ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
Η αντίστοιχη εβραϊκή έκφραση είναι γκο’έλ χαντάμ. Η εβραϊκή λέξη γκο’έλ (που χρησιμοποιείται για τον εκδικητή του αίματος) είναι μετοχή του ρήματος γκα’άλ που σημαίνει «ανακτώ· ξαναγοράζω· εξαγοράζω· απολυτρώνω». (Εξ 15:13· Ψλ 69:18· Λευ 25:25· Ησ 43:1· Ψλ 72:14) Σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, αυτός ο όρος έβρισκε εφαρμογή στον πλησιέστερο άρρενα συγγενή, ο οποίος είχε την υποχρέωση να πάρει εκδίκηση για το αίμα αυτού που είχε φονευτεί. (Αρ 35:19) Ο όρος γκο’έλ χρησιμοποιούνταν επίσης για το συγγενή που είχε το δικαίωμα εξαγοράς (ή απολύτρωσης).—Λευ 25:48, 49· Ρθ 2:20, υποσ.· βλέπε ΕΞΑΓΟΡΑΖΩ, ΕΞΑΓΟΡΑΣΤΗΣ.
Η εκδίκηση του αίματος βασίζεται στην εντολή που έδωσε ο Ιεχωβά στον Νώε αναφορικά με την ιερότητα του αίματος και της ανθρώπινης ζωής, λέγοντας: «Το αίμα σας των ψυχών σας θα ζητήσω πίσω . . . από το χέρι καθενός που είναι αδελφός του, θα ζητήσω πίσω την ψυχή του ανθρώπου. Όποιος χύσει αίμα ανθρώπου, από άνθρωπο θα χυθεί το αίμα του, γιατί κατά την εικόνα του Θεού έκανε εκείνος τον άνθρωπο». (Γε 9:5, 6) Σε περίπτωση που κάποιος ήταν εκούσιος ανθρωποκτόνος, «ο εκδικητής του αίματος» έπρεπε να τον θανατώσει, και μάλιστα δεν έπρεπε να γίνει δεκτό κανένα λύτρο για έναν τέτοιον δολοφόνο.—Αρ 35:19-21, 31.
Στον κατάλληλο καιρό ο Ιεχωβά θα φροντίσει να υπάρξει εκδίκηση για το αθώο αίμα όλων των πιστών υπηρετών του.—Δευ 32:43· Απ 6:9-11.
Οι δίκαιοι νόμοι του Ιεχωβά διαχώριζαν σαφώς τον εκούσιο από τον ακούσιο φόνο. Για την περίπτωση του ακούσιου φόνου, είχε ληφθεί στοργικά μέριμνα να υπάρχουν πόλεις καταφυγίου όπου προστατεύονταν οι ακούσιοι ανθρωποκτόνοι από τους εκδικητές του αίματος. (Αρ 35:6-29· Δευ 19:2-13· Ιη 20:2-9) Επιπλέον, είχαν ιδρυθεί δικαστήρια για την εκδίκαση υποθέσεων ενοχής αίματος.—Δευ 17:8, 9· 2Χρ 19:10.