Οι Πρώτοι Χριστιανοί Κάτω από τη Ρωμαϊκή Εξουσία
Ο ΣΑΤΑΝΑΣ είναι ο θεός και άρχων του κόσμου τούτου και η μάζα του ανθρωπίνου γένους είναι υποδουλωμένη στην καταδυναστευτική του οργάνωσι. Η βασιλεία του Χριστού, εξ άλλου, δεν είναι από τον κόσμον αυτόν. Οι ακόλουθοί του δεν είναι μέρος αυτού του κόσμου, αν και παραμένουν σ’ αυτόν ως πρέσβεις του νέου κόσμου του Ιεχωβά. (2 Κορινθίους 4:4· Ιωάννης 15:19· 18:36· Ιάκωβος 4:4) Ως αληθινοί Χριστιανοί έχουν μια ειδική κλήσι, τους έχει δοθή μια θεία εντολή, κι έχουν το ενεργόν άγιον πνεύμα του Θεού επάνω τους για να εκπληρώσουν το έργον της μαθήτευσεως ανθρώπων όλων των εθνών. (Ματθαίος 28:19) Οι πρώτοι Χριστιανοί ήσαν πιστοί σ’ αυτή την εντολή, αν και αυτό τους έκανε αντιδημοτικούς, αντικείμενα μίσους, στόχους διωγμού.
Κατ’ αρχάς υπήρχαν μόνο 120 στον μικρόν αυτόν όμιλο των Χριστιανών. Αλλά σε διάστημα λιγώτερο από δύο μήνες, την Πεντηκοστή, προσετέθησαν 3.000 ακόμη. Κατόπιν ο αριθμός ανήλθε σε 5.000. Το έργο αυξήθηκε, ο αγρός της δράσεως επεξετάθη για να περιλάβη περισσότερο έδαφος, και παρά τη βίαιη εναντίωσι των προσκολλημένων στις παραδόσεις Ιουδαίων, οι μάρτυρες του Θεού «διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον». (Πράξεις 1:15· 2:41· 4:4· 8:4) Οι απόστολοι και άλλοι εταξίδευαν από λιμένα σε λιμένα και κατά ξηράν εχρησιμοποιούσαν το περίφημο σύστημα των Ρωμαϊκών στρατιωτικών οδικών αρτηριών.1 Στις κυριώτερες πόλεις ίδρυσαν εκκλησίες από τα κέντρα δε αυτά το άγγελμα της Βασιλείας εφέρετο στις αγροτικές περιοχές. Επιπρόσθετα σε ό,τι έγραψαν ο Πλίνιος, ο Κλήμης ο Ρωμανός και ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Ωριγένης εκφραστικά λέγει: «ότι πολλοί [Χριστιανοί] το είχαν κάμει έργον τους να κηρύττουν όχι μόνο μέσα στις πόλεις τους, αλλά επίσης και στα χωριά και στα αγροκτήματα.»2
Στην αρχή οι πρώτοι Χριστιανοί έγραφαν επιστολές· αλλά τι επιστολές! «Αν μπορούσαν να γράφουν τέτοιες επιστολές όπως αυτές,» παρατηρεί ο Δρ Γκούντσπηντ, «τι είδους λόγους υποθέτετε ότι εκήρυτταν; Δεν είναι παράδοξο ότι το ευαγγέλιο εισέδυσε τόσο γρήγορα στον Ελληνικό κόσμο!»3 Οι απόστολοι έγραφαν για τον κοινό λαό, και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν τη λαϊκή «κοινή» Ελληνική, όχι την κλασσική· οι δε επιστολές κυκλοφορούσαν ευρύτατα. (Κολοσσαείς 4:16· 1 Θεσσαλονικείς 5:27) Επειδή είχαν συναίσθησι της αξίας του βιβλίου, οι πρώτοι Χριστιανοί όχι μόνο εμάζεψαν κι εδημοσίευσαν τις επιστολές του Παύλου, του Πέτρου, του Ιωάννου, του Ιακώβου και του Ιούδα, αλλά επίσης εδημοσίευσαν την ιστορία των αποστόλων γραμμένη από τον Λουκά, και τα «Τέσσερα Ευαγγέλια» σε σχήμα κώδικος, μια μορφή βιβλιοδετήσεως που οι Χριστιανοί την κατέστησαν δημοφιλή. (2 Τιμόθεον 4:13) Το φιλολογικό ύφος των αφηγήσεων των ευαγγελίων είναι τόσο υψηλό ώστε «κανένας τύπος θρησκευτικής φιλολογίας δεν εξισώθηκε με αυτό σε ελκυστικότητα και δύναμι.»3 Καθώς ο χρόνος παρήρχετο, εκείνη η πρώτη μη ωργανωμένη σε σωματείο Βιβλική εταιρία των Χριστιανών έγινε πολυάσχολη μεταφράζοντας τη Γραφή σε άλλες γλώσσες—τη Συριακή, την Κοπτική, τη Λατινική, κλπ.3
ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Καθώς η νεαρά Χριστιανοσύνη με το σθένος και τη δύναμί της εξηπλώνετο πάνω στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, επήγε εναντίον πολλών παραδόξων θρησκευτικών θεωριών, φιλοσοφιών και εθίμων. Προσέκρουσε επίσης στις ιδεολογίες των Ρωμαίων επισήμων. Στους δαιμονολάτρας εθνικούς, που εσέβοντο ένα πλήθος διαφόρων θεών, εφαίνετο πραγματικά πολύ παράξενο ότι αυτοί οι άνθρωποι που ελέγοντο Χριστιανοί επίστευαν ότι υπήρχε μόνο ένας αληθινός και ζων Θεός, του οποίου μόνου το όνομα είναι Ιεχωβά.4 Στα μάτια των ειδωλολατρών φαινόταν παράδοξο ότι αυτοί οι δούλοι του Θεού δεν είχαν μεγαλοπρεπείς ναούς. Επί τρεις περίπου αιώνες—δεν πρέπει να λησμονούμε—οι Χριστιανοί δεν είχαν εκκλησιαστικά κτίρια. Συνηθροίζοντο σε ιδιωτικά σπίτια που είχαν δωμάτια αρκετά μεγάλα για να περιλάβουν τις συναθροίσεις των.»3, 2
Επί πλέον, οι Χριστιανοί δεν είχαν φημισμένα αγάλματα ή βωμούς. «Η χρήσις εικόνων», βεβαιώνει ο Νεάντερ, «ήταν αρχικά εντελώς ξένη προς τη Χριστιανική λατρεία και τις εκκλησίες και παρέμεινε έτσι στη διάρκεια ολοκλήρου αυτής της περιόδου. Η ανάμιξις τέχνης και θρησκείας, και η χρήσις εικόνων για τη θρησκεία, εφαίνοντο στους πρώτους Χριστιανούς μια ειδωλολατρική πράξις.»2 Οι Χριστιανοί δεν είχαν επιβλητικό τυπικισμό ή πληρωνόμενο ιερατείο.5 «Στην αποστολική εκκλησία το κήρυγμα και η διδασκαλία δεν περιωρίζοντο σε μια ιδιαίτερη τάξι, αλλά κάθε προσήλυτος μπορούσε να κηρύξη το ευαγγέλιο σε απίστους, και κάθε Χριστιανός που είχε το χάρισμα μπορούσε να προσεύχεται και να διδάσκη και να προτρέπη στην εκκλησία.»6
Οι Χριστιανοί εκήρυτταν τον Χριστόν ως σωτήρα των αντί του αυτοκράτορος. Ακόμη και οι Γραφικές διδασκαλίες των σχετικά με ζητήματα όπως ο γάμος, η αγνότης σε όλα, η τιμιότης και η δικαιοσύνη, η ειρηνευτική διαγωγή του ενός προς τον άλλον, η υπομονητική εγκαρτέρησις στον βίαιο διωγμό, καθώς και η άσκησις αγάπης, ελέους και συγχωρήσεως1—όλα αυτά εθεωρούντο από τους απίστους ειδωλολάτρας ότι ‘ανεστάτωναν την οικουμένην’.
Ο Τερτυλλιανός λέγει πώς οι ειδωλολάτραι έτρωγαν ανθρώπινο αίμα—ενίοτε για να σφραγίσουν μια σύμβασι, κάποτε ως σημείο μυήσεως, κάποτε για τη θεραπεία της επιληψίας. Αλλά δεν το έκαναν αυτό οι Χριστιανοί! Ο Τερτυλλιανός λέγει: «Ας κοκκινίση από εντροπή το σφάλμα σας ενώπιον των Χριστιανών, διότι δεν περιλαμβάνομε ούτε ζώων αίμα στη φυσική μας δίαιτα. Για τούτο απέχομε από κρέας ζώων στραγγαλισμένων ή που πεθαίνουν μόνα των, για να μη μολυνθούμε με κανένα τρόπο από αίμα, ακόμη και αν είναι θαμμένο μέσα στο κρέας. Τέλος, όταν δοκιμάζετε Χριστιανούς, τους προσφέρετε λουκάνικα γεμάτα από αίμα· είσθε, βέβαια, πάρα πολύ ενήμεροι του γεγονότος ότι αυτό είναι απαγορευμένο σ’ αυτούς· αλλά θέλετε να τους κάμετε να αμαρτήσουν.»7
«Οι πρώτοι Χριστιανοί, που προσπαθούσαν να φυλάγονται από την ειδωλολατρία, εθεωρούντο ως πολύ αντικοινωνικά άτομα. Ποτέ δεν ενεφανίζοντο σε δημόσιες εορτές και διασκεδάσεις. Δεν συμμετείχαν στις διασκεδάσεις του ιπποδρομίου ή του αμφιθεάτρου.»8, 9, 10 Και γιατί άραγε; Ο Κυπριανός, που έζησε εκείνο τον καιρό, αναφέρει και άλλους λόγους εκτός από το ζήτημα της δημοσίας ειδωλολατρίας: «Ένας αγών ξιφομάχων προπαρασκευάζεται για να ικανοποιήση τη δίψα σκληρών οφθαλμών με αίμα. Ένας άνθρωπος θανατώνεται για την ευχαρίστησι ανθρώπων, ο φόνος γίνεται επάγγελμα, και το έγκλημα όχι μόνο ασκείται, αλλά και διδάσκεται.»2
Πολλοί που ήσαν όργανα των Ρωμαίων, εψεύσθησαν εναντίον των Χριστιανών, για να διεγείρουν και το λαό και την κυβέρνησι εναντίον των.2 Συχνά ξεσπούσε η βία του όχλου και οι πιστοί Χριστιανοί υφίσταντο τρομερές ζημίες ακόμη και θάνατο.8
ΥΠΗΡΕΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΘΕΟ Ή ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΠΟΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ;
Ήταν το ίδιο παλαιό ζήτημα: ποιον θα ελάτρευαν και σε ποιον θα υπήκουαν οι δούλοι του Θεού; Δεν μπορείτε να υπηρετήτε δύο κυρίους, εδήλωσε ο Χριστός. Οι αληθινοί Χριστιανοί ποτέ δεν συμβιβάζονται σ’ αυτό το ζήτημα. (Ματθαίος 6:24· Πράξεις 4:19, 20) Όπως ακριβώς, αρνήθηκαν να πουν το «Χάιλ Χίτλερ» στα νεώτερα χρόνια, έτσι επίσης πριν από δεκαεννέα, αιώνες ηρνούντο να χαιρετήσουν, να υποκλιθούν ή να κάψουν λιβάνι στην εικόνα του Καίσαρος.8 «Η Ρώμη είχε βαθμιαίως γεμίσει από ανθρώπους ξένων θρησκευμάτων, οι οποίοι, αν τους εζητείτο, θα ωρκίζοντο υποταγήν στο θείον πνεύμα του αυτοκράτορος. Οι Χριστιανοί, εν τούτοις ισχυροί στην πίστι των, δεν θα έπαιρναν κανένα τέτοιον όρκο νομιμοφροσύνης. Και επειδή δεν ωρκίζοντο υποταγή σε ό,τι θα εθεωρούσαμε σήμερα ως ανάλογο προς τη ΣΗΜΑΙΑ, εθεωρούντο πολιτικώς επικίνδυνοι.»11
Εκείνοι οι άνθρωποι του Θεού εγνώριζαν ότι το «θείον δικαίωμα των βασιλέων» είναι μόνο ένας μύθος, ότι η σημαία ή το έμβλημα του κράτους δεν ήταν σύμβολο σωτηρίας και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να υποσχεθούν υποταγή σ’ αυτήν. Εν τούτοις, ήσαν νομοταγείς και ευπειθείς στο κράτος σε όλα τα ζητήματα που δεν ανήκαν στη λατρεία.12 Ο Χριστός τούς απηγόρευε να είναι επαναστατικοί εναντίον του κράτους. «Απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν,» τους διέταξε, και αυτό ακριβώς έπρατταν. (Μάρκος 12:17) Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς λέγει: «Φόρους και δασμούς πληρώνομε πιο ευσυνείδητα από όλους τους ανθρώπους σ’ εκείνους που είναι διωρισμένοι από σας, καθώς εδιδάχθημεν από αυτόν. (Ματθαίος 22:21) Γι’ αυτό λατρεύομε τον Θεό και μόνο, ενώ συγχρόνως σας υπηρετούμε πρόθυμα από κάθε άλλη άποψι.»2 Γι’ αυτό το ίδιο ζήτημα ο Τερτυλλιανός εδήλωσε: «Η εικών τού Καίσαρος, που είναι πάνω στα νομίσματα, είναι για να δοθή στον Καίσαρα, και η εικών τού Θεού που είναι μέσα στον άνθρωπο, είναι για να δοθή στον Θεό· επομένως, πρέπει να δώσης το χρήμα, πράγματι στον Καίσαρα, αλλά τον εαυτό σου στον Θεό· διότι τι θ’ απομείνη στον Θεό, αν όλα ανήκουν στον Καίσαρα;»2
«Οι πρώτοι Χριστιανοί ήσαν έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστι των. Ηρνούντο να λατρεύουν τους θεούς των ειδωλολατρών Ρωμαίων. Αφού επίστευαν στην ειρήνη ήταν επόμενο να μην υπηρετούν στους αυτοκρατορικούς στρατούς της Ρώμης.»13 Στους Ρωμαίους εκείνοι «που αντέτειναν στη στρατιωτική υπηρεσία εφαίνοντο άχρηστοιι για το κράτος»,9 αλλ’ αυτό δεν μετέβαλλε τη θεία απόψι του ζητήματος, η οποία, άλλωστε, και υπελογίζετο.
Εκείνοι οι Χριστιανοί δεν αντέτειναν ούτε παρενέβαιναν στη στρατολογία ειδωλολατρών από τον Καίσαρα για τον στρατό του. Πραγματικά, αυτός είχε πλήρες δικαίωμα να το κάμη αυτό, διότι αυτοί ήσαν μέρος του παλαιού αυτού κόσμου. Αλλά όταν ο Καίσαρ ζητούσε από τους διακόνους του Θεού—που ανήκαν στη Βασιλεία του Ιεχωβά και δεν αποτελούσαν μέρος του κόσμου του Διαβόλου—να μάχωνται τις μάχες του παλαιού κόσμου, αυτό ήταν ένα εντελώς διάφορο ζήτημα. Έτσι το ευλογοφανές επιχείρημα μερικών όπως ο Κέλσος (ένας Λατίνος συγγραφεύς του δευτέρου αιώνος), είναι μόνο κενές λέξεις. «Δεν σας τιμωρεί δίκαια ο αυτοκράτωρ;» ηρώτησε ο Κέλσος, «Διότι αν όλοι έκαναν όπως εσείς, ο αυτοκράτωρ θα εγκατελείπετο μόνος του, κανείς δεν θα τον υπερήσπιζε, οι αγριώτατοι βάρβαροι θα αποκτούσαν την εξουσία ολοκλήρου του κόσμου, και δεν θα απέμενε ούτε ίχνος αληθινής σοφίας, ούτε ακόμη και της θρησκείας σας, μεταξύ του ανθρωπίνου γένους· διότι μη φαντάζεσθε ότι ο Παντοδύναμος Θεός σας θα κατέβαινε από τον ουρανό για να πολεμήση για μας.»2, 12
ΔΙΩΓΜΟΣ ΕΝΕΚΕΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
«Εάν εμέ εδίωξαν,» προειδοποίησε ο Ιησούς, «και σας θέλουσι διώξει. . . . ταύτα πάντα θέλουσι κάμει εις εσάς δια το όνομά μου.» (Ματθαίος 5:10, 11· Λουκάς 21:12· Ιωάννης 15:20, 21) Και αυτό, πράγματι, συνέβαινε. «Φαίνεται τελειωτικά, και από την επιστολή του Πλινίου και από το διάταγμα του Τραϊανού, ότι οι Χριστιανοί μπορούσε να τιμωρηθούν και για το όνομα μόνο, ή την απλή ομολογία ότι ανήκουν στη Χριστιανοσύνη, ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό ή την απόδειξι θετικών εγκλημάτων.»1 Παντού μιλούσαν εναντίον των.—Πράξεις 28:22.
Οι Χριστιανοί σ’ εκείνες τις πρώτες ημέρες υφίσταντο επιθέσεις από ανθρώπους των γραμμάτων, όπως ο Λουκιανός, ο Κέλσος, ο Πορφύριος, ο Ιεροκλής, και, όπως ήδη εμνημονεύθη, συχνά ωχλοκρατούντο και εδέροντο από τον παρωδηγημένο όχλο.14 Αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις τα κυβερνώντα στοιχεία ήσαν υπεύθυνα. Οι Χριστιανικές συναθροίσεις διεκόπτοντο· οι Γραφές των εκαίοντο· τα προνόμιά των ως Ρωμαίων πολιτών αφηρούντο· ερρίπτοντο στη φυλακή· και κάποτε εκαίοντο στον πάσσαλο ή ετεντώνοντο στο βασανιστικό μηχάνημα ή ερρίπτοντο σε μια κονίστρα για να ξεσχισθούν και κατακομματιασθούν από άγρια ζώα. «Εφηρμόζοντο τα πιο εκλεπτυσμένα βασανιστήρια. Η ειδωλολατρία, πολεμώντας για την ύπαρξί της, δεν άφησε μέσα αδοκίμαστα για να ξερριζώση ένα δόγμα που το περιφρονούσε μαζί και το φοβόταν.»8
Μερικοί ιστορικοί15 έχουν συζητήσει γιατί ο λαός του Θεού εξεχωρίζετο και κατεδιώκετο υπέρμετρα, αλλά όταν ένας βλέπη την ουσία του ζητήματος, το πράγμα είναι πολύ απλό για να εννοηθή. Μια επιστολή που απηυθύνετο στον Διόγνητο, που έζησε στο πρώτο μέρος του δευτέρου αιώνος, λέγει: «Οι Χριστιανοί δεν είναι χωρισμένοι από τους άλλους ανθρώπους, ούτε στην επίγεια διαμονή τους, ούτε με τη γλώσσα, ούτε με τα έθιμα· ποτέ δεν κατοικούν χωριστές πόλεις, δεν χρησιμοποιούν ιδιαίτερη ομιλία, ούτε ασυνήθιστο τρόπο ζωής.—Κατοικούν στις πόλεις των Ελλήνων, ή των Βαρβάρων, ακριβώς όπως η τύχη ώρισε τη διαμονή τους, ακολουθούν τα έθιμα της χώρας σχετικά με τον ιματισμό, την τροφή, και άλλα τέτοια ζητήματα και δείχνουν μια διάθεσι και διαγωγή που είναι θαυμάσια και αξιοσημείωτη για όλους τους ανθρώπους. Όχι μόνον υπακούουν στους κειμένους νόμους, αλλά και θριαμβεύουν πάνω στους νόμους με τη διαγωγή τους.»2
Έτσι ο διωγμός δεν ήταν επειδή οι Χριστιανοί ήσαν αλλόκοτοι φανατικοί. Ήσαν, απλώς, ένας κοινός, συνήθης λαός σε ό,τι αφορά την καθημερινή ζωή. (1 Κορινθίους 1:26-29) Αλλά και αυτό ακόμη το γεγονός επέσυρε τον χλευασμό του Κέλσου, ο οποίος «καθιστά αντικείμενον χλεύης το ότι εργάται, υποδηματοποιοί, γεωργοί, οι πιο απληροφόρητοι και αγροίκοι από τους ανθρώπους, ήσαν ζηλωταί κήρυκες του Ευαγγελίου».2
Η Ρώμη πραγματικά δεν είχε καλυτέρους υπηκόους, διότι οι Χριστιανοί απέδιδαν πιο γνήσιο σεβασμό στην κυβέρνησι και στο νόμο και στην τάξι παρά οποιοιδήποτε άλλοι, αν και εθεωρούντο ως ανεπιθύμητοι πολίται.16 Για να το αποδείξη αυτό ο Τερτυλλιανός εκάλεσε τας αρχάς να πιστοποιήσουν ότι μεταξύ εκείνων που καθημερινά συνελαμβάνοντο ως ένοχοι φόνου, αποπλανήσεως, κλοπής, κλπ., οι εγκληματίαι ήσαν ειδωλολάτραι, όχι Χριστιανοί. Αληθινά, οι φυλακές ήσαν γεμάτες από Χριστιανούς, αλλά η μόνη κατηγορία εναντίον των ήταν το ότι ήσαν Χριστιανοί.17 Όλα τα γεγονότα απεδείκνυαν ότι οι πιστοί δούλοι του Ιεχωβά κάτω από τη διακυβέρνησι της Ρώμης ήσαν «μια ομάς ανθρώπων του πιο αβλαβούς και αθώου χαρακτήρος, που ποτέ δεν εφιλοξενούσαν στις διάνοιές των μια επιθυμία ή σκέψι εχθρική προς την ευημερία του κράτους.»18
Δεν είναι παράδοξο, ότι ένας τέτοιος καλός λαός εμισείτο και κατεδιώκετο χωρίς οίκτον; Ιδού η αιτία, εξηγεί ο Τερτυλλιανός: «Αυτοί δεν αποδίδουν μάταιες, ούτε ψευδείς, ούτε μωρές τιμές στον Αυτοκράτορα» και αρνούνται να επιδοθούν στις ακόλαστες εορτές των ειδωλολατρών.5 Οι Ρωμαίοι ήσαν ανεκτικοί για τον καθένα που θα υπεκλίνετο και θα ελάτρευε το ολοκληρωτικό κράτος και τον ανθρωποποίητο θεό του, τον θεοποιημένο αυτοκράτορα.18 Ακόμη και οι Ιουδαίοι τα πήγαιναν αρκετά καλά με το να συμβιβάζουν τα πράγματα.1 «Αλλά η διαγωγή των Χριστιανών», μας λέγει ο Μοσχάιμ, «ήταν ακριβώς το αντίθετον: διότι, θέτοντας κατά μέρος κάθε είδος φόβου, προσπαθούσαν εντατικά να κάμουν τους Ρωμαίους να απαρνηθούν τις μάταιες και ανόητες δεισιδαιμονίες των, και προέτρεπαν συνεχώς τους πολίτας να εγκαταλείψουν και καταργήσουν τα ιερά εκείνα έθιμα.»18 «Το ευαγγέλιό των δεν ήταν ένα εσωτερικό, ιερό μυστήριο, αλλά κάτι που έπρεπε να κηρυχθή επάνω στα δώματα, και είχαν κάμει ατομικό τους έργον το να φέρουν σε πραγματοποίηση το παλαιό σύνθημα των προφητών, ‘Ευαγγελίζεσθε’.»3
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΤΟ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΡΘΡΟΝ
1. Η Χριστιανοσύνη και η Ρωμαϊκή Κυβέρνησις, υπό Ε. Γ. Χάρντυ, 1925 ανατύπωσις εκδόσεως 1894, σελ. 122, 130, 95, 18, 19.
2. Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας στη Διάρκεια των Τριών Πρώτων Αιώνων, υπό Αυγούστου Νεάντερ, μεταφρασμένη Αγγλικά από τη Γερμανική υπό Ερρίκου Ιωάννου Ροζ, δευτέρα έκδοσις, 1848, σελ. 46, 182, 183, 162, 52, 159, 160, 52, 53, 40, 41.
3. Η Χριστιανοσύνη Πηγαίνει στον Τύπο, υπό Έδγαρ Ι. Γκούντσπηντ, σελ. 11, 36, 76, 14, 75.
4. Παρακμή και Πτώσις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπό Εδουάρδου Γκίμπον, έκδοσις Νεωτέρας Βιβλιοθήκης, τόμ. Α΄, κεφ. ΙΣΤ΄, σελ. 450, 451.
5. Ένα Πηγαίον Βιβλίον Ρωμαϊκής Ιστορίας, υπό Ντάνα Κ. Μάνρο, 1904, σελ. 170.
6. Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, υπό Φιλίππου Σαφ, τόμ. Β΄, σελ. 124.
7. Τερτυλλιανού Απολογητικός, μεταφρασμένος στην Αγγλική υπό Τ. Ρ. Γκλόβερ, IX, 9-15.
8. Πρώτος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός, υπό Χούττον Ουέμπστερ, 1933, σελ. 132, 233, 333, 334.
9. Μια Ιστορία της Ρώμης, υπό Γεωργίου Ουίλλις Μπότσφορντ, 1901, σελ. 263.
10. Η Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, υπό Λυν Θορνντάικ, 1917, σελ. 64.
11. Το Βιβλίον της Παιδείας, υπό Έθελ Ροζ Πέυζερ, 1934, σελ. 549.
12. Σύντομη Ιστορία της Ρώμης, υπό Γουλιέλμου Φερρέρο και Κορράντο Μπαρμπαγκάλλο, 1919, σελ. 280, 382.
13. Από τον Παλαιό Κόσμο στον Νέο, υπό Ευγενίου Α. Κόλλιγκαν και Μάξγουελ Φ. Λίττβιν, 1932, σελ. 88.
14. Εγκυκλοπαιδεία Βιβλικής, Θεολογικής και Εκκλησιαστικής Φιλολογίας, υπό Μακ Κλίντοκ και Στρογκ, 1871, τόμ. Β΄, σελ. 271.
15. Ο Αρχαίος Κόσμος, υπό Ουίλλις Μέισον Ουέστ, 1913, σελ. 538, 539.
16 Ιστορία της Ευρώπης, υπό Ιακώβου Χ. Μπραίστεντ, 1920, σελ. 272.
17. Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, υπό Ερρίκου Κ. Σέλντον, 1894, τόμ. Α΄, σελ. 180.
18. Ιστορικά Σχόλια επί της Καταστάσεως της Χριστιανοσύνης, υπό Ιωάννου Λώρενς φον Μοσχάιμ, μεταφρασμένα Αγγλικά από τη Γερμανική υπό Ροβέρτου Σ. Βίνταλ και εκδεδομένα υπό Ιακώβου Μώρντοκ, 1853, τόμ. Α΄, σελ. 129, 130.