Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Είναι κατάλληλο να προσεύχεται κανείς για ένα άτομο που έχει αποκοπή (εκδιωχθή) από τη Χριστιανική εκκλησία;—Τσεχοσλοβακία.
Γραφικώς, δεν φαίνεται κατάλληλο και ορθό να προσεύχεται ένας πιστός Χριστιανός για ένα αποκομμένο άτομο. Η Γραφή ονομάζει ωρισμένα βδελυκτά πράγματα που μισεί ο Θεός. Αυτά περιλαμβάνουν την πορνεία, την ειδωλολατρία, τη μοιχεία, την ομοφυλοφιλία και την κλοπή. (1 Κορ. 6:9, 10· Γαλ. 5:19-21) Ο νόμος του Θεού διατάζει τη Χριστιανική εκκλησία ν’ αποβάλλη εκείνους οι οποίοι τα πράττουν αυτά και οι οποίοι δεν δείχνουν εγκάρδια μετάνοια για τις πράξεις των. Τα πιστά μέλη της εκκλησίας δεν πρέπει να έχουν πνευματική επικοινωνία μαζί τους.—Βλέπε «Η Σκοπιά» 1η Οκτωβρίου 1963, σελ. 601-605, για εξέτασι της Γραφικής βάσεως για αποκοπή.
Εφόσον η κρίσις αυτών των ατόμων προέρχεται από τον Θεό όπως εκφράζεται στον Λόγο του, προσευχή γι’ αυτά τα άτομα θα ισοδυναμούσε με το να ζητήση κανείς από τον Θεό να παραβλέψη ή να συγχωρήση τις αμαρτίες των αμετανόητων ή εκείνων που αμαρτάνουν. Αυτά τα αποκομμένα άτομα έχουν απορρίψει το έλεος που ευχαρίστως χορηγεί ο Θεός βάσει του αντιλύτρου του Χριστού στον καθένα ο οποίος μετανοεί και μεταστρέφεται από μια κακή πορεία και ζητά ειλικρινά τη συγχώρησι του Ιεχωβά.—1 Ιωάν. 1:9· 2:1, 2· 3:4-8· Εβρ. 6:1-8· 10:26-31.
Θυμηθήτε, επίσης, ότι η Γραφή θεωρεί τους διωρισμένους «πρεσβυτέρους» ή επισκόπους της εκκλησίας υπευθύνους για τη διατήρησι της δογματικής και ηθικής καθαρότητός της, για να μη επέλθη σ’ ολόκληρη την εκκλησία η δυσμένεια του Θεού. Ο απόστολος Παύλος το έκαμε αυτό σαφές όταν κατηύθυνε την εκκλησία της Κορίνθου να διορθώση μια κατάστασι σοβαρού αμαρτήματος που είχαν παραμελήσει.—1 Κορ. 5:5-8, 12, 13.
Οι διωρισμένοι πρεσβύτεροι σε μια εκκλησία μπορούν να δείξουν έλεος αν υπάρχη απόδειξις ειλικρινούς μετανοίας. (Ματθ. 9:13· Ιακ. 3:17· 5:11) Αλλά οφείλουν να είναι εξίσου ζηλωταί για τη δικαιοσύνη καθώς και για τη στάσι της εκκλησίας ενώπιον του Ιεχωβά. Ο Παύλος επήνεσε τους αδελφούς στην Κόρινθο για τον αποτροπιασμό που εξεδήλωσαν όταν αντελήφθησαν το μέγεθος της αμαρτίας και της μομφής κατά του Θεού που υπήρχε ανάμεσά τους. Επήνεσε το ζήλο τους στο να διορθώσουν την προηγουμένη εσφαλμένη πορεία των της ανοχής μιας τέτοιας κακής πράξεως.—2 Κορ. 7:8-11.
Ο απόστολος Ιωάννης μάς δίνει περισσότερο φως στο ζήτημα της προσευχής για αποκομμένα άτομα όταν λέγη: «Εάν τις ίδη τον αδελφόν αυτού αμαρτάνοντα αμαρτίαν ουχί θανάσιμον, θέλει ζητήσει· και ο Θεός θέλει δώσει εις αυτόν ζωήν, εις τους αμαρτάνοντας ουχί θανασίμως. Είναι αμαρτία θανάσιμος· δεν λέγω περί εκείνης να ερωτήση.»—1 Ιωάν. 5:16.
Αλλά πώς εμείς τα άτομα μπορούμε να γνωρίζωμε αν ένα άτομο έχει διαπράξει θανάσιμο αμάρτημα; Είναι καταφανές ότι ο Ιωάννης αναφέρεται σε εκούσιο, θεληματικό αμάρτημα, σε αντίθεσι με το μη θανάσιμο αμάρτημα. Όταν η απόδειξις δείχνη ότι έχει διαπραχθή ένα τέτοιο εκούσιο, θεληματικό αμάρτημα, ο Χριστιανός δεν προσεύχεται γι’ αυτόν που το διέπραξε. (Και μια τέτοια απόδειξις υπάρχει όταν έχη γίνει αποκοπή.) Δεν πρόκειται για μια περίπτωσι ενός ατόμου το οποίο απερισκέπτως έχει πέσει σε αμάρτημα κι’ έχει ακόμη ανάγκη των προσευχών μας. (Γαλ. 6:1· Ιακ. 5:19, 20) Φυσικά, ο Θεός είναι ο τελικός Κριτής για την κατάστασι της καρδιάς του αμαρτωλού, αλλά σε περιπτώσεις αποκοπής από την επικοινωνία, ο Χριστιανός θα κάμη καλά να μη διατρέξη τον κίνδυνο να είναι οι προσευχές του μάταιες ή να δυσαρεστήσουν τον Θεό.
Αλλά τι θα λεχθή αν ένα μέλος της εκκλησίας νομίζη ότι η επιτροπή των «πρεσβυτέρων» ενήργησε σκληρά ή βιαστικά στην αποκοπή αυτού του ατόμου; Οφείλει να έχη υπ’ όψιν ότι δεν είναι δικό του προνόμιο να κάμη αυτή την κρίσι. Η επιτροπή της εκκλησίας, όταν ερευνά την περίπτωσι, συγκεντρώνει όλες τις αποδείξεις που υπάρχουν. Πολλά γεγονότα καθώς και η στάσις του κατηγορουμένου ενώπιον της επιτροπής είναι πιθανόν να είναι άγνωστα σε άλλους εκτός από την επιτροπή. Γι’ αυτό ένα άτομο θα διαπράξη σφάλμα να κρίνη την ενέργεια της επιτροπής χωρίς να έχη όλες τις αποδείξεις. (Παροιμ. 18:13) Θα διαπράξη επίσης σφάλμα, διότι δεν είναι Γραφικώς διορισμένο να κρίνη το ζήτημα. Ακόμη και ο Ιησούς αρνήθηκε να ενεργήση ως κριτής σ’ ένα ζήτημα για το οποίο δεν είχε διορισθή να ενεργήση. (Λουκ. 12:13, 14) Αν έχουν γίνει λάθη ή αδικίες, ο Ιησούς Χριστός, η Κεφαλή της εκκλησίας και Καλός Ποιμήν, ασφαλώς θα διορθώση αυτά τα λάθη χωρίς να προκύψη διαρκής βλάβη σε οποιουσδήποτε πιστούς.—Κολοσ. 1:18· Ιωάν. 10:14· Αποκάλ. 3:19.
Το αποκομμένο από την επικοινωνία άτομο μπορεί να είναι συγγενής ή στενός φίλος κάποιου. Είναι επίσης δυνατόν να δείχνη σημεία μετανοίας από τον καιρό της αποκοπής του. Θα ήταν κατάλληλο να προσευχηθή κανείς γι’ αυτό; Λόγω νομιμοφροσύνης προς τον Ιεχωβά και τις διευθετήσεις του ο Χριστιανός δεν θα προσευχηθή γι’ αυτόν. Ταυτοχρόνως, μπορεί ν’ αντλήση παρηγορία από την κατωτέρω δήλωσι του Ιεχωβά: «Δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψη ο ασεβής από της οδού αυτού, και να ζη.»—Ιεζ. 33:11
Σε αρμονία μ’ αυτή τη δήλωσι του Ιεχωβά, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι, αν το άτομο αυτό δείχνη ειλικρινή μετάνοια, ο Θεός θα το εγείρη στον ωρισμένο Του καιρό, και θα φροντίση ν’ αποκατασταθή από την εκκλησία. Τότε, όταν θα έχη αποκατασταθή από την εκκλησία, το άτομο που έχει παραμείνει πιστά και σταθερά προσκολλημένο στο νόμο του Ιεχωβά και έχει σταθή με το μέρος της εκκλησίας, θα μπορή να προσφέρη πραγματική ζωοπάροχη βοήθεια στο αποκατεστημένο πρόσωπο.—2 Κορ. 2:5-8.
● Τι εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έγραψε στους Κορινθίους, «Τα πάντα είναι υμών»;—Β. Β. Αγγλία.
Ουσιαστικώς εννοούσε ότι όλα όσα έχει κάμει ή διευθετήσει ο Θεός είναι στη διάθεσι των Χριστιανών, για ν’ αποκομίζουν την ωφέλειά των.
Αυτά τα λόγια συναντώνται δυο φορές στα τελευταία τρία εδάφια του τρίτου κεφαλαίου της Πρώτης προς Κορινθίους επιστολής. Εκεί διαβάζομε: «Ώστε μηδείς ας μη καυχάται εις ανθρώπους· διότι τα πάντα είναι υμών είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς, είτε κόσμος, είτε ζωή είτε θάνατος, είτε παρόντα είτε μέλλοντα· τα πάντα είναι υμών· σεις δε, του Χριστού· ο δε Χριστός, του Θεού.»—1 Κορ. 3:21-23.
Ομοίως στο εδάφιο 2 Κορινθίους 4:15 ο απόστολος έγραψε: «Τα πάντα είναι διά σας.» Εδώ ο Παύλος ομιλεί για όλους τους μόχθους και τα παθήματα που αυτός και οι σύντροφοί του είχαν υποστή υπέρ της εκκλησίας της Κορίνθου.
Η κατάστασις στην Κόρινθο ήταν ότι μερικοί Χριστιανοί είχαν αποκτήσει σαρκικό φρόνημα, όχι πνευματικό. (1 Κορ. 3:1-4) Είχαν αρχίσει να ευνοούν «ορισμένους εξέχοντας άνδρας, όπως ο Απολλώς, ο Κηφάς (Πέτρος) ή ο Παύλος, και να αισθάνωνται ότι ήσαν οπαδοί αυτών των ανθρώπων, ή ότι ανήκουν σ’ αυτούς. Αυτό έφερε διαιρέσεις. (1 Κορ. 1:10-18) Η εκκλησία έπρεπε ν’ αντιλιφθή ότι όλοι αυτοί οι άνδρες ήσαν «εν,» δηλαδή όλοι εργάζονταν με ενότητα για τον ίδιο σκοπό, για την εποικοδόμησι της εκκλησίας, ως συνόλου, πνευματικώς. Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι άνδρες ανήκαν στην εκκλησία, ως χαρίσματα του Θεού για την ευημερία των.—1 Κορ. 3:5-8· Εφεσ. 4:8-12.
Ο Παύλος ετόνισε ότι η εκκλησία αποτελούσε τον ναό του ζώντος Θεού, στον οποίο ο Θεός κατοικεί με το πνεύμα. Επομένως το να καυχάται κανείς σε εξέχοντα πρόσωπα ήταν μωρία και εκείνοι που ενεργούσαν έτσι υπεβίβαζαν τη θέσι των ως μελών αυτού του ναού του Θεού.—1 Κορ. 3:16-19.
Όπως έγραψε ο Παύλος στην εκκλησία της Ρώμης: «Εξεύρομεν δε ότι τα πάντα συνεργούσι προς το αγαθόν εις τους αγαπώντας τον Θεόν, εις τους κεκλημένους κατά τον προορισμόν αυτού.» (Ρωμ. 8:28, 29) Οι Χριστιανοί πρέπει να το αντιληφθούν αυτό και να μη επιτρέπουν στον εαυτό τους να ‘ανήκουν’ ή να είναι ακόλουθοι ή δούλοι οποιουδήποτε ανθρώπου ή ομάδος ανθρώπων, ή του κόσμου ή των πραγμάτων που υπάρχουν σ’ αυτόν.—1 Κορ. 7:23.
Συνεπώς ο «κόσμος» ανήκει σ’ αυτούς τους γεννημένους από το πνεύμα Χριστιανούς με την έννοια του ότι τα πράγματα που έχουν διευθετηθή μεταξύ του ανθρωπίνου γένους είναι για τη χρήσι του λαού του Θεού. Παραδείγματος χάριν, η Γραφή λέγει ότι οι ‘ανώτερες εξουσίες,’ οι πολιτικοί άρχοντες του κόσμου, «[η εξουσία] του Θεού υπηρέτης είναι, εκδικητής διά να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν.» Επειδή «υπηρέται του Θεού είναι, εις αυτό τούτο ενασχολούμενοι.» (Ρωμ. 13:1-4, 6) Αυτές οι εξουσίες εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Χριστιανών, όταν τηρούν το νόμο και την τάξι, ώστε ο Χριστιανός ‘να διάγη βίον ατάραχον και ησύχιον εν πάση ευσέβεια και σεμνότητι.’—1 Τιμ. 2:1, 2.
Οι Χριστιανοί μπορούν συνεπώς να χρησιμοποιούν τα μέσα συγκοινωνίας, τις υπηρεσίες του ταχυδρομείου, την αστυνομία, και κάθε άλλο νόμιμο πράγμα που ‘ανήκει’ σ’ αυτούς, για να μπορούν να διάγουν κατάλληλη ζωή και να κηρύττουν το ευαγγέλιο. Εν τούτοις, ως προειδοποίησι ο Παύλος συνεβούλευσε αργότερα ότι «οι μεταχειριζόμενοι τον κόσμον τούτον πρέπει να είναι ως μηδόλως μεταχειριζόμενοι [αυτόν στο πλήρες].» (1 Κορ. 7:31) Όλα αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται ως τον βαθμό που εξυπηρετούν τα Χριστιανικά συμφέροντα.
Η «ζωή» ανήκει στον Χριστιανό διότι είναι δώρον του Θεού που μπορεί να χρησιμοποιήται για την υπηρεσία του Θεού. Στον Τιμόθεο ελέχθη ότι «η ευσέβεια» έχει «επαγγελίαν της παρούσης ζωής και της μελλούσης.» (1 Τιμ. 4:8) Η ζωή που ζη τώρα ο Χριστιανός, μολονότι περιλαμβάνει διωγμούς, είναι πολύ καλύτερη από τη ζωή χωρίς Θεό και χωρίς ελπίδα. Ζη μια ζωή, όχι ματαία, αλλά με σκοπό.
Ο «θάνατος» ανήκει στο Χριστιανό, μολονότι αυτός δεν επιδιώκει τον θάνατο. Ο κεχρισμένος Χριστιανός, ο αποκυημένος από το πνεύμα με ελπίδα ουρανίου ζωής, γνωρίζει ότι είναι ανάγκη να πεθάνη για ν’ αναστηθή στον ουρανό «εν πνεύματι,» για να είναι μαζί με τον Χριστό. Έτσι θ’ απολαύση τον θρίαμβο επί του θανάτου.—1 Κορ. 15:35, 36, 42, 54-57.
Τα «παρόντα» γεγονότα, καταστάσεις και περιστάσεις σ’ αυτό το παρόν σύστημα πραγμάτων, υπόκεινται στον χειρισμό του Θεού ώστε να μη επιτραπή σ’ αυτά να συντρίψουν τον Χριστιανό στην ακεραιότητά του. Οι Χριστιανοί μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν προς δόξαν του οτιδήποτε επιτρέπει ο Θεός να περιέλθη στην κατοχή των. Και τα «μέλλοντα,» στην υπηρεσία των προς τον Θεό, είτε στους ουρανούς είτε στη γη, θα είναι επίσης για τη χαρά των, την εποικοδόμησι των και την αιωνία ωφέλειά των.
Συνεπώς, όσον αφορά το ν’ ανήκουν, οι Χριστιανοί δεν ανήκουν σε κανένα άνθρωπο ή σε οτιδήποτε αυτού του κόσμου. Ανήκουν στον Χριστό, ο οποίος τους ηγόρασε με το αίμα του. (Ιωάν. 6:51· 1 Πέτρ. 1:18, 19) Οι κεχρισμένοι Χριστιανοί ζουν για να φέρουν δόξα στην Κεφαλή των, τον Χριστό, στον οποίον θα υποταχθούν τα πάντα. (1 Κορ. 11:3· 15:27· Κολοσ. 1:18) Ενεργώντας έτσι, φέρνουν δόξα στον Θεό στον οποίον ανήκει ο Χριστός.