ΑΦΤΙ
Το όργανο της ακοής, το οποίο σχεδίασε και δημιούργησε ο Ιεχωβά Θεός. (Ψλ 94:9· Παρ 20:12) Το αφτί αποτελείται από τρία μέρη: το εξωτερικό αφτί, το μεσαίο αφτί και το εσωτερικό αφτί. Το μεσαίο αφτί είναι ένας μικρός θάλαμος που αρχίζει με τον τυμπανικό υμένα και οδηγεί στο λαβύρινθο των διόδων οι οποίες αποτελούν το εσωτερικό αφτί. Εκτός από τη λειτουργία που επιτελεί το εσωτερικό αφτί σε συνάρτηση με την ακοή, διαθέτει και όργανα τα οποία σχετίζονται με την ισορροπία και την κίνηση. Η ύπαρξη δύο αφτιών βοηθάει πολύ στον εντοπισμό της πηγής και της κατεύθυνσης των ήχων.
Το ανθρώπινο αφτί ανιχνεύει ήχους που κυμαίνονται από περίπου 20 ως 20.000 κύκλους ανά δευτερόλεπτο. Τα αφτιά πολλών ζώων είναι ευαίσθητα σε τόνους μεγαλύτερου ύψους τους οποίους δεν μπορεί να ακούσει το ανθρώπινο αφτί. Το εύρος της ηχητικής ενέργειας που συλλαμβάνει το ανθρώπινο αφτί είναι αξιοθαύμαστο. Ο δυνατότερος ήχος που μπορεί να ανεχτεί το αφτί χωρίς να κινδυνεύει είναι δύο τρισεκατομμύρια φορές ισχυρότερος από τον ελάχιστο αντιληπτό ήχο. Το ανθρώπινο αφτί έχει τη μέγιστη ωφέλιμη ευαισθησία, διότι αν η ακοή ήταν οξύτερη, τα αφτιά θα αντιδρούσαν στις αδιάκοπες μοριακές κινήσεις των ίδιων των σωματιδίων του αέρα.
Εφόσον ο Πλάστης του αφτιού έχει την ικανότητα να ακούει, η Αγία Γραφή τον παρουσιάζει, συμβολικά, σαν να έχει αφτιά. (Νε 1:6· Ψλ 116:1, 2) Με αυτόν το συμβολισμό, ο Ιεχωβά παριστάνει τον εαυτό του να έχει αφτιά που είναι ανοιχτά στις προσευχές, στις ικεσίες και στις κραυγές των δικαίων. (Ψλ 10:17· 18:6· 34:15· 130:2· Ησ 59:1· 1Πε 3:12) Μολονότι ακούει τα παράπονα των γογγυστών και τα πονηρά λόγια των εχθρών του (Αρ 11:1· 2Βα 19:28), αρνείται να ακούσει τις επικλήσεις τους για βοήθεια όταν τους καταφθάνει η εκτέλεση κρίσης. (Ιεζ 8:18) Αν και τα ειδωλολατρικά ομοιώματα μπορεί να έχουν χαραγμένα ή λαξευμένα αφτιά, ασφαλώς δεν ακούν και είναι ανίκανα να δεχτούν τις προσευχές των λάτρεών τους ή να απαντήσουν σε αυτές.—Ψλ 115:6.
Μεταφορική Χρήση. Στην Αγία Γραφή η λέξη «αφτί» χρησιμοποιείται πολύ έντονα με μεταφορική έννοια για να υποδηλώσει ολόκληρη τη λειτουργία της ακοής. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για την ικανότητα της ακοής και κατόπιν της αξιολόγησης των λεγομένων ως προς την αληθινότητα και τη σπουδαιότητά τους. (Ιωβ 12:11· 34:3) Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η έκφραση “δίνω ακρόαση” ή “κλίνω το αφτί μου” υποδεικνύει ότι σημαίνει “δίνω προσοχή ώστε να ενεργήσω με βάση αυτά που ακούω”. (Ψλ 78:1· 86:6· Ησ 51:4) Όταν “ανοίγουν τα αφτιά” κάποιου, αυτό σημαίνει ότι το συγκεκριμένο άτομο λαβαίνει κατανόηση ή διαφώτιση γύρω από κάποιο ζήτημα. (Ησ 50:5) Η κυριολεκτική έκφραση “ξεσκεπάζω το αφτί” του εβραϊκού κειμένου («φανερώνω», ΜΝΚ) μπορεί να πηγάζει από το γεγονός ότι, στις χώρες της Ανατολής, τραβούσαν λίγο προς τα πίσω το κάλυμμα του κεφαλιού για να ακούσουν καλύτερα. Αυτή η έκφραση αναφέρεται στη μετάδοση πληροφοριών κατ’ ιδίαν ή στην αποκάλυψη ενός μυστικού ή κάποιου πράγματος που δεν ήταν προηγουμένως γνωστό.—1Σα 9:15· 20:2 (υποσ.), 12 (υποσ.), 13· 2Σα 7:27, υποσ.
“Αφυπνισμένο αφτί” είναι το αφτί που έχει υποκινηθεί να δώσει προσοχή. (Ησ 50:4) Το άτομο που έχει τέτοιο αφτί μπορεί στο παρελθόν να συγκαταλεγόταν σε εκείνους που είναι «κουφοί [πνευματικά], αν και έχουν [κατά γράμμα] αφτιά». (Ησ 43:8) Στην Αγία Γραφή λέγεται ότι ο δίκαιος ακούει τον Θεό, αλλά φράζει το αφτί του στην πονηρία. (Ησ 33:15) Παρόμοια, η λέξη ἀκούω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου μπορεί να σημαίνει “δίνω προσοχή, κατανοώ και ενεργώ ανάλογα”, όπως στην περίπτωση που ο Ιησούς Χριστός είπε: «Τα πρόβατά μου ακούν τη φωνή μου», και «ξένο δεν πρόκειται να ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, επειδή δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων».—Ιωα 10:27, 5.
Από την άλλη πλευρά, τα αφτιά των στασιαστών λέγεται ότι είναι «βαριά» (KJ· ΒΑΜ), ή αλλιώς «δεν ανταποκρίνονται». (Ησ 6:10· Πρ 28:27) Τέτοια πονηρά άτομα παρομοιάζονται με την κόμπρα που φράζει τα αφτιά της, αρνούμενη να ακούσει τη φωνή του γοητευτή.—Ψλ 58:4.
Ο Ιεχωβά, μέσω των υπηρετών του, είπε ότι οι πεισματικοί, ανυπάκουοι Ισραηλίτες είχαν “απερίτμητα αφτιά”. (Ιερ 6:10· Πρ 7:51) Αυτά τα αφτιά είναι σαν να έχουν φράξει με κάτι που εμποδίζει την ακοή. Είναι αφτιά που δεν έχουν ανοιχτεί από τον Ιεχωβά, ο οποίος δίνει αφτιά κατανόησης και υπακοής σε όσους τον εκζητούν, αλλά αφήνει την πνευματική ακοή των ανυπάκουων να γίνει νωθρή. (Δευ 29:4· Ρω 11:8) Ο απόστολος Παύλος προείπε ότι θα ερχόταν ένας καιρός κατά τον οποίο ορισμένοι που θα πρέσβευαν ότι είναι Χριστιανοί θα αποστατούσαν από την αληθινή πίστη, μη θέλοντας να ακούν την αλήθεια του Λόγου του Θεού, αλλά επιθυμώντας να τους «γαργαλούν» τα αφτιά με πράγματα που τους είναι ευχάριστα, και επομένως θα άκουγαν ψευδοδιδασκάλους. (2Τι 4:3, 4· 1Τι 4:1) Επίσης, τα αφτιά κάποιου μπορεί να «κουδουνίσουν» στο άκουσμα αναπάντεχων ειδήσεων, ιδίως ειδήσεων για συμφορές.—1Σα 3:11· 2Βα 21:12· Ιερ 19:3.
Όταν ο Σαύλος από την Ταρσό τυφλώθηκε από ένα υπερφυσικό φως, άκουσαν οι συνοδοί του τη φωνή που άκουσε εκείνος;
Ένα παράδειγμα στο οποίο αντιπαραβάλλεται το να ακούει κανείς έναν ήχο κατά γράμμα με το να ακούει κάτι και να το κατανοεί βρίσκεται στην αφήγηση για τη μεταστροφή του Σαύλου από την Ταρσό και στη μετέπειτα εξιστόρησή της από τον ίδιο. (Πρ 9:3-8· 22:6-11) Η αφήγηση στο εδάφιο Πράξεις 9:7 λέει ότι οι άντρες που ήταν με τον Σαύλο άκουσαν «μια φωνή» (KJ) ή «τον ήχο κάποιας φωνής». (ΜΝΚ) Εντούτοις, όπως είναι καταγραμμένο στο εδάφιο Πράξεις 22:9, ο Παύλος (Σαύλος) λέει ότι οι άντρες που ήταν μαζί του δεν άκουσαν τη φωνή. Όταν κατανοηθεί σωστά το περιεχόμενο των δύο εδαφίων, δεν προκύπτει αντίφαση. Η λέξη φωνή του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι στη γενική πτώση (φωνῆς) στο εδάφιο Πράξεις 9:7 και έχει, σε αυτό το εδάφιο, την έννοια ότι ακούστηκε μια φωνή—ακούστηκε ο ήχος της, αλλά η ίδια η φωνή δεν έγινε κατανοητή. Στο εδάφιο Πράξεις 22:9 η λέξη φωνή είναι στην αιτιατική πτώση (φωνήν): οι άντρες «δεν άκουσαν τη φωνή»—άκουσαν τον ήχο κάποιας φωνής, αλλά δεν κατάλαβαν τα λόγια, το νόημα. Δεν κατάλαβαν τι έλεγε στον Σαύλο ο Ιησούς, όπως κατάλαβε ο Σαύλος. (Πρ 9:4) Αυτή η γνώση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή την ιδέα της “ακοής” και με τις δύο έννοιες βοηθάει στη διευκρίνιση των σημείων που σε διαφορετική περίπτωση θα φαίνονταν αντικρουόμενα.
Κατά την καθιέρωση του ιερατείου στον Ισραήλ, δόθηκε στον Μωυσή η προσταγή να πάρει λίγο από το αίμα του κριαριού της καθιέρωσης και να το βάλει πάνω στο λοβό του δεξιού αφτιού του Ααρών και καθενός από τους γιους του, καθώς επίσης πάνω στο δεξί τους χέρι και στο δεξί τους πόδι, υποδηλώνοντας ότι αυτά που άκουγαν, το έργο που έκαναν και η οδός στην οποία περπατούσαν έπρεπε να επηρεάζονται άμεσα από όσα λάβαιναν χώρα εκεί. (Λευ 8:22-24) Παρόμοια, στην περίπτωση του καθαρισμένου λεπρού, ο Νόμος έλεγε ότι ο ιερέας έπρεπε να βάλει λίγο από το αίμα του κριαριού που προσφερόταν ως προσφορά για ενοχή, καθώς και λίγο από το λάδι που προσφερόταν, πάνω στο λοβό του δεξιού αφτιού του λεπρού. (Λευ 14:14, 17, 25, 28) Ανάλογη διευθέτηση υπήρχε στη διάταξη σχετικά με τον άντρα που επιθυμούσε να συνεχίσει να είναι δούλος του κυρίου του στον αιώνα. Σε αυτή την περίπτωση ο δούλος έπρεπε να φερθεί κοντά στον παραστάτη της πόρτας, και ο κύριός του έπρεπε να του τρυπήσει το αφτί με ένα σουβλί. Αυτό το ευδιάκριτο σημάδι, το οποίο γινόταν στο όργανο της ακοής, συμβόλιζε προφανώς την επιθυμία που είχε ο δούλος να συνεχίσει να υπηρετεί υπάκουα τον κύριό του.—Εξ 21:5, 6.
Σχετικά με τη μεγάλη ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να ακούει τον Θεό, δηλαδή να προσέχει πολύ τα λόγια του και να υπακούει σε αυτά όπως υποδεικνύει η Αγία Γραφή, και όχι να βλέπει τον Θεό όπως απαιτούν μερικοί, ο Ρ. Ντένταν κάνει το εξής σχόλιο: «Στην Αγία Γραφή, η λέξη κλειδί για την ανταπόκριση του ανθρώπου προς τον Θεό είναι η λέξη “ακούω”, όχι “βλέπω” . . . Για τις μυστηριακές θρησκείες, η ύψιστη θρησκευτική εμπειρία ήταν να “δει” κανείς το θεό, ενώ για την Αγία Γραφή, όπου η βασική θρησκευτική στάση είναι η υπακοή στο θεϊκό λόγο, η έμφαση δίνεται στο να “ακούει” κανείς τη φωνή του. Η πιο σημαντική ρήση στη θρησκεία του Ισραήλ αρχίζει με τη χαρακτηριστική φράση: “Άκου, Ισραήλ”. “Αυτός που είναι από τον Θεό” δεν είναι ο μύστης που έχει δει κάποιο όραμα, αλλά εκείνος που “ακούει τα λόγια του Θεού” (Ιωα 8:47)».—Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή (The Interpreter’s Dictionary of the Bible), επιμέλεια Τζ. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 2, σ. 1· βλέπε ΚΩΦΩΣΗ.