Η Θεοκρατική Οργάνωσις εν Μέσω Δημοκρατιών και Κομμουνισμού
«Ο δε Θεός πάσης χάριτος, όστις εκάλεσεν ημάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν δια του Χριστού Ιησού, αφού πάθητε ολίγον, αυτός να σας τελειοποιήση, στηρίξη, ενισχύση, θεμελιώση, εις αυτόν είη η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.»—1 Πέτρ. 5:10,11.
1, 2. (α) Είναι η λέξις Θεοκρατία μια νέα λέξις για την εποχή μας; (β) Ποιος επενόησε αυτή τη λέξι, και πώς την εξήγησε;
ΙΣΩΣ να είναι μια νέα λέξις για πολλούς αναγνώστας—αυτή η λέξις Θεοκρατία, αλλά είναι ηλικίας τουλάχιστον χιλίων εννεακοσίων ετών. Ναι, την χρησιμοποιούσαν τον πρώτο αιώνα μ.Χ., και την εποχή εκείνη φαινόταν μια παράξενη λέξις.
2 Την επενόησε ένας ιστορικός, ο Φλάβιος Ιώσηπος από την Ιερουσαλήμ. Για ν’ απαντήσει στις κατηγορίες που εστρέφοντο εναντίον του λαού του, ο Ιώσηπος έγραψε το έργο του, σε δύο τόμους, με τον τίτλο «Κατ’ Απίωνος.» Στον δεύτερο τόμο, παράγραφος 45, αναφέρεται στον «Μωυσή, τον έξοχο νομοθέτη μας,» και στην παράγραφο 52 εισάγει τη νέα λέξι, με τα εξής λόγια γραμμένα στην Ελληνική: «Διάφορα έθνη έχουν τις διάφορες μορφές της κυβερνήσεώς των, καθώς και την ποικιλία των νόμων των. Μερικές κυβερνήσεις στηρίζονται σ’ ένα μόνο άτομο, άλλες στο λαό. Ο δικός μας νομοθέτης δεν είχε εκτίμησι σε καμμιά απ’ αυτές τις μορφές, αλλά εγκαθίδρυσε μια κυβέρνησι, η οποία, με μια κατ’ εξαίρεσιν έκφρασι, μπορεί να ονομασθή Θεοκρατία, ή Αγία Κοινοπολιτεία, αποδίδοντας όλη την εξουσία και τη δύναμι στον Θεό, και πείθοντας το λαό ν’ αποβλέπη σ’ αυτόν ως την πηγή όλων των καλών πραγμάτων που απελάμβανε από κοινού όλο το ανθρώπινο γένος, ή κάθε άτομο ιδιαιτέρως. Σ’ αυτόν μας κατευθύνει να προστρέχωμε για βοήθεια στις βλέψεις μας, διότι ακούει τις προσευχές μας, και ερευνά τα μυστικά της καρδιάς μας. Εντυπώνει τη γνώσι του ενός Θεού, του μη δημιουργηθέντος, του αναλλοιώτου και αιωνίου Όντος, του αιωνίου ενδόξου και απείρου, περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να τον γνωρίσουμε από τα έργα του.»a
3, 4. (α) Σε ποια κυβέρνησι εφήρμοσε ο Ιώσηπος τον όρο Θεοκρατία; (β) Πού εφήρμοσε σ’ αυτόν τον εικοστό αιώνα αυτόν τον όρο το περιοδικό η «Σκοπιά,» και με ποια λόγια;
3 Ώστε η λέξις Θεοκρατία επινοήθηκε για να σημάνη «εξουσία Θεού,» μια κυβέρνησι με τον Ύψιστο Θεό ως Άρχοντα, σε αντίθεσι με μια κυβέρνησι η οποία «στηρίζεται σ’ ένα μόνο άτομο» (αυτοκρατορία) και μια κυβέρνησι η οποία στηρίζεται «στο λαό» (δημοκρατία) και μια κυβέρνησι η οποία στηρίζεται στους πλουσίους (πλουτοκρατία) και μια κυβέρνησι η οποία στηρίζεται σε πολλά γραφεία (γραφειοκρατία). Ο ιστορικός Ιώσηπος έκαμε εφαρμογή του όρου Θεοκρατία στην κυβέρνησι η οποία είχε εγκαθιδρυθή από το νομοθέτη Μωυσή κατ’ εντολήν του Θεού, ο οποίος είχε πει στο Μωυσή ότι το όνομά του ήταν Ιεχωβά (ή Γιαχβέ). Αλλά σ’ αυτόν τον εικοστό αιώνα μας ο όρος Θεοκρατία χρησιμοποιήθηκε σχετικά με την αληθινή Χριστιανική εκκλησία, σ’ αυτή την εποχή που οι πολιτικές δημοκρατίες έχουν πληθύνει και ο πολιτικός κομμουνισμός έχει εγκαθιδρυθή δια της βίας σε πολλές χώρες. Συνεπώς, η Χριστιανική εκκλησία είναι μια θεοκρατική οργάνωσις, που κυβερνάται από τον Θεό, τον μεγάλο Θεοκράτη Ιεχωβά. Σε πλήρη αναγνώρισι τούτου το τεύχος του περιοδικού Η Σκοπιά της 1ης Ιουνίου 1938 έγραφε στη σελίδα 163 παράγραφος 1, τα εξής:
4 «Η οργάνωσις του Ιεχωβά δεν είναι με κανένα τρόπο δημοκρατική. Ο Ιεχωβά είναι υπέρτατος, και η κυβέρνησις ή οργάνωσίς του είναι αυστηρώς θεοκρατική. Αυτό το συμπέρασμα δεν επιδέχεται αντίρρησι.»
5. Μολονότι ο Ιώσηπος εφήρμοσε τον όρο Θεοκρατία όπως τον εφήρμοσε, τι οφείλομε να πούμε όσον αφορά το αν η κυβέρνησις που εγκαθίδρυσε το Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ είναι Θεοκρατία;
5 Ο ιστορικός Ιώσηπος παρέστη μάρτυς της καταστροφής της Ιερουσαλήμ από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 70 μ.Χ. Έκαμε εφαρμογή του όρου Θεοκρατία στην εθνική Ιουδαϊκή οργάνωσι, η οποία υπήρχε πριν από εκείνη την τρομερή συμφορά. Στη σημερινή εποχή, από τον καιρό του πολέμου των έξη ημερών το 1967, οι Ιουδαίοι έχουν στην κατοχή τους όλον εκείνον τον χώρο που ονομάζεται σήμερα Ιερουσαλήμ, κι έχουν εγκαταστήσει εκεί την εθνική τους πρωτεύουσα. Αλλά μπορούμε να θεωρούμε την κυβέρνησι, που έχουν εγκαταστήσει στην αρχαία πατρίδα τους, ως διάδοχο της Θεοκρατίας που είχε εγκαθιδρύσει ο Μωυσής το έτος 1513 π.Χ.; Είναι καθόλου θεοκρατία η εθνική κυβέρνησις που λειτουργεί τώρα με την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά της; Πώς μπορούσε να είναι θεοκρατία εφόσον ονομάζεται «δημοκρατία» και έχει ένα πρόεδρο που εξελέγη με δημοκρατικό τρόπο, και από το 1949 είναι μέλος της οργανώσεως των Εθνών για παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια, δηλαδή, των Ηνωμένων Εθνών; Ούτε ακόμη και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας του Ισραήλ και τα μέλη του εθνικού Κοινοβουλίου, του Κνέσσετ, δεν θα ισχυρισθούν ότι η κυβέρνησίς των είναι θεοκρατία, μια θεοκρατική οργάνωσις. Μέσα στις τάξεις των Ισραηλινών πολιτικών υπάρχει μεγάλη διαμάχη για το αν πρέπη να προσκολλώνται αυστηρά στο Νόμο του Μωυσέως ή όχι. Τι συνέβη; Το εξής:
6. Τι έπαυσε να είναι το Ιουδαϊκό έθνος τον πρώτον αιώνα μετά Χριστόν, και ποια κραυγή ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτου το αποδεικνύει αυτό;
6 Στον πρώτο αιώνα μ.Χ. το Ιουδαϊκό έθνος έπαυσε να είναι θεοκρατική οργάνωσις. Αυτό συνέβη μάλιστα προ της καταστροφής της Ιερουσαλήμ το έτος 70. Ιστορικώς καταγεγραμμένα γεγονότα επιβεβαιώνουν το αξιοσημείωτο αυτό συμβάν. Την ημέρα του Πάσχα του έτους 33, όταν το ογκούμενο πλήθος είχε συναθροισθή προ του Ρωμαίου Κυβερνήτου Ποντίου Πιλάτου και εκραύγαζε να απολυθή ο κακούργος Βαραββάς αντί του ανθρώπου τον οποίον προσωπικώς ήθελε ο Πιλάτος ν’ απολύση ως αθώον, τι εκραύγαζε εκείνο το πλήθος εκεί στην Ιερουσαλήμ; Αυτό: «Εάν τούτον απολύσης δεν είσαι φίλος του Καίσαρος· πας όστις κάμνει εαυτόν βασιλέα, αντιλέγει εις τον Καίσαρα. . . Δεν έχομεν βασιλέα, ειμή Καίσαρα.» (Ιωάν. 19:12-15) Αυτές οι φωνές πρόβαλλαν σε χτυπητή αντίθεσι προς όσα ο αρχαίος προφήτης των Ησαΐας είχε πει προ πολλού: «Ο Ιεχωβά είναι ο Κριτής ημών, ο Ιεχωβά είναι ο Νομοθέτης ημών, ο Ιεχωβά είναι ο Βασιλεύς ημών.»—Ησ. 33:22, ΜΝΚ.
7, 8. Αργότερα, ποιος προήδρευσε σε μια συνεδρίασι στην αίθουσα του Σάνχεδριν, και πώς οι άνδρες που εδικάζοντο απήντησαν στην κατηγορία του;
7 Ύστερα από δυο μήνες και πλέον μια άλλη σκηνή είχε παιχθή στην ίδια εκείνη Ιερουσαλήμ. Ήταν στην αίθουσα του εθνικού δικαστηρίου που ωνομάζετο Σάνχεδριν, και απετελείτο από εβδομήντα ένα μέλη. Ο αρχιερεύς προήδρευε σ’ αυτή την ιδιαίτερη δίκη, και δώδεκα γηγενείς Ιουδαίοι επρόκειτο να δικασθούν, επειδή εδίδασκαν ωρισμένες θρησκευτικές διδασκαλίες που προσέβαλλαν το Σάνχεδριν ή Ανώτατο Δικαστήριο. Γι’ αυτό διαβάζομε:
8 «Και αφού έφεραν αυτούς, έστησαν εν τω συνεδρίω· και ερώτησεν αυτούς ο αρχιερεύς, λέγων, Δεν σας παρηγγείλαμεν ρητώς να μη διδάσκητε εν τω ονόματι τούτω; και ιδού, εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ από της διδαχής σας και θέλετε να φέρητε εφ’ ημάς το αίμα του ανθρώπου τούτου. Αποκριθείς δε ο Πέτρος και οι απόστολοι, είπον, ‘Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους. Ο Θεός των πατέρων ημών ανέστησε τον Ιησούν, τον οποίον σεις εθανατώσατε κρεμάσαντες επί ξύλου. Τούτον ο Θεός ύψωσε δια της δεξιάς αυτού αρχηγόν και σωτήρα, δια να δώση μετάνοιαν εις τον Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών. Και ημείς είμεθα μάρτυρες αυτού περί των λόγων τούτων, και το Πνεύμα το άγιον, το οποίον έδωκεν ο Θεός εις τους πειθαρχούντας εις αυτόν.’»—Πράξ. 5:27-32.
9. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που εδόθη έτσι, σε ποιους έπρεπε ν’ αναζητηθή η Θεοκρατία του Ιεχωβά τότε;
9 Αυτή η μαρτυρία σ’ αυτή τη δίκη απεκάλυψε ποιοι ήσαν εκείνοι που ενεργώντας θεοκρατικά, ανεγνώριζαν τον Θεόν ως άρχοντα ή ως Θεοκράτην. Σύμφωνα με τη μαρτυρία εκείνη, με ποιον ήταν η θεοκρατική οργάνωσις—με το Σάνχεδριν, τους εκπροσώπους του Ιουδαϊκού έθνους, ή μ’ εκείνους τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού, του οποίου τη θανάτωσι αυτό το Συνέδριο είχε προσφάτως επιτύχει; Χωρίς καμμιά αμφισβήτησι, η θεοκρατία του Ιεχωβά ήταν μ’ εκείνους τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού Χριστού.
10, 11. (α) Με ποια ισχυρή απόδειξι απεδείχθη την ημέρα της Πεντηκοστής ότι η θεοκρατία είχε παύσει να είναι με το Ιουδαϊκό έθνος; (β) Πώς έγινε υπαινιγμός της μη θεοκρατικής διαγωγής του Ιουδαϊκού Σάνχεδριν από τη συμβουλή του Γαμαλιήλ σ’ αυτούς;
10 Το γεγονός ότι η Θεία Θεοκρατία είχε παύσει να είναι με το έθνος Ισραήλ και τώρα ήταν με αυτούς τους δώδεκα αποστόλους και άλλους μαθητάς του Ιησού Χριστού είχε βεβαιωθή με μια ισχυρή απόδειξι. Με ποια απόδειξι; Αυτήν, ότι ο Θεός είχε εκχύσει το άγιο πνεύμα του σ’ αυτούς τους μαθητάς του Χριστού, οι οποίοι ανεγνώριζαν τον Θεόν ως άρχοντα μάλλον παρά σε ανθρώπους που εναντιώνονταν στον Θεό ως άρχοντα. Με τη βοήθεια αυτού του εκχυθέντος πνεύματος ο Πέτρος και οι άλλοι ένδεκα απόστολοι έδωκαν τη θαρραλέα των μαρτυρία στο Ιουδαϊκό Σάνχεδριν. Μερικές ημέρες νωρίτερα, κατά την εορταστική ημέρα της Πεντηκοστής, ο Θεός εξέχυσεν αυτό το πνεύμα επάνω τους προς εκπλήρωσιν της προφητείας του Ιωήλ 2:28,29. Η προφητεία αυτή παρετέθη από τον απόστολο Πέτρο εκείνη την ημέρα, όταν εξήγησε στις χιλιάδες των Ιουδαίων εορταστών της Πεντηκοστής το θαύμα που είχε μόλις συμβή. Ήταν σ’ εκείνη την ευκαιρία που ο Πέτρος είπε στους ερωτώντας Ιουδαίους: «Βεβαίως λοιπόν ας εξεύρη πας ο οίκος του Ισραήλ ότι ο Θεός Κύριον και Χριστόν έκαμεν αυτόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε.» (Πράξ. 2:14-36) Ότι το Ιουδαϊκόν έθνος δεν ενεργούσε πλέον θεοκρατικά, ο Ιουδαίος διδάσκαλος του Νόμου ονόματι Γαμαλιήλ υπαινίχθηκε, όταν είπε στο Σάνχεδριν, αναφερόμενος στους δώδεκα αποστόλους, από του βήματος μαρτυρίας ενώπιόν των:
11 «Άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε εις εαυτούς περί των ανθρώπων τούτων, τι μέλλετε να πράξητε. . . Σας λέγω, απέχετε από των ανθρώπων τούτων, και αφήσατε αυτούς· διότι εάν η βουλή αύτη ή το έργον τούτο είναι εξ ανθρώπων, θέλει ματαιωθή· εάν όμως είναι εκ Θεού, δεν δύνασθε να ματαιώσητε αυτό, και προσέχετε μήπως ευρεθήτε και θεομάχοι.»—Πράξ. 5:34-39.
12. Αργότερα, τι απέδειξε ότι «η βουλή αυτή ή το έργον τούτο,» όπως το ωνόμασε ο Γαμαλιήλ, ήταν «εκ Θεού,» και επομένως ποια μεταβίβασις είχε ήδη λάβει χώραν;
12 Εκείνο που αυτός ο Ιουδαίος Φαρισαίος Γαμαλιήλ ωνόμασε «η βουλή αύτη ή το έργον τούτο» απεδείχθη ότι ήταν «εκ Θεού,» επειδή το Σάνχεδριν και όλος ο Ιουδαϊκός λαός, εντός και εκτός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήσαν ανίκανοι να το ανατρέψουν, ακόμη κι αν εδίωξαν τους κεχρισμένους με το πνεύμα ακολούθους του Ιησού Χριστού. Αλλά το έτος 70 μ.Χ. η Ιουδαϊκή πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ κατεστράφη και το εθνικό Ιουδαϊκό Σάνχεδριν ετέθη εκτός λειτουργίας. Και τα τρία έτη αργότερα το 73 μ.Χ. το τελευταίο Ιουδαϊκό οχυρό στην επαρχία της Ιουδαίας, δηλαδή, η Μασάδα, στη δυτική πλευρά της Νεκράς Θαλάσσης, έπεσε στις Ρωμαϊκές λεγεώνες. Αλλά πριν γίνουν όλ’ αυτά, οι πιστοί Ιουδαίοι Χριστιανοί είχαν φύγει από την Ιερουσαλήμ και όλα τα άλλα μέρη της επαρχίας της Ιουδαίας, επειδή ο Ιησούς Χριστός τους είχε πη να κάμουν έτσι, όταν προφητικά τους περιέγραφε την ερχομένη καταστροφή της Ιερουσαλήμ. (Ματθ. 24:15-22· Μάρκ. 13:14-20· Λουκ. 21:20-24) Είναι λοιπόν πολύ φανερό ότι η θεοκρατία του Ιεχωβά είχε μεταβιβασθή από το έθνος του φυσικού περιτετμημένου Ισραήλ στην πλήρη πνεύματος οργάνωσι των μαθητών του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Έως τη σημερινή ημέρα, αυτοί κηρύττουν τη Βασιλεία του Θεού και δεν κηρύττουν τη Δημοκρατία του Ισραήλ ή οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη κυβέρνησι.
ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟ ΑΙΩΝΑ Μ.Χ.
13. Οφείλομε να εξετάσωμε αν οι αφιερωμένοι αναγνώσται του περιοδικού «Η Σκοπιά» είναι προσκολλημένοι που; και γιατί αυτό;
13 Το περιοδικό Η Σκοπιά εκάλεσε και επανειλημμένως καλεί την προσοχή των ανθρώπων στη Θεοκρατική οργάνωσι και, για να είμεθα συνεπείς, θα έπρεπε να εξετάσωμε για να ιδούμε αν οι αφιερωμένοι και βαπτισμένοι Χριστιανοί αναγνώσται αυτού του περιοδικού προσκολλώνται στη θεοκρατική οργάνωσι ή όχι.
14. Οι απόστολοι εγνώριζαν ότι ο προχριστιανικός Ισραήλ ήταν συγκροτημένος με ποιο είδος διακυβερνήσεως, και πώς απεδείχθη αυτό από εκείνους στους οποίους ο Μωυσής παρουσιάσθηκε όταν επέστρεψε στην Αίγυπτο;
14 Αναμφιβόλως, είναι ανάγκη να στραφούμε πίσω στον πρώτο αιώνα, στις ημέρες των αποστόλων του Χριστού για να ιδούμε πώς ήταν οικοδομημένη η θεοκρατική οργάνωσις. Οι απόστολοι ήσαν όλοι φυσικοί περιτετμημένοι Ιουδαίοι ή Ισραηλίται, το ίδιο καθώς υπήρξε και ο Ιησούς Χριστός. Ήσαν καλώς ενήμεροι του γεγονότος ότι η προχριστιανική συγκρότησις του θεοκρατικού έθνους Ισραήλ είχε μερικούς διωρισμένους αξιωματούχους ή διοικητάς. Αυτοί εγνώριζαν ότι όταν ο Ιεχωβά απέστειλε τον Μωυσή στην Αίγυπτο για να ελευθερώση τον υποδουλωμένο λαό Του, είπε στον Μωυσή: «Ύπαγε και σύναξον τους πρεσβυτέρους (ζεκενίμ, Εβραϊστί) του Ισραήλ, και είπε προς αυτούς, Ιεχωβά ο Θεός των πατέρων σας,. . . εφάνη εις εμέ.» (Έξοδ. 3:16, ΜΝΚ) Εκείνοι «οι πρεσβύτεροι» δεν ήσαν μόνον άνδρες προχωρημένης ηλικίας, αλλά ανήκαν στην τάξι «των πρεσβυτέρων,» πιθανώς επειδή ήσαν σ’ εκείνη την περίπτωσι αντιπρόσωποι ολοκλήρου του οίκου Ισραήλ.
15. Πώς εθεωρούντο οι εβδομήντα άνδρες τους οποίους ο Μωυσής παρέλαβε μαζί του στο Όρος Σινά, και πώς αποδεικνύεται αυτό;
15 Μήνες αργότερα, όταν ο προφήτης Μωυσής εμεσίτευσε στη διαθήκη του Νόμου μεταξύ του Θεού και του έθνους Ισραήλ, ο Θεός είπε στον Μωυσή στο Όρος Σινά: «Ανάβηθι προς τον Ιεχωβά, συ και Ααρών, Ναδάβ και Αβιούδ, και εβδομήκοντα εκ των πρεσβυτέρων (ζεκενίμ)του Ισραήλ.» Ότι αυτοί οι εβδομήντα «πρεσβύτεροι» ήσαν αντιπρόσωποι του έθνους είναι σαφές από την Έξοδο 24:11, ΜΝΚ που μας λέγει: «Και (ο Ιεχωβά) επί τους διακεκριμένους των υιών Ισραήλ δεν έβαλε την χείρα αυτού· και έλαβον όρασιν του αληθινού Θεού, και έφαγον και έπιον.» Αυτοί λοιπόν ήσαν «διακεκριμένοι άνδρες,» και όχι απλώς άνδρες προχωρημένης ηλικίας. (Έξοδ. 24:1,14) Εθεωρούντο ως «πρεσβύτεροι.»
16. Με ποιους ταυτίσθηκαν οι εβδομήντα άνδρες επάνω στους οποίους ο Ιεχωβά έθεσε μέρος του πνεύματος που ήταν επάνω στον Μωυσή;
16 Αργότερα, όταν ο Ιεχωβά επρόκειτο να δώση μερίδα του πνεύματος που είχε ο Μωυσής και σε εβδομήντα άλλους Ισραηλίτες, είπε στον Μωυσή: «Σύναξον εις εμέ εβδομήκοντα άνδρας εκ των πρεσβυτέρων (ζεκενίμ) του Ισραήλ, τους οποίους γνωρίζεις ότι είναι πρεσβύτεροι του λαού, και άρχοντες αυτών· και φέρε αυτούς εις την σκηνήν του μαρτυρίου, όπου θέλουσι σταθή μετά σου.» Αφού η διαταγή αυτή εξετελέσθη, ο Ιεχωβά έλαβε από το πνεύμα που ήταν στον Μωυσή και «επέθηκεν επί τους εβδομήκοντα άνδρας τους πρεσβυτέρους,» και «άρχισαν να ενεργούν ως προφήται.» (Αριθμ. 11:16-25, ΜΝΚ) Εκείνοι οι εβδομήκοντα άνδρες ταυτίζονταν με τους «άρχοντας,» ή, πιθανώς, ως «πρεσβύτεροι» και αυτοί οι ίδιοι ήσαν ειδικοί άρχοντες του λαού.
17. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιεχωβά στον Μωυσή, τι επρόκειτο να έχουν οι πόλεις του Ισραήλ, και πώς είχε αποδειχθή αυτό αληθινό ακόμη και στην εποχή του Ιησού;
17 Σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιεχωβά προς τον Μωυσή, όταν οι Ισραηλίται εισήλθαν στη Γη της Επαγγελίας οι πόλεις των έπρεπε να έχουν «πρεσβυτέρους,» όπως απεκαλούντο. (Δευτ. 19:12· 21:2-20· 22:15-18· 25:7-9) Η Βιβλική ιστορία δείχνει ότι αυτό αλήθευε σε όλες τις πόλεις μεγάλες και μικρές στη γη του Ισραήλ. (Κριτ. 8:14-16· 1 Βασ. 21:8-11· Έσδρα 10:14) Αυτό αλήθευε ακόμη και στις ημέρες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων του. Όταν άρχισε να τους λέγη για τον επερχόμενο βίαιο θάνατό του, τους είπε ότι «πρέπει να υπάγη εις Ιεροσόλυμα και να πάθη πολλά από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων και να θανατωθή. (Ματθ. 16:21) Αυτοί δεν ήσαν μόνον άνδρες προχωρημένης ηλικίας, αλλά εθεωρούντο επισήμως ως «πρεσβύτεροι.» Αυτοί οι άνδρες συνεργάσθηκαν με τους αρχιερείς και με τους γραμματείς στη σύλληψι και τη δίκη του Ιησού. (Ματθ. 26:47 έως 27:41) Αυτοί «οι πρεσβύτεροι» ενώθηκαν με τους αρχιερείς στη δωροδοκία των ανθρώπων που φρουρούσαν στον τάφο του Ιησού για να πουν ότι δεν είχε αναστηθή, αλλά το σώμα του είχε κλαπή από τους μαθητάς του.—Ματθ. 28:12.
18. (α) Όπως συνέβη και με τον Ιησού στα χέρια ποιων επρόκειτο να υποφέρουν οι απόστολοί του; (β) Με ποια έννοια ήσαν αυτοί «πρεσβύτεροι,» και τι ήταν ανάγκη να έχουν στις συναθροίσεις των, και για πόσον καιρό;
18 Όπως ο Ιησούς Χριστός, έτσι και οι απόστολοί του έπρεπε να υποφέρουν στα χέρια των «πρεσβυτέρων» που ήσαν ενωμένοι με τους αρχιερείς. Όταν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης αφέθηκαν ελεύθεροι κατόπιν φυλακίσεως και δίκης, τότε, όπως λέγει η αφήγησις, «ήλθαν προς τους οικείους, και απήγγειλαν όσα είπαν προς αυτούς οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι.» (Πράξ. 4:5-23) Όλο αυτό χρησιμεύει για να δείξη ότι αυτοί οι συνεργάται των αρχιερέων ήσαν επισήμως «πρεσβύτεροι.» Οι πόλεις του αρχαίου Ισραήλ δεν είχαν αυτούς που σήμερα καλούνται «δήμαρχοι,» αλλά είχαν το συμβούλιο των «πρεσβυτέρων.» Ένα τέτοιο συμβούλιο θα έπρεπε να έχη έναν εισηγητή ή προϊστάμενον και ενδεχομένως η προεδρία ανελαμβάνετο εκ περιτροπής, με το να έχη κάθε μέλος τη σειρά του για μια περίοδο. Δεν δείχνεται πώς εγίνοντο εκείνοι που είχαν τα προσόντα «πρεσβύτεροι.»
19. (α) Επομένως ποιο ερώτημα εγείρεται όσον αφορά την νέα θεοκρατία του Θεού από την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ.; (β) Ποια υπόδειξις έχει γίνει όσον αφορά τους πρεσβυτέρους, και ποια ερωτήματα εγείρει αυτή η υπόδειξις;
19 Όταν ο φυσικός περιτετμημένος Ισραήλ έπαυσε να είναι θεοκρατία και ο Ιεχωβά εγκατέστησε τη θεοκρατία του στην εκκλησία ή στη συνάθροισι των μαθητών του Υιού του από την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. και έπειτα, μήπως αυτή η νέα θεοκρατική οργάνωσις είχε, επίσης, επισήμως «πρεσβυτέρους»; Έχει υποδειχθή ότι, όσον αφορά τη Χριστιανική εκκλησία, «όλοι οι κεχρισμένοι του Θεού είναι πρεσβύτεροι.»b Η εφαρμογή αυτή περιλαμβάνει ακόμη και τις γυναίκες οι οποίες, λόγω της αφιερώσεώς των στον Θεό που ακολουθήθηκε από το εν ύδατι βάπτισμα και την αποκύησι από το πνεύμα του Θεού, εχρίσθησαν με το πνεύμα του. Αλλά τι δείχνουν πραγματικά τα χαρακτηριστικά της Χριστιανικής θεοκρατικής οργανώσεως στον πρώτο αιώνα; Μήπως δείχνουν ότι δεν επρόκειτο να εγκατασταθούν ως «πρεσβύτεροι» επισήμως στη Χριστιανική εκκλησία αφιερωμένοι, βαπτισμένοι άνδρες; Ας ιδούμε.
20. (α) Σύμφωνα με την παραπομπή των εδαφίων Ιωήλ 2:28,29 από τον Πέτρο τι είδους άνδρες θα υπήρχαν στη Χριστιανική εκκλησία; (β) Σύμφωνα με τη λέξι που χρησιμοποιείται στο εδάφιο Ιωήλ 2:28, γιατί αυτοί μπορούσαν να είναι επίσημοι πρεσβύτεροι ή απλώς μόνον «ηλικιωμένοι άνδρες»;
20 Η παράθεσις από τον απόστολο Πέτρο της περικοπής Ιωήλ 2:28,29 κατά την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ. έδειξε ότι έπρεπε να υπάρχουν «πρεσβύτεροι» στη Χριστιανική εκκλησία, οι οποίοι άνδρες θα «ενυπνιάζοντο ενύπνια.» Αλλά όταν αυτή η προφητεία αποδίδεται στην Ελληνική, η Μετάφρασις των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί την Ελληνική λέξι πρεσβύτερος, που πραγματικά σημαίνει και στην Αγγλική, «πρεσβύτερος.» Αυτό συμβαίνει επειδή η Εβραϊκή λέξις (ζα.κέν) που χρησιμοποιείται εις Ιωήλ 2:28 είναι η λέξις που τακτικά εφαρμόζεται σε «πρεσβυτέρους» όπως ήσαν εκείνοι οι πρεσβύτεροι των πόλεων και ούτω καθεξής. Η Εβραϊκή λέξις, εν τούτοις, μπορεί επίσης να σημαίνη απλώς ηλικιωμένα άτομα, όπως ήσαν ο Αβραάμ και η Σάρα. (Γέν. 18:11· 25:8) Όπως κι αν είναι, αυτοί οι πρεσβύτεροι που αναφέρονται στον Ιωήλ 2:28 και στις Πράξ. 2:17 ήσαν μέρος της ‘πάσης σαρκός’ στην οποία ο Ιεχωβά θα εξέχεε το πνεύμα του «εν ταις εσχάταις ημέραις.» Αυτοί μπορούσαν να είναι επίσημοι «πρεσβύτεροι» ή απλώς μόνον «ηλικιωμένοι άνδρες.»
21. (α) Σε ποιους συγκεκριμένα είχε αποσταλεί βοήθεια από την Αντιόχεια στην Ιερουσαλήμ, και τι δείχνει αυτό σχετικά με την πρώτη εκκλησία; (β) Τι είναι ένας «πρεσβύτερος»;
21 Υπήρχαν, όμως, επίσημοι «πρεσβύτεροι» (ηλικιωμένοι άνδρες) στην αρχέγονο Χριστιανική εκκλησία; Για να ικανοποιηθούμε σ’ αυτό το σημείο ας δούμε στις Πράξεις 11:30. Ο Χριστιανός προφήτης Άγαβος είχε προείπει ότι «έμελλε να γίνη μεγάλη πείνα καθ’ όλην την οικουμένην,» η οποία πείνα ιστορικώς έλαβε χώραν στη βασιλεία του Αυτοκράτορος Κλαυδίου. Έτσι οι μαθηταί του Χριστού στην Αντιόχεια της Συρίας απεφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους απόρους Χριστιανούς αδελφούς των της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας. Τώρα, αυτοί που έκαμαν συνεισφορές σε ποιους έστειλαν τη βοήθεια (διακονίαν—Κείμενον); Η αφήγησις λέγει: «Το οποίον και έκαμον, αποστείλαντες αυτήν προς τους πρεσβυτέρους δια χειρός Βαρνάβα και Σαύλου. (Πράξ. 11:27-30) Έτσι αυτοί οι «πρεσβύτεροι,» (ηλικιωμένοι άνδρες) ήσαν οι άμεσοι παραλήπται και αυτοί οι επίσημοι εφρόντισαν όπως η περίθαλψις διανεμηθή στις εκκλησίες της Ιουδαίας. Το Τρίτο Διεθνές Λεξικό του Ουέμπστερ προσδίδει τον «πρεσβύτερον» σαν ένα επίσημο στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία εξουσιοδοτημένον με το έργον όπως ηγείται ως επίσκοπος συνήθως σε μια τοπική εκκλησία.» Από τις Άγιες Γραφές μπορούμε να ιδούμε αν αυτός είναι ένας ορθός ορισμός ή όχι.
ΚΥΒΕΡΝΩΝ ΣΩΜΑ—ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΑΠΕΤΕΛΕΙΤΟ;
22. Σε ποιους υπέβαλε η εκκλησία της Αντιόχειας το ερώτημα σχετικά με την περιτομή, ποιοι εδέχθησαν τους αντιπροσώπους της και κατόπιν ποιοι συνήλθαν για να εξετάσουν αυτό το ζήτημα;
22 Όταν το ζήτημα της περιτομής των μη Ιουδαίων προσηλύτων στη Χριστιανοσύνη έγινε ένα οξύ ζήτημα στην Αντιόχεια της Συρίας, σε ποιους η εκεί εκκλησία έστειλε για να τακτοποιήση το ζήτημα; «Προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ, περί του ζητήματος τούτου.» Όταν ήλθαν στην Ιερουσαλήμ ο Παύλος και ο Βαρνάβας και άλλοι από την Αντιόχεια από ποιους έγιναν δεκτοί; «Υπό της εκκλησίας και των αποστόλων και των πρεσβυτέρων.» Σ’ αυτή την αφήγησι παρατηρούμε ότι οι «πρεσβύτεροι» καθώς και οι απόστολοι ξεχωρίζουν από την εκκλησία. Όχι ολόκληρη η εκκλησία της Ιερουσαλήμ, αλλά «συνήχθησαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι δια να σκεφθώσι περί του πράγματος τούτου.»—Πράξ. 15:2,4,6.
23. Με ποιους εφάνη εύλογο να αποσταλή από την Ιερουσαλήμ η απόφασις στην Ιερουσαλήμ, και ποιοι υπέγραψαν ως εκδόται της αποφάσεως;
23 Αφού πήραν την απόφασι να μη περιτέμνωνται οι προσήλυτοι Εθνικοί, τότε, όπως λέγει η αφήγησις, «εφάνη εύλογον εις τους αποστόλους και εις τους πρεσβυτέρους μεθ’ όλης της εκκλησίας, να εκλέξωσιν εξ αυτών άνδρας, και να πέμψωσιν εις Αντιόχειαν μετά του Παύλου και Βαρνάβα, Ιούδαν τον επονομαζόμενον Βαρσαβάν, και Σίλαν, άνδρας προεστώτας μεταξύ των αδελφών· και έγραψαν δια χειρός αυτών ταύτα, Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί, προς τους εξ εθνών αδελφούς τους κατά την Αντιόχειαν και Συρίαν και Κιλικίαν, χαίρειν.»—Πράξ. 15:22,23.
24. Ποιοι είναι μερικοί απ’ αυτούς τους «πρεσβυτέρους» και ως τι ενήργησαν οι αποστολικοί πρεσβύτεροι, και ποιος προήδρευε στις συναθροίσεις;
24 Τοιουτοτρόπως φαίνεται ότι οι απόστολοι και αυτοί οι συνεργαζόμενοι «πρεσβύτεροι» ενήργησαν ως κυβερνών σώμα για όλες τις Χριστιανικές εκκλησίες σε όλη τη γη, αλλά είχαν την υποστήριξι της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Μεταξύ των «πρεσβυτέρων» εκείνων ήσαν ο Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού Χριστού, και ο Ιούδας (Βαρσαβάς) και ο Σίλας (Σιλουανός). (2 Κορ. 1:19· 1 Θεσ. 1:1· 2 Θεσ. 1:1· 1 Πέτρ. 5:12) Υπονοείται συνήθως ότι σ’ αυτή τη συνάθροισι του κυβερνώντος σώματος στην Ιερουσαλήμ αυτός ο γηραιότερος άνδρας (πρεσβύτερος ή ηλικιωμένος) που ωνομάζετο Ιάκωβος, ο υιός της Μαρίας, ενεργούσε ως προεδρεύων. Αλλά το γεγονός ότι αυτός επρότεινε το διάταγμα και τα περιεχόμενά του αναφορικώς με τις αναγκαίες υποχρεώσεις των νεωστί προσηλύτων Εθνικών δεν κάνει, καθ’ εαυτό, βεβαίαν αυτή την προεδρίαν του.—Πράξ. 15:13-21.
25. Στις πόλεις που επεσκέπτοντο, ο Παύλος και ο Σίλας παρέδωσαν τις αποφάσεις που είχαν εκδοθή από ποιους, και τι δείχνει αυτό όσον αφορά εκείνους οι οποίοι ήσαν ταυτισμένοι με τους αποστόλους στη λήψι αποφάσεως για το διάταγμα;
25 Το εδάφιον Πράξεις 16:4 αναφέρεται στις κινήσεις του αποστόλου Παύλου και του συντρόφου του Σίλα (μέλους του κυβερνώντος σώματος), και λέγει: «Ως δε διήρχοντο τας πόλεις [της Μικράς Ασίας], παρέδιδον εις αυτούς διαταγάς να φυλάττωσι τα δόγματα τα εγκεκριμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ.» Το γεγονός ότι αυτοί οι «πρεσβύτεροι» συνειργάζοντο με τους αποστόλους και αποτελούσαν μέρος του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος καθιστά βέβαιον ότι αυτοί ήσαν επισήμως «πρεσβύτεροι.»
26. Στο τελικό ταξίδι του στην Ιερουσαλήμ, με ποιους είχε ο Παύλος αποχαιρετιστήριο συνάθροισι στη Μίλητο, και τι δείχνουν τα εδάφια Πράξεις 21:17, 18 όσον αφορά τη συγκρότησι της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ;
26 Έτη αργότερα ο απόστολος Παύλος έκαμε το τελικό του ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Σταμάτησε στον λιμένα της Μιλήτου και ήλθε σ’ επαφή με την πλησίον εκκλησία της Εφέσου της Μικράς Ασίας. Μήπως έστειλε να καλέση όλη την εκκλησία της Εφέσου να έλθουν για να έχη μια αποχαιρετιστήριο επίσκεψι μαζί τους; Ιδού τι λέγουν οι Πράξεις 20:17: «Πέμψας δε από της Μιλήτου εις Έφεσον, προσεκάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας.» Ώστε η εκκλησία στην Έφεσο είχε τους επισήμους «πρεσβυτέρους» της. Οι Πράξεις 21:17,18 μας υπενθυμίζουν ότι η εκκλησία της Ιερουσαλήμ επίσης είχε τέτοιους επισήμους, διότι εκεί διαβάζομε αυτό που έγραψε ο Ιατρός Λουκάς: «Και αφού ήλθομεν εις Ιεροσόλυμα, μετά χαράς εδέχθησαν ημάς οι αδελφοί. Την δε ακόλουθον ημέραν υπήγεν ο Παύλος μεθ’ ημών προς τον Ιάκωβον, και ήλθον πάντες οι πρεσβύτεροι.» Ο Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού Χριστού, ήταν επίσης ένας από εκείνους τους «πρεσβυτέρους.» Στην επιστολή προς Γαλάτας 2:9 ο Παύλος ομιλεί για τον Ιάκωβο ως ένα πνευματικόν στύλον, λέγοντας: «Ιάκωβος και Κηφάς (Πέτρος) και Ιωάννης, οι θεωρούμενοι ότι είναι στύλοι, δεξιάς έδωκαν κοινωνίας εις εμέ και εις τον Βαρνάβαν.»
27. Σύμφωνα με το εδάφιο 1 Τιμόθεον 5:17, ποιοι έπρεπε ν’ αναγνωρίζωνται άξιοι διπλής τιμής, και γιατί, και οι προσευχές τίνων ήσαν ιδιαιτέρως ωφέλιμες;
27 Ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο, γύρω στα έτη 61 έως 64 μετά Χριστόν, τις εξής οδηγίες που δίδουν μαρτυρία για την επίσημη θέσι ενός «πρεσβυτέρου» της εκκλησίας: «Οι καλώς προϊστάμενοι πρεσβύτεροι ας αξιώνωνται διπλής τιμής· μάλιστα όσοι κοπιάζουν εις λόγον και διδασκαλίαν.» (1 Τιμ. 5:17) Έτσι αυτοί οι «πρεσβύτεροι» προήδρευαν επισήμως στην εκκλησία και εργάζονταν στο να μιλούν και να διδάσκουν τη Βίβλο. Σύμφωνα με το εδάφιον Ιάκωβος 5:14 οι προσευχές τέτοιων πρεσβυτέρων ήσαν ειδικά ωφέλιμες.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε σελίς 482, παράγραφος 3, στήλες 1 και 2 της μεταφράσεως υπό Ουίλλιαμ Ουίστον, Δρος Φιλολογίας, η οποία εξεδόθη στη Βοστώνη της Μασσαχουσέτης το 1849.
b Βλέπε παράγραφο 1, σελίδα 266 του περιοδικού «Η Σκοπιά» της 1ης Σεπτεμβρίου 1932, στην Αγγλική.
[Εικόνα στη σελίδα 110]
Το κυβερνών σώμα, που απετελείτο από τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, έλαβε την απόφασι για να μην περιτέμνωνται οι εξ Εθνών Χριστιανοί. Είναι πιθανόν ότι ο μαθητής Ιάκωβος προήδρευσε ως εισηγητής.