει να γεμίση αυτόν τον οίκον με ανθρώπους που εκτιμούν την αγάπη του και την αγαθότητά του. Με άλλα λόγια, ευαρεστείται να εκτείνη σε εκατοντάδες χιλιάδων από την ανθρώπινη φυλή το προνόμιο του να συνδεθούν με τους «ζώντας λίθους» του ναού, ώστε να λάβουν και αυτοί, επίσης, αιώνια ζωή στον νέο κόσμο με το να γνωρίσουν τον Ιεχωβά και τον Υιό του και με το να γίνουν συλλατρευταί με τους «ζώντας λίθους». Αυτοί οι σύντροφοι είναι εκείνοι που ο Ιησούς είχε υπ’ όψιν όταν έλεγε: «Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης· και εκείνα πρέπει να συνάξω· και θέλουσιν ακούσει την φωνήν μου· και θέλει γείνει μία ποίμνη, είς ποιμήν.»—Ιωάν. 10:16· 17:3.
16. (α) Πότε και έπειτα από ποιο γεγονός άρχισαν να έρχωνται αυτά «τα επιθυμητά πάντων των εθνών»; (β) Από πού έρχονται, και για ποιον σκοπό;
16 Πότε έλαβε χώραν η σύναξις αυτών των «άλλων προβάτων»; Ο Ησαΐας υπό έμπνευσιν μας λέγει: «Εν ταις εσχάταις ημέραις», όταν «το όρος του οίκου του Ιεχωβά θέλει στηριχθή επί της κορυφής των ορέων». (Ησ. 2:2, ΜΝΚ )· Και πώς τους συνάγει ο Ιεχωβά; Αυτός λέγει: «Έτι άπαξ μετ’ ολίγον εγώ θέλω σείσει τον ουρανόν, και την γην, και την θάλασσαν, και την ξηράν. Και θέλω σείσει πάντα τα έθνη, και θέλουσιν ελθεί τα επιθυμητά πάντων των εθνών· και θέλω εμπλήσει τον οίκον τούτον δόξης, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων.» (Αγγαίος 2:6, 7, ΜΝΚ) Ο βασιλικός οίκος άρχισε να γεμίζη από αυτά «τα επιθυμητά πάντων των εθνών» μετά τη γέννησι της βασιλείας του Θεού στους ουρανούς το 1914 (μ.Χ.) και αφού άρχισε η μεγάλη θλίψις εναντίον του Σατανά και του πονηρού του πλήθους στον ουρανό. Καθώς επληροφόρησε τον Ιωάννη ένας από τους πρεσβυτέρους όσον αφορά τον «πολύν όχλον» των «άλλων προβάτων»: «Ούτοι είναι οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης· και έπλυναν τας στολάς αυτών, και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του Αρνίου.» (Αποκάλ. 7:9-14) Αυτοί οι πράοι, προβατοειδείς άνθρωποι, οι οποίοι, σύμφωνα με την όρασι του Ιωάννου, είναι αναρίθμητο μεγάλο πλήθος, άρχισαν να έρχωνται στον βασιλικόν οίκον ή ναόν αφού άκουσαν να κηρύττεται σ’ αυτούς η βασιλεία του Θεού από το 1919 μ.Χ. και έπειτα. Έρχονται τώρα από 185 περίπου χώρες και νήσους της θαλάσσης, για να διδαχθούν ‘τας οδούς του Ιεχωβά’ και να περιπατήσουν ‘στας τρίβους του’.—Ησ. 2:3, ΜΝΚ.
17. (α) Ποια είναι, λοπόν, η ευθύνη των αληθινών ποιμένων; (β) Ποια προειδοποίησι δίνει ο Αρχιεπιθεωρητής στους αυτοϊκανοποιημένους;
17 Ποιος πρόκειται να τους εκπαιδεύση αυτούς; Ο Ιεχωβά μάς βεβαιώνει ότι σ’ αυτόν τον καιρόν του τέλους θα ‘καταστήση ποιμένας επ’ αυτά, και θέλουσι ποιμαίνει αυτά’. (Ιερεμ. 23:4) Είσθε ένας απ’ αυτούς τους ποιμένας; Δεχθήκατε αυτή την ευθύνη και την εκπληρώνετε; Αναφέρεται ότι σε εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά υπάρχουν μερικοί κατάλληλοι, ώριμοι αδελφοί που έχουν την ικανότητα να δίδουν βοήθεια και να εκπαιδεύουν αυτούς τους προβατοειδείς ευδιδάκτους ανθρώπους, αλλά οι οποίοι δεν το πράττουν. Γιατί; Επειδή δεν θέλουν να δεσμευθούν. Λησμονούν ότι τώρα, λίγο καιρό πριν από τον Αρμαγεδδώνα, ο αόρατος Επιθεωρητής Ιησούς Χριστός λέγει σ’ εκείνους από τις εκκλησίες που νομίζουν ότι ‘ζουν, αλλά είναι νεκροί’: «Γίνου άγρυπνος, και στήριξον τα λοιπά τα οποία μέλλουσι να αποθάνωσι.» (Αποκάλ. 3:1-3) Τέτοιο πνεύμα αυτοϊκανοποιήσεως υπάρχει ανάμεσα σε μερικούς σ’ έναν αριθμό εκκλησιών του λαού του Θεού και αν δεν μετανοήσουν και αφυπνισθούν ως προς τις ευθύνες των με το να βοηθήσουν «τα λοιπά τα οποία μέλλουσι να αποθάνωσι», θα χάσουν την πνευματική των όρασι και δεν θα γνωρίζουν τον χρόνον που θα έλθη ο Χριστός για να λογαριασθή μαζί τους.
18. (α) Τι λέγουν, κατ’ ουσίαν, οι αδιάφοροι στον Ιεχωβά και στην όμοια με σύζυγό του οργάνωσι; (β) Πώς πρέπει να ενεργούν απέναντι αυτών των πνευματικών βρεφών οι ώριμοι αδελφοί και οι οδηγοί μελετών;
18 Ο Ιεχωβά τώρα φέρνει στον ναό του δεκάδες χιλιάδων πράους και ευδιδάκτους ανθρώπους από όλα τα έθνη κάθε χρόνο. Εκείνοι που αποφεύγουν τις ευθύνες των κατ’ ουσίαν λέγουν σ’ αυτόν, ‘Πατέρα, σταμάτησε, παρακαλούμε, να τους φέρνης’, και στην όμοια με σύζυγό του οργάνωσι, ‘Σταμάτησε να τους γεννάς· είναι πάρα πολλοί για μας· δεν έχομε καιρό να τους θρέψωμε.’ Δεν καταλαβαίνετε ότι με την αδιάφορη, νωθρή πορεία ενεργείας σας υπαγορεύετε κατ’ ουσίαν στον Θεό πώς πρέπει να διευθύνη την εργασία του; Ποιος, λοιπόν, πρόκειται να θρέψη αυτά τα πρόβατα, να τα εκπαιδεύση και να τα διαπαιδαγωγήση; Μήπως περιμένετε αυτά τα βρέφη να τραφούν μόνα των; Ετρέφατε μόνος σας τον εαυτό σας όταν ήσαστε βρέφος; Οι πιστοί εργάται πρέπει να μιμηθούν τον Παύλο, ο οποίος ‘εστάθη γλυκύς εν τω μέσω των αδελφών, καθώς η τροφός περιθάλπει τα εαυτής τέκνα’. (1 Θεσ. 2:7) Αυτό σημαίνει ότι όταν οι οδηγοί Γραφικών μελετών και οι ώριμοι διαγγελείς της Βασιλείας βλέπουν τα «πρόβατα» του Θεού να έχουν δυσκολία στο ν’ απαντούν στις ερωτήσεις στη Γραφική των μελέτη, πρέπει να το κάμουν εργασία τους το να τα επισκέπτωνται και να τα διδάσκουν πώς να μελετούν τεμαχίζοντας την τροφή γι’ αυτά ώσπου ν’ αυξήσουν σε ωριμότητα.
19. (α) Γιατί μερικοί σήμερα έγιναν χαλαροί απέναντι της ευθύνης των; (β) Ποια παραδείγματα, αρχαία και σύγχρονα, αποδεικνύουν ότι το επιχείρημά των είναι αβάσιμο;
19 Παρετηρήθη ότι μερικοί στις εκκλησίες έγιναν χαλαροί και υπήρξαν απρόθυμοι να εκπληρώσουν την ευθύνη των θέτοντας την κοσμική τους εργασία πιο πάνω από τα συμφέροντα της Βασιλείας και ότι ακόμη κάνουν υπερωρίες για να εξασφαλίσουν τις ευκολίες και τις πολυτέλειες του κόσμου τούτου. Απουσιάζουν από τις συναθροίσεις και συχνά από την υπηρεσία του αγρού. Αποστερούν τον εαυτό τους από τη συναδελφότητα και συναναστροφή των πιστών αδελφών των, που είναι τόσο ουσιώδης και ενθαρρυντική σ’ αυτόν τον καιρόν του τέλους. Υποστηρίζουν: «Είμεθα νυμφευμένοι, έχομε τέκνα, πρέπει να εργαζώμεθα προνοώντας για τις οικογένειές μας.» Αυτό είναι πολύ αληθινό. Σύμφωνα με τον Παύλο, «εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.» (1 Τιμ. 5:8) Αλλά τι θα πούμε για τους προφήτας Ησαΐαν, Ιεζεκιήλ και Ωσηέ και για τον απόστολο Πέτρο; Τι θα πούμε για χιλιάδες άλλους σήμερα, που είναι νυμφευμένοι και έχουν πολλά τέκνα και όμως εργάζονται σκληρά στην υπηρεσία του Ιεχωβά; Πώς κατορθώνουν να προχωρούν; Πού είναι η πίστις των χαλαρών αδελφών; Χωρίς αμφιβολία παίρνουν στα ελαφρά τα λόγια του Ιησού, του Αριστοτέχνου Εργάτου: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού· και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή.» (Ματθ. 6:33· Ψαλμ. 37:25) Αυτοί οι αδελφοί θέτουν το κάρρο της παροιμίας πριν από το άλογο, και γι’ αυτό ακριβώς δεν έχουν τη χαρά του Κυρίου των.
20. (α) Ποιο προνόμιο έχομε σήμερα, και τι πρέπει να πράξωμε για να είμεθα στη χαρά του Κυρίου μας; (β) Ποίων το ακούραστο σύγχρονο παράδειγμα πρέπει να μιμηθούν εκείνοι που λέγουν, ‘Είμαι κουρασμένος’;
20 Αποτελεί προνόμιο το να είναι κανείς εργάτης στην υπηρεσία του Ιεχωβά και ειδικά τώρα στην τελική συγκομιδή των ‘επιθυμητών πάντων των εθνών’. Αν θέλωμε ν’ ακούσωμε να ηχούν στ’ αυτιά μας οι λόγοι, «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· . . . είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου», πρέπει να δεχθούμε και να εκπληρώσωμε την ευθύνη μας. Αν οραματιζώμεθα τον Μεσσιανικόν Βασιλέα να κατακυριεύη εν μέσω των εχθρών του και αν είμεθα σε αρμονία με τον δίκαιο πόλεμο που διεξάγει εναντίον του Σατανά και των πονηρών του δυνάμεων, πρέπει να προσφερθούμε πρόθυμα σ’ αυτή την ημέρα της στρατιωτικής του δυνάμεως. Αλλιώς θ’ αποτύχωμε. Τι θα σκεφθή ο νικητής Βασιλεύς για κείνον που δεν έρχεται ούτε στη Γραφική μελέτη, όπου τα ασθενή «πρόβατα» έρχονται για τη μελέτη του λόγου του Θεού, για να δώση τη βοήθειά του σ’ αυτά, και που δικαιολογεί τον εαυτό του, λέγοντας ότι το σπίτι τον βρίσκεται αρκετά μέτρα μακριά; Τι θα πη ο αδελφός αυτός για τους Αφρικανούς μάρτυρας της Νυασαλάνδης, οι οποίοι, για να παρευρεθούν στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις, πρέπει να ‘βαδίσουν επτά έως δεκαπέντε μίλια στη βροχή και να διαβούν κολυμβώντας έναν ή δύο ποταμούς που τους λυμαίνονται κροκόδειλοι’; Το ισχνό επιχείρημα, ‘Είμαι κουρασμένος’, δεν θα τον βοηθήση. Ο Αριστοτέχνης Εργάτης δεν θέλει οκνηρούς ανθρώπους στο στράτευμά του. Θα τον εξεμέση από το στόμα του ως ανάξιο στρατιώτη και εργάτη.—Αποκάλ. 3:16.
21. (α) Είναι κατάλληλο να επιζητούμε τη θέσι οποιουδήποτε είδους υπηρέτου στην εκκλησία; (β) Για ποιους δύο λόγους πρέπει όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά να δεχθούν και να εκπληρώσουν ευθύνη;
21 Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για εκκλησιαστικούς υπηρέτας και οδηγούς Γραφικής μελέτης, οι οποίοι να φροντίζουν για τη μεγάλη συγκομιδή των «άλλων προβάτων». Ο απόστολος Παύλος ενθαρρύνει τους ικανούς αδελφούς να επιζητούν ένθερμα τις θέσεις αυτές με το να νουθετή τον Τιμόθεο: «Εάν τις ορέγηται επισκοπήν, καλόν έργον επιθυμεί.» (1 Τιμ. 3:1) Το ένδοξο ανάκτορο του σοφού Κυριάρχου πολύ γρήγορα θα έχη συμπληρωθή, όταν τα τελευταία μέλη που είναι τώρα στη γη θα έχουν ενωθή μ’ εκείνους τους «ζώντας λίθους» που βρίσκονται ήδη στους ουρανούς. Η εισροή των «επιθυμητών πάντων των εθνών» είναι εν προόδω και επιταχύνεται. Τι θα κάμωμε; Ως ώριμοι Χριστιανοί, είτε είμεθα από τους κεχρισμένους, εκείνους που θ’ αποτελέσουν το ανάκτορο του Ιεχωβά στους ουρανούς, είτε από τα επίγεια «άλλα πρόβατα», έχομε δεχθή ευθύνη να εργασθούμε στη σύναξι άλλων πράων ανθρώπων και να τους κάμωμε πιστούς λάτρεις του Ιεχωβά και διδασκάλους. Την ευθύνη αυτή πρέπει με αγάπη να την εκπληρώσωμε. Γιατί; Πρώτον, επειδή το να είμεθα συνεργάται του Υψίστου Θεού σ’ αυτό το μεγαλειώδες έργο αποτελεί ανεκτίμητο προνόμιο και τιμή· και, δεύτερον, επειδή υπάρχει ζωή για τον διδάσκαλον και για εκείνους που διδάσκονται. Αυτό το καθιστά πολύ σαφές ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος, όταν γράφη στον Τιμόθεο: «Πρόσεχε εις σεαυτόν και εις την διδασκαλίαν· επίμενε εις αυτά.» Γιατί; «Διότι τούτο πράττων, και σεαυτόν θέλεις σώσει και τους ακούοντάς σε.»—1 Τιμ. 4:16.
-
-
Η Ειλικρίνεια της ΓραφήςΗ Σκοπιά—1962 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Η Ειλικρίνεια της Γραφής
◆ Στον αρθρογράφο εφημερίδων Σύδνεϋ Ι. Χάρρις έκαμε τόσο μεγάλη εντύπωσι η απόλυτη ειλικρίνεια της Αγίας Γραφής ώστε έγραψε σε άρθρο του: «Πολλά βιβλία, που τονίζουν μια μόνον άποψι, που προβάλλουν μια ειδική πίστι, κάνουν ακριβώς τούτο: Αγνοούν αυστηρά όλες τις ασυνέπειες, όλες τις αδυναμίες, όλα τα αντίθετα σχόλια που γίνονται από τους εχθρούς των. Αλλά η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από αποδείξεις τέτοιων ανθρωπίνων ελαττωμάτων και ατελειών. Εξετάστε τα δριμέα βιβλία των προφητών, όπως του Ησαΐα, που επιτίθενται εναντίον των θρησκευτικών ηγετών, κατακρίνουν τον λαό για τη διαστροφή της πίστεώς των, και προειδοποιούν ότι η κρίσις του Θεού θα είναι σκληρή εναντίον των. Μπορεί κανείς να φαντασθή την Εθνική Δημοκρατική Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών να περιλαμβάνη στα εκστρατευτικά της έντυπα μια δηκτική καταγγελία του Αντλάι Στήβενσον; Ή και το αντίθετο, βέβαια. Ωστόσο αυτό είναι ακριβώς εκείνο που οι εκδόται της Παλαιάς Διαθήκης επέτρεψαν ν’ αποτελέση μέρος της Αγίας Γραφής.»—Δη Τέλεγκραφ-Τζόρναλ 16ης Δεκεμβρίου 1959.
-
-
Επεσκέφθη ο Ιησούς ή οι Απόστολοι τη Βρεττανία;Η Σκοπιά—1962 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Επεσκέφθη ο Ιησούς ή οι Απόστολοι τη Βρεττανία;
Κι εβάδισαν τα πόδια εκείνα, στον παλιό καιρό, στης Αγγλίας τα πράσινα βουνά; Κι είδε κανείς τον Άγιο του Θεού Αμνό στις τερπνές της Αγγλίας βοσκές;
ΟΤΑΝ ο Γουλιέλμος Μπλαίηκ έγραψε τα λόγια του γνωστού αυτού άσματος, επανέλαβε ένα ερώτημα που τίθεται συχνά και προσέθεσε σε πολλές παραδόσεις, που εκύλησαν δια μέσου των ετών. Επεσκέφθη ποτέ ο Ιησούς ο ίδιος τη Βρεττανία, και τι γνωρίζομε για την πρώτη εισαγωγή της Χριστιανοσύνης σ’ αυτές τις νήσους;
Οι παραδόσεις φαίνεται ότι αυξάνουν καλύτερα, όταν εκλείπουν οι αποδείξεις, διότι υπάρχει περισσότερη αιτία για θεωριολογία· κι έτσι έχομε εδώ πολλές ιστορίες, αλλά πολύ λίγες αποδείξεις. Λέγεται, λόγου χάριν, ότι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μαζί με τον Λάζαρο, τη Μαρία, τη Μάρθα και άλλους μαθητάς, έπλευσαν με πλοίο χωρίς κουπιά και πανιά στη Μεσόγειο Θάλασσα. Τελικά, φθάνοντας στη Μασσαλία, διέσχισαν τη Γαλλία, απεβιβάσθησαν στη Βρεττανία και κατηυθύνθησαν στο Γκλάστονμπουρυ της κομητείας Σόμερσετ. Στο Ουίρραλ, ή Λόφον του Ουίρυαλ, ο Ιωσήφ εφύτευσε τη ράβδο του, από την οποία ξεφύτρωσε ένα θαυματουργικό ακανθόδενδρο, το πρώτο από τα είδη, που είναι ακόμη γνωστό ίσαμε σήμερα ως άκανθα του Γκλάστονμπουρυ. Αυτός κι οι ακόλουθοί του λέγεται ότι ανήγειραν μια μικρή πλινθόκτιστη εκκλησία και κατώκησαν κοντά σ’ ένα αρχαίο φρέαρ των Δρουιδών που τώρα λέγεται Ποτηρίου Φρέαρ, διότι υποτίθεται ότι εκεί κοντά ο Ιωσήφ έθαψε το ποτήριον που εχρησιμοποιήθη στο δείπνον του Κυρίου.
Ένας άλλος θρύλος πλέκεται γύρω από τα μη ιστορούμενα χρόνια της ζωής του Ιησού, από δώδεκα ως τριάντα ετών. Ήταν, όπως νομίζουν, ο καιρός για να επισκεφθή την Αγγλία! Έτσι, με τον φύλακά του, Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, όπως λέγεται, ήλθε να κάμη μια εμπορική επίσκεψι, που εσχετίζετο με το εμπόριο των μετάλλων, λόγος, για τον οποίον η ιστορία βρίσκεται στην αρχαία μεταλλευτική κομητεία κασσιτέρου της Κορνουάλλης. Λέγεται ότι αργότερα ο Ιησούς επέστρεψε και παρέμεινε στο Γκλάστονμπουρυ για να ετοιμασθή για τη διακονία του. Αυτή η συναναστροφή έδωσε αφορμή στον Ιωσήφ να επιστρέψη εκεί αργότερα.
Αλλ’ αυτά δεν είναι όλα. Κι ο Παύλος, επίσης, ήλθε στη Βρεττανία, όπως λέγουν μερικοί, εκήρυξε στο Λονδίνον στο Γκόσπελ Όουκ και στον τόπο του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου και ίδρυσε το Αββαείον του Μπάγκορ στη Βόρειο Ουαλλία. Για καλή αναλογία ο κατάλογος των επισκεπτών πλαισιώνεται με τον Σίμωνα τον Ζηλωτήν, τον Αριστόβουλον και τον Πέτρον ακόμη.
ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ
Πόσο ακριβώς ισχυρές είναι οι αποδείξεις για οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους θρύλους ή ιστορίες; Εν πρώτοις, οι περισσότερες πηγές, που παρατίθενται για την υποστήριξι αυτών, είναι πρόσφατες ή είναι πολύ γενικές σε χαρακτήρα και επεξετάθησαν με τη θεωρία. Ένα σχόλιο, που έγινε από ένα συγγραφέα, μεταπλέκεται και διευρύνεται από μεταγενεστέρους, κι όταν γίνεται αυτό μισή δωδεκάδα φορές, το αποτέλεσμα είναι προφανώς έξη διαφορετικές «πηγές». Τα προεξέχοντα μεταξύ των συγγραμμάτων, που μνημονεύονται συχνά, είναι τα του Ουίλλιαμ Μάλμεσμπουρυ, αλλ’ επειδή αυτός έζησε στον δωδέκατον αιώνα, πολύ απομακρυσμένος από τα φημολογούμενα γεγονότα, οι ιστορήσεις του συχνά αποτυγχάνουν ν’ αντικατοπτρίσουν τα γνήσια γεγονότα. Προσθέστε σ’ αυτό την αντιλογία, που βρίσκεται μεταξύ της μιας παραδόσεως και της άλλης, και είναι πρόδηλον ότι «είναι σχεδόν αδύνατον να προσδιορισθούν τα μέσα, με τα οποία η Χριστιανοσύνη εισήχθη για πρώτη φορά στη Βρεττανία . . . όπως σκευωρούν οι διάφοροι θρύλοι . . . πρέπει να παρατηρηθή ότι ελάχιστη προσκομίζουν ιστορική υποστήριξι.»1
Ο ιστορικός Γκίλδας, γράφοντας στον έκτον αιώνα, βεβαιώνει ότι η Χριστιανοσύνη ήλθε στη Βρεττανία στο τελευταίο έτος του Ρωμαίου αυτοκράτορας Τιβερίου Καίσαρος και κατόπιν μειώνει τη δύναμι του επιχειρήματός του, όταν παραπονήται για την παντελή έλλειψι στοιχείων σ’ αυτό το θέμα κατά τους πρώτους αιώνες. Δεν κάνει υπαινιγμό για κάποια αντίθετη θεωρία, ότι έγινε με τη μεταστροφή στον δεύτερον αιώνα ενός βασιλέως των Βρεττανών, του Λουκίου, οπότε εγκαθιδρύθη για πρώτη φορά η Χριστιανοσύνη. Όταν μαθαίνωμε ότι δίδονται είκοσι τρεις διάφορες χρονολογίες γι’ αυτή τη μεταστροφή, κι αυτό γίνεται αμφίβολο. Μια επιστολή, την οποίαν έστειλε δήθεν ο Λούκιος στον πάπα, απεδείχθη ότι ήταν πλαστή.
Ονόματα τόπων συνελέγησαν ως λεπτά άχυρα υποστηρίξεως για τις επισκέψεις του Ιησού και του Παύλου. Μεταξύ αυτών είναι τα χωρία Κρος και Κρίστον, πλησίον του Πρίντυ, Σόμερσετ· το Φρέαρ του Ιησού πλησίον του Πάντστοου, Κόρνουωλ· ο Παράδεισος κοντά στο Μπώρνχαμ, Σόμερσετ· το Άλσος του Παύλου, στο Πόρτσμουθ Χάρμπορ· και το Αρουίστλι (Αριστόβουλος), στο Μοντγκομερυσάιρ, Ουαλλία. Ωστόσο, μολονότι η προέλευσις πολλών απ’ αυτά τα ονόματα μπορεί να είναι πολύ παλαιά, καμμιά απόδειξις δεν προβάλλεται για το ότι αυτά υπήρχαν και πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια. Τα υποβλητικά ονόματα τόπων ακούονται πολύ ωραία, ώσπου να βρούμε, λόγου χάριν, ότι το «Κρουξ» ή Κρος Πηκ απλώς αντανακλά την αρχαία Αγγλική λέξι «κρουκ» που σημαίνει λόφος.
Λαμβάνοντας υπ’ όψι τη βαρβαρική φύσι των ιθαγενών κατοίκων της Βρεττανίας του καιρού εκείνου, η δήθεν προθυμότης του λαού για τη Χριστιανοσύνη είναι αινιγματική. Ούτε εκείνοι που ακολουθούσαν τη Δρουιδική θρησκεία δεν ήσαν ήδη διατεθειμένοι να την αποδεχθούν διότι επίστευαν στην αθανασία της ψυχής και σε μια τριάδα (αποτελούμενη από τον Βελί, τον Ταράν και τον Εσού). Αυτές οι δοξασίες δεν αποτελούσαν μέρος της αποστολικής Χριστιανοσύνης. Ήσαν ειδωλολατρικές και χρησιμοποιούσαν ειδωλολατρικά σύμβολα, όπως ο ιξός με τα τρία λευκόμουρά του, που παρίσταναν την τριάδα και ξεφύτρωναν από μια απλή δρυ, που εθεωρείτο ως το ιερό δένδρο ή η βασική θεότης.a
ΕΛΛΕΙΨΙΣ ΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ
Επειδή ο Παύλος εξέφρασε την επιθυμία να πάη στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24, 28), διετυπώθη η εικασία ότι συνέχισε το ταξίδι του για να επισκεφθή τις Βρεττανικές Νήσους. Αυτή η ιδέα βασίζεται μερικώς στο σχόλιο του Κλήμεντος Ρώμης, ενός αρχαίου συγγραφέως, ο οποίος είπε ότι ο Παύλος, «έχοντας διδάξει δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο και έχοντας φθάσει στο άκρον όριον της δύσεως . . . υπέστη μαρτύριον». Μολονότι πολύ αόριστο αυτό, η Βρεττανία λέγεται ότι ήταν αυτό το άκρον όριον. Αλλά πόσο δυνατός είναι αυτός ο ισχυρισμός, όταν δεν γνωρίζωμε αν ο Παύλος κατώρθωσε καν να φθάση και στην Ισπανία;
Περαίνοντας τη δεύτερη επιστολή του προς τον Τιμόθεο, ο Παύλος έστειλε τους χαιρετισμούς των αδελφών, κατονομάζοντας μεταξύ άλλων τον Πούδην και την Κλαυδία. (2 Τιμ. 4:21) Ένας αρχαίος Βρεττανός βασιλεύς είχε μια κόρη που ωνομάζετο Κλαυδία, η οποία είχε σταλή στη Ρώμη για να εκπαιδευθή. Επειδή ο Ρωμαίος σύζυγός της ωνομάζετο Πούδης, το ζεύγος συνεδέθη μ’ αυτό το εδάφιο για να καταδειχθή μια σχέσις με Χριστιανούς στη Βρεττανία, παρά το γεγονός ότι τα δύο αυτά ονόματα είναι χωρισμένα στην προς Τιμόθεον επιστολή με το όνομα Λίνος, πράγμα ασύνηθες προκειμένου για ανδρόγυνο.b Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τα ονόματα για να υποστηρίξη την ταυτότητα και, επειδή και τα δύο ονόματα συναντώνται συχνά στα κλασικά συγγράμματα του καιρού εκείνου, η ομοιότης δεν έχει αξία.
Η σιωπή του Βιβλικού υπομνήματος απαιτεί τον σεβασμό μας. Πουθενά οι Γραφές δεν υπαινίσσονται ότι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν φύλαξ του Ιησού. Αν ήταν σπουδαίο να γνωρίζωμε το αν ανεχώρησε ο Ιησούς από την Παλαιστίνη μεταξύ του δωδεκάτου και του τριακοστού έτους της ηλικίας του, η πληροφορία αυτή θα εδίδετο στη Γραφή. Γιατί να σπαταλούμε χρόνον σε θεωρίες περί «σιωπηλών ετών» και να χάνωμε τον ακριβή σκοπό της διακονίας του Ιησού επάνω στη γη;
ΑΠΟΒΑΛΕΤΕ ΤΟΥΣ ΘΡΥΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙ
Δεν υπάρχει πραγματική υποστήριξις για τις πολλές παραδόσεις που πείθουν μόνον τους ευπίστους. «Οσοδήποτε χαριτωμένοι και συγκινητικοί κι αν είναι αυτοί οι θρύλοι, η αλήθεια της ιστορίας μάς αναγκάζει να ομολογήσωμε ότι δεν έχουν θεμέλιο πραγματικά. Η Χριστιανοσύνη στη Βρεττανία στη διάρκεια της Ρωμαϊκής κατοχής δεν μπορεί να καυχηθή ούτε για αποστολική προέλευσι ούτε για σθεναρή ζωή».2
Δεν θ’ αναγνώσωμε, λοιπόν, στη Γραφή μας περισσότερα απ’ όσα εκτίθενται σαφώς εκεί, ούτε θ’ αρπάσωμε άχυρα βρυκόλακος για να προσπαθήσωμε να υποστηρίξωμε μια θεωρία, της οποίας κύριος σκοπός είναι να υποστηρίξη την αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αγγλικανικής Εκκλησίας περί αποστολικής προελεύσεως. Ο άλλοτε πρεσβύτερος του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου Ερρίκος Χ. Μίλμαν, είπε ότι «Η επίσκεψις του Αγίου Παύλου στη Βρεττανία, κατά τη γνώμη μου, είναι ένας μύθος εθνικής θρησκευτικής ματαιοδοξίας».3
Οι πρώτοι Χριστιανοί ησχολούντο στη διάδοσι των αγαθών νέων όσο το δυνατόν περισσότερο, και το έκαναν αυτό χωρίς μεροληψία, πηγαίνοντας εκεί όπου το πνεύμα τούς ωδηγούσε. Αντί να ξεχωρίζουν ένα μικρό νησί και ν’ αγάλλωνται σε παραδόσεις αμφιβόλου κύρους, οι αληθινοί Χριστιανοί σήμερα θα δαπανήσουν επίσης χρόνον στη διάδοσι του Θείου λόγου, όχι μόνο στη Βρεττανία, αλλά και σ’ όλη την υφήλιο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Το Αιώνιον Ευαγγέλιον, υπό Ε. Νιούγκας, σελίς 19.
2 Ιστορία της Εκκλησίας της Αγγλίας, υπό Χ. Ο. Ουέικμαν, σελίς 4, έκδοσις 7η.
3 Η Ιστορία της Χριστιανοσύνης, υπό Χ. Χ. Μίλμαν, τόμος 1ος, σελίς 458.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Αι Δύο Βαβυλώνες υπό Α. Χίσλοπ, και Γκόλντεν Μπάου υπό Σερ Ι. Γ. Φρέιζερ. Ευρετήριον υπό τον τίτλον «Ιξός».
b Ο Παύλος πάντοτε κατωνόμαζε τον Ακύλα και την Πρίσκαν [ή Πρίσκιλλαν] μαζί.—Ρωμ. 16:3· 1 Κορ. 16:19· 2 Τιμ. 4:19.
-
-
Πείρες Από το Κήρυγμα του ΕυαγγελίουΗ Σκοπιά—1962 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Πείρες Από το Κήρυγμα του Ευαγγελίου
♦ Οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν πραγματικά ευλογητές πείρες κηρύττοντας «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» στις διάφορες χώρες της γης. Ιδού μερικές:
Στην Αγγλία, ένας νέος ευαγγελιζόμενος επεσκέφθη το σπίτι ενός ανθρώπου που εγνώριζε καλά τις δοξασίες των «Πλύμουθ Μπρέδρεν» και έτυχε χλευαστικής υποδοχής. Ο ευαγγελιζόμενος, χωρίς να ταραχθή, εσημείωσε τα σημεία, που του ετονίσθησαν, κι επανήλθε με απαντήσεις, που είχε ζητήσει από πιο πεπειραμένους ευαγγελιζομένους. Μια μέρα προσεκάλεσε αυτόν τον άνθρωπο στην Αίθουσα Βασιλείας, αυτός δε ήλθε με σκοπό, όπως αργότερα απεκάλυψε, να επιδειχθή στους αδελφούς με το να θέτη δύσκολα ερωτήματα. Εν τούτοις, μετά τη συνάθροισι ήταν σιωπηλός, ακόμη και όταν οι αδελφοί τον ερώτησαν αν έχη ερωτήσεις. Το μόνο του σχόλιο ήταν ότι, αντίθετα προς ό,τι ανέμενε, ποτέ δεν άκουσε στη ζωή του να μνημονεύεται το όνομα του Ιησού τόσο πολλές φορές σε μια συνάθροισι. Έκαμε καλή πρόοδο στην αλήθεια και αργότερα, σε μια συνέλευσι περιοχής, εξέθεσε πώς μισούσε πραγματικά τους Μάρτυρας, πιστεύοντας ότι ήσαν χειρότεροι από τους αθέους—ως τότε που παρηκολούθησε εκείνη τη συνάθροισι.
♦ Στην Ιαπωνία, ένας υπηρέτης εκκλησίας έκαμε διευθετήσεις να εργασθή από σπίτι σε σπίτι με μια νέα αδελφή για να την εκπαιδεύση στη χρήσι της Γραφικής ομιλίας για πρώτη φορά. Εκείνη προετοιμάσθηκε πλήρως. Στο πρώτο σπίτι ο υπηρέτης έκαμε την παρουσίασι, χρησιμοποιώντας την προσφορά της συνδρομής, αλλά συνήντησε σταθερή άρνησι. Για ενθάρρυνσι της νέας ευαγγελιζομένης, της εξήγησε ότι ο κάθε οικοδεσπότης δεν γίνεται συνδρομητής. Στο επόμενο σπίτι η αδελφή έδωσε μια εξαίρετη Γραφική ομιλία, που την είχε συνθέσει όλη μόνη της, και ήγειρε τέτοιο ενδιαφέρον ώστε ο οικοδεσπότης πρόθυμα έγινε συνδρομητής. Κατόπιν, ήταν πάλι σειρά του υπηρέτου. Προσεπάθησε εντατικά, αλλά δεν μπόρεσε να διαθέση ούτε ένα περιοδικό. Αυτή τη φορά δεν έκαμε σχόλια. Στο τέταρτο σπίτι η αδελφή πάλι έδωσε μια ενθουσιώδη ομιλία, κι επέτυχε πάλι μια συνδρομή στη Σκοπιά. Ο υπηρέτης εκκλησίας πραγματικά ησθάνθη ότι κι αυτός, επίσης, ελάμβανε κάποια εκπαίδευσι. Κατόπιν η νέα ευαγγελιζομένη προετοιμάσθη με τον ίδιο πλήρη τρόπο να κάμη τις επανεπισκέψεις σ’ αυτά τα σπίτια. Και στα δύο σπίτια μπόρεσε ν’ αρχίση νέες Γραφικές μελέτες, και τώρα οι δύο σύζυγοι της κάθε οικογενείας παρακολουθούν συναθροίσεις. Πολλοί άλλοι ζηλωταί νέοι ευαγγελιζόμενοι αποδίδουν, επίσης, καρπούς.—Από το Ετήσιον Βιβλίον του 1962 των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
-
-
Εξετάζοντας τις Προσπάθειες του «Χριστιανισμού» να ΕνωθήΗ Σκοπιά—1962 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Εξετάζοντας τις Προσπάθειες του «Χριστιανισμού» να Ενωθή
ΣΤΙΣ ημέρες των αποστόλων δεν υπήρχε ποικιλία μορφών Χριστιανοσύνης. Δεν υπήρχαν μια Λουθηρανική Εκκλησία, μια Μεθοδιστική Εκκλησία ή μια Επισκοπελιανή Εκκλησία, που να διδάσκουν όλες και να πιστεύουν κάτι διαφορετικό και συγχρόνως να ισχυρίζωνται όλες ότι είναι Χριστιανικές. Το άγγελμα που επέδιδαν οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν το ίδιο, είτε ζούσαν στην Ιερουσαλήμ, είτε στη Μικρά Ασία, είτε στη Ρώμη. Όλοι επίστευαν κι εδίδασκαν κατά τον ίδιο τρόπο, διότι ήσαν «εντελώς ηνωμένοι, έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην», σ’ εκπλήρωσι της προσευχής του Ιησού για να είναι πάντες έν.—1 Κορ. 1:10· Ιωάν. 17:21-23.
Πόσο διαφορετική είναι σήμερα! «Ο ατελείωτος πολλαπλασιασμός των δογμάτων αναγνωρίζεται γενικά ως σκάνδαλο του «Χριστιανικού κόσμου», παρετήρησε ο κληρικός Τζων Α. Ο’ Μπράιεν. «Είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνη την ενότητα που ο Χριστός είπε ότι θα εχαρακτήριζε αιωνίως την Εκκλησία του: ‘Και θέλει γείνει μία ποίμνη, είς ποιμήν’.» (Ιωάν. 10:16) Σε μια ομιλία το περασμένο φθινόπωρο, ο Κέιθ Ρ. Μπρίντστον, πρώην εκτελεστικόν μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, περιγράφει το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ελλείψεως ενότητος: «Αν η εκκλησία εξέρχεται να κηρύξη το Ευαγγέλιο, ιδιαίτερα σε μη Χριστιανικές περιοχές, η εκκλησία παρίσταται τόσο διηρημένη, ώστε ο μη Χριστιανός έχει ν’ αποφασίση όχι μόνον αν θέλη να είναι Χριστιανός, αλλά και τι είδους Χριστιανός. Ένας Μεθοδιστής Χριστιανός; Ένας Λουθηρανός Χριστιανός; Ένας Επισκοπελιανός Χριστιανός; Έτσι θα μπορούσε να καταλήξη στην ιδέα να μη θέλη να γίνη καθόλου Χριστιανός.»
Ολονέν περισσότερο ο «Χριστιανικός κόσμος» βλέπει τώρα τη διαίρεσί του ως μια απειλή εναντίον της ιδίας του υπάρξεως. Ο άθεος κομμουνισμός αμείλικτα εισχωρεί στα εδάφη του και ολίγον κατ’ ολίγον κατακτά τη σκέψι των λαών που βρίσκονται σε σύγχυσι. Σε μερικές περιοχές της Αφρικής η θρησκεία του Ισλάμ κερδίζει περισσοτέρους προσηλύτους από τις αποστολές του «Χριστιανικού κόσμου» λαμβανόμενες όλες μαζί. Πολλοί φοβούνται ότι ο «Χριστιανικός κόσμος» με τις συνθήκες διαιρέσεως που τον περιβάλλουν θ’ αποτύχη· γι’ αυτό κατά τα τελευταία ολίγα έτη έγινε ένα εντατικό πρόγραμμα ενώσεως.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ
Το βιβλίο Η Βασιλική Εξουσία του Χριστού εξετάζει την ιστορία των προσπαθειών του παρόντος καιρού για την ένωσι των πολλών δογμάτων του «Χριστιανικού κόσμου». Και στο εισαγωγικό του κεφάλαιο αναφέρει: «Οι Χριστιανοί ούτε είναι ενωμένοι σε μια Εκκλησία, ούτε βρίσκονται σε οποιαδήποτε θέσι για να καταστείλουν τα κακά του Εθνικισμού, ή να διορθώσουν τις αδικίες στη γύρω των κοινωνία. Δεν είναι άξιο απορίας ότι μια κίνησις, που επιζητεί να υπερνικήση τις διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία και να ενώση τις διάφορες Χριστιανικές κοινότητες, πρέπει να είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για τον “Χριστιανικό κόσμο” ως σύνολον.»
Η υπέρτατη προσπάθεια του «Χριστιανικού κόσμου» να επιτύχη ενότητα είναι το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, που ιδρύθηκε το 1948 στο Άμστερνταμ, της Ολλανδίας. Υπήρξε προϊόν πολυετούς εξελίξεως, σχεδίου και εργασίας, που οφείλεται ιδιαίτερα στην Παγκόσμια Ιεραποστολική Συνέλευσι στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, το 1910. Ως αποτέλεσμα της συνελεύσεως αυτής δημιουργήθηκαν μερικές θρησκευτικές κινήσεις, όπως το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο, που διεμορφώθη το 1921 για να διευκολύνη την ιεραποστολική συνεργασία των εκκλησιών. Πίστις και Τάξις ήταν μια άλλη κίνησις που ανεπτύχθη ως αποτέλεσμα της Συνελεύσεως του Εδιμβούργου. Σκοπός της ήταν να ερευνήση πώς τα διάφορα δόγματα θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια δογματική ενότητα. Και μια άλλη δύναμις που απέβλεπε προς τη θρησκευτική ενότητα την εποχή εκείνη ωνομάζετο Ζωή και Εργασία. Η κίνησις αυτή ενδιεφέρετο για τα ηθικά και κοινωνικά ζητήματα κι επεδίωκε να προαγάγη τη θρησκευτική ενότητα δια μέσου μιας ενωμένης επιθέσεως από θρησκευτικές οργανώσεις κατά των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεινών της εποχής.
Ύστερ’ από λίγο καιρό οι εκκλησιαστικοί ηγέται συνεφώνησαν ότι θα ήταν προτιμότερο να ενωθούν οι δύο κινήσεις Πίστις και Τάξις, και Ζωή και Εργασία σε μια κοινή κίνησι για να εργασθούν για τη θρησκευτική ενότητα. Έτσι απεφασίσθη να ενωθούν για να σχηματίσουν ένα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Το 1938 σε μια συνέλευσι που συνήλθε στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας συνεφωνήθη να γίνη ένα ίδρυμα για το Παγκόσμιο Συμβούλιο. Εν τούτοις, τα σχέδια για μια άλλη συνέλευσι για να θέση σ’ εφαρμογή την παγκόσμια αυτή οργάνωσι εσταμάτησε λόγω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Και μόνο μετά δέκα χρόνια συνήλθε η πρώτη συνέλευσις του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Τη δεύτερη ημέρα της συνελεύσεως, την 23 Αυγούστου 1948, παρήχθη επί τέλους το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, όταν ο καταστατικός του χάρτης έγινε δεκτός χωρίς διαφωνίες.
Το φθινόπωρο του 1961, επί τρεις εβδομάδες, στο τέλος του Νοεμβρίου και στις αρχές του Δεκεμβρίου, το Παγκόσμιο Συμβούλιο συνήλθε στην τρίτη του συνέλευσι στο Νέο Δελχί των Ινδιών. Εκεί επετεύχθη και ένα άλλο σημαντικό βήμα στην προσπάθεια του «Χριστιανικού κόσμου» για ένωσι. Το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο, με τα τριάντα τρία εθνικά του συμβούλια, έγινε το Τμήμα της Παγκοσμίου Αποστολής και Ευαγγελισμού του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών. Το γεγονός αυτό εθεωρήθη ως το πιο αξιοσημείωτο της όλης συνελεύσεως, γιατί συνέδεσε τελικά τα τρία κύρια ρεύματα της οικουμενικής κινήσεως, που βρήκαν την αρχή τους στην Παγκόσμια Ιεραποστολική Διάσκεψι στο Εδιμβούργο το 1910. Η συγχώνευσις αυτή εχαιρετίσθη από τους ηγέτας του «Χριστιανικού κόσμου» ως ίσης σπουδαιότητος σχεδόν με τη Μεταρρύθμισι του δεκάτου έκτου αιώνος. Ο Χένρυ Π. Βαν Ντούζεν, τέως πρόεδρος του Σεμιναρίου της Θεολογικής Ενώσεως, το ωνόμασε «ένα από τα πρώτα γεγονότα της δευτέρας Μεγάλης Μεταρρυθμίσεως του “Χριστιανικού κόσμου”.»
ΑΛΛΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Εκτός από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών υπάρχουν και άλλες προσπάθειες στον «Χριστιανικό κόσμο» για ενοποίησι. Πολλά εθνικά Χριστιανικά συμβούλια εργάζονται από κοινού με το Παγκόσμιο Συμβούλιο και απολαμβάνουν εκείνο που περιγράφεται ως «αδελφική» σχέσις. Εξέχον μεταξύ αυτών θεωρείται το Εθνικό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στις Η.Π.Α., που περιλαμβάνει τριάντα τρεις κοινότητες Διαμαρτυρομένων και Ορθοδόξων με ολικό αριθμό μελών 39.000.000 περίπου. Το συμβούλιο αυτό ιδρύθη σε μια συνέλευσι στο Κλήβελαντ, Οχάιο, το 1950 από αντιπροσώπους είκοσι εννέα Διαμαρτυρομένων και Ορθοδόξων σωμάτων, «με τον σκοπό να εκφράσουν την κοινή των πίστι και μαρτυρία και την μεταξύ των συνεργασία επί διαφόρων προγραμμάτων.» Ο σχηματισμός του έφερε μαζί δώδεκα αντιπροσωπείες δογμάτων, στις οποίες συμπεριελαμβάνετο το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στην Αμερική.
Εν τούτοις, όλα τα εκκλησιαστικά συμβούλια δεν συνεργάζονται με το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών. Πραγματικά, το Διεθνές Συμβούλιο των Χριστιανικών Εκκλησιών, με κεντρικά Γραφεία στο Κόλλινγκσγουντ, Νέας Ιερσέης, και πολλές συμμαχικές οργανώσεις σ’ όλο τον κόσμο, είναι μια ανταγωνιστική κίνησις. Θεωρεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο ως αποστατικό, επειδή μερικοί από τους ηγέτας του είναι κληρικοί που νεωτερίζουν και αρνούνται δοξασίες θεμελιωδών θρησκειών και επειδή δέχεται μεταξύ των μελών του Ορθόδοξες θρησκείες, που διακρατούν συνήθειες και διδασκαλίες, τις οποίες οι μεταρρυθμισταί του δεκάτου έκτου αιώνος αποδοκιμάζουν ως αντιγραφικές, μερικές από τις οποίες είναι η ιερουργία, η προσευχή προς τη Μαρία και τους αγίους, πίστις στη μετουσίωσι και τα τοιαύτα. Επίσης πιστεύει ότι οι φιλικές χειρονομίες μεταξύ αντιπροσώπων του Παγκοσμίου Συμβουλίου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μπορεί να οδηγήσουν σε μια ένωσι που θα θυσιάση όλα όσα εκέρδισε η Προτεσταντική Μεταρρύθμισις.
Κατηγορίες, επίσης, εκτοξεύονται εναντίον του Παγκοσμίου Συμβουλίου ότι επηρεάζεται από τον κομμουνισμό. Γιατί αυτό; Στη συνέλευση του Νέου Δελχί, η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία με πενήντα εκατομμύρια περίπου μέλη από την Κομμουνιστοκρατούμενη Ρωσία, μαζί με είκοσι δύο άλλες εκκλησίες, προστέθηκαν στα μέλη του. Αφού η Ρωσική εκκλησία είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με το κράτος, πολλοί παρατηρηταί εξετάζουν με τρόμο το πού μπορεί αυτό να οδηγήση. Μερικοί φοβούνται ότι οι Κομμουνισταί θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν την θέσι αυτή για να προχωρήσουν στον έλεγχο του κόσμου.
ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ
Μολονότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών άνοιξε πλήρως τις αγκάλες του για να δεχθή τις 200 περίπου εκκλησίες, που αντιπροσωπεύουν περί τα 300 εκατομμύρια καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς σ’ όλο τον κόσμο, εν τούτοις, απέτυχε να επιφέρη ενότητα μεταξύ των μελών εκκλησιών των. Αυτό ήταν ιδιαιτέρως εμφανές στη διάρκεια της συνελεύσεως του Νέου Δελχί, όταν οι εκατοντάδες των αντιπροσώπων από τις διάφορες εκκλησίες συνηντήθησαν για να εορτάσουν το Δείπνον του Κυρίου. Αλλά, λόγω διαφορών πίστεως, υπήρξε αδύνατος ένας με ενότητα εορτασμός. Το περιοδικό Δη Κρίστσιαν Σέντσιουρυ εσχολίασε: «Ο εορτασμός με ξεχωριστές ιεροτελεστίες, από χωρισμένες εκκλησίες, εδραματοποίησε τη διαίρεσι, η οποία παραμένει στην καρδιά των εκκλησιών. Οι εκκλησίες ακόμη δεν είναι πουθενά περισσότερο σαφώς διηρημένες από όσο είναι στα μέρη που θα έπρεπε να είναι περισσότερο ασφαλώς μία.»
Εκείνο, που δείχνει ακόμη περισσότερο την έλλειψι ενότητός των, είναι η τρομερή δυσκολία που είχε το Παγκόσμιο Συμβούλιο για να θεμελιώση μια Βάσι για την ιδιότητα του μέλους, που να μπορούν να την αποδεχθούν όλες οι εκκλησίες. Πριν από τη Συνέλευσι του Νέου Δελχί, η Βάσις ανέφερε: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών είναι μια συναδελφότης εκκλησιών, που παραδέχεται τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα». Αλλά η δήλωσις αυτή δεν ήταν ικανοποιητική στους Ορθοδόξους, καθώς και σε μερικές εκκλησίες Προτεσταντών. Έτσι, στο Νέο Δελχί υπεβλήθη μια Νέα Βάσις, που περιελάμβανε μια τριαδική έκφρασι. Έλεγε: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών είναι μια αδελφότης εκκλησιών, που ομολογεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και επομένως ζητεί να εκπληρώση την κοινή των κλήσι προς δόξαν του ενός Θεού, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.»
Ήταν τελικά αυτή μια δήλωσις που θα μπορούσαν όλοι εύκολα να την αποδεχθούν; Κάθε άλλο! Υπήρξε μια μακρά και ζωηρή συζήτησις από εκείνους που ήσαν αντίθετοι, αλλ’ όταν έγινε ψηφοφορία, 383 ψήφοι ήσαν υπέρ της νέας Βάσεως, τριάντα έξη εναντίον της και επτά αποχές, που υπερέβησαν τα απαιτούμενα δύο τρίτα της πλειοψηφίας για την έγκρισί της. Εν τούτοις, πολλοί πιστεύουν ότι το ζήτημα εξακολουθεί να μην είναι τακτοποιημένο. Το περιοδικό Δη Κρίστσιαν Σέντσιουρυ προείπε: «Η εκτεταμένη Βάσις θα εξακολουθήση να είναι το μήλον της έριδος στο συμβούλιο και στις μελλοντικές συνελεύσεις. . . . Η συζήτησις θα εξακολουθήση ώσπου να εξευρεθή μια Βάσις που θα επιβληθή μόνη της στη συνείδησι όλων των εκκλησιαστικών μελών.» Εν τούτοις, είναι συζητήσιμο και πραγματικά είναι απίθανον, ότι οι εκκλησίες θα μπορέσουν να καθορίσουν έστω και μια απλή έκφρασι πίστεως που θα την εδέχοντο όλοι. Πόσον μεγάλα τα εμπόδια που χωρίζουν τις εκκλησίες!
Μολονότι το θέμα της συνελεύσεως ήταν «ο Ιησούς Χριστός το φως του Κόσμου», εν τούτοις δεν ατενίζουν όλοι στον Ιησούν υπό το ίδιο φως. Οι ηγέται του συμβουλίου τηρούν αντιφατικές γνώμες σχετικά με αυτόν και μερικοί μάλιστα αρνούνται τη γέννησί του από παρθένο. Αυτή η έλλειψις ενότητος στην πίστι ήταν ολοφάνερη, όταν δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε μια δήλωσι, που αφορά τη θέσι του, ως μια βάσις της πίστεώς των. Δεν είναι απορίας άξιον ότι οι εκκλησίες δεν μπορούν να κηρύξουν ένα ενοποιημένο άγγελμα στον κόσμο όταν είναι διηρημένες επάνω σε τέτοιες θεμελιώδεις διδασκαλίες!
Όταν οι θρησκείες διακρατούν αντιμαχόμενες πεποιθήσεις, δεν μπορούν όλα να είναι σωστά. Και όταν ένας αισθάνεται ότι κατέχει την αλήθεια είναι φυσικό και δίκαιο ότι θα μιλά γι’ αυτή. Φαντασθήτε τη δυσκολία μεταξύ των εκκλησιών, όταν συμβαίνη αυτό! Η συνέλευσις έπρεπε ν’ αντιμετωπίση το πρόβλημα αυτό. Ο επίσκοπος Θεόφιλος της Αιθιοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας παρεπονέθη λέγοντας: «Είμεθα στενοχωρημένοι από τον κακώς τοποθετημένο ενθουσιασμό που επεδείχθη από μερικές ομάδες και σώματα που καλούνται Χριστιανοί για να παρασύρουν μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ιδικό τους ποίμνιο. Φαίνονται ότι νομίζουν πώς ο τρόπος αυτός του να κλέπτουν πρόβατα αποτελεί μέρος του νομίμου ιεραποστολικού των έργου. Θέλομε να τονίσωμε ειδικά τη σπουδαιότητα του να λάβωμε οριστικά μέτρα για να αντιδράσωμε στο μη Χριστιανικό στοιχείο της προσηλυτιστικής τακτικής των ομάδων αυτών.»
Πώς επολιτεύθη η συνέλευσις με το πρόβλημα αυτό; Κατεδίκασε μήπως ένα τέτοιον προσηλυτισμό ως μη Χριστιανικόν; Ναι, το να προσπαθή κανείς να διατηρή ενότητα μεταξύ των εκκλησιών επιδιώκει να καταστείλη το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έχοντος την ιδέα ότι εκείνο που πιστεύει κανείς δεν είναι τόσο σπουδαίο, όσο όταν ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών ενδιαφέρεται περισσότερο για την ενότητα παρά για την ανεύρεσι της αληθείας και το κήρυγμά της. Αλλά και η ενότης αυτή που επιτυγχάνεται είναι μόνον επιφανειακή· δεν είναι η ενότης της σκέψεως και της πίστεως που είναι τα χαρακτηριστικά της αληθινής Χριστιανοσύνης.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
Γίνεται φανερό ότι η αληθινή ενότης δεν επετεύχθη από τον «Χριστιανικό κόσμο». Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών πρόθυμα θα παραδεχθή ότι το περισσότερο που επετέλεσε είναι μια ενότης διαφορών, ένας συνδυασμός πολλών εκκλησιών, που συνεφώνησαν να εργάζωνται μαζί και να παραβλέπουν τις διαφορές των. Αλλ’ αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν είναι η ενότης που ο Χριστός είπε ότι θα διέκρινε τον λαό του.
Καθώς ο Ιησούς ο ίδιος είπε: «Από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς· μήποτε συνάγουσιν από ακανθών σταφύλια, ή από τριβόλων σύκα; Ούτω παν δένδρον καλόν κάμνει καλούς καρπούς· το δε σαπρόν δένδρον κάμνει κακούς καρπούς. Δεν δύναται δένδρον καλόν να κάμνη καρπούς κακούς, ουδέ δένδρον σαπρόν να κάμνη καρπούς καλούς.» Σύμφωνα με τις ομολογίες του ίδιου αυτού κλήρου, ο «Χριστιανικός κόσμος» δεν παρήγαγε τους καλούς καρπούς της Χριστιανικής ενότητος.—Ματθ. 7:16-18.
Είναι αληθές ότι τα θρησκευτικά συστήματα του «Χριστιανικού κόσμου» αποκαλούν τον Χριστόν Κύριον, αλλ’ αυτός μας προειδοποιεί: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε· αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς.» (Ματθ. 7:21) Είναι ολοφάνερο ότι εκείνοι που απέτυχαν να βρίσκωνται σ’ ενότητα ως μία ποίμνη κάτω από τον ένα Ποιμένα, που έχει διορισθή από τον Πατέρα, δεν πράττουν το θέλημα του Θεού. Έτσι, επίσης, άτομα, που αδιάφορα εξακολουθούν να συνταυτίζονται με τέτοια θρησκευτικά συστήματα, δεν ακολουθούν με τον τρόπο αυτό μια πορεία που ο Θεός θα ευλογήση. Τώρα, επομένως, είναι ο καιρός ν’ απορρίψετε τις ανθρωποποίητες παραδόσεις, που εχώρισαν τις θρησκείες του «Χριστιανικού κόσμου», όχι μόνον τη μία από την άλλη, αλλά και από τον Θεό, και να μελετάτε εκείνο που ο Θεός έχει να πη στον λόγο του, στην Αγία Γραφή. Έπειτα ενωθήτε μ’ εκείνους που πιστεύουν και διδάσκουν τον λόγον του Θεού και οι οποίοι, όπως ο Ιησούς, είναι άφοβοι μάρτυρες του Θεού και, όπως αυτός, κάνουν γνωστό το όνομα του Πατρός του, του Ιεχωβά.—Ιωάν. 18:37· Αποκάλ. 1:5· Ησ. 43:10· Ιωάν. 17:6.
-
-
Γιατί Πιστεύετε στην Τριάδα;Η Σκοπιά—1962 | 1 Σεπτεμβρίου
-
-
Γιατί Πιστεύετε στην Τριάδα;
ΕΠΙ αιώνες εκατομμύρια ανθρώπων επίστεψαν στη δοξασία της τριάδος, που διδάσκει ότι στην ενότητα της Θεότητος υπάρχουν Τρία Πρόσωπα, ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα, αυτά δε τα Τρία Πρόσωπα είναι διακεκριμένα απ’ αλλήλων. Έτσι, με τα λόγια του Αθανασιανού Συμβόλου: «Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός το Άγιον Πνεύμα, πλην ουχί τρεις Θεοί εισιν, αλλ’ είς Θεός». (Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία) Την πιστεύετε σεις αυτή τη δοξασία; Γιατί;
Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι η τριάς είναι Χριστιανική διδασκαλία βασισμένη στον λόγον του Θεού, στην Αγία Γραφή. Εν τούτοις, οι πρώτοι Ρωμαιοκαθολικοί συγγραφείς δεν εδίστασαν να ομολογήσουν ότι η τριάς δεν μπορούσε ν’ αποδειχθή από τη Γραφή μόνο. Ο Καρδινάλιος Χόζιους λέγεται ότι είπε: «Πιστεύομε στη δοξασία του τριαδικού Θεού, διότι την ελάβαμε από παράδοσι, μολονότι διόλου δεν μνημονεύεται στην Αγία Γραφή». (Ομολογία Καθολ. Πίστεως, Κεφ. XXVI) Κι άλλοι, επίσης, έχουν τόση ειλικρίνεια, ώστε να λέγουν ότι η τριάς είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως. Ο Άρθουρ Βέιγκαλ, στο βιβλίο του Ο Παγανισμός στη Χριστιανοσύνη Μας, λέγει: «Ο Ιησούς Χριστός ποτέ δεν εμνημόνευσε ένα τέτοιο φαινόμενον, ούτε κι εμφαίνεται η λέξις ‘Τριάς’ σε κανένα μέρος της Καινής Διαθήκης». Λέγει ότι η ιδέα περί μιας ισοδυνάμου τριάδος «υιοθετήθη μόνον από τη [Ρωμαιοκαθολική] Εκκλησία τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατον του Κυρίου μας· και η πηγή της ιδέας είναι εντελώς ειδωλολατρική.»
Στη σελίδα 198 του βιβλίου του ο Βέιγκαλ δίνει μια συνοπτική ιστορία της περί τριάδος δοξασίας, λέγοντας: «Στον Τέταρτον Αιώνα π.Χ. ο Αριστοτέλης έγραψε: ‘Άπαντα τρία εισίν, και τρις εν πάσι: ας χρησιμοποιούμεν λοιπόν αυτόν τον αριθμόν εις την λατρείαν των θεών· διότι, όπως λέγουν οι Πυθαγόρειοι, το κάθε τι και τα πάντα είναι δεδομένα ανά τριάδας, διότι το τέλος, το μέσον και η αρχή αυτόν τον αριθμόν έχουν εις όλα, και αυτά συναποτελούν τον αριθμόν της Τριάδος’. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, των οποίων η επιρροή στην αρχέγονη θρησκευτική σκέψι ήταν βαθιά, συνήθως παρέτασσαν τους θεούς ή τις θεές των ανά τριάδες: υπήρχε η τριάς Όσιρις, Ίσις και Ώρος, η τριάς Άμμων, Μουτ και Χόνσου, η τριάς Χνουμβ, Σάτις και Άνουβις, και λοιπά. Η Ινδουιστική τριάς των Βράχμα, Σίβα και Βισνού αποτελεί άλλο ένα από τα πολλά και ευρέως διαδεδομένα παραδείγματα της θεολογικής αυτής αντιλήψεως. Οι πρώτοι, εν τούτοις, Χριστιανοί δεν εσκέφθησαν πάντως να εφαρμόσουν αυτή την ιδέα στην ίδια των πίστι. Απέδωσαν την αφοσίωσί των στον Θεό τον Πατέρα και στον Ιησού Χριστό, τον Υιόν του Θεού, και ανεγνώρισαν τη μυστηριώδη και απροσδιόριστη ύπαρξι του Αγίου Πνεύματος· δεν υπήρχε, όμως, σκέψις περί του ότι αυτοί οι τρεις αποτελούσαν μια πραγματική Τριάδα, ισοδύναμη, κι ενωμένη σε Ένα, το δε Σύμβολο των Αποστόλων, που είναι το αρχαιότερο από τα διατυπωμένα άρθρα της Χριστιανικής πίστεως, δεν το μνημονεύει».
Ωστόσο υπάρχουν άτομα που επιμένουν ότι η δοξασία περί τριάδος είναι Χριστιανική δοξασία βασισμένη στις Άγιες Γραφές. Ας κάμωμε συνοπτική εξέτασι και ας ιδούμε.
Εν πρώτοις, οι λέξεις «τριάς», «τριαδικός», «Θεάνθρωπος», «πρώτον πρόσωπον», «δεύτερον πρόσωπον», «τρίτον πρόσωπον», «τρία πρόσωπα», δεν αναγράφονται σε κανένα μέρος του Θεοπνεύστου κειμένου, είτε της Καθολικής είτε της Προτεσταντικής Βίβλου. Σε κανένα μέρος της Γραφής δεν βρίσκομε λέξεις όπως αυτές, «Θεός ο Υιός», ή «Θεός το Άγιον Πνεύμα», αλλ’ αντ’ αυτών αναγινώσκομε «ο Υιός του Θεού», «το πνεύμα του Θεού», ή απλώς «άγιον πνεύμα». Σε κανένα μέρος της Γραφής δεν αποκαλύπτεται ο Θεός ως τρία πρόσωπα, αλλά πάντοτε ως ένας Θεός. Τώρα, αν οι ίδιες οι λέξεις, που χρειάζονται για να εκφράσουν τη δοξασία περί τριάδος, δεν αναγράφωνται στις Άγιες Γραφές, πώς μπορούμε να υποθέσωμε ότι αυτή η δοξασία βρίσκεται ή διδάσκεται εκεί μέσα; Αδύνατον.
Υπάρχουν τρία εδάφια (1 Ιωάν. 5:7· Ματθ. 28:19· 2 Κορ. 13:14), που μιλούν για τον Πατέρα, τον Υιόν και το άγιον πνεύμα σε τυπική σχέσι, αλλ’ ούτε ένα απ’ αυτά δεν λέγει τίποτα για μια τριάδα. Αν η περί τριάδος δοξασία είναι η κεντρική δοξασία της «Χριστιανικής» θρησκείας, γιατί, από 31.173 εδάφια της Γραφής, τρία μόνο θα χρησιμοποιούσαν Πατέρα, Υιόν και άγιον πνεύμα, σε τυπική σχέσι, κι ένα απ’ αυτά, δηλαδή, το 1 Ιωάννου 5:7 είναι ομολογουμένως νόθον; Ο Ιωάννης έγραψε αυτή την επιστολή Ελληνιστί στον πρώτον αιώνα, αλλά το εδάφιον 1 Ιωάν. 5:7 δεν βρίσκεται σε κανένα Ελληνικό χειρόγραφο, γραμμένο πριν από τον δέκατο πέμπτον αιώνα. Εν σχέσει με αυτό το εδάφιο, ο Επίσκοπος Λόουθ λέγει: «Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανείς μεταξύ μας, που να είναι εντριβής σε ελάχιστο βαθμό στην ιερή κριτική και να κάνη χρήσιν της νοήσεώς του, ο οποίος θα είχε τη διάθεσι να αγωνισθή για τη γνησιότητα του εδαφίου 1 Ιωάν. 5:7.» Ο Δρ Αδάμ Κλάρκε, στο σύγγραμμά του Κόμμεντερυ τερματίζει μια μακρά διατριβή πάνω σ’ αυτό το εδάφιο με τα εξής λόγια: «Με βραχυλογία, κανένα δικαίωμα δεν κρίνεται αρκετό ώστε βάσει αυτού να θεωρήται αυθεντικό οποιοδήποτε μέρος μιας αποκαλύψεως που λέγεται ότι προέρχεται από τον Θεό». Επομένως, το εδάφιο 1 Ιωάν. 5:7 απορρίπτεται απ’ όλους τους αμερολήπτους ερευνητάς του Θείου λόγου.
Όσον αφορά τα εδάφια Ματθαίος 28:19 και 2 Κορινθίους 13:14, αυτά δεν λέγουν τίποτα περί της υπάρξεως τριών ισοδυνάμων προσώπων σε ένα Θεό. Δεν λέγουν ότι ο καθένας απ’ αυτούς που μνημονεύονται είναι Θεός. Δεν λέγουν ότι και οι τρεις είναι ίσοι σε ουσία, δύναμι κι αιωνιότητα. Δεν λέγουν ότι όλοι αυτοί πρέπει να λατρεύωνται. Εφόσον δεν τα λέγουν αυτά, δεν διδάσκουν την τριάδα, διότι όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί γίνονται εν σχέσει με την τριάδα. Ο Πήμποντυ, ένας μεγάλης εκτιμήσεως συγγραφεύς, στο βιβλίο του Διαλέξεις επί Χριστιανικών Δοξασιών, σελίς 41, λέγει: «Είμαι πρόθυμος να δηλώσω, χωρίς φόβον αντιφάσεως, ότι η δοξασία περί ισότητος του Πατρός, του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος δεν μπορεί να βρεθή σε κανένα γνήσιο Χριστιανικό έργον των πρώτων τριών αιώνων, και ότι δεν μπορεί να βρεθή, ως προς την Θεία φύσι, σε κανένα γνήσιο Χριστιανικό έργον των πρώτων δύο αιώνων, καμμιά δήλωσις δοξασίας ισοδύναμη ή παρεμφερής ή συνεπής με τη σύγχρονη δοξασία περί της Τριάδος». Γιατί αυτό; Διότι η περί τριάδος δοξασία είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως, όπως τονίζουν οι ιστορικοί. Οι πρώτοι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος δεν την επίστευαν. Αυτοί δεν ελάτρευαν ένα τρισυπόστατον θεό. Δεν υπάρχει κανείς απολύτως Γραφικός λόγος για να πιστεύη κανείς στην τριάδα. Η παράδοσις μόνη δεν αποτελεί αρκετόν λόγο, διότι ο Ιησούς εδήλωσε ότι ‘ο λόγος του Θεού ηκυρώθη ένεκα των παραδόσεων’.—Ματθ. 15:6.
Οι πιστοί δούλοι του Θεού επίστευαν ότι ο Θεός είναι ένας: «Ιεχωβά ο Θεός ημών είναι είς Ιεχωβά», είπε ο Μωυσής. (Δευτ. 6:4, ΜΝΚ) Ο Ιησούς Χριστός είπε το ίδιο στο κατά Μάρκον 12:29. Είναι σοβαρό το ότι λατρεύομε τον αληθινό Θεό Ιεχωβά, διότι δεν υπάρχει σωτηρία σε κανέναν άλλον: «Πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή», είπε ο Πέτρος. Επικαλείσθε αυτόν, λατρεύετε τον Ιεχωβά, λάβετε γνώσιν του αληθινού Θεού και του Ιησού Χριστού, διότι αυτό σημαίνει αιώνια ζωή.—Πράξ. 2:21, ΜΝΚ· Ιωάν. 17:3.
-