ΚΟΥΔΟΥΝΙ
Κοίλο, μεταλλικό αντικείμενο. Αυτό το όργανο είναι συνήθως απιοειδές ή κυπελλοειδές, και με την κρούση παράγει δυνατό μουσικό τόνο.
Τα κουδούνια αναφέρονται για πρώτη φορά στη Γραφή σε σχέση με την υπηρεσία στη σκηνή της μαρτυρίας, στο βιβλίο της Εξόδου, όπου η εβραϊκή λέξη πα‛αμών εμφανίζεται εφτά φορές. Από την άκρη του πανωφοριού του αρχιερέα, το οποίο ήταν εξ ολοκλήρου μπλε, κρέμονταν εναλλάξ χρυσά κουδούνια και ρόδια από μπλε, πορφυρή και κόκκινη κλωστή.—Εξ 28:33-35· 39:25, 26.
Στο εδάφιο Ζαχαρίας 14:20 η εβραϊκή λέξη μετσιλλάχ χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τα κουδούνια που ήταν προσαρμοσμένα στα χάμουρα των αλόγων. Η λέξη αυτή προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «κουδουνίζω». (1Σα 3:11) Το γεγονός ότι πάνω στα κουδούνια των αλόγων έπρεπε να είναι χαραγμένα τα λόγια «Η αγιότητα ανήκει στον Ιεχωβά»—τα ίδια λόγια που υπήρχαν στην «αστραφτερή πλάκα» πάνω στο τουρμπάνι του αρχιερέα του Ισραήλ—υποδήλωνε ότι τα πάντα έπρεπε να εμφορούνται από την επίγνωση της αγιότητας του Ιεχωβά.—Εξ 39:30, 31· παράβαλε Ζαχ 14:21.