Ικανοί Διάκονοι
«Η ικανότης ημών είναι εκ του Θεού· όστις και έκαμεν ημάς ικανούς να είμεθα διάκονοι της καινής διαθήκης.»—2 Κορ. 3:5, 6.
1. Ποια επιθυμητά αποτελέσματα παράγονται από ικανούς διακόνους;
Σ’ ΑΥΤΗ την εποχή του υλισμού και της εξαπλώσεως του κομμουνισμού, το ανθρώπινο γένος έχει μεγάλη ανάγκη ικανών διακόνων. Ικανοί διάκονοι σημαίνει κατάλληλοι, αρμόδιοι, εφωδιασμένοι με τα αναγκαία προσόντα για τη διακονία, ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις της διακονίας, για να την εκτελέσουν επιτυχώς και να παραγάγουν τα ποθούμενα αποτελέσματα, δηλαδή, άλλους πραγματικούς Χριστιανούς ικανούς ν’ αντιμετωπίσουν τις δοκιμασίες της ημέρας, να υπερνικήσουν όλες τις επιρροές που καταστρέφουν την πίστι και διαφθείρουν τα ήθη, να εξακολουθήσουν να μιμούνται τον Χριστό και να κερδίσουν την επιδοκιμασία του Θεού για αιώνια ζωή στον νέο κόσμο.
2, 3. (α) Ποια είναι δύο πρωταρχικώς ουσιώδη στοιχεία για να είναι κάνεις ικανός διάκονος; (β) Παρά ποιες επιτεύξεις δεν ήταν ικανός ο εκ Ταρσού Σαούλ, και γιατί;
2 Αν ένα άτομο δεν χειροτονηθή από τον Θεό και δεν αποσταλή απ’ αυτόν για να εκτελέση τη διακονία ή υπηρεσία, δεν μπορεί ποτέ να είναι ένας ικανός διάκονος. Πάρτε τον απόστολο Παύλο, παραδείγματος χάριν· αρχικά ωνομάζετο Σαούλ και κατήγετο από την πόλι Ταρσό της Μικράς Ασίας· ήταν Εβραίος από Εβραίους προγόνους, Ιουδαίος που ανήκε στο έθνος Ισραήλ, το οποίον είχε εκλέξει ο Ιεχωβά Θεός ως τον ιδιαίτερό του λαό. Ήταν μέλος της φυλής Βενιαμίν, μέλος της αιρέσεως των Φαρισαίων, και προσπαθούσε με ζήλο να ζη σύμφωνα με τους δικαίους κανόνας του νόμου του Θεού μέσω του Μωυσέως, ενόμιζε, όμως, ότι έπρεπε να καταδιώκη την πρόσφατα ιδρυμένη Χριστιανική εκκλησία για να το πράττη αυτό. Από την Ιουδαϊκή άποψι ο Σαούλ ήταν άμεμπτος. Ως σπουδαστής του Μωσαϊκού νόμου εφοιτούσε στη σχολή της Ιερουσαλήμ και εκάθητο παρά τους πόδας του διακεκριμένου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ. Θέλοντας να δικαιωθή με τον νόμον του Μωυσέως, ο εκ Ταρσού Σαούλ προσπαθούσε να ζη κάτω από την παλαιά διαθήκη που ο Ιεχωβά Θεός είχε κάμει με τους Ισραηλίτες στο Όρος Σινά της Αραβίας. (Φιλιππησ. 3:3-6· Πράξ. 22:1-5) Προφανώς τότε ο Σαούλ ήθελε να είναι διάκονος του Θεού, διάκονος της παλαιάς Του διαθήκης με τον Ισραήλ, αλλά μήπως όλα αυτά τα πράγματα καθιστούσαν τον Σαούλ ικανόν ή κατάλληλον, αρμόδιον για τη διακονία του Θεού; Όχι! Γιατί όχι;
3 Διότι ο Ιεχωβά είχε καταργήσει την παλαιά διαθήκη με τον Μωσαϊκό της νόμο και είχε αρχίσει μια νέα διαθήκη με τον λαό της εκλογής του. Η παλαιά διαθήκη του νόμου είχε τον Μωυσή ως μεσίτην της. Είχε το ιερατείο της από την οικογένεια του Ααρών και τους υπηρέτας του ναού της από την φυλή του Λευί. Είχε τον υλικό της ναό στην Ιερουσαλήμ και τις θυσίες της ζώων. Είχε τον νόμο της, του οποίου οι Δέκα Εντολές είχαν γραφή με τον «δάκτυλον του Θεού» επάνω σε δύο λίθινες πλάκες. Έθετε τον Ιεχωβά Θεό σε σχέσι διαθήκης με τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, με τις οποίες ήταν συνταυτισμένο ένα μεγάλο πλήθος μη Ισραηλιτών ξένων ή παροίκων. Αλλ’ ο νόμος αυτός εξεικόνιζε μεγαλύτερες διευθετήσεις του Θεού· προεσκίαζε μέλλοντα αγαθά. Έπειτα από 1.545 έτη λειτουργίας είχε παλαιωθή και ήταν καιρός ν’ αφαιρεθή όταν ο Χριστός απέθανε, ανέστη, ανελήφθη στον ουρανό και ενεφανίσθη στην παρουσία του Θεού με την αξία της ανθρωπίνης θυσίας του. Έτσι, στην ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ., ο Ιεχωβά Θεός εγκαινίασε τη νέα διαθήκη μέσω του Ιησού Χριστού ως Μεσίτου του. Ο Ιεχωβά είχε ήδη ορκισθή με όρκον στο όνομά του ότι ο Ιησούς θα ήταν ιερεύς όμοιος με τον Μελχισεδέκ τον βασιλέα της Σαλήμ, και τώρα έκαμε αυτόν τον ιερέα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, τον Ιησούν Χριστόν, Αρχιερέα της νέας διαθήκης.
4. Οι διάκονοι της νέας διαθήκης του Ιεχωβά έγιναν τοιούτοι υπό ποιους όρους, και γιατί;
4 Οι Χριστιανοί επάνω στη γη που εδέχθησαν τον Ιησούν ως Μεσίτην και Αρχιερέα των, εφέρθηκαν σ’ αυτή τη νέα διαθήκη, οι αμαρτίες των συνεχωρήθησαν σύμφωνα με τους όρους της νέας διαθήκης, και έγιναν ο λαός της διαθήκης, ο πνευματικός «Ισραήλ του Θεού». Έγιναν ο λαός του Ιεχωβά, που επρόκειτο να τον γνωρίζουν «από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών», και έφεραν το όνομά του. Πίστις στον Ιησούν Χριστόν μάλλον παρά περιτομή εν σαρκί ήταν τώρα το σημείο της δικαιοσύνης των. (Ιερεμ. 31:31-34· Γαλ. 6:15, 16) Έγιναν υφιερείς του Ιεχωβά, ο δε Ιησούς Χριστός ο Μεσίτης των ήταν ο μέγας Αρχιερεύς των, μέσω του οποίου επρόκειτο να προσφέρουν τις θυσίες του αίνου και των καλών έργων στον Θεό. Ο Θεός, λοιπόν, δεν καθιστούσε πια ικανούς διακόνους της παλαιάς διαθήκης του νόμου, και οι προσπάθειες του εκ Ταρσού Σαούλ να είναι διάκονος της διαθήκης αυτής τον απεδείκνυε αναχρονιστικόν. Ο Ιεχωβά Θεός καθιστούσε τώρα ικανούς τους διακόνους της νέας διαθήκης του. Το να είναι κανείς διάκονος της νέας διαθήκης του Θεού εσήμαινε ότι είναι ένας από τους υφιερείς του Ιησού Χριστού του Αρχιερέως, ένας από το «βασίλειον ιεράτευμα» του Ιεχωβά Θεού. (Εβρ. 3:1· 1 Πέτρ. 2:9· Αποκάλ. 5:9, 10) Η επιστήριξις του Σαούλ στα σαρκικά του έργα και σε ό,τι αυτός ο ίδιος ήταν κατά σάρκα, δεν υπελογίζετο πλέον. Με κανένα από αυτά τα πράγματα δεν μπορούσε ο Σαούλ να καταστήση τον εαυτό του ικανόν ως διάκονον του Θεού. Ούτε μπορεί οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος να καταστήση ικανόν τον εαυτό του ή έναν άλλον άνθρωπο. Αλλά εκείνο που δεν μπορούμε να κάμωμε εμείς, μπορεί να το κάμη ο Θεός.
5. Ποιο ενθαρρυντικό αποτέλεσμα που μπορεί να κατορθώση ο Ιεχωβά, διευκρινίζει ο εκ Ταρσού Σαούλ, ως βλάσφημος και διώκτης του λαού του Ιεχωβά;
5 Τώρα, όπως διευκρινίσθη στην περίπτωσι του εκ Ταρσού Σαούλ, πώς ο Θεός καθιστά οποιονδήποτε ικανόν και τον θέτει στη Χριστιανική διακονία; Η περίπτωσις του Σαούλ δείχνει ότι υπάρχει ελπίς ακόμη και για άτομα που είναι τώρα διώκται του λαού του Ιεχωβά, αν είναι ειλικρινή και πρόθυμα, να διορθωθούν, επειδή και ο Σαούλ επίσης ήταν κηλιδωμένος με αίμα διώκτης του Χριστιανικού «Ισραήλ του Θεού». Είχε ανάγκην του θείου ελέους. Με έλεος ο Θεός τον εσταμάτησε για να τον θέση στη διακονία της νέας διαθήκης. Ο απόστολος Παύλος λέγει: «Ευχαριστώ τον ενδυναμώσαντά με Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών, ότι ενέκρινε πιστόν, και έταξεν εις την διακονίαν εμέ, τον πρότερον όντα βλάσφημον, και διώκτην και υβριστήν· ηλεήθην όμως διότι αγνοών έπραξα εν απιστία· αλλ’ υπερεπερίσσευσεν η χάρις του Κυρίου ημών μετά πίστεως και αγάπης της εν Χριστώ Ιησού. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον δια να σώση τους αμαρτωλούς, των οποίων πρώτος είμαι εγώ· αλλά δια τούτο ηλεήθην, δια να δείξη ο Ιησούς Χριστός εις εμέ πρώτον την πάσαν μακροθυμίαν, εις παράδειγμα των μελλόντων να πιστεύωσιν εις αυτόν εις ζωήν αιώνιον.» (1 Τιμ. 1:12-16) Αν κάποιος υπήρξε διώκτης του λαού του Ιεχωβά και τώρα κατανοή την πλάνη του και την χονδροειδή αμαρτωλότητά του, ας λάβη θάρρος. Παρατηρήστε τον Σαούλ ως παράδειγμα και έχετε πίστι ότι και σε σας επίσης μπορεί να εκδηλωθή έλεος.
6, 7. (α) Πώς ο Σαούλ, ο σταματημένος διώκτης, επληροφορήθη το θέλημα του Ιεχωβά γι’ αυτόν; (β) Με το ν’ ανταποκριθή σε ποιες απαιτήσεις έγινε τότε ικανός διάκονος του Θεού;
6 Θυμηθήτε ότι η τελεία ανθρώπινη θυσία του Ιησού Χριστού ως του Μεσίτου έθεσε σε ισχύν νέα διαθήκη. Αυτό επέτρεψε να συγχωρήση ο Θεός αμαρτία και ανομία σύμφωνα με τη ρητή επαγγελία του σ’ αυτή τη νέα διαθήκη. Έτσι ο Ιησούς ο δοξασμένος Μεσίτης της διαθήκης αυτής εσταμάτησε τον Σαούλ τον διώκτην στο δρόμο προς την Δαμασκό τυφλώνοντάς τον και αποστέλλοντας τον στην πόλι να περιμένη την έλευσι ενός πιστού Χριστιανού που ο Σαούλ ήταν διατεθειμένος να τον καταδιώξη, του Ανανία από τη Δαμασκό. Όταν ο Ανανίας ήλθε στον Σαούλ την τρίτη ημέρα της τυφλώσεώς του, εξήγησε πώς ο Ιεχωβά Θεός καθιστούσε ικανόν τον Σαούλ για τη διακονία της νέας διαθήκης. «Είπεν, Ο Θεός των πατέρων ημών σε διώρισε να γνωρίσης το θέλημα αυτού, και να ίδης τον Δίκαιον, και να ακούσης φωνήν εκ του στόματος αυτού· διότι θέλεις είσθαι μάρτυς περί αυτού προς πάντας τους ανθρώπους, των όσα είδες και ήκουσας. Και τώρα τι βραδύνεις; σηκωθείς βαπτίσθητι και απολούσθητι από των αμαρτιών σου, επικαλεσθείς το όνομα του Κυρίου.» (Πράξ. 22:14-16) «Και ευθύς έπεσον από των οφθαλμών αυτού ως λέπη, και ανέβλεψεν ευθύς· και σηκωθείς εβαπτίσθη,» και ‘επλήσθη πνεύματος αγίου’. (Πράξ. 9:17, 18) Απελούσθη από τις αμαρτίες του στο αγνιστικό αίμα του Μεσίτου της νέας διαθήκης με το να επικαλεσθή το όνομα του μεγάλου Πρωτουργού της νέας διαθήκης, του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος είχε υποσχεθή ότι θα συγχωρήση την ανομία και δεν θα ενθυμήται πια την αμαρτία.—Εβρ. 9:14-26.
7 Ο Σαούλ, βαπτισμένος τώρα, συγχωρημένος και πλήρης πνεύματος αγίου, ησθάνθη τον εαυτό του ικανόν και απεσταλμένον από τον Θεό. Αμέσως, λοιπόν, ανέλαβε τη διακονία για την οποίαν είχε γίνει κατάλληλος. Σημειώστε πώς απεδείχθη ικανός: «Διέτριψε δε ο Σαύλος ημέρας τινάς μετά των εν Δαμασκώ μαθητών. Και ευθύς εκήρυττεν εν ταις συναγωγαίς τον Χριστόν, ότι ούτος είναι ο Υιός του Θεού. . . . Ο δε Σαύλος μάλλον ενεδυναμούτο, και συνέχεε τους Ιουδαίους τους κατοικούντας εν Δαμασκώ, αποδεικνύων ότι ούτος είναι ο Χριστός.» Εξαιτίας μιας συνωμοσίας που απέβλεπε στο να τον φονεύσουν, «λαβόντες . . . αυτόν οι μαθηταί δια νυκτός, κατεβίβασαν δια του τείχους, κρεμάσαντες εντός σπυρίδος.» Κατόπιν ήλθε στην Ιερουσαλήμ και επέτυχε να φερθή στον απόστολο Πέτρο και στον Ιάκωβο, τον ετεροθαλή αδελφόν του Ιησού. «Και ήτο μετ’ αυτών εν Ιερουσαλήμ, εισερχόμενος και εξερχόμενος, και μετά παρρησίας κηρύττων εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού. Και ελάλει και εφιλονείκει μετά των Ελληνιστών· εκείνοι δε κατεγίνοντο εις το να θανατώσωσιν αυτόν.» Οι Χριστιανοί, λοιπόν, αδελφοί τον έστειλαν πάλι στην πατρίδα του Ταρσόν.—Πράξ. 9:19-30.
ΒΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
8, 9. Ποια βήματα προς την ικανότητα ενός ατόμου ως διακόνου προηγούνται της αφαιρέσεως του ‘καλύμματος της απιστίας’;
8 Κανείς δεν μπορεί να είναι ικανός διάκονος του Θεού στη νέα του διαθήκη εκτός αν, όπως στην περίπτωσι του Σαούλ, λάμψη το φως του Θεού δια του Χριστού επάνω του, μετανοήση από την αμαρτωλή του πορεία, δεχθή το έλεος του Θεού, επικαλεσθή το όνομα του Θεού ως Εκείνου που συγχωρεί αμαρτίες για να απολουσθή από τις αμαρτίες στο αίμα της θυσίας του Ιησού και βαπτισθή στο νερό και έτσι δείξη πίστι και κάμη δημοσία ομολογία αυτής της πίστεως. Ο απόστολος Παύλος καθιστά αντιληπτά αυτά τα σημεία σ’ εμάς όταν εξετάζη τα προσόντα του για τη διακονία. Αναφέρει το κάλυμμα της απιστίας που τον ετύφλωνε κάποτε και λέγει:
9 «Όταν όμως επιστρέψη προς τον Ιεχωβά, θέλει αφαιρεθή το κάλυμμα. Ο δε Ιεχωβά είναι το πνεύμα· και όπου είναι το πνεύμα του Ιεχωβά, εκεί ελευθερία. Ημείς δε πάντες βλέποντες ως εν κατόπτρω την δόξαν του Ιεχωβά με ανακεκαλυμμένον πρόσωπον, μεταμορφούμεθα εις την αυτήν εικόνα από δόξης εις δόξαν, καθώς από του πνεύματος του Ιεχωβά. Δια τούτο έχοντες την διακονίαν ταύτην, καθώς ηλεήθημεν, δεν αποκάμνομεν’ αλλ’ απηρνήθημεν τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία, μηδέ δολόνοντες τον λόγον του Θεού, αλλά με την φανέρωσιν της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων, ενώπιον του Θεού. . . . Διότι ημείς δεν κηρύττομεν εαυτούς, αλλά τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον· εαυτούς δε, δούλους υμών δια τον Ιησούν. Διότι ο Θεός ο ειπών να λάμψη φως εκ του σκότους, είναι όστις έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών, προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού δια του προσώπου του Ιησού Χριστού. Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον [της διακονίας] εις οστράκινα σκεύη, δια να ήναι η υπερβολή της δυνάμεως του Θεού, και ουχί εξ ημών. . . . Έχοντες δε το αυτό πνεύμα της πίστεως, κατά το γεγραμμένον [Ψαλμ. 116:10], “Επίστευσα, διό ελάλησα,” και ημείς πιστεύομεν, διό και λαλούμεν· εξεύροντες ότι ο αναστήσας τον Κύριον Ιησούν, θέλει αναστήσει και ημάς δια του Ιησού . . . Δια τούτο δεν αποκάμνομεν.»—2 Κορ. 3:16 έως 4:16, ΜΝΚ.
10. Ποιο αποτέλεσμα είχε η δόξα του Ιεχωβά επάνω στους μεσίτες των δύο διαθηκών, της παλαιάς και της νέας, και επάνω στον Παύλο;
10 Ο Παύλος εδώ ανεφέρετο στον Μωυσή τον μεσίτην της παλαιάς διαθήκης του νόμου. Ο Μωυσής, επειδή επικοινωνούσε με τον άγγελον του Ιεχωβά στο Όρος Σινά, επεφορτίσθη μ’ ένα ένδοξο φως έτσι ώστε, όταν κατέβαινε από το όρος, «το δέρμα του προσώπου αυτού έλαμπε» και χρειάσθηκε να βάλη κάλυμμα στο πρόσωπό του εφόσον μιλούσε με τους φοβισμένους Ιουδαίους και ώσπου να επιστρέψη για να μιλήση με τον άγγελον του Ιεχωβά. (Έξοδ. 34:29-35) Τώρα ο απόστολος Παύλος ο ίδιος αντανακλούσε σαν κάτοπτρον τη δόξα του Ιεχωβά όπως αυτή έλαμπε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του Μεσίτου της νέας διαθήκης. Ο Παύλος μετεμορφώνετο στην ίδια εικόνα από τον ένα βαθμό πνευματικής δόξης στον άλλο, ακριβώς ωσάν από το πνεύμα του Ιεχωβά, τον οποίον εγνώριζε ολοένα περισσότερο.
11. Πώς ο Παύλος ‘εδόξαζε την διακονίαν’ του;
11 Βέβαια, εφ’ όσον ο Παύλος αντανακλούσε έτσι το ένδοξο φως και μετεμορφώνετο, δεν μπορούσε να συμπεριφέρεται ατόπως στη διακονία του. Δεν μπορούσε να περιπατή με πανουργία ούτε να νοθεύη τον λόγον του Θεού με κάποια ακαθαρσία. Έπρεπε να απαρνηθή τα «κρυπτά της αισχύνης». Κάνοντας φανερή την αλήθεια στην αγνότητά της, έπρεπε να συνιστά τον εαυτό του σε κάθε ανθρώπινη συνείδησι ενώπιον του Θεού. Δεν μπορούσε να καλύπτη κάτι από εκείνους στους οποίους εκήρυττε ως διάκονος της νέας διαθήκης. Αν, λοιπόν, το ευαγγέλιο που εκήρυττε ήταν κεκαλυμμένο, δεν έπρεπε να κατηγορηθή ο Παύλος. Ο Σατανάς ή Διάβολος, ο θεός του παρόντος συστήματος πραγμάτων, το είχε καλύψει τυφλώνοντας τις διάνοιες όλων όσοι δεν επίστευαν, «δια να μη επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού.» (2 Κορ. 4:3, 4) Μη καλύπτοντας τίποτε, ο Παύλος δεν μπορούσε να είναι ένας εμπορικός καπηλευτής του Λόγου του Θεού όπως είναι ο πληρωνόμενος κλήρος του «Χριστιανικού κόσμου». Ο Παύλος έπρεπε να λαλή ειλικρινώς το άγγελμα με το οποίο τον απέστειλε ο Θεός. Γνωρίζοντας ότι ήταν ‘κατενώπιον του Θεού εν Χριστώ’, ο Παύλος έπρεπε να ‘δοξάζη την διακονίαν του’ και όχι να την εξευτελίζη.—2 Κορ. 2:17 και Ρωμ. 11:13.
12. Όπως ο Παύλος, ποιον πρέπει όλοι οι διάκονοι της νέας διαθήκης να γνωρίζουν, και γιατί;
12 Η νέα διαθήκη, της οποίας ο Παύλος ήταν υπηρέτης, διεκήρυττε: «Πάντες ούτοι θέλουσι με γνωρίζει, από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών, λέγει ο Ιεχωβά,» και εις Εβραίους 8:11 ο απόστολος Παύλος παρέθεσε αυτά ακριβώς τα λόγια. (Ιερεμ. 31:34, ΑΣ) Ο Παύλος εγνώριζε τον Ιεχωβά Θεό και συνεπώς ήταν ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Όλοι οι διάκονοι της νέας διαθήκης πρέπει να γνωρίζουν τον Ιεχωβά, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να είναι ικανοί στη διακονία της νέας του διαθήκης. Πρέπει να είναι μάρτυρες εκείνου που γνωρίζουν, και επομένως να είναι μάρτυρες του Ιεχωβά. Έχοντας τούτο υπ’ όψιν ο Παύλος είπε στους συνδιακόνους του: «Σας παρακαλώ λοιπόν, γίνεσθε μιμηταί μου.» (1 Κορ. 4:16) Μιμούμενοι τον Παύλο όλοι οι διάκονοι της νέας διαθήκης πρέπει να είναι μάρτυρες Εκείνου που γνωρίζουν ως τον Θεόν της διαθήκης αυτής, δηλαδή, του Ιεχωβά, ο οποίος συγχωρεί τις αμαρτίες των. Όπως ο ίδιος ο Θεός είπε στον τυπικό του λαό στη διαθήκη του νόμου: «Σεις είσθε μάρτυρές μου, λέγει ο Ιεχωβά, και ο δούλος μου, τον οποίον εξέλεξα, δια να μάθητε και να πιστεύσητε εις εμέ, και να εννοήσητε ότι εγώ [είμαι] ΑΥΤΟΣ.» Αυτά τα λόγια του διορισμού ως μαρτύρων εφαρμόζονται με περισσότερη δύναμι τώρα στην τάξι του δούλου του Θεού που είναι στη νέα διαθήκη και για την οποία ο Θεός προφητικώς είπε: «Ο λαός, τον οποίον έπλασα εις εμαυτόν, θέλει διηγείσθαι την αίνεσίν μου.» (Ησ. 43:10, 21, ΜΝ) Συλλαμβάνοντας το ένδοξο φως από τον Ιεχωβά όπως αντανακλάται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ο οποίος ενεφανίσθη στο ανθρώπινο γένος, οι σημερινοί διάκονοι της νέας διαθήκης πρέπει, σαν κάτοπτρα, ν’ αντανακλούν αυτό το φως της γνώσεως της δόξης του Θεού στους άλλους, για να αινήται ο Θεός και αυτοί να διαφωτίζονται. Σ’ αυτόν τον σκοτισμένον αιώνα, μεγάλη είναι η ανάγκη να γίνη αυτό.