Ορθόν Ελατήριον στην Υπηρεσία του Θεού
1. Πώς συμπαραβάλλεται το Χριστιανικό ελατήριο για υπηρεσία με τους κοσμικούς λόγους;
ΕΝΑΣ, που εκλέγει τη διακονία ως έργον της ζωής του είναι βέβαιο ότι θα ερωτάται από τους φίλους του, Γιατί να είναι κανείς ένας διάκονος; Οφείλεται μήπως στο ότι πραγματικά φρονεί πως αυτό είναι εκείνο που ζητεί ο Θεός, ή ποιος είναι ο λόγος της εκλογής αυτής; Ένας που εισέρχεται στον νομικό ή στον ιατρικό κλάδο μπορεί να φρονή ότι κατέχει ειδική ιδιοφυία γι’ αυτή την εργασία, ή ότι αυτό θα του αποφέρη καλό εισόδημα ή καλή θέσι στην κοινότητα. Ένας άλλος μπορεί να γίνη διδάσκαλος λόγω της ευκαιρίας που του παρέχει αυτό να διαμορφώση τη ζωή των μαθητών του. Αλλά το άτομο που εισέρχεται σε μια σταδιοδρομία ζωής με αληθινά ανιδιοτελή ελατήρια σπανίζει. Ωστόσο, αυτό συνέβη με τους πρώτους μαθητάς του Ιησού, ακριβώς όπως συμβαίνει με τους αληθινούς Χριστιανούς σήμερα.
2. Ποια ήταν η στάσις των μαθητών προς τη διακονία;
2 Γιατί ο Ιησούς εγκατέλειψε την ξυλουργική αντί ν’ αφιερώση την ιδιοφυία του σ’ αυτή και ν’ αποκτήση φήμη ως τεχνίτης; Γιατί ο Λουκάς ο γιατρός διέκοψε το επικερδές του επάγγελμα για ν’ αφιερώση τη ζωή του στη διακονία; Γιατί οι απόστολοι εγκατέλειψαν τις εμπορικές των αλιευτικές επιδόσεις; Ασφαλώς οι άνθρωποι αυτοί δεν απέβλεπαν σε ιδιοτελή συμφέροντα ή σε μια υψηλή θέσι στην κοινότητα, όταν συνεδέθησαν με κάποιον, που περιεγράφη ως «καταπεφρονημένος και απερριμμένος υπό των ανθρώπων.» (Ησ. 53:3) Ειργάσθησαν με τον Ιησού στη διακονία διότι εγνώριζαν ότι αυτός είχε την αλήθεια. Όταν μερικοί μαθηταί προσέκοψαν λόγω δυσχερούς διδασκαλίας, ο Ιησούς είπε στους δώδεκα: «Μήπως και σεις θέλετε να υπάγητε;» Τότε ο Πέτρος απήντησε: «Κύριε, προς τίνα θέλομεν υπάγει; λόγους ζωής αιωνίου έχεις.» Εγνώριζαν ότι το να μάθουν την αλήθεια και κατόπιν να υπηρετήσουν τον Θεό θα τους απέδιδε ζωή αιώνια· γι’ αυτό και άλλαξαν εθελουσίως όλον τον τρόπο της ζωής των για να μετέχουν στη διακονία.—Ιωάν. 6:67, 68.
3. Γιατί ένας κληρικός εγκατέλειψε τη θέσι του;
3 Ακριβώς όπως υπήρχε μεγάλη αντίθεσις μεταξύ του πομπώδους, ιδιοτελούς κλήρου των ημερών του Ιησού και των αποστόλων, οι οποίοι συνεδέθησαν μαζί του για την αγάπη της αληθείας, έτσι και σήμερα υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του πληρωνομένου κλήρου του «Χριστιανικού κόσμου» κι εκείνων, οι οποίοι προαιρετικώς διδάσκουν και κηρύττουν ως μάρτυρες του Ιεχωβά. (Ματθ. 23:5-8· Μιχ. 3:11) Αυτό αντικατοπτρίζεται στο σχόλιο ένας άλλοτε διακόνου, όπως αναγράφεται στο Εσπερινόν Ταχυδρομείον του Σαββάτου, 17 Νοεμβρίου 1962: «Δεν διεταράχθημεν από αυτό ακριβώς το γεγονός, ή ακριβώς από την εκκλησία μας, αλλ’ από ό,τι η διακονία μας γενικά έφθασε να σημαίνη. Σκεφθήκαμε τους συνδιακόνους μου στην περιοχή μας. Όλοι θεωρούσαν τους εαυτούς των Χριστιανούς. Ωστόσο εφαινόμεθα ως συναγωνισταί—για τη μεγαλύτερη αύξησι μελών, το πιο εντυπωσιακό κτίριο, τα πιο εξέχοντα πιθανά μέλη. . . . Μερικοί πολιτικολογούσαν αναίσχυντα για τη φιλία των άλλων, οι οποίοι θα μπορούσαν να υποβοηθήσουν για την προαγωγή των σε πιο εξέχουσες εκκλησίες. Βεβαίως ποτέ δεν συνεζητήσαμε θεολογικά ζητήματα ή το πώς ν’ αντιμετωπίζαμε καλύτερα τις πνευματικές ανάγκες των κοινοτήτων μας. Στις διακονικές συναθροίσεις η ομιλία αφορούσε κυρίως κτίρια, μισθούς ή επινοήσεις για προσπάθεια αποκτήσεως μελών. . . . Αυτή δεν ήταν η διακονία, για την οποία αισθανόμουν ότι εκλήθην.» Μολονότι επίστευε ακόμη στον Ιησού Χριστό, εγκατέλειπε τη διακονία, διότι φρονούσε ότι η ζωή του θα εδαπανάτο άσκοπα στη διεύθυνσι μιας αναψυχής, ή σε κάτι που του εφαίνετο λίγο τι περισσότερο από μια Κυριακάτικη πρωινή επικοινωνία για αλληλοθαυμασμό.
4. Για ποιο ποάγμα ενδιεφέρετο ο Ιησούς; Τι είχε να πη ο Παύλος για το ορθό ελατήριο προς υπηρεσίαν;
4 Βέβαια, μια απλώς αύξησις μελών ή η απόκτησις μιας εκκλησίας με άφθονα οικονομικά μέσα ή της πιο μεγάλης εκκλησίας δεν ήταν εκείνο που ενδιέφερε τον Χριστό ή εκείνους που συνυπηρετούσαν με αυτόν. Ο Ιησούς ενδιεφέρετο μάλλον να εύρη εκείνους, οι οποίοι θα ελάτρευαν τον Θεό «εν πνεύματι και αληθεία», παρά να έχη μεγάλα πλήθη που θα προσήρχοντο σ’ αυτόν για να τον ακούσουν να κηρύττη πραϋντικές ομιλίες. Πραγματικά, αυτός ετόνισε ότι ο δρόμος που θα ωδηγούσε στην καταστροφή θα ήταν ο ευρύς δρόμος, αλλ’ ο δρόμος της ζωής θα ήταν στενός κι ευθύς και δύσκολος ν’ ακολουθηθή. Και ο απόστολος Παύλος, επίσης, ανεγνώρισε ότι υπήρχαν μερικοί, που υπηρετούσαν τον Θεό με εσφαλμένο ελατήριο. Όπως είπε, «Τινές . . . και δια φθόνον και έριδα, . . . κηρύττουσι τον Χριστόν.» Αυτό φαίνεται να συμβαίνη σήμερα, που οι διάκονοι των σημερινών χρόνων συναγωνίζονται για μεγάλα κτίρια ή μεγάλα εκκλησιάσματα. Εν τούτοις, ο Παύλος περαιτέρω είπε, «τινές δε και από καλής θελήσεως. Οι μεν κηρύττουσιν εξ αντιζηλίας τον Χριστόν, ουχί εν καθαρότητι . . . Οι δε εξ αγάπης.»—Φιλιππησ. 1:15- 17.
5. Πώς μπορεί να εκδηλωθή πραγματικό ενδιαφέρον για την αληθινή λατρεία;
5 Ο Ιεχωβά δεν βλέπει μόνο την υπηρεσία που παρέχει ένα άτομο ή τη θέσι του, αλλά βλέπει την καρδιά για να διαπιστώση το ελατήριο εκείνων που τον υπηρετούν. Σε κάθε Χριστιανό, λοιπόν, ανήκει να εξετάση το προσωπικό του ελατήριο στην υπηρεσία του Θεού, αν είναι για προσωπικούς λόγους ή από έριδα ή από πνεύμα ανταγωνισμού, ή από αγάπη και με καλή θέλησι και μ’ ένα καθαρό ελατήριο. Μην αφήνετε την «υπηρεσία» σας να έχη περιεχόμενον ενός τυπικού λάτρεως, ο οποίος είναι ευχαριστημένος εφ’ όσον τίποτε δεν απαιτείται απ’ αυτόν. Αυτού του είδους οι λάτρεις μάλιστα αποστέργουν να διαθέσουν χρόνο για την εξέτασι της πίστεώς των. Όπως ο άλλοτε κληρικός, που ανεφέραμε προηγουμένως, παρεπονέθη, «Οι άνθρωποι θα ήθελαν μάλλον ν’ ακούσουν για τη δική τους ιδέα περί Χριστιανοσύνης, παρά για την του Χριστού. . . . Όχι μόνο δεν ήθελαν ν’ ακούσουν γι’ αυτή· δεν ήθελαν και να μιλήσουν γι’ αυτή.» Διεπίστωσε ότι εκείνοι, που εδίδασκαν σε αίθουσες Κυριακών σχολείων, παρημπόδιζαν την περαιτέρω διδασκαλία, και όταν αυτός προσπαθούσε ν’ αναπτύξη ένα πρόγραμμα για ολόκληρη την εκκλησία, με μικρές ομάδες συζητήσεων σε σπίτια των μελών για την πνευματική τους ανάπτυξι, ποτέ δεν παρίσταντο περισσότερα των δέκα ατόμων, και μέσα σε δύο μήνες το πρόγραμμα ήταν νεκρό. Αυτό, βέβαια, είναι μια μακρινή φωνή από τη Χριστιανοσύνη, που εδίδαξε ο Ιησούς, όταν είπε: «Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.» Ο Ιησούς έθεσε την αρχή δείχνοντας ότι η αληθινή λατρεία καταδεικνύεται από την υπηρεσία.—Ματθ. 22:37, ΜΝΚ.
ΠΡΟΘΥΜΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ
6. Ποια στάσι λαμβάνουν χιλιάδες Χριστιανών σήμερα;
6 Ακριβώς όπως προείπε πριν από πολύν χρόνο ο ψαλμωδός, υπάρχουν άνθρωποι στη γη σήμερα, που επιθυμούν να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά ολοψύχως. Ο Δαβίδ επροφήτευσε: «Ο λαός σου θέλει είσθαι πρόθυμος εν τη ημέρα της δυνάμεώς σου.» (Ψαλμ. 110:3) Δείχνουν ζωηρό ενδιαφέρον να μάθουν και να μελετήσουν τον λόγον του Θεού. Είναι ευτυχείς μιλώντας για τις Γραφές και υποκινούνται από εγκάρδια επιθυμία να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Το αποτέλεσμα είναι ότι αφιερώνουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά και το συμβολίζουν αυτό με δημόσιο βάπτισμα. Αυτό αποτελούσε την απλή, πρώτη Χριστιανική μορφή του να γίνη ένας μαθητής και είναι η ίδια μέθοδος που εφαρμόζεται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά σήμερα. Είναι θαυμάσιο να βλέπη κανείς χιλιάδες άτομα να κάνουν αυτό το βήμα κάθε χρόνο. Πραγματικά, στη διάρκεια του έτους 1963, 62.798 άτομα σε όλον τον κόσμο εβαπτίσθησαν, συμβολίζοντας έτσι την αφιέρωσι της ζωής των στον Ιεχωβά για να μετέχουν στη διακονία. Δεν υπηρετούν χάριν οικονομικών ωφελημάτων, όπως δεν το έπρατταν αυτό και οι πρώτοι απόστολοι. Ούτε εμποδίζονται από την έλλειψι ενδιαφέροντος, που επιδεικνύεται από τον λαό γενικά, αλλ’ υπηρετούν χάριν της χαράς τού να εκπροσωπούν τον Ιεχωβά και να προάγουν τα συμφέροντα της Βασιλείας του. Υπηρετούν από αγάπη προς τον Θεό και αγάπη προς τον πλησίον. Αναγνωρίζουν την αληθινότητα των λόγων του Ιησού, «Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και Μαμμωνά», και γι’ αυτό προτάσσουν τα συμφέροντα της Βασιλείας και τη διακονία στη ζωή τους.—Ματθ. 6:24· 1 Κορ. 9:18.
7. Γιατί ήταν ψευδής η κατηγορία του Σατανά;
7 Από τον καιρό του Ιώβ υπήρξε ισχυρισμός του Σατανά ότι οι άνθρωποι υπηρετούν τον Θεό για ιδιοτελείς λόγους: «Μήπως δωρεάν φοβείται ο Ιώβ τον Θεόν; δεν περιέφραξας κυκλόθεν αυτόν, και την οικίαν αυτού, και πάντα όσα έχει; τα έργα των χειρών αυτού ευλόγησας . . . Πλην τώρα έκτεινον την χείρά σου, και έγγισον πάντα όσα έχει, δια να ίδης εάν δεν σε βλασφημήση κατά πρόσωπον.» (Ιώβ 1:9-11) Αλλ’ ο Ιώβ δεν υπηρετούσε τον Θεό για ό,τι θα μπορούσε να λάβη σε υλικές ανέσεις ή μια ευημερία στη ζωή. Ακόμη κι όταν έχασε όλα τα υπάρχοντά του, καθώς επίσης, και τους γυιούς του και τις θυγατέρες του, σε μια σειρά συμφορών, και τότε ο Ιώβ είπε απλώς: «Ο Ιεχωβά έδωκε, και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα του Ιεχωβά ευλογημένον.» (Ιώβ 1:21, ΜΝΚ) Ο Ιώβ, λοιπόν, δεν υπηρετούσε τον Ιεχωβά για υλικά ωφελήματα, ούτε και ο λαός του Ιεχωβά σήμερα το πράττει αυτό. Αυτοί φρονούν ό,τι αισθανόταν και ο απόστολος Παύλος όσον αφορά την υπηρεσία του στον Θεό, όταν είπε: «Ημείς, καθώς οι πολλοί, δεν καπηλεύομεν τον λόγον του Θεού, αλλ’ ως από ειλικρινείας, αλλ’ ως από Θεού, κατενώπιον του Θεού, λαλούμεν εν Χριστώ.»—2 Κορ. 2:17.
8. Πώς οι μάρτυρες του Ιεχωβά ακολουθούν το παράδειγμα του Παύλου;
8 Μπορεί να είναι καταπληκτικό για πολλούς να κατανοήσουν ότι στις 22.761 εκκλησίες μαρτύρων του Ιεχωβά ανά τον κόσμον, ούτε ο προϊστάμενος διάκονος ούτε οι διακονικοί βοηθοί του υπηρετούν επειδή λαμβάνουν μισθό ή ενοριακό οίκημα ή ευεργετήματα λόγω αποχωρήσεως ή κάτι παρόμοιον. Αντιθέτως, αυτοσυντηρούνται όπως και οι πρώτοι Χριστιανοί και δέχονται τη διακονία σαν κάτι που τους έχει εμπιστευθή ο Θεός. Σ’ αυτό ακολουθούν το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου. Αυτός, για να μην επιβαρύνη τους Χριστιανούς που υπηρετούσε, εξασκούσε το επάγγελμα του ως σκηνοποιού. Γι’ αυτό μπορούσε να λέγη: «Αργύριον ή χρυσίον ή ιμάτιον ουδενός επεθύμησα. Σεις δε αυτοί εξεύρετε ότι εις τας χρείας μου και εις τους όντας μετ’ εμού αι χείρες αύται υπηρέτησαν.» Ο Παύλος, επίσης, ετόνισε το ορθόν ελατήριον για συμμετοχή στη διακονία, όταν εδήλωσε: «Ούτω κοπιάζοντες πρέπει να βοηθήτε τους ασθενείς, και να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, όταν αυτός ο ίδιος είπε, Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» Ο Παύλος, λοιπόν, δεν ήταν στη διακονία για κάποιο προσωπικό όφελος, αλλά, μάλλον, για τη χαρά που απέκτησε βοηθώντας τους άλλους και συμμεριζόμενος την αλήθεια με αυτούς.»—Πράξ. 18:3· 20:33-35.
ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
9. Τι πρέπει να περιλαμβάνη η πίστις μας; Δώστε παραδείγματα ανθρώπων πίστεως και των πραγμάτων στα οποία απέβλεπαν.
9 Εν τούτοις, οι Γραφές τονίζουν ότι ο Ιεχωβά επιφυλάσσει πολλές πνευματικές ευλογίες καθώς και την αμοιβή της αιωνίου ζωής σ’ εκείνους, που τον υπηρετούν. Δεν πρόκειται για μια ιδιοτελή παρακίνησι σε υπηρεσία, αλλά, μάλλον, είναι μια ενθάρρυνσις για πίστι και εγκαρτέρησι και μια απόδειξις της αγάπης του Ιεχωβά. Οι Γραφές μάς λέγουν πώς άνθρωποι πίστεως στους αρχαίους χρόνους είχαν εμπιστοσύνη στις επαγγελίες που εδόθησαν από τον Ιεχωβά κι έλαβαν θάρρος σε περιπτώσεις σκληρών εναντιώσεων. Έτσι, το εδάφιο Εβραίους 11:6 λέγει: «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» Μας λέγεται ότι ο Αβραάμ απέβλεπε στη βασιλεία του Θεού, «περιέμενε την πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.» Για τον Μωυσή λέγεται: ‘Έκρινε τον υπέρ του Χριστού ονειδισμόν μεγαλήτερον πλούτον παρά τους εν Αιγύπτω θησαυρούς· διότι απέβλεπεν εις την μισθαποδοσίαν’.—Εβρ. 11:10, 26.
10. Πώς γνωρίζομε ότι δεν είναι εσφαλμένο ν’ αποβλέπη κανείς στην υπόσχεσι μιας αμοιβής;
10 Ο Παύλος, επίσης, εμνημόνευσε τη Χριστιανική ελπίδα για το μέλλον ως λόγον για υπηρεσία, όταν έγραψε στους Κολοσσαείς: «Ακούσαντες την εις τον Ιησούν Χριστόν πίστιν σας, και την εις πάντας τους αγίους αγάπην, δια την ελπίδα την αποτεταμιευμένην δια σας εν τοις ουρανοίς· την οποίαν προηκούσατε εν τω λόγω της αληθείας του ευαγγελίου.» Και για τον Ιησούν ακόμη ελέχθη: «Υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν, υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθισε εν δεξιά του θρόνου του Θεού.» Ώστε δεν είναι ιδιοτελές ή εσφαλμένον να πιστεύη κανείς ότι ο Θεός γίνεται μισθαποδότης σ’ εκείνους, οι οποίοι ένθερμα τον εκζητούν, ούτε μπορεί να λεχθή ότι το ελατήριό μας για υπηρεσία είναι εσφαλμένο, επειδή έχομε μια τέτοια ελπίδα.—Κολ. 1:4, 5· Εβρ. 12:2· Ρωμ. 12:12.
11. Πώς βοηβεί κάποιον η προσδοκία των ευλογιών του μέλλοντος;
11 Αυτή η προσδοκία για ζωή στο νέο σύστημα πραγμάτων με όλες τις θαυμαστές ευλογίες της είναι εκείνη που συχνά κινεί νέους σπουδαστάς των Γραφών να μοιράζωνται την αλήθεια με άλλους, καθώς δε προοδεύουν σε ωριμότητα, η πεποίθησις για τα όσα έμαθαν είναι εκείνη, η οποία τους κρατεί πιστούς ακόμη και ύστερ’ από πολλά χρόνια υπηρεσίας. Τους δίνει μια σταθερή απόφασι ν’ ανταποκριθούν στις θείες απαιτήσεις για ζωή, και έχουν εμπιστοσύνη ότι ο Θεός θ’ ανταμείψη εκείνους, οι οποίοι τον υπηρετούν πιστά, ακόμη και αν παραστή ανάγκη ν’ αντιμετωπίσουν θάνατο λόγω της πιστής των λατρείας, όπως ακριβώς συνέβη με τον Ιησού. Ο Ιησούς προεγνώρισε ότι στον έσχατο καιρό, στον οποίο τώρα ζούμε, θα υπήρχαν πολλοί άνδρες και γυναίκες που θα υπηρετούσαν με ζήλο τον Θεό, και γι’ αυτό επροφήτευσε: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.»—Ματθ. 24:14.
12. Γιατί πρέπει να συνεχίσωμε την από σπίτι σε σπίτι διακονία παρά την εναντίωσι που συναντούμε;
12 Το να είναι κανείς ένας από οικία σε οικία κήρυξ του ευαγγελίου αποτελεί ίσως το πιο δύσκολο έργο από οποιοδήποτε άλλο. Δεν πρόκειται να φέρη σε κάποιον μια δημοφιλή ζωή ή κολακευτικούς τίτλους ή ένα άνετο εισόδημα ή ισχυρές σχέσεις με την κυβέρνησι, όπως δεν έφερε στον Ιησού. Το γεγονός ότι οι λειτουργοί του «Χριστιανικού κόσμου» απολαύουν γενικά δημοσίας εκτιμήσεως και μιας σεβαστής κοινωνικής θέσεως, ενός ελκυστικού μισθού, και άλλων, τείνει να τους κατατάξη ως φίλους του κόσμου, όπως τους γραμματείς και Φαρισαίους της εποχής του Ιησού, οι οποίοι δεν ήσαν οι αληθείς διαγγελείς των αγαθών νέων αλλά πραγματικοί πολέμιοι των. Εκείνοι, που εργάζονται για να κερδίσουν την επιδοκιμασία του παρόντος κοσμικού συστήματος, έχουν την ανταμοιβή τους τώρα, εκείνοι, όμως, που υπηρετούν για την προώθησι των συμφερόντων της Βασιλείας, αποβλέπουν στην αμοιβή ζωής στη νέα διάταξι δικαιοσύνης. Αναγνωρίζουν ότι μαζί με την απόκτησι γνώσεως του λόγου του Θεού έρχεται και η υποχρέωσις της χρησιμοποιήσεώς της, και είναι ευτυχείς που έχουν ένα τέτοιο προνόμιο. Πραγματικά κάθε Χριστιανός είναι υποχρεωμένος να υπηρετή ως ένας διάκονος του Θεού· άλλως δεν μπορεί πραγματικά να πη ότι είναι Χριστιανός ή οπαδός του Χριστού. Παρά τις ταλαιπωρίες, η διακονία είναι το πιο μεγάλο προνόμιο που μπορεί ν’ απολαύση ένας άνθρωπος, μια ευκαιρία που δεν μπορεί ν’ αγορασθή με χρήματα, επειδή παραχωρείται από τον Θεό.—Ματθ. 23:8-10· Ιάκ. 4:4· Ιωάν. 17:14.
13. Πώς και γιατί οι Χριστιανοί έδειξαν την αφοσίωσί τους στον Ιεχωβά παρά τους διωγμούς;
13 Οι μάρτυρες του Ιεχωβά αναμένουν ότι η συμμετοχή στη διακονία θα φέρη εναντίωσι, ακόμη και από εκείνους που ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί. Συχνά τους κατηγόρησαν ψευδώς ως κατασκόπους, Σιωνιστάς, ανατροπείς, ακριβώς όπως και ο Παύλος είχε κατηγορηθή στην εποχή του ως ‘φθοροποιός, και διεγείρων στάσι μεταξύ όλων των κατά την οικουμένην Ιουδαίων, και πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων’. Στη δάρκεια ετών πολέμων είχε δοθή σε Μάρτυρας η εκλογή ν’ αποκηρύξουν την πίστι των ή να πεθάνουν. Σε μερικές χώρες υπέμειναν μακροχρόνιες φυλακίσεις, διότι ηρνήθησαν να εγκαταλείψουν την ουδετέρα στάσι των ως διακόνων του Ιεχωβά, και μερικοί βρίσκονται ακόμη στις φυλακές. Γιατί θεωρούν την υπηρεσία του Θεού τόσο σπουδαία ώστε και τη ζωή τους ακόμη να δίνουν γι’ αυτή; Διότι πιστεύουν την αλήθεια του λόγου του Θεού και τρέφουν την ελπίδα να κερδίσουν την αμοιβή της αιωνίου ζωής. Καθώς εξήγησε ο Παύλος: «Διότι τώρα ανθρώπους πείθω ή τον Θεόν; ή ζητώ να αρέσκω εις ανθρώπους; διότι εάν ακόμη ήρεσκον εις ανθρώπους, δεν ήθελον είσθαι δούλος Χριστού.» Ο Παύλος ήταν τόσο πεπεισμένος για την πιστότητα του Θεού ώστε διεκήρυξε: «Ούτε θάνατος ούτε ζωή, ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις, ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα . . . θέλει δυνηθή να χωρίση ημάς από της αγάπης του Θεού.» Ο Παύλος έδειξε την εκτίμησί του για την αγάπη του Θεού με την υπηρεσία του.—Πράξ. 24:5· Γαλ. 1:10· Ρωμ. 8:38, 39.
14. Ποια σχέσι έχει η αγάπη με την υπηρεσία;
14 Ο Ιησούς, επίσης, μολονότι εγνώριζε την μερίδα που του επεφυλάσσετο, ενέμεινε στην πιστή διακονία του προς τον Ιεχωβά. Είχε έλθει για να κάμη το θέλημα του Πατρός του και απεφάσισε να το εκπληρώση μολονότι αυτό εσήμαινε τον θάνατό του. Η σταθερή του πορεία και η επιθυμία του να παραμείνη πιστός κάτω από όλες τις περιστάσεις εβασίζοντο, επίσης, στην αγάπη καθώς είπε: «δια να γνωρίση ο κόσμος, ότι αγαπώ τον Πατέρα.» Μια τέτοια αγάπη σήμερα μας βοηθεί να δίνωμε μαρτυρία σε όσους συναντούμε με μια τελεία παρρησία, μη συστελλόμενοι από το να εξηγούμε την αλήθεια σε άλλους. Καθώς είπε ο απόστολος Ιωάνννης: «Φόβος δεν είναι εν τη αγάπη.» Και γιατί οι Χριστιανοί έχουν αυτή την ακλόνητη αγάπη; ‘Διότι ο Θεός πρώτος ηγάπησεν ημάς’.—Ιωάν. 14:31· 1 Ιωάν. 4:17-19.
ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ
15. Γιατί ο Ιησούς και οι απόστολοι υπηρετούσαν τον Θεό;
15 Αν κάποιος σας ρωτούσε γιατί ένας Χριστιανός οφείλει να υπηρετή τον Θεό, πώς θ’ απαντούσατε; Μια νεαρή διαγγελεύς των αγαθών νέων, που προσέφερε έντυπα με Γραφικό περιεχόμενο σε μια οικοδέσποινα και ερωτήθηκε ποια αμοιβή επερίμενε για το έργο της, απήντησε, «Αιώνια ζωή!» Είχε πίστι στην υπόσχεσι του Ιεχωβά. Για ποιον λόγο θα ελέγατε σεις ότι υπηρετείτε τον Θεό, ώστε να ενθαρρύνετε και κάποιον άλλον να υπηρετήση; Θα μπορούσαμε να ερωτήσωμε, Γιατί ο Ιησούς υπηρετούσε τον Ιεχωβά; Διότι η αγάπη του για τον Πατέρα τον ώθησε να κάμη το θέλημα του Πατρός του και να δώση μαρτυρία για την αλήθεια. (Ιωάν. 18:37) Γιατί ο Παύλος υπηρετούσε τον Θεό; Διότι εγνώριζε ότι αυτό εσήμαινε ζωή γι’ αυτόν και για εκείνους που επρόσεχαν στο άγγελμα. Γι’ αυτό υπηρετούσε ως ένας πρέσβυς του ευαγγελίου, συνεχίζοντας το έργο που άρχισε ο Χριστός.—2 Κορ. 5:20.
16. Ποιοι είναι μερικοί σοβαροί λόγοι για υπηρεσία;
16 Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι η υπηρεσία μας βασίζεται στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον, ότι γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες του ιδίου του Ιησού, και ότι το να την εκτελή κανείς σημαίνει σωτηρία. (Ματθ. 22:37-39· 28:19· 1 Τιμ. 4:16) Το να υπηρετή κανείς τον Θεό προσδίδει ένα πραγματικό σκοπό στη ζωή, όχι μόνο για την προσωπική μας επιβίωσι, αλλά για να συνεισφέρουμε κάτι εποικοδομητικό στους άλλους, δίδοντάς τους ελπίδα για ζωή σύμφωνα με τον σκοπό του Θεού.—Ρωμ. 8:28.
17. Σε τι πρέπει να βασίζεται η υπηρεσία μας και γιατί;
17 Μερικοί πιθανόν ν’ αρχίζουν την από σπίτι σε σπίτι διακονία, ιδιαίτερα παιδιά, επειδή επηρεάζονται από την οικογένεια ή από φίλους. Συνταυτίζονται με την τοπική εκκλησία και συμμετέχουν στην υπηρεσία δίχως να βάλουν σ’ αυτήν την καρδιά τους. Άλλοι πιθανόν να έχουν την αντίληψι ότι αυτή είναι η καλύτερη θρησκεία που βρήκαν και εν τούτοις ποτέ δεν εμελέτησαν αρκετά βαθιά ώστε ν’ αποκτήσουν μια επιθυμία που να τους ωθή στο να μοιρασθούν με άλλους αυτά που έμαθαν. Μερικοί πιθανόν ν’ απολαμβάνουν την καλή συντροφιά με εντίμους ανθρώπους και να πιστεύουν ότι αυτή είναι αξία της προσπάθειας να την καλλιεργή κανείς ενώ άλλοι πιθανόν να συνδέονται με τέτοιους ανθρώπους ακόμη και για ιδιοτελείς σκοπούς, για να διαφθείρουν ή να καταστρέψουν την πίστι εκείνων με τους οποίους σχετίζονται. Οποιοσδήποτε, όμως, και αν είναι ο σκοπός, ο Ιεχωβά γνωρίζει την καρδιά, και όσοι υπηρετούν με εσφαλμένο ελατήριο δεν θα λάβουν ποτέ την ευλογία του ή το δώρον της ζωής, Ώστε η υπηρεσία μας δεν πρέπει ποτέ να βασίζεται στον φόβο των συνεπειών λόγω αποτυχίας μας στην υπηρεσία, ούτε σε ιδιοτελείς προσωπικούς λόγους, αλλά, μάλλον, σε αληθινή και εγκάρδια αγάπη για τον Δημιουργό μας.—2 Κορ.6:1, 2· Ιερεμ. 20:9.
18. Ποια στάσι πρέπει να τηρούμε προς εκείνους, που υπηρετούμε;
18 Υπάρχει ανάγκη για τον καθένα να οικοδομήση και ενισχύση την πίστι του, την αγάπη του και την εκτίμησί του για την αλήθεια, και κατόπιν ν’ ασκή επιμελώς την δικαιοσύνη του Θεού, η οποία κάνει την υπηρεσία μας δεκτή σ’ αυτόν. Ένας που συμμετέχει στη διακονία πρέπει να ενδιαφέρεται βαθιά για κείνους τους οποίους διακονεί και να καταβάλλη κάθε προσπάθεια για να βελτιώση την παρουσίασι του αγγέλματος και την αποτελεσματικότητά του ώστε να είναι σε θέσι να τους βοηθήση. Αυτή είναι η στάσις, την οποία ο ίδιος ο Ιεχωβά εξέφρασε στο Ιεζεκιήλ 33:11: «Δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψη ο ασεβής από της οδού αυτού, και να ζη· επιστρέψατε, επιστρέψατε από των οδών υμών των πονηρών· δια τι να αποθάνητε;» Η υπηρεσία μας τώρα μπορεί κάλλιστα να σημαίνη ζωή για μας καθώς επίσης και για άλλους.
19. Τι θα συμβή σ’ εκείνους που υπηρετούν με ιδιοτελή ελατήρια;
19 Αν μερικοί υπηρετούν για να ευαρεστήσουν συγγενείς ή αγαπητά πρόσωπα, τι θα συμβή, όταν το παλαιό αυτό σύστημα πλησιάζη προς το τέλος του και ο Γωγ του Μαγώγ επιτεθή κατά του λαού του Ιεχωβά; Αν ο λόγος, για τον οποίον υπηρετούμε τον Θεό, είναι πραγματικά ν’ αρέσωμε σε ανθρώπους, δεν θ’ αρέσωμε στον Θεό και ούτε θ’ ανθέξωμε κάτω από την πίεσι της μεγίστης επιθέσεως. (Ιεζ. 38:11, 16) Όσοι υπηρετούν για εσφαλμένους λόγους ή για προσωπικά συμφέροντα θα εκριζωθούν εντός ολίγου. Όχι μόνο θα συναντήσουν εναντίωσι από κοσμικούς φίλους ή και από την ίδια την οικογένειά τους ακόμη όπως στην περίπτωσι του Ιώβ, αλλά θα καμφθούν κάτω από τις ψευδείς κατηγορίες που συχνά εγείρονται εναντίον Χριστιανών. Αν αυτοί που υπηρετούν με εσφαλμένα ελατήρια δεν αποσυρθούν εν καιρώ μόνοι τους λόγω ελλείψεως πίστεως, ο Ιεχωβά ο ίδιος μέσω των αγγέλων του θα διαχωρίση εκείνους που είναι ανάξιοι ζωής και θα τους παραδώση προς καταστροφήν κατά την επικείμενη μάχη του Αρμαγεδδώνος. (Ματθ. 24:12· 13:20, 21, 38-41) Είναι φανερό ότι εκείνοι, που μπορεί να υπηρετούν προσωρινώς για ιδιοτελείς λόγους, εξαπατούν μόνο τον εαυτό τους. Ο Ιησούς το ετόνισε αυτό, όταν είπε: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ. Κύριε, Κύριε· αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς.»—Ματθ. 7:21-23.
20. Πώς μπορούμε να ενισχύσωμε τη θέσι μας στην εύνοια του Ιεχωβά;
20 Αν ελπίζωμε να είμεθα μεταξύ του πλήθους των αληθινών υμνητών του Ιεχωβά, οι οποίοι θα λάβουν ένα στέφανο ζωής, τότε δεν πρέπει να καμφθούμε από οποιαδήποτε εναντίωσι που είναι πιθανόν να έλθη εναντίον μας. Αντιθέτως, όπως ο φρόνιμος άνθρωπος της παραβολής του Ιησού, θα οικοδομήσωμε την οικία μας επάνω στην πέτρα της υπακοής στον Ιησού Χριστό, ενισχύοντας την πίστι μας σ’ αυτόν και εργαζόμενοι για να βαθύνωμε, να διευρύνωμε και να ισχυροποιήσωμε τη γνώσι μας για την αλήθεια, με το να ζούμε σύμφωνα μ’ αυτήν και με το να βοηθούμε άλλους, επίσης, να κερδίσουν ένα παρόμοιο στερεό θεμέλιο υπακοής, που θα σημαίνη ζωή. Τότε, όταν οι θύελλες της εναντιώσεως, που προλέγουν οι Γραφές, επιπέσουν εναντίον του λαού του Ιεχωβά ως μια θλίψις, ομοία της οποίας δεν θέλει γίνει πλέον, η πιστή υπακοή μας δεν θα παρασυρθή, αλλά θα παραμείνη κάτω από κάθε φοβερή εναντίωσι και θα μας βοηθήση να παραμείνωμε σταθεροί υπέρ της ορθής λατρείας. (Ματθ. 7:24-27) Δεν υπάρχει τίποτε που μπορούμε να δώσωμε στον Θεό για να δείξωμε την αγάπη μας προς αυτόν και την εκτίμησί μας για τη ζωή και για τις μέλλουσες ευλογίες που αυτός επιφυλάσσει για μας, εκτός από τη λατρεία και την υπηρεσία μας· γι’ αυτό οφείλομε να τα δίδωμε αυτά ολοψύχως.—Εβρ. 13:15.
21. Ποιες ευλογίες χορηγεί ο Ιεχωβά στους δούλους του τώρα, και τι απαιτείται από μας;
21 Το να γνωρίζη κανείς και να υπηρετή τον Ιεχωβά φέρει ευλογίες και τώρα ακόμη. Δεν έχομε λόγους ν’ ανησυχούμε για τις ακατάστατες συνθήκες που υπάρχουν στον κόσμο, αλλά, μάλλον, έχομε ειρήνη διανοίας κι εμπιστοσύνη λόγω των Γραφικών γνώσεων μας. Μολονότι είναι πιθανόν να χάσουμε τη φιλία κοσμικών γνωριμιών ή ακόμη και αυτής της οικογενείας μας, αποκτούμε αδελφούς και αδελφές, πατέρες και μητέρες και οικίες εκατονταπλάσια από την οικογένεια του Ιεχωβά, και, επί πλέον, την υπόσχεσι της αιωνίου ζωής. Μπορούμε να είμεθα βέβαιοι γι’ αυτό, «διότι δεν είναι άδικος ο Θεός, να λησμονήση το έργον σας, και τον κόπον της αγάπης την οποίαν εδείξατε εις το όνομα αυτού.» Για να τα κερδίσωμε αυτά ο Παύλος συμβουλεύει: «Επιθυμούμεν δε να δεικνύη έκαστος υμών την αυτήν σπουδήν προς την πληροφορίαν της ελπίδος μέχρι τέλους· δια να μη γείνητε νωθροί, αλλά μιμηταί των δια πίστεως και μακροθυμίας κληρονομούντων τας επαγγελίας.»—Εβρ.6:10-12· Ρωμ. 8:6· Μάρκ. 10:30.
22. Τι είναι εκείνο που καταλήγει σε ορθή στάσι ενώπιον του Ιεχωβά; Ποιο είναι το πλεονέκτημα για ένα που υπηρετεί τον Θεό;
22 Τοιουτρόπως, ενώ η πλειονότης μπορεί να εκλέγη μια σταδιοδρομία λόγω προσωπικών επιθυμιών για γόητρο ή για ένα καλό οικονομικό κέρδος, δεν είναι, όμως, αυτά, που εξασφαλίζουν την εύνοια του Θεού. Το να υπηρετή, όμως, κανείς κινούμενος από τα Γραφικά ελατήρια της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον και με εκτίμησι των ευλογιών και της ελπίδος που παρέχει σταθερά ο Ιεχωβά, καταλήγει σε μια ορθή στάσι ενώπιον του Θεού. Όπως ακριβώς υπάρχουν πολλά να γίνουν τώρα για το έργο του Ιεχωβά και για να μοιρασθούμε την αλήθεια με ανθρώπους που αναζητούν τον Θεό, έτσι, επίσης, θα χρειασθούν πολλά να γίνουν για τον εξωραϊσμό και την πλήρωσι της γης με ανθρώπους στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού. Το ελατήριο για να υπηρετούμε τότε θα εξακολουθήση να είναι η αγάπη μας για τον Ιεχωβά. Αν επιθυμήτε να ζήσετε στην ευτυχισμένη εκείνη εποχή, τότε δείξτε το με πιστή υπηρεσία. Θυμηθήτε ότι το βιβλίον ενθυμήσεως του Ιεχωβά γράφεται τώρα. Καθώς ο λόγος του αναγράφει: «Και θέλουσιν είσθαι εμού, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων, εν τη ημέρα εκείνη, όταν εγώ ετοιμάσω τα πολύτιμά μου· και θέλω σπλαγχνισθή αυτούς, καθώς σπλαγνίζεται άνθρωπος τον υιόν αυτού, όστις δουλεύει αυτόν. Τότε θέλετε επιστρέψει, και διακρίνει μεταξύ δικαίου και ασεβούς, μεταξύ του δουλεύοντος τον Θεόν, και του μη δουλεύοντος αυτόν.»—Μαλαχ. 3:17, 18, ΜΝΚ.