Μπορείτε να Έχετε μια Στενή Σχέσι με τον Θεό;
«Το απόρρητον του Κυρίου (η στενή σχέσις μετά του Κυρίου, ΜΝΚ) είναι μετά των φοβουμένων αυτόν, και την διαθήκην αυτού θέλει φανερώσει εις αυτούς.—Ψαλμ. 25:14
1. Τι σχέσι έχει ο Θεός με όλους τους ανθρώπους;
Ο ΘΕΟΣ, ως Δημιουργός, έχει κάποια σχέσι με όλους τους ανθρώπους. Ο απόστολος Παύλος είπε σε μια ομάδα φιλοσόφων στην Αθήνα: «Αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα.» (Πράξ. 17:25) Αλλά εκείνοι που εμμένουν στην ασεβή τους πορεία δεν μπορούν ν’ απολαύσουν στενή σχέσι με τον Θεό. (Παρ. 3:32) Εν τούτοις, εκείνος τους αφήνει ν’ αποκτούν τέκνα, ν’ απολαμβάνουν τα αγαθά της γης και να έχουν την ευκαιρία να μετανοήσουν, αν έχουν αυτή τη διάθεσι.—Πράξ. 14:16, 17.
2. Τι απαιτείται για να λάβωμε την εύνοια του Θεού, και μπορούν οι άνθρωποι να ικανοποιήσουν αυτή την απαίτησι;
2 Εν τούτοις, χρειαζόμεθα μια στενώτερη σχέσι από τη σχέσι που έχει ένα απλό δημιούργημα του Θεού μ’ αυτόν, αν θέλωμε να λάβωμε την εύνοιά του και να τον έχωμε ως φίλο και στενό σύντροφο. Η αρμονία μ’ αυτόν και τους σκοπούς του είναι ουσιώδης, αν ελπίζη κανείς ν’ αποκτήση αιώνια ζωή. Το θαυμαστό είναι ότι ο καθένας μπορεί να έχη αυτή τη σχέσι, αν πραγματικά την επιθυμή αφού του δοθή η ευκαιρία, διότι ο απόστολος Παύλος είπε στους Αθηναίους ότι ο Θεός έλαβε πρόνοια ώστε οι άνθρωποι που «ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν, αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών.»—Πράξ. 17:27.
3. Ποιο εμπόδιο πρέπει ν’ αναγνωρίσουν ότι υπάρχει μεταξύ του Θεού και αυτών, εκείνοι που ελπίζουν να πλησιάσουν τον Θεό;
3 Τι σημαίνει να ‘ζητούμε’ τον Θεό; Και τι ενέργεια αναλαμβάνει ο Θεός προς εκείνον ο οποίος τον ‘ζητεί’ με ειλικρίνεια; Εκείνο που μας εμποδίζει να πλησιάσωμε τον Θεό είναι η ανθρώπινη αμαρτωλότης. Οι αμαρτίες μας μπορούν να διακόψουν την επικοινωνία, ακριβώς όπως μια πυκνή νεφελώδης μάζα. (Παράβαλε με Θρήνους 3:44.) Μπορεί να μας εμποδίζουν ακόμη και να θέλωμε να στραφούμε στον Θεό· μπορεί να μας κάνουν να αισθανώμεθα ακάθαρτοι και ανάξιοι να τον πλησιάσωμε. Εν τούτοις, αν δεν αναγνωρίζωμε ότι όλοι είμεθα αμαρτωλοί, και ότι κάνομε πράγματα που ακόμη και η συνείδησίς μας καταδικάζει κάθε μέρα, σημαίνει ότι δεν είμεθα σε θέσι να πλησιάσωμε τον Θεό, και ο Θεός δεν θα εισακούση τις προσευχές εκείνων που δεν αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός, το οποίο εφαρμόζεται σε όλους τους ανθρώπους παγκοσμίως.—1 Πέτρ. 3:12.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
4. Πώς ο Θεός έκανε το πρώτο βήμα για την απομάκρυνσι του φραγμού της επικοινωνίας και της στενής σχέσεως μαζί του;
4 Πραγματικά, ο ίδιος ο Θεός έκανε το πρώτο βήμα για ν’ αποκτήσουμε μια σχέσι μ’ αυτόν, κάνοντας μια διευθέτησι για την αφαίρεσι αυτού του φραγμού της επικοινωνίας και της στενής σχέσεως. Ποια είναι αυτή η διευθέτησις; Ο απόστολος Παύλος απαντά: «Ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.» (Ρωμ. 5:8) Ο Χριστός ήταν ένας τέλειος, αναμάρτητος άνθρωπος όταν ήταν στη γη, αλλά ‘πήρε επάνω του’ την ποινή όλων των αμαρτωλών σαν να ήταν αυτός ο αμαρτωλός. Αν και ήταν αθώος, υπέστη την πλήρη ποινή για τα αμαρτήματα της ανθρωπότητος. Ο απόστολος Πέτρος μάς λέγει: «Όστις τας αμαρτίας ημών αυτός εβάστασεν εν τω σώματι αυτού επί του ξύλου, . . . με του οποίου την πληγήν ιατρεύθητε.» (1 Πέτρ. 2:24) Αυτός ήταν ο σκοπός του Θεού πριν από αιώνες, διότι ο προφήτης Ησαΐας προείπε: «Αυτός ετραυματίσθη δια τας παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη δια τας ανομίας ημών.» (Ησ. 53:5) Η πράξις του Ιησού Χριστού, ο οποίος υποκατέστησε σ’ αυτό το ζήτημα την ανθρωπότητα, εξισορρόπησε όλες τις απαιτήσεις δικαιοσύνης για τις αμαρτίες που διαπράττονται και έθεσε το θεμέλιο για την αφαίρεσι της καταδίκης από όλους όσοι αναγνωρίζουν τις αμαρτίες τους και πιστεύουν στη θεία διάταξι.—Ρωμ. 8:1.
5. Γιατί, όχι μόνο ο θάνατος του Ιησού, αλλά και η ανάστασίς του, είναι ουσιώδης για μας;
5 Επίσης, το γεγονός ότι ο Χριστός δεν παρέμεινε νεκρός, αλλά αναστήθηκε και τώρα ζη, εγγυάται την πάντοτε παρούσα βοήθειά του, έτσι ώστε ένα άτομο μπορεί ν’ απολαμβάνη μια στενή σχέσι με τον Θεό. Οι Γραφές μάς διαβεβαιώνουν για τον Ιησού ότι: «Παρεδόθη δια τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών.» (Ρωμ. 4:25) Εμφανίσθηκε στην παρουσία του Θεού για να παρουσιάση την αξία της θυσίας του. Σήμερα είναι ο δοξασμένος Ιησούς, τον οποίον ο Ιωάννης είδε σε όραμα ανάμεσα στις επτά χρυσές λυχνίες, που εκπροσωπούν τη Χριστιανική εκκλησία, και με επτά αστέρας, δηλαδή το σύνολο των κεχρισμένων επισκόπων, στα δεξιά του. (Αποκ. 1:12-16) Γι’ αυτόν, ως τον ζώντα Αρχιερέα, είναι γραμμένα τα εξής: «Δύναται και να σώζη εντελώς τους προσερχόμενους εις τον Θεόν δι’ αυτού, ζων πάντοτε δια να μεσιτεύση υπέρ αυτών,»—Εβρ. 7:25.
6, 7. Πώς ο Χριστός «απέθανεν . . . δια την αμαρτίαν», αλλά ζη «εις τον Θεόν»;
6 Επομένως, εκείνος που πιστεύει στον Χριστό μπορεί να ζήση, όχι σαν πνευματικά νεκρός ένεκα των αμαρτιών του, χωρίς επικοινωνία με τον Θεό, αλλά σαν ζωντανό άτομο που υπηρετεί τον Θεό μ’ ένα θετικό, εποικοδομητικό τρόπο, υπακούοντας ενεργώς στις εντολές του Θεού και εποικοδομώντας τους άλλους. Σχετικά μ’ αυτό, ο απόστολος λέγει τα εξής στους «αγίους» της Ρώμης: «Γινώσκοντες ότι ο Χριστός αναστάς εκ νεκρών δεν αποθνήσκει πλέον, θάνατος αυτόν δεν κυριεύει πλέον. Διότι καθ’ ό απέθανεν, απέθανεν άπαξ δια την αμαρτίαν, αλλά καθ’ ο ζη, ζη εις τον Θεόν. Ούτω και σεις φρονείτε εαυτούς ότι είσθε νεκροί μεν κατά την αμαρτίαν, ζώντες δε εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.»—Ρωμ. 1:7· 6:9-11.
7 Εδώ ο απόστολος τονίζει ότι ο Χριστός ήλθε στη γη για τον ειδικό σκοπό να πραγματευθή μ’ αυτό το ακάθαρτο, βδελυκτό πράγμα—την αμαρτία—ένα πράγμα μισητό, κάτι που βδελύττεται και ο Θεός και ο Χριστός. (Εβρ. 1:9) Μολονότι ο Χριστός πάντοτε ευαρεστείτο να κάνη το θέλημα του Πατρός του, η αμαρτία είναι ένας εχθρός και, καταργώντας την αμαρτία, ο Ιησούς έπρεπε να υποστή πολλές αηδιαστικές και δυσάρεστες πείρες. Λίγο πριν πεθάνη, είπε: «Τετέλεσται.» (Ιωάν. 19:30) Υπέφερε, λοιπόν, και πέθανε ως προς την αμαρτία—για να καταργήση την αμαρτία. Αλλά τώρα «ζη εις τον Θεόν.» Είναι δοξασμένος στον ουρανό, για πάντα, μαζί με τον Θεό, διότι η θυσία του δεν είναι ανάγκη να επαναληφθή. Αφού το επιτέλεσε αυτό, μπορούσε να εισέλθη σ’ ένα εποικοδομητικό έργο, για να φέρη τους ανθρώπους σε στενή σχέσι με τον Θεό και πάλι, και να επιφέρη το θέλημα του Θεού προς όλους όσοι θέλουν ζωή.—Εβρ. 7:25· 8:1· 9:28.
Ο ΘΕΟΣ ΕΛΚΥΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
8, 9. Πώς ο Θεός ελκύει ανθρώπους προς τον Χριστό;
8 Ο Ιεχωβά Θεός έδειξε μεγάλη αγάπη και παρ’ αξίαν αγαθότητα στους ανθρώπους κάνοντας αυτή τη διευθέτησι. Ο Θεός μάλιστα εργάζεται σχετικά με τον σκοπό του. Ο Θεός είναι εκείνος που ελκύει τους ειλικρινείς ανθρώπους προς τον Χριστό. Ο Ιησούς είπε: «Ουδείς δύναται να έλθη προς εμέ, εάν δεν ελκύση αυτόν ο Πατήρ ο πέμψας με.» Είπε ότι οι απόστολοί του είχαν δοθή σ’ αυτόν από τον Πατέρα του.—Ιωάν. 6:37, 39, 44.
9 Πώς ο Θεός ‘ελκύει’; Αυτό βέβαια δεν γίνεται αυθαίρετα, μεροληπτικά, ή με εξαναγκασμό του ατόμου. Η θέλησις ενός πείσμονος, αμαρτωλού ανθρώπου δεν είναι εκ φύσεως διατεθειμένη να υποταχθή στον Θεό. Αλλά ο Θεός μπορεί να πραγματοποιήση μια αλλαγή στη θέλησι του ατόμου. Αυτός γνωρίζει τι βρίσκεται στο βάθος της καρδιάς ενός ατόμου. Μπορεί τότε, όχι μόνο να τον κάνη ν’ ακούση για τον Χριστό και τον τρόπο σωτηρίας, αλλά και να κατανοήση τη διευθέτησι αυτή. Μπορεί ν’ ανοίξη οφθαλμούς τυφλών. Το ότι ο Θεός ελκύει άνδρες και γυναίκες να πιστεύσουν στον Χριστό στη διάρκεια αυτού του συστήματος πραγμάτων, αν και δεν θα μπορούσαν ποτέ αυτοί να το κάνουν μόνοι τους αυτό, σημαίνει ότι θέτει μέσα στην καρδιά τους γνώσι της εξοχότητος του Χριστού, του θαυμασίου πλεονεκτήματος να ενωθούν μ’ αυτόν.
10. Τι αποτέλεσμα έχει στο ειλικρινές άτομο το ότι ο Θεός το ελκύει;
10 Έπειτα, το άτομο, με τη σειρά του, επιθυμεί από καρδιάς, ν’ ακολουθήση τον Χριστό και να ενωθή μ’ αυτόν, ακριβώς όπως οι άνθρωποι, όταν διακρίνουν πραγματικά και κατανοήσουν την αγαθότητα ενός καλού ατόμου, επιθυμούν να το πλησιάσουν και να γίνουν φίλοι του. Ένα παράδειγμα της ενεργείας του Θεού καθώς ελκύει καρδιές βρίσκεται στον λαό του αρχαίου Ισραήλ στις ημέρες του Δαβίδ, γιου του Ιεσσαί. Ο Θεός είχε υποσχεθή στον Δαβίδ τη βασιλεία. Όταν ήλθε ο καιρός του Θεού να δώση στον Δαβίδ τη βασιλεία, ο Θεός είλκυσε τις καρδιές του λαού προς τον Δαβίδ, για να υπηρετούν εθελουσίως κάτω από την εξουσία του. (2 Σαμ. 2:4· 3:36· 5:1-3) Ο Θεός, λοιπόν, ελκύει τις καρδιές των ανθρώπων προς τον Χριστό.
ΠΡΕΠΕΙ Ν’ ΑΣΚΗΘΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΘΕΛΗΣΙΣ
11. Τι ρόλο παίζει η θέλησις του ατόμου στην προσέλευσί του στον Χριστό, και πώς αλλάζει η θέλησις των απληροφόρητων ανθρώπων;
11 Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η θέλησις του ατόμου δεν έχει καμμιά σχέσι με το ζήτημα. Μολονότι το άτομο μπορεί να μην έχη αρχικά την ενεργό θέλησι να προσέλθη στον Χριστό, αυτή η θέλησις μπορεί ν’ αλλάξη όταν το άτομο μάθη—όταν ανοιχθούν ‘οι οφθαλμοί της καρδίας του.’ (Εφεσ. 1:18, ΜΝΚ) Ο Ιησούς παρέθεσε από την προφητεία του Ησαΐα σχετικά μ’ εκείνους που γίνονται τέκνα της ουρανίας γυναικός του Θεού, της Σιών, στη διάρκεια αυτού του συστήματος πραγμάτων, και είπε: «Είναι γεγραμμένον εν τοις προφήταις· Και πάντες θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Θεού. Πας λοιπόν, όστις ακούση παρά του Πατρός και μάθη, έρχεται προς εμέ.» (Ιωάν. 6:45· Ησ. 54:1, 13) Το άτομο, βλέποντας και καταλαβαίνοντας, αλλάζει θέλησι. Αν δεν θελήση να το κάνη αυτό, δεν εξαναγκάζεται ν’ αλλάξη. Η κατανόησις επιφέρει πίστι, και η πίστις του ατόμου υποκινεί τον Θεό και τον Υιόν του να δεχθούν το άτομο αυτό, ακριβώς όπως ο Ιησούς είπε αργότερα στους ακολούθους του: «Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με· ο δε αγαπών με θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου, και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν. . . . Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει.»—Ιωάν. 19:21-23.
12. Πώς ο Χριστός, με τη σειρά του, φέρνει το άτομο πιο κοντά στο Θεό;
12 Επειδή ο Πατήρ ήταν πάντοτε αόρατος στους ανθρώπους, αποκαλύπτεται μέσω του Χριστού, διότι ο Ιησούς, όταν ήταν στη γη, απεκάλυψε τη θαυμάσια προσωπικότητα του Θεού, έτσι ώστε μπορούσε να πη: «Όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα.» (Ιωάν. 14:9) Εκείνοι που πιστεύουν, προσερχόμενοι στον Χριστό, μπορούν να γνωρίσουν τον Πατέρα περισσότερο και πιο στενά, καθώς ο Χριστός διανοίγει στις καρδιές τους το βάθος και την εξοχότητα των ιδιοτήτων του Θεού.
13. Τι γνώμη πρέπει να έχη κανείς για τον εαυτό του, για να πλησιάση ευπρόσδεκτα τον Θεό;
13 Το άτομο τώρα, με τη σειρά του, ποια είναι τα βήματα που πρέπει να κάνη για να πλησιάση τον Θεό και ν’ αποκτήση μια στενή σχέσι μαζί του; Πρέπει να έχη ένα αίσθημα ανάγκης, ένα αίσθημα ότι όλα τα πράγματα δεν είναι πλήρως ικανοποιητικά στη ζωή του. Πρέπει να διακρίνη ότι είναι ατελής, όχι αυτεπαρκής, αναγνωρίζοντας ότι είναι αμαρτωλός και αντιλαμβανόμενος τη ματαιότητα της καταστάσεώς του. Αν κανείς δεν έχη πλήρη κατανόησι της ενδεούς καταστάσεώς του, μια εξέτασις του Νόμου που δόθηκε από τον Θεό μέσω του Μωυσέως στον Ισραήλ θα τον πείση ότι είναι πλήρως αμαρτωλός. Ο σκοπός του Νόμου ήταν να καταδείξη ότι κανείς δεν είναι δίκαιος και να κατευθύνη επίσης τους ειλικρινείς, που ερευνούν, να διακρίνουν την ανάγκη ενός λυτρωτή.—Γαλ. 3:19, 24.
14. Ποια περαιτέρω βήματα απαιτούνται εκ μέρους του ατόμου που θέλει να έχη μια σχέσι με τον Θεό;
14 Εκείνος που έχει ορθή κατάστασι διανοίας, αισθανόμενος αυτή την ανάγκη, θα ερευνήση με ειλικρίνεια και προθυμία την Αγία Γραφή και θα μάθη τον θείο τρόπο ενεργείας μέσω του Χριστού. Όταν φθάση στο σημείο να κατανοήση την πλήρη έλλειψι σχέσεώς του με τον Θεό, θα έχη, επίσης, πεισθή για την πραγματική κακία της αμαρτίας και για όσα αυτή του έχει κάνει. Θα διακρίνη ότι είναι πραγματικά ένας εχθρός του Θεού. Τότε θα θελήση ν’ αλλάξη. (Ρωμ. 5:10) Συνεπώς, μετανοεί και ζητεί συγχώρησι. Επίσης, πρέπει ν’ αναγνωρίση ότι ο Θεός είναι εκείνος που τον προσελκύει και όχι η δική του ανώτερη ενόρασις ή αγαθωσύνη. Το άτομο διεπίστωσε ότι μπορεί να λάβη αυτή τη συγχώρησι με βάσι τη λυτρωτική θυσία του Χριστού. Αφού φθάση να γνωρίση και να εκτιμήση τον σκοπό του Θεού, εκφράζει την επιθυμία και την απόφασι να γίνη ένας πλήρως αφιερωμένος δούλος του Θεού, και δείχνει αυτή την πίστι και απόφασι ενώπιον των άλλων ζητώντας να κάνη το εν ύδατι βάπτισμα.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΤΑΣΙΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
15. Τι είναι η ‘αγαθή συνείδησις’ την οποία ζητεί το άτομο που βαπτίζεται;
15 Μ’ αυτό το βάπτισμα, το άτομο ζητεί από τον Θεό αγαθή συνείδησι. (1 Πέτρ. 3:21) ‘Αγαθή συνείδησις’ σημαίνει ότι το αίσθημα ενοχής για αμαρτήματα του παρελθόντος δεν βαρύνει πλέον τη συνείδησί του. Σημαίνει, επίσης, ότι αυτός έχει μια νέα σχέσι με τον Θεό και τον Χριστό ως φίλους του. (Ιωάν. 15:14, 15) Αυτό οφείλεται στο ότι η πίστις του στη θυσία του Χριστού του παραχωρεί συγχώρησι από τα περασμένα αμαρτήματά του, και κάτι περισσότερο απ’ αυτό.
16. Ποια καλή στάσι έχει τώρα ενώπιον του Θεού ένα τέτοιο άτομο, και πώς μπορεί να διατηρήση αυτή τη στάσι;
16 Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα: Η συγχώρησις από μια κοσμική εξουσία εξαλείφει τα περασμένα αδικήματα ενός κακοποιού. Αλλά ο κακοποιός βρίσκεται τότε στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Δεν έχει παρηγοριά ή διαβεβαίωσι ότι θα λάβη μελλοντική βοήθεια, ή ότι τα αδικήματα που μπορεί να διαπράξη στο μέλλον δεν θα προσαφθούν εναντίον του. Αλλά εκείνος που πιστεύει στον Χριστό γίνεται δεκτός από τον Θεό ως φίλος, ως άτομο με το οποίο ο Θεός εξακολουθεί να πολιτεύεται ως ένας στενός φίλος, και τώρα και στο μέλλον, ώσπου να γίνη τελικά το άτομο τέλειο. (1 Πέτρ. 5:10) Όσο διατηρεί την ίδια αυτή πίστι και πιστότητα, μπορεί να προσεύχεται για συγχώρησι των καθημερινών αμαρτημάτων του και να διατηρή τη στενή φιλία. Φυσικά, δεν πρέπει ‘να δεχθή την χάριν του Θεού ματαίως.’ (2 Κορ. 6:1) Δεν μπορεί ορθώς να νομίζη ότι μπορεί να λάβη ως κάτι δεδομένο αυτή τη στενή σχέσι και να εξακολουθή να διακρατή την αγαθή του στάσι ενώπιον του Θεού.
ΑΝΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
17. Όταν ο Θεός ελκύση ένα άτομο στον Χριστό, τι κάνει τότε ο Χριστός για το άτομο αυτό;
17 Όταν ο Θεός ελκύση ένα άτομο στον Ιησού Χριστό, ποια είναι η κατάστασίς του (ή της); Ο Ιησούς παραδέχθηκε ότι όλα τα άτομα ανήκουν στον Πατέρα και ότι εκείνοι, τους οποίους ελκύει ο Ιεχωβά, δίδονται στον Ιησού, ανατίθενται σ’ αυτόν για να τύχουν φροντίδας και για να επιτύχουν Χριστιανική ανάπτυξι. (Ιωάν. 17:9, 10) Ο Θεός είχε υποσχεθή μέσω του προφήτου Ησαΐα για τον Χριστό τα εξής: «Θέλει ιδεί τους καρπούς του πόνου της ψυχής αυτού και θέλει χορτασθή.» (Ησ. 53:11) Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, απέβλεπε στον Θεό για την καρποφορία του έργου του και της θυσίας του. Ο Ιησούς είπε, επίσης, ότι ο Θεός του έδωσε εξουσία επί πάσης σαρκός. (Ιωάν. 17:2) Ασκώντας αυτή την εξουσία μπορεί να προστατεύση εκείνους τους οποίους ο Θεός ελκύει προς αυτόν, προφυλάσσοντάς τους από ανόμους, κακούς εχθρούς της αληθείας. Γι’ αυτούς που του δίδονται, ο Ιησούς είπε: «Εγώ δίδω εις αυτά ζωήν αιώνιον, και δεν θέλουσιν απολεσθή εις τον αιώνα, και ουδείς θέλει αρπάσει αυτά εκ της χειρός μου. Ο Πατήρ μου, όστις μοι έδωκεν αυτά, είναι μεγαλήτερος πάντων, και ουδείς δύναται να αρπάση εκ της χειρός του Πατρός μου.» (Ιωάν. 10:28, 29) Επομένως, ούτε διωγμός, ούτε ασθένειες, ούτε δυσκολίες, ούτε εναντίωσις, ούτε οτιδήποτε άλλο, ούτε και ο θάνατος ακόμη δεν πρέπει να φοβίζουν τον Χριστιανό.—Ρωμ. 8:38, 39.
18. Ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα για το άτομο που ακολουθεί πιστά τον Καλό Ποιμένα;
18 Υπό την ηγεσία του Ιησού Χριστού, του Καλού Ποιμένος, όσοι τον ακολουθούν πιστά έχουν βεβαίωσι αιωνίου ζωής. Ο Ιησούς είπε: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.»—Ιωάν. 3:16.
19, 20. Ποια είναι, λοιπόν, η αξία μιας στενής σχέσεως με τον Θεό;
19 ‘Ζωή αιώνιος’! Κι αν πεθάνη ακόμη ένας άνθρωπος, η ελπίδα του δεν αφανίζεται. Διότι ο Ιησούς έδειξε πόσο μόνιμη και αδιάρρηκτη είναι η καλή σχέσις του Υιού μ’ εκείνους που του φέρνει ο Πατήρ του ως μέλη του ‘μικρού ποιμνίου’ των προβάτων του, όταν είπε: «Παν ό,τι μοι δίδει ο Πατήρ, προς εμέ θέλει ελθεί, και τον ερχόμενον προς εμέ δεν θέλω εκβάλει έξω.»—Λουκ. 12:31, 32· Ιωάν. 6:37.
20 Συνεπώς, κάτω από τη φροντίδα του Καλού Ποιμένος εκείνοι που έρχονται προς αυτόν μπορούν ν’ αναμένουν βοήθεια και καθοδηγία σε κάθε οδό της ζωής, με την ελπίδα της αιωνίου ζωής εν όψει. Τι θα ήταν, λοιπόν, καλύτερο από το ν’ αποκτήση κανείς μια καλή σχέσι με τον Θεό και τον Υιό του; Αλλά στις καθημερινές υποθέσεις της ζωής, πώς αυτή η καλή σχέσις αποδεικνύεται ότι είναι μια πραγματικότης—μια στενή, θερμή, ασφαλής σχέσις;