Οι Ευλογίες της Υπακοής Εκμανθάνονται Μέσω Παθημάτων
«Καίτοι ών υιός, έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε. Και γενόμενος τέλειος κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν»—Εβρ 5:8, 9.
1. Γιατί η αντοχή είναι συχνά πολύ ελκυστική, και τι περιλαμβάνει;
ΜΙΑ υπεράνθρωπη δοκιμασία εγκαρτερήσεως! Μια τέτοια επικεφαλίδα εφημερίδος θα τραβούσε αμέσως την προσοχή, όχι μόνο διότι υπόσχεται κάτι εντυπωσιακό, αλλά επειδή πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρονται για την ποιότητα της αντοχής. Θα διαβάσουν αυτά που είναι γραμμένα κάτω από την επικεφαλίδα με το αίσθημα ότι περιλαμβάνουν και αυτούς, και θα διερωτώνται πώς θα περνούσαν αυτοί μια τέτοια δοκιμασία. Πολλοί, πράγματι, υφίστανται προθύμως σοβαρές δοκιμασίες αντοχής, όπως στην ορειβασία, στο δρόμο μακράς αποστάσεως, στην κολύμβησι, και άλλα. Αυτά τα κατορθώματα όχι μόνο απαιτούν μια ακατάπαυστη συνέχισι μιας ωρισμένης δραστηριότητος, αλλά χρειάζονται επίσης συνεχή σταθερότητα κάτω από πίεσι, ταλαιπωρίας ή παθήματα, χωρίς το άτομο να καταβληθή ή να παραιτηθή. Αυτή είναι η σημασία της εγκαρτερήσεως. Ορθώς θεωρείται ως ένα εξαιρετικό προσόν, που απαιτεί υπομονή, εγκαρτέρησι, δύναμι αφοσιώσεως, σθένος και θάρρος. Μολονότι στις ανωτέρω περιπτώσεις το ελατήριο που υποκινεί μπορεί να περιλαμβάνη ανταγωνισμό και υπερηφάνεια με την έννοια της επιτυχίας, δεν συμβαίνει όμως πάντοτε αυτό. Η περίθαλψις κάποιου ο οποίος πάσχει από μια μακρά και οδυνηρή ασθένεια, χωρίς ελπίδα αναρρώσεως, ή το να ζη κανείς μαζί με κάποιον ο οποίος έχει γίνει πικρός ή κατήντησε άσωτος, αυτές και άλλες όμοιες περιπτώσεις απαιτούν αντοχή, αλλά χωρίς καμμιά σκέψι επευφημίας και συχνά λαμβάνονται ως δεδομένες και περνούν απαρατήρητες.
2. Σε ποιο ειδικό παράδειγμα εγκαρτερήσεως καλεί την προσοχή μας η Βίβλος;
2 Τώρα αμέσως καλούμε το ενδιαφέρον σας σε μια μοναδική περίπτωσι επιτυχίας σε μια υπεράνθρωπη δοκιμασία αντοχής. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Μπορούμε επίσης να πούμε, με την εξουσία του Λόγου του Θεού, ότι καλείσθε να περιληφθήτε. Στην πραγματικότητα, περιλαμβανόμεθα όλοι, ο καθένας από μάς. Αυτή η περίπτωσις είναι μοναδική, αλλά δεν οφείλεται στο ότι οι αρχές της διαφέρουν από τις αρχές άλλων δοκιμασιών, αλλά λόγω ωρισμένων εξεχουσών μορφών και περιστάσεων που αξίζει να εξετασθούν. Όπως είναι πιθανόν ν’ αναμένατε, αυτή η περίπτωσις αφορά τον μονογενή Υιόν του Θεού, Χριστόν Ιησού. Γι’ αυτόν αναφέρεται: «Καίτοι ών Υιός, έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε. Και γενόμενος τέλειος κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν.» (Εβρ. 5:8, 9) Εν τούτοις, προτού προχωρήσωμε σε λεπτομέρειες όσον αφορά το πώς και γιατί είχε δοκιμασθή, ας σημειώσωμε με συντομία, για ενθάρρυνσί μας, μερικές από τις ευλογίες που κέρδισε ως άμεσο αποτέλεσμα όλων όσων υπέμεινε.
3. Εν συντομία, ποιες ευλογίες που κέρδισε με αυτόν τον τρόπο ο Ιησούς μπορούν ν’ αναφερθούν;
3 Εν πρώτοις, ο Παύλος προχωρεί αμέσως για ν’ αναφέρη τρεις απ’ αυτές τις ευλογίες: (1) Ο Ιησούς με τον τρόπο αυτόν ‘έγινε τέλειος’ με μια ειδική έννοια, (2) έχει εξουσιοδοτηθή να ‘καταστή αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν’, και (3) απέκτησε τα προσόντα για να γίνη «αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.» (Εβρ. 5:9, 10) Αυτό το τελευταίο σημαίνει φυσικά ότι (4) ο Ιησούς απέκτησε τα προσόντα να είναι «βασιλεύς» σαν τον Μελχισεδέκ. Σ’ αυτά μπορούμε να προσθέσουμε ότι (5) ο Ιησούς έχει διορισθή «μεσίτης διαθήκης καινής,» κι’ επίσης (6) απολαμβάνει υπέρτατη εξύψωσι στα «δεξιά του θρόνου του Θεού.» Τελικά, (7) έγινε «ως Υιός επί τον οίκον» των υιών του Θεού. Πρέπει να έχωμε αυτά τα πράγματα υπ’ όψιν καθώς παρατηρούμε εκείνο που μπορεί να φαίνεται ως η σκοτεινή πλευρά της εικόνος. Αυτό είχε κάμει ο Ιησούς, καθώς διαβάζομε: «Υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν, υπέφερε σταυρόν.»—Εβρ. 7:1, 2· 9:15· 3:6· 12:2.
4. Έχοντας υπ’ όψιν το εδάφιο Εβραίους 7:26, ποια ερωτήματα εγείρονται από τη δήλωσι των εδαφίων Εβραίους 5:8, 9.
4 Στρέφοντας πάλι την προσοχή μας στη θεόπνευστη δήλωσι του αποστόλου στα εδάφια Εβραίους 5:8, 9, παρατηρούμε ότι χρησιμοποιεί εκφράσεις, οι οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνονται παράδοξες και δυσνόητες. Εφόσον ο Ιησούς ήταν ο τέλειος Υιός του Θεού που είχε αποστολή από τον ουρανό, «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών,» πώς μπορεί να λεχθή ότι «έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε,» και πώς μέσω αυτών ‘έγινε τέλειος’; (Εβρ. 7:26) Γιατί αυτό ήταν αναγκαίο στην περίπτωσί του; Δεν ήταν πάντοτε ευπειθής και πάντοτε τέλειος; Για να βοηθηθούμε να λάβωμε την ορθή άποψι κι’ εκτίμησι σ’ αυτά τα σημαντικά ερωτήματα, επιθυμούμε να παρατηρήσωμε το ζήτημα μέσω των οφθαλμών του Παύλου, ας το πούμε έτσι, ενθυμούμενοι ότι αυτός είχε ειδικά ευλογηθή με το πνεύμα του Ιεχωβά.
5. Ποιο είναι το κύριο θέμα του Παύλου στο κεφάλαιο 1 της επιστολής προς τους Εβραίους, και πώς αυτό υποστηρίζεται;
5 Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσωμε πώς ο Παύλος αναπτύσσει το επιχείρημά του γράφοντας στους εξ Εβραίων Χριστιανούς, κι’ επίσης να σημειώσωμε τη συχνή μνεία αγγέλων στο πρώτο μέρος. Το κύριο θέμα του, εν πρώτοις, είναι η μοναδική εξύψωσις στην υψίστη θέσι του Υιού του Θεού, ο οποίος έγινε «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού του Θεού και. . . αφού δι’ εαυτού έκαμε καθαρισμόν των αμαρτιών ημών, εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλοσύνης εν υψηλοίς· τοσούτον ανώτερος των αγγέλων γενόμενος.» (Εβρ. 1:3, 4) Στον μακρύ κατάλογο των παραπομπών από τις Εβραϊκές Γραφές που ακολουθεί, δείχνοντας την ανωτέρα θέσι του Χριστού υπεράνω των αγγέλων, φαίνεται σαφώς η βασική αιτία τούτου, όταν ο Παύλος παραθέτη από τον Ψαλμό 45:7: «Ηγάπησας [Υιέ] δικαιοσύνην, και εμίσησας ανομίαν· διά τούτο έχρισε σε ο Θεός, ο Θεός σου, έλαιον αγαλλιάσεως υπέρ τους μετόχους σου [τους βασιλείς του Ισραήλ].» (Εβρ. 1:9) Πρέπει να βάλωμε στην καρδιά μας αυτή τη βασική αρχή. Αν την ακολουθήσωμε κάτω από οποιαδήποτε δοκιμασία, στην οποία είναι δυνατόν να βρεθούμε αναμεμιγμένοι, κι’ εμείς επίσης μπορούμε να είμεθα βέβαιοι για μια επιτυχή έκβασι, επειδή θα έχωμε την επιδοκιμασία και την ευλογία του Ιεχωβά.
6. (α) Πώς συνεχίζεται το επιχείρημα στα εδάφια Εβραίους 2:1-4, που δείχνει ποια ευθύνη; (β) Ποια μεγάλη ανάπτυξις τούτου ακολουθεί στα εδάφια Εβραίους 2:5-9;
6 Με την υπερύψωσι του Ιησού υπ’ όψιν, μπορούμε να εκτιμήσωμε καλύτερα τη δύναμι των λόγων του Παύλου όταν λέγη: «Δια τούτο πρέπει ημείς να προσέχωμεν περισσότερον» σ’ ένα άγγελμα ‘τόσον μεγάλης σωτηρίας ήτις ήρχισε να λαλήται διά του Κυρίου’, και όχι μέσω αγγέλων. Αν παραμελήσωμε την ευκαιρία για σωτηρία που προσφέρεται από τον Ιησού Χριστό, είτε για ουράνια είτε για επίγεια ελπίδα στη βασιλεία του, τότε πώς θέλομεν εκφύγει» την καταστρεπτική «δικαίαν μισθαποδοσίαν,» αφού απερρίψαμε μια μοναδική προμήθεια τόσης παρ’ αξίαν αγαθότητος; (Εβρ. 2:1-4) Κατόπιν ο Παύλος το αναπτύσσει αυτό, παραθέτοντας από τον Ψαλμό 8, για να δείξη ότι στη βασιλεία του Θεού σκοπός του είναι να ‘υποτάξη τα πάντα’ χωρίς εξαίρεσι ‘ουχί εις αγγέλους’ αλλά κάτω από τους πόδας του ‘υιού του ανθρώπου’ ο οποίος είναι ο Ιησούς. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι στην επεξεργασία αυτού του σκοπού, ο Ιησούς είχε γίνει για ένα διάστημα ‘ολίγον τι παρά τους αγγέλους ηλαττωμένος’ όταν ήταν στη γη. Για ποιο σκοπό και με ποιο αποτέλεσμα; Σημειώστε τη μεγάλη απάντησι, ότι ο Ιησούς είναι τώρα ‘με δόξαν και τιμήν εστεφανωμένος, για να γευθή θάνατον υπέρ παντός ανθρώπου διά της χάριτος του Θεού’. (Εβρ. 2:5-9) Αυτό αποδεικνύει ότι η προμήθεια που έχει γίνει για σωτηρία είναι τόσο ευρεία, ώστε κανένα μέλος της ανθρωπίνης οικογενείας δεν αποκλείεται. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι αυτόματη ούτε επιβάλλεται σε κανένα, αλλά οποιοσδήποτε αποτυγχάνει να λάβη τα οφέλη της δεν έχει να μεμφθή παρά μόνο τον εαυτό του. Η προμήθεια καλύπτει ‘πάντας.’ Σεις δεν εκτιμάτε αυτή την προμήθεια; Δεν νομίζετε ότι σας περιλαμβάνει; Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμεθα για να «μη εκπέσωμεν ποτέ,» ή μήπως αναπτυχθή «πονηρά καρδία απιστίας, ώστε ν’ αποστατήση από Θεού ζώντος.»—Εβρ. 2:1· 3:12.
7. Πώς μπορούμε να καθορίσωμε την ταυτότητα των ‘πολλών υιών’ που αναφέρονται στο εδάφιο Εβραίους 2:10;
7 Έως εδώ καλά. Δεν δυσκολευόμεθα ν’ αναγνωρίσωμε ότι ο αγαπητός Υιός του Θεού ήταν άξιος ν’ αναστηθή σε μια τόσο εξυψωμένη θέσι. Εν τούτοις, τι μπορεί να λεχθή για την επομένη δήλωσι του Παύλου, μια σπουδαία δήλωσι, ότι «έπρεπε. . . φέρων εις την δόξαν πολλούς υιούς, να κάμη τέλειον τον αρχηγόν της σωτηρίας αυτών διά των παθημάτων»; (Εβρ. 2:10) Ποιοι είναι αυτοί οι ‘πολλοί υιοί’; Μήπως είναι μερικοί από τους αγίους αγγέλους οι οποίοι είναι άξιοι ειδικής τιμής; Αντιθέτως, το νήμα για την απάντησι φαίνεται στο εδάφιο 16, όπου διαβάζομε: «Διότι βεβαίως δεν ανέλαβεν ο Ιησούς αγγέλων φύσιν, αλλά σπέρματος Αβραάμ ανέλαβεν.» Ναι, εδώ έχομε την απάντησι, «Σπέρματος Αβραάμ.» Για να καθορίσωμε την ταυτότητα αυτής της τάξεως, δεν έχομε παρά ν’ αναφερθούμε στην εξήγησι του αποστόλου στα εδάφια Γαλάτας 3:16, 26, 29, όπου, αφού λέγει ότι η επαγγελία δεν ήταν προς πολλά σπέρματα, αλλά μόνο σ’ ένα, «και προς το σπέρμα σου, όστις είναι ο Χριστός,» κατόπιν λέγει: «Πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού. . . . Εάν δε ήσθε του Χριστού, άρα είσθε σπέρμα του Αβραάμ, και κατά την επαγγελίαν κληρονόμοι.» Έτσι μαθαίνομε ότι, ενώ το σπέρμα του Αβραάμ είναι πρωτίστως ο Ιησούς Χριστός, στη μεγαλύτερη εκπλήρωσι αυτό περιλαμβάνει τη Χριστιανική εκκλησία, το «μικρόν ποίμνιον» που έχει ουράνια ελπίδα. (Λουκ. 12:32) Αυτοί συμμετέχουν μαζί με την Κεφαλή των σε μεγάλο βαθμό στις υποσχεμένες ειδικές ευλογίες της υπακοής η οποία μανθάνεται μέσω παθημάτων. Μολονότι πιθανόν να μη είσθε απ’ αυτόν τον περιωρισμένο αριθμό, ωστόσο αφορά και σας αν ήσθε ένα όμοιο με πρόβατο άτομο, διότι, όπως θα ιδούμε, όλα τα πρόβατα του Ιεχωβά σ’ αυτόν τον ‘έσχατον καιρόν’ ακολουθούν την ίδια πορεία με όμοιο ελατήριο, και όλοι μαζί απαιτείται να μάθουν υπακοή μέσω παθημάτων, ειδικά τώρα σ’ αυτούς τους ‘κακούς καιρούς’.—2 Τιμ. 3:1.
Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΕΓΙΝΕ ΤΕΛΕΙΟΣ ΜΕΣΩ ΠΑΘΗΜΑΤΩΝ
8. (α) Ποια προμήθεια είχε γίνει πρώτα από τον Ιησού ως αρχιερέως, και γιατί; (β) Υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω βοήθεια, και πώς έχει γίνει προμήθεια γι’ αυτήν;
8 Για να εκτιμήσωμε γιατί ήταν κατάλληλο να κάμη «Τέλειον τον Αρχηγόν . . . διά των παθημάτων,» και πώς αυτό έγινε, προτείνομε να συνδέσωμε μαζί τις διάφορες εκφράσεις που βρίσκονται στα συμφραζόμενα αυτών των εδαφίων που έχουν άμεση σχέσι μ’ αυτό το ζήτημα. Πρώτα θα εξετάσωμε τα εδάφια Εβραίους 2:17, 18. Εδώ παρέχεται η εξήγησις ότι ο Ιησούς «έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα με τους ‘αδελφούς,’ διά να γείνη ελεήμων και πιστός αρχιερεύς εις τα προς τον Θεόν, διά να κάμνη εξιλέωσιν υπέρ των αμαρτιών του λαού.» Αυτό έπρεπε να γίνη πρώτα για να προμηθευθή μια ικανοποιητική βάσις με την οποία αυτοί οι ‘πολλοί υιοί’ του Θεού, αυτοί οι ‘αδελφοί’ του Ιησού, να μπορούν να είναι δεκτοί και ν’ αποκτήσουν δικαία στάσι στα όμματα του Θεού. Αλλ’ αυτό δεν είναι όλο. Αυτοί, όπως όλα τα «πρόβατα» του Ιεχωβά, λαμβάνονται από την ανθρώπινη οικογένεια, γεμάτοι από πολλές ατέλειες και αναπηρίες, και χρειάζονται περαιτέρω βοήθεια από τον ελεήμονα αρχιερέα των, όπως διαβάζομε στη συνέχεια: «Επειδή καθ’ ό,τι αυτός έπαθε πειρασθείς, δύναται να βοηθήση τους πειραζομένους.» Τώρα μπορούμε ν’ αρχίσωμε να βλέπωμε έναν από τους κυρίους λόγους όλων των παθημάτων που υπέστη ο Ιησούς ακριβώς εδώ στη γη. Γι’ αυτό, όχι μόνο μπορεί να παράσχη βοήθεια από ένα μακρυνό σημείο, ας πούμε, αλλά «δύναται να βοηθήση [να προσέλθη εις βοήθειάν μας, ΜΝΚ]» όταν έχωμε ανάγκη. Μολονότι είναι πολύ εξυψωμένος στα δεξιά του Θεού, ωστόσο δεν είναι απομακρυσμένος, απρόσωπος. Τι στενή σχέσις υπονοείται μ’ αυτό, και πόσο παρηγορητική!
9. (α) Με ποιον τρόπο και ως ποιο σημείο μπορεί ο Ιησούς να συμπαθήση στις ασθένειές μας; (β) Ποια οφέλη αποκομίζωμε απ’ αυτό;
9 Κατόπιν, εξετάστε τα εδάφια Εβραίους 4:15, 16, όπου βρίσκομε περαιτέρω παρηγοριά και ενθάρρυνσι. Ο Παύλος μας λέγει ότι «δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, χωρίς αμαρτίας.» Πόσο κοντά σ’ εμάς φέρνει αυτό τον αρχιερέα! Μπορεί να συμπαθήση όχι μόνο τους περιορισμούς μας, αλλ’ ακόμη και τις ασθένειές μας. Αυτός γνωρίζει τι σημαίνει να υφίσταται ένα άτομο τις πολλές πιέσεις οι οποίες το κάνουν είτε να προσκόψη είτε να παρεκκλίνη από την πορεία της τελείας υπακοής, διότι η πίεσις οφείλεται ή σε εναντίωσι που προκαλεί φόβο, ή σε δελεασμούς που προκαλούν κακές επιθυμίες. Αυτός έχει ‘πειρασθή κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών,’ μολονότι εκείνος δεν προσέκοψε ούτε παρεξέκλινε ποτέ ούτε σ’ ελάχιστο βαθμό. Τι παρηγοριά να γνωρίζωμε ότι δύναται ‘να συμπαθή εις τους αγνοούντας και πλανωμένους,’ όπως οι αρχιερείς του Ισραήλ, χωρίς όμως να έχη ποτέ ανάγκη να προσφέρη κάποια θυσία για τ’ αμαρτήματά του, όπως έπρατταν εκείνοι. (Εβρ. 5:2, 3) Αυτό μας κάνει να αισθανώμεθα όπως έγραψε κατόπιν ο Παύλος: «Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος, και να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας.» Και οι δύο δηλώσεις στα εδάφια Εβραίους 2:18 και 4:16 είναι αληθινές, η κάθε μία από τη δική της άποψι. Εξάλλου, μπορούμε να αισθανώμεθα πάντοτε ελεύθεροι να πλησιάζωμε τον θρόνο της χάριτος του Θεού με απόλυτη εμπιστοσύνη, βέβαιοι ότι θα λάβωμε στοργική βοήθεια ακριβώς στον καιρό που πρέπει.
10. (α) Πώς γνωρίζομε ότι τα παθήματα του Ιησού ήσαν εντόνως πραγματικά; (β) Ποιον αντικειμενικό σκοπό κέρδισε, επειδή υπέστη επιτυχώς την υπερτάτη δοκιμασία;
10 Τώρα που έχομε χαράξει τη βάσι της επιχειρηματολογίας του Παύλου έως εδώ, και μ’ εκτίμησι μερικών από τα καλά σημεία της, ας παρατηρήσωμε άλλη μια φορά τα λόγια του που αναγράφονται στα εδάφια Εβραίους 5:8-10. Στα αμέσως προηγούμενα λόγια του μας υπενθυμίζει ότι τα παθήματα του Ιησού ήσαν εντόνως πραγματικά, ότι «μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον Θεόν τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου.» Ναι, ήταν πράγματι μια υπεράνθρωπη δοκιμασία. Κατόπιν έρχεται η ζωτική δήλωσις: «Καίτοι ων Υιός, έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε. Και γενόμενος τέλειος κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν.» Συνεχίζοντας δίνει την πρώτη αιτία γι’ αυτή τη γεμάτη δοκιμασίες πορεία: «Ονομασθείς υπό του Θεού αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.» Τώρα είχε πλήρως τα απαιτούμενα προσόντα.
11. Πώς τονίζεται η υπακοή στο εδάφιο Εβραίους 5:9, επίσης, όταν ο Ιησούς έδωσε αυτή την παραγγελία στους ακολούθους του;
11 Σημειώστε την έμφασι που τίθεται στην υπακοή. Όχι μόνο ώφειλε ο Ιησούς να μάθη και ν’ αποδείξη τη δική του υπακοή, αλλά γίνεται αιτία σωτηρίας μόνον «εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν,» όχι απλώς σ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν. Μόνο εκείνοι οι οποίοι μαθαίνουν υπακοή κάτω από δοκιμασία, η οποία περιλαμβάνει παθήματα, κερδίζουν την ευλογία της υπακοής, την αιώνια ζωή. Σημειώστε επίσης πώς ο Ιησούς το υπεστήριξε με δύναμι αυτό όταν είχε αποκτήσει πλήρως τον απαιτούμενο τίτλο, μετά την ανάστασί του. Δίνοντας την παραγγελία του στους ακολούθους του, άρχισε λέγοντας: «Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης,» κι’ επομένως ότι έχει δικαίωμα να διατάξη υπακοή. Κατόπιν είπε: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε . .. διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι [να τηρούν και να υπακούουν] πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» Δεν παρεκάλεσε ή υπέδειξε· παρήγγειλε. Η υπακοή σ’ αυτόν δεν μπορεί να παρακαμφθή, είτε εκ μέρους μας είτε εκ μέρους εκείνων που έχομε το προνόμιο να διδάσκωμε, μολονότι αυτό πρέπει να γίνεται με ισορροπημένο τρόπο, όπως στην περίπτωσι του αρχιερέως μας, με έλεος και μαζί με τους άλλους καρπούς του πνεύματος. Αντί να μας προξενή αυτό ένα αίσθημα φόβου, αποδεικνύει πραγματικά ότι αποτελεί μεγάλη υποστήριξι, διότι ο Ιησούς προσέθεσε: «Και ιδού, εγώ είμαι μεθ’ υμών [για να σας υποστηρίξω με όλη την εξουσία] πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος.» Τι περισσότερο μπορούσαμε να επιθυμήσωμε;—Ματθ. 28:18-20.
12. (α) Ποια θεμελιώδης αρχή τονίζει τη σπουδαιότητα της υπακοής; (β) Με το φως του Λόγου του Θεού, πόσο ερευνητική είναι η δοκιμασία της υπακοής;
12 Τώρα φθάνομε στο σημείο να εξετάσωμε αυτά τα ζωτικά ερωτήματα: Πώς έμαθε υπακοή ο Ιησούς; και πώς μ’ αυτήν είχε γίνει τέλειος; Το ζήτημα της υπακοής περιλαμβάνει μια θεμελιώδη αρχή, ή αλήθεια, η οποία εφαρμόζεται, όχι μόνο στον Ιησού και σ’ εκείνους που αποτελούν το σπέρμα του Αβραάμ, αλλά σ’ όλα τα νοήμονα πλάσματα του Θεού. Αυτή η μεγάλη αλήθεια υπάρχει στο γεγονός της νομίμου και δικαίας παγκοσμίου κυριαρχίας του Ιεχωβά σ’ όλα τα πλάσματά του. Όλα οφείλουν ν’ αποδείξουν την πλήρη αναγνώρισι τούτου με το ν’ αποδειχθούν ευπειθείς κάτω από οποιαδήποτε δοκιμασία προμηθεύση ή επιτρέψη ο Ιεχωβά. Η πρώτη δοκιμασία ήλθε στην Εδέμ. Η τελική δοκιμασία θα έλθη μετά την χιλιετή βασιλεία του Χριστού. (Αποκάλ. 20:7-10) Σε κάθε περίπτωσι η Βίβλος δείχνει ότι αυτή τη δοκιμασία δεν πρέπει να την παίρνωμε ελαφρά, ότι κανένας δεν πρέπει να θεωρήση ως δεδομένο ότι θα επιτύχη. Η δοκιμασία είναι πραγματική, και αποκαλύπτει τη στάσι της καρδιάς η οποία υπαγορεύει υπακοή ή ανυπακοή στο εκπεφρασμένο θέλημα του Ιεχωβά. Είσθε πρόθυμος να δεχθήτε χωρίς επιφυλάξεις την κυριαρχία του Ιεχωβά επάνω σας, επάνω στην καρδιά και στη διάνοιά σας και σ’ όλη τη ζωή σας;
13. Με ποιες δυο έννοιες γίνεται λόγος για την τελειότητα τόσο στη Βίβλο όσο και στην καθημερινή ζωή;
13 Προτού συζητήσωμε περαιτέρω για την υπακοή, ας εξετάσωμε το ζήτημα της τελειότητος. Για να το κατανοήσωμε αυτό κατάλληλα, πρέπει πρώτα ν’ αντιληφθούμε ότι και στη Βίβλο και στην καθημερινή ομιλία, γίνεται λόγος για την τελειότητα με δύο έννοιες. (1) Όταν λέγωμε ότι κάτι είναι τέλειο, εννοούμε μερικές φορές ότι είναι τελείως άψογο και δεν μπορεί να υπάρχη σφάλμα. Είναι πλήρως σχηματισμένο, τελειωμένο είδος. Αυτό θα εσήμαινε τελειότητα με την απόλυτη και τελική έννοια. Πρωτίστως αυτό αληθεύει για τον Ιεχωβά. Η Βίβλος λέγει γι’ αυτόν: «Αυτός είναι ο Βράχος, τα έργα αυτού είναι τέλεια· πάσαι αι οδοί αυτού είναι κρίσις· Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ· δίκαιος και ευθύς είναι αυτός.» (Δευτ. 32:4) (2) Η τελειότης, όμως, χρησιμοποιείται και συζητείται συχνά με σχετική ή περιωρισμένη έννοια, περιωρισμένη σε μια συγκεκριμένη σφαίρα χωρίς να προχωρή πέραν αυτής. Ένα εμπορικό διαμάντι συνθετικής παραγωγής, παραδείγματος χάριν, είναι τέλειο για να χρησιμοποιηθή σ’ ένα ηλεκτρικό τρυπάνι, αλλά, σημειώστε παρακαλούμε, όχι για ένα δαχτυλίδι αρραβώνος.
14. (α) Πώς η Εύα απέτυχε στον στόχο της τελειότητος, και αυτό σε ποιο ερώτημα οδηγεί; (β) Ποια ειδική ιδιότης και ικανότης είχαν δοθή στον άνθρωπο, που μεγαλύνει έτσι τον σκοπό του Θεού για τον άνθρωπο;
14 Σχετικά μ’ αυτό, πάρτε το Βιβλικό παράδειγμα του Αδάμ και της Εύας όπου η υπακοή εισέρχεται επίσης επί σκηνής. Ο άνθρωπος ήταν τέλειος με μια σχετική έννοια στη δική του σφαίρα, τελείως κατάλληλος να ασκή ηγεσία στην εκτέλεσι του σκοπού του Δημιουργού σχετικά με τη γη και την άμεση οικογένειά του. Η γυναίκα, στη δική της σφαίρα, ήταν τελείως κατάλληλη για να γίνη μητέρα και ιδεώδης σύντροφος για τον σύζυγό της. Αλλά πολύ γρήγορα ενήργησε κακώς. Αμάρτησε, δηλαδή, απέτυχε στον στόχο της τελειότητος. Πώς; Υπερέβη τον θεόδοτο διορισμό της και προσπάθησε ν’ αναλάβη τη θεόδοτη ιδιότητα του συζύγου της και ενήργησε ως να ήταν η ιδία κεφαλή του εαυτού της. Απεδείχθη απειθής στον σύζυγό της καθώς και στον Δημιουργό της. Εν τούτοις, ανακύπτει το μακραίωνο ερώτημα, Πώς ήταν δυνατόν ν’ αμαρτήσουν, προφανώς τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα, αν ήσαν πράγματι τέλειοι; Αλλά, μη λησμονείτε την άλλη εκείνη θαυμαστή ιδιότητα που ο καθένας των απελάμβανε σε τέλειο βαθμό, δηλαδή, μια τελείως ελευθέρα διάνοια και θέλησι, την ικανότητα να σκέπτωνται και να λογικεύωνται για τα πράγματα, ο καθένας ακολουθώντας τη δική του γραμμή, αν προτιμούσε έτσι, για να φθάση στα δικά του συμπεράσματα και να λάβη τις δικές του αποφάσεις. Είχαν τελεία ελευθερία εκλογής. Πράγματι, αν συνέβαινε να τους λείπη η ικανότης να είναι είτε ευπειθείς είτε απειθείς, χωρίς δικαίωμα εκλογής, τότε θα ήσαν ατελείς από την άποψι του Θεού. Παρακαλείσθε να σημειώσετε ότι σκοπός του Θεού είναι να είναι αυτή η γη πλήρης, όχι απλώς από ευπειθείς άνδρες και γυναίκες, αλλά από άνδρες και γυναίκες που έχουν επιτύχει στη δοκιμασία της εκούσιας και βαθιάς αφοσιώσεως και νομιμοφροσύνης των σ’ αυτόν, αναγνωρίζοντας τη δικαιωματική του κυριαρχία. Αυτός δεν επιθυμεί από κανένα από μάς μια αυτόματη, μηχανική, αυτονόητη ή αναγκαστική λατρεία και υπηρεσία. Αντιθέτως, επιθυμεί μια λογικευμένη, πρόθυμη υπηρεσία, που να πηγάζη αυθόρμητα από μια στοργική καρδιά.
15. (α) Πώς εξηγεί η Βίβλος τη λειτουργία της αμαρτίας από το ξεκίνημά της; (β) Πώς πρέπει να βλέπωμε και να εκτιμούμε την ελευθερία της εκλογής.
15 Ώστε, λοιπόν, η πτώσις του ανθρώπου από την τελειότητα οφείλεται στο ότι αυτός έβαλε εσφαλμένες σκέψεις μέσα στη διάνοιά του. Πρώτα η Εύα και κατόπιν ο Αδάμ από δική των ελευθέρα εκλογή έκαμαν αρκετά μακρούς στοχασμούς όσον αφορά το τι ήταν εσφαλμένο έτσι ώστε αυτό ερρίζωσε και τους ώθησε σε κακή ενέργεια. Αυτό συνέβη ακριβώς όπως το λέγει η Βίβλος: «Πειράζεται δε έκαστος υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος [δηλαδή, εκλέγει να την κάμη δική του επιθυμία, μολονότι, όπως στην περίπτωσι της Εύας, πιθανόν να μη είναι δική του στην αρχή]. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλαβή, γεννά την αμαρτίαν.» (Ιάκ. 1:14, 15) Αυτή η αρχή παραμένει αληθινή για όλους, είτε τελείους είτε ατελείς. Αν πούμε ότι ένας τέλειος άνθρωπος δεν μπορεί να σφάλλη, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι ένας ατελής άνθρωπος δεν μπορεί να τηρήση μια ορθή πορεία, ιδιαίτερα κάτω από πίεση. Εν τούτοις βλέπομε σήμερα ότι πολλά ατελή πλάσματα παραμένουν σε μια ορθή πορεία υπακοής στον Θεό, ακόμη και όταν αυτό σημαίνη παθήματα· ενώ άλλοι εσκεμμένως ακολουθούν ή εγκαταλείπουν τον εαυτό των σε μια εσφαλμένη πορεία. Είναι καλό να έχωμε υπ’ όψιν ότι μπροστά μας τίθεται η εκλογή, όπως ακριβώς όταν ο Θεός είχε πει στα τέκνα του Ισραήλ: «Ιδού, . . . έθεσα ενώπιόν σας την ζωήν και τον θάνατον . . . διά τούτο εκλέξατε.» (Δευτ. 30:15, 19) Το ότι ήσαν ατελείς δεν τους εμπόδισε από του να εκλέξουν, δεν είναι έτσι; Το να ξεκαθαρίσωμε στη διάνοιά μας το ζήτημα της τελειότητος και της υπακοής μας βοηθεί και μας ενθαρρύνει να έχωμε την ορθή άποψι όσον αφορά την ευθύνη μας και τα προνόμια που διανοίγονται στον καθένα μας. Είναι βέβαιο ότι είμεθα ατελείς, αλλά σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και ύστερ’ από έξι χιλιάδες χρόνια αμαρτίας και ατέλειας, εξακολουθούμε να έχωμε ελευθερία εκλογής όσον αφορά το πώς σκεπτόμεθα και πώς αποφασίζομε. Αυτή η ελευθερία της διανοίας και της θελήσεως είναι ένα πολύτιμο δώρο και φέρει μαζί του μεγάλη ευθύνη. Οφείλομε να προσέχωμε περισσότερο πώς το χρησιμοποιούμε.
16. (α) Όταν ήταν στην γη και προηγουμένως, πώς ο Ιησούς ήταν τέλειος με μια σχετική έννοια; (β) Ποιο υψηλό αξίωμα επρόκειτο να δοθή σ’ αυτόν, που απαιτούσε ποιες ιδιότητες;
16 Αυτά τα ίδια πράγματα ισχύουν και για την περίπτωσι του Ιησού. Παρατηρήστε πώς η τελειότης με μια σχετική ή περιωρισμένη έννοια ίσχυε γι’ αυτόν. Όταν γεννήθηκε εδώ στη γη, ήταν ένα τέλειο βρέφος, αλλά όχι περισσότερο από ένα βρέφος. Όταν έφθασε σε ηλικία δώδεκα ετών έθετε ερωτήσεις σ’ εκείνους τους διδασκάλους στο ναό, ήταν ένα τέλειο «παιδίον» αλλά όχι περισσότερο από ένα «παιδίον.» (Λουκ. 2:41-52) Ομοίως, στην προανθρώπινή του ύπαρξη, ήταν τέλειος ως «αρχιεργάτης» του Θεού (Παροιμ. 8:30, ΜΝΚ), αλλά ο Θεός είχε υπ’ όψιν του μια πολύ πιο υψηλή θέσι γι’ αυτόν, μια θέσι που απαιτούσε βεβαιωμένες ιδιότητες σε υπερθετικό βαθμό δοκιμασμένης τελειότητος και αξιοπιστίας και ωριμότητος. Έτσι, προτού φθάση σ’ αυτό το υψηλό αξίωμα του να γίνη βασιλεύς και αρχιερεύς, ήταν κατάλληλο ο Υιός του Θεού να υποστή την απαιτουμένη καλλιέργεια, την αναγκαία διδασκαλία και εκπαίδευσι, την αναγκαία πειθάρχησι και δοκιμασία, για να τον τελειοποιήση για το υψηλό του αξίωμα χωρίς να υπάρχη καμιά πιθανότης αποτυχίας.
17. Πώς η υπακοή του Ιησού υπέστη αποφασιστική δοκιμασία όταν ήταν στη γη;
17 Το ζήτημα της υπακοής έρχεται επίσης επί σκηνής. Είναι αλήθεια ότι ο Ιησούς υπήρξε πάντοτε ευπειθής προτού έλθη στη γη, αλλά η υπακοή του δεν είχε τεθή ποτέ σε σοβαρή δοκιμασία. Όταν ήλθε σε σύγκρουσι με πνευματικά πλάσματα, τον ‘άρχοντα της Περσίας’ την εποχή του Δανιήλ, καθώς και προηγουμένως με τον ίδιο τον Σατανά για το σώμα του Μωυσέως, δεν ήταν τότε υποκείμενος σ’ εκείνους τους εναντιουμένους. (Δαν. 10:13· Ιούδ. 9) Δεν χρειάσθηκε να καταβάλη βαρύ τίμημα για να παραμείνη ευπειθής. Αλλ’ όταν ήλθε στη γη και άρχισε τη διακονία του, την υπηρεσία του του αγρού, τότε τα πράγματα ήσαν τελείως διαφορετικά, δεν είναι έτσι; Από τον Ιορδάνη ώς τον Γολγοθά ευρίσκετο συνεχώς σε δοκιμασίες, που περιελάμβαναν πολλά παθήματα. Ύστερ’ από μια άμεση συνάντησι με τον Διάβολο στην έρημο, υπήρχαν όλες εκείνες οι ομάδες εχθρικής θρησκευτικής πιέσεως συνεχώς εναντίον του και πίσω απ’ αυτόν ωσότου τελικά τον συνέλαβαν. Ναι, υπέστη πολλά, «μετά κραυγής δυνατής και δακρύων.» Αυτό ήταν τρομερή δοκιμασία. Τελικά, τον συνέθλιψαν μέχρι θανάτου ανάμεσα στην άνω και κάτω μυλόπετρα εκείνων των ομίλων πιέσεως και της Ρώμης. Εν τούτοις, δεν τον είχαν συντρίψει ή καταστρέψει κατά το πνεύμα, ούτε όσον αφορά την ακεραιότητα και την τελεία υπακοή του στον ουράνιο Πατέρα του.—Ματθ. 4:1-11· Εβρ. 5:7.
18. Απ’ όλα όσα υπέφερε και υπέμεινε ποιες ευλογιές απεκόμιζε ο Ιησούς για τον εαυτό του, και ποια οφέλη για τους άλλους;
18 Ο Ιησούς είχε πάντοτε πίστι, αλλά τώρα είχε το δοκιμασμένο είδος πίστεως. Ήταν πάντοτε πιστός όπως ο χάλυψ, εκδηλώνοντας νομιμοφροσύνη και σταθερότητα, αλλά τώρα επρόκειτο για σκληρυμένο χάλυβα, σκληρυμένο διά πυρός. Έτσι μπορούμε να εκτιμήσωμε πληρέστερα γιατί ήταν ανάγκη να μάθη ο Ιησούς μέσω πραγματικής εμπειρίας τι εσήμαινε να είναι κανείς ευπειθής κάτω από εσχάτη εχθρότητα και παθήματα. Πρωτίστως, είχε υπ’ όψιν τη μοναδική θέσι στα δεξιά του Θεού που είχε ενώπιόν του, οπότε όλα θα υπετάσσοντο σ’ αυτόν. Επί πλέον, αντιλαμβανόμεθα ότι με την πιστή εγκαρτέρησι σε μια τέτοια πορεία έγινε με τον τρόπο αυτόν τέλειος με μια πολύ πιο ευρεία και βαθιά έννοια παρά ποτέ προηγουμένως. Τώρα είχε όλα τα προσόντα ως αρχιερεύς για να έλθη σε συμπαράστασί μας και να προσφέρη βοήθεια στον κατάλληλο καιρό, και να γίνη έτσι υπεύθυνος της τελικής σωτηρίας, πρώτον για τους πολλούς ευπειθείς υιούς οι οποίοι πρόκειται να μετάσχουν μαζί του στον ουράνιο θρόνο του, κι’ επίσης για τους πολλούς άλλους από το ανθρώπινο γένος για τους οποίους γεύθηκε θάνατο. Και αυτοί, επίσης, οφείλουν να μάθουν ότι πρέπει «να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ» με υποταγή, λόγω τής ‘υπερυψωμένης θέσεως’ που έχει δοθή φιλάγαθα από τον Θεό στον πιστό του Υιό. Όλο αυτό, φυσικά, γίνεται «εις δόξαν Θεού Πατρός.»—Φιλιππησ. 2:5-11.
19. Πώς γνωρίζομε ότι οι δοκιμασίες δεν είχαν επιβληθή στον Ιησού, και πώς αυτό είχε προλεχθή;
19 Υπάρχει κάτι ακόμη άξιο παρατηρήσεως σχετικά με τον Ιησού. Οι δοκιμασίες δεν είχαν επιβληθή σ’ αυτόν. Αυτός προθύμως και εκουσίως είχε εκλέξει ν’ αναλάβη τη διακονία, περιλαμβανομένης και της δημοσίας αποκαλύψεως κάθε ψευδούς θρησκείας και παραδόσεως που ασκούσαν στην εποχή του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτό θα επέσυρε τα πυρά του εχθρού. Όπως ακριβώς είχε προλεχθή για την κατάστασι της διανοίας του και την αποφασιστικότητά του: «Επίστευσα, διά τούτο ελάλησα· εγώ ήμην σφόδρα τεθλιμμένος.» Επάνω απ’ όλα, ο Ιησούς επίστευε στη βασιλεία του Θεού και στο ότι αυτός επρόκειτο να εγκατασταθή ως βασιλεύς της. Βάσει αυτής της πίστεως ‘ελάλησε’ και ‘εμαρτύρησεν εις την αλήθειαν’ σε κάθε ευκαιρία. Ως αποτέλεσμα ήταν «σφόδρα τεθλιμμένος.» Ακόμη και όταν αντιμετώπισε το τέλος μπορούσε να πη: «Πόνοι θανάτου με περιεκύκλωσαν, και στενοχωρίαι του άδου με εύρηκαν,» είπε επίσης συγχρόνως: «Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Ιεχωβά τώρα ενώπιον παντός του λαού αυτού.» Ήταν ο πλέον εξέχων όσιος του Ιεχωβά, και φαίνεται ότι αποτελούσε μεγάλη παρηγοριά γι’ αυτόν την εποχή εκείνη να ενθυμήται ότι ήταν γραμμένο «πολύτιμος ενώπιον του Ιεχωβά ο θάνατος των οσίων αυτού.»—Ψαλμ. 116:3, 10-15· 2:6, ΜΝΚ· Ιωάν. 18:37.
20. Εκτός από την εκτίμησί μας για τη διακονία του Ιησού υπέρ ημών, από ποια άλλη άποψι πρέπει να εξετάσωμε τον Ιησού και να δείξωμε οξύ ενδιαφέρον;
20 Όπως έχομε ήδη αποδείξει, αυτές οι πείρες του Ιησού στο να μάθη υπακοή με τον σκληρό τρόπο δεν ήσαν μόνο για δική του ωφέλεια που θα τον καθιστούσε επίσης ικανό να διακονή ως αρχιερεύς για δική μας ωφέλεια, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο έχει θέσει ένα παράδειγμα για ν’ ακολουθήσωμε εμείς από ωρισμένες απόψεις. Αυτό αληθεύει γι’ αυτούς των οποίων η ελπίδα είναι να ζήσουν σ’ ένα αποκαταστημένο επίγειο παράδεισο, εκτός απ’ εκείνους οι οποίοι έχουν την ελπίδα να συμμετάσχουν με τον Ιησού στον ουράνιο θρόνο του. Επιθυμούμε να το συζητήσουμε αυτό μαζί σας πληρέστερα και σας προσκαλούμε να ενδιαφερθήτε. Πιστεύομε ότι θα διαπιστώσετε ότι περιλαμβάνει και σας, αλλά είναι πιθανόν να πήτε, όπως λέγουν πολλοί, δεν μπορώ να ενδιαφερθώ απ’ αυτή την άποψι. Όσον αφορά τον Ιησού διαφέρει το ζήτημα, εκείνος ήταν τέλειος. Εγώ έχω πάρα πολλή συναίσθησι των δικών μου ατελειών, που μ’ εμποδίζουν να προχωρήσω περισσότερο από απλώς να δεχθώ μ’ ευγνωμοσύνη τα οφέλη της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού. Είναι αυτό καλός τρόπος λογικεύσεως; Είναι ορθός τρόπος σκέψεως;