ΙΑΚΩΒΟΣ
(Ιάκωβος) [ελληνική απόδοση του Ιακώβ, που σημαίνει «Αυτός που Πιάνει τη Φτέρνα· Αυτός που Υποσκελίζει»].
1. Πατέρας του αποστόλου Ιούδα (όχι του Ιούδα του Ισκαριώτη).—Λου 6:16· Πρ 1:13.
2. Γιος του Ζεβεδαίου, αδελφός του Ιωάννη και ένας από τους 12 αποστόλους του Ιησού Χριστού. (Ματ 10:2) Μητέρα του φαίνεται πως ήταν η Σαλώμη, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς συγκρίνοντας δύο αφηγήσεις που περιγράφουν το ίδιο περιστατικό. Η μία μνημονεύει τη «μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου», την οποία η άλλη αποκαλεί «Σαλώμη». (Ματ 27:55, 56· Μαρ 15:40, 41· βλέπε ΣΑΛΩΜΗ Αρ. 1.) Περαιτέρω σύγκριση με το εδάφιο Ιωάννης 19:25 ίσως υποδεικνύει ότι η Σαλώμη ήταν σαρκική αδελφή της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού. Αν ισχύει αυτό, τότε ο Ιάκωβος ήταν πρώτος εξάδελφος του Ιησού.
Ο Ιάκωβος και ο αδελφός του εργάζονταν μαζί με τον πατέρα τους στην αλιευτική τους επιχείρηση το 30 Κ.Χ., όταν ο Ιησούς τούς κάλεσε μαζί με τους συνεργάτες τους, τον Πέτρο και τον Ανδρέα, επίσης ψαράδες, να γίνουν μαθητές του και «ψαράδες ανθρώπων». Ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Ιησού, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης εγκατέλειψαν την αλιευτική επιχείρηση που είχαν συνεταιρικά με τον Πέτρο και τον Ανδρέα, η οποία ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να απασχολεί μισθωτούς υπαλλήλους.—Ματ 4:18-22· Μαρ 1:19, 20· Λου 5:7-10.
Το επόμενο έτος, το 31 Κ.Χ., όταν ο Ιησούς διόρισε 12 από τους μαθητές του να είναι απόστολοι, ο Ιάκωβος ήταν ένας από εκείνους που επιλέχθηκαν.—Μαρ 3:13-19· Λου 6:12-16.
Συχνά, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης αναφέρονται μαζί ως στενοί σύντροφοι του Χριστού. Για παράδειγμα, αυτοί οι τρεις ήταν οι μόνοι παρόντες μαζί με τον Χριστό στο όρος της μεταμόρφωσης (Ματ 17:1, 2), ήταν οι μόνοι απόστολοι που προσκλήθηκαν μέσα στο σπίτι του Ιαείρου για να παραστούν μάρτυρες της ανάστασης της κόρης του (Λου 8:51), και ήταν αυτοί που βρίσκονταν πλησιέστερα στον Ιησού στη Γεθσημανή την τελευταία νύχτα, ενώ αυτός προσευχόταν (Μαρ 14:32-34). Ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης μαζί με τον Ανδρέα ήταν αυτοί που ρώτησαν τον Ιησού πότε θα ερχόταν η προειπωμένη καταστροφή του ναού της Ιερουσαλήμ και ποιο θα ήταν το σημείο της παρουσίας του και της τελικής περιόδου του συστήματος πραγμάτων. (Μαρ 13:3, 4) Ο Ιάκωβος αναφέρεται πάντοτε σε συνδυασμό με τον αδελφό του τον Ιωάννη, και ως επί το πλείστον αναφέρεται πρώτος. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία.—Ματ 4:21· 10:2· 17:1· Μαρ 1:19, 29· 3:17· 5:37· 9:2· 10:35, 41· 13:3· 14:33· Λου 5:10· 6:14· 8:51· 9:28, 54· Πρ 1:13.
Στον Ιάκωβο και στον αδελφό του, ο Ιησούς έδωσε την επονομασία Βοανεργές—σημιτική λέξη που σημαίνει «Γιοι Βροντής». (Μαρ 3:17) Αυτή η ονομασία ίσως οφείλεται στον ενεργητικό, ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα αυτών των αντρών. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση, όταν ορισμένοι Σαμαρείτες αντιμετώπισαν αφιλόξενα τον Ιησού, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ήθελαν να ζητήσουν να πέσει φωτιά από τον ουρανό για να τους αφανίσει. Αν και ο Ιησούς τούς επέπληξε για την εκδικητική τους εισήγηση, αυτή η στάση ήταν ενδεικτική της δίκαιης αγανάκτησής τους καθώς και της πίστης τους. (Λου 9:51-55) Επίσης φιλοδοξούσαν να λάβουν τις πιο εξέχουσες θέσεις στη Βασιλεία, στα δεξιά και στα αριστερά του Ιησού, και φαίνεται ότι έβαλαν τη μητέρα τους (πιθανώς θεία του Ιησού) να του ζητήσει αυτή τη χάρη. Ο Ιησούς, αφού εξήγησε ότι αυτές οι αποφάσεις ανήκαν στον Πατέρα, χρησιμοποίησε την ευκαιρία για να τονίσει ότι «όποιος θέλει να είναι πρώτος μεταξύ σας πρέπει να είναι δούλος σας».—Ματ 20:20-28.
Ο Ιάκωβος προφανώς πέθανε το 44 Κ.Χ. Ο Ηρώδης Αγρίππας Α΄ έβαλε να τον εκτελέσουν με σπαθί. Ήταν ο πρώτος από τους 12 αποστόλους που είχε μαρτυρικό θάνατο.—Πρ 12:1-3.
3. Άλλος ένας απόστολος του Ιησού Χριστού, γιος του Αλφαίου. (Ματ 10:2, 3· Μαρ 3:18· Λου 6:15· Πρ 1:13) Κατά γενική ομολογία και κατά πάσα πιθανότητα, ο Αλφαίος ταυτίζεται με τον Κλωπά. Με αυτή την προϋπόθεση, μητέρα του Ιακώβου ήταν εκείνη η Μαρία που αναφέρεται ως «η μητέρα του Ιακώβου του Μικρού και του Ιωσή». (Ιωα 19:25· Μαρ 15:40· Ματ 27:56) Η ονομασία του “Ιάκωβος ο Μικρός” ίσως οφειλόταν είτε στο ότι είχε μικρότερο ανάστημα είτε στο ότι ήταν μικρότερος σε ηλικία από τον άλλον απόστολο Ιάκωβο, το γιο του Ζεβεδαίου.
4. Γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, ετεροθαλής αδελφός του Ιησού. (Μαρ 6:3· Γα 1:19) Αν και δεν ήταν απόστολος, προφανώς αυτός ήταν ο Ιάκωβος που αναφέρεται ως επίσκοπος της Χριστιανικής εκκλησίας της Ιερουσαλήμ (Πρ 12:17) και συγγραφέας της ομώνυμης επιστολής της Αγίας Γραφής. (Ιακ 1:1) Ίσως ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία μετά τον Ιησού, δεδομένου ότι κατονομάζεται πρώτος μεταξύ των τεσσάρων γιων της Μαρίας που ήρθαν σε ύπαρξη με φυσιολογικό τρόπο—του Ιακώβου, του Ιωσήφ, του Σίμωνα και του Ιούδα. (Ματ 13:55· βλέπε ΑΔΕΛΦΟΣ.) Ο Παύλος, στην επιστολή που έγραψε προς τους Κορινθίους γύρω στο 55 Κ.Χ., αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ιάκωβος ήταν παντρεμένος.—1Κο 9:5.
Φαίνεται ότι, τον καιρό της διακονίας του Ιησού, ο Ιάκωβος γνώριζε καλά τη δραστηριότητα του αδελφού του (Λου 8:19· Ιωα 2:12) αλλά, μολονότι προφανώς δεν εναντιωνόταν, δεν είχε γίνει μαθητής ή ακόλουθος του Χριστού. (Ματ 12:46-50· Ιωα 7:5) Πιθανότατα ήταν μαζί με τους άπιστους αδελφούς του όταν παρακίνησαν τον Ιησού να πάει με τόλμη και να παραστεί στη Γιορτή των Σκηνών, ενώ εκείνον τον καιρό οι άρχοντες των Ιουδαίων ζητούσαν να τον σκοτώσουν. (Ιωα 7:1-10) Ο Ιάκωβος ίσως να ήταν επίσης ένας από τους συγγενείς του Ιησού που είπαν για αυτόν: «Έχει χάσει τα λογικά του».—Μαρ 3:21.
Ωστόσο, μετά το θάνατο του Ιησού και πριν από την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., ο Ιάκωβος συναθροιζόταν για προσευχή μαζί με τη μητέρα του, τους αδελφούς του και τους αποστόλους σε ένα ανώγειο στην Ιερουσαλήμ. (Πρ 1:13, 14) Προφανώς σε αυτόν τον Ιάκωβο εμφανίστηκε προσωπικά ο αναστημένος Ιησούς, όπως αναφέρεται στο εδάφιο 1 Κορινθίους 15:7, πείθοντας έτσι αυτόν τον άλλοτε άπιστο ότι Εκείνος ήταν πράγματι ο Μεσσίας. Αυτό μας θυμίζει την εμφάνιση που έκανε προσωπικά ο Ιησούς στον Παύλο.—Πρ 9:3-5.
Από τότε και έπειτα ο Ιάκωβος έγινε εξέχον μέλος και, προφανώς, «απόστολος» της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. (Βλέπε ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ [Απόστολοι Εκκλησιών].) Γι’ αυτό και ο Παύλος λέει ότι, στην πρώτη επίσκεψή του στους αδελφούς της Ιερουσαλήμ (περίπου το 36 Κ.Χ.), έμεινε 15 ημέρες με τον Πέτρο αλλά δεν είδε «άλλον από τους αποστόλους παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου». (Γα 1:18, 19) Ο Πέτρος, μετά τη θαυματουργική απελευθέρωσή του από τη φυλακή, παρήγγειλε στους αδελφούς που βρίσκονταν στο σπίτι του Ιωάννη Μάρκου: «Αναφέρετε αυτά τα πράγματα στον Ιάκωβο και στους αδελφούς», υποδεικνύοντας έτσι την εξέχουσα θέση του Ιακώβου. (Πρ 12:12, 17) Περί το 49 Κ.Χ., φέρθηκε ενώπιον “των αποστόλων και των πρεσβυτέρων” της Ιερουσαλήμ το ζήτημα της περιτομής. Μετά τον Πέτρο, τον Βαρνάβα και τον Παύλο, οι οποίοι κατέθεσαν την προσωπική τους μαρτυρία, μίλησε ο Ιάκωβος, εισηγούμενος μια απόφαση που εγκρίθηκε και υιοθετήθηκε από το συνέδριο. (Πρ 15:6-29· παράβαλε Πρ 16:4.) Αναφερόμενος σε εκείνη την περίσταση, ο Παύλος λέει ότι ο Ιάκωβος, ο Κηφάς και ο Ιωάννης «φαίνονταν ότι είναι στύλοι» μεταξύ των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ. (Γα 2:1-9) Αργότερα, ολοκληρώνοντας μια ιεραποστολική περιοδεία του και έχοντας έρθει στην Ιερουσαλήμ, ο Παύλος παρουσίασε μια έκθεση της διακονίας του στον Ιάκωβο και σε “όλους τους πρεσβυτέρους”, οι οποίοι κατόπιν τον συμβούλεψαν να ενεργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο.—Πρ 21:15-26· βλέπε επίσης Γα 2:11-14.
Το ότι συγγραφέας της επιστολής του Ιακώβου ήταν ο “αδελφός του Ιησού”, και όχι κάποιος από τους συνονόματους αποστόλους (είτε ο γιος του Ζεβεδαίου είτε ο γιος του Αλφαίου), διαφαίνεται στην αρχή της επιστολής του. Εκεί ο συγγραφέας συστήνεται ως «δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού», όχι ως απόστολος. Παρόμοια, και ο αδελφός του ο Ιούδας συστήθηκε ως «δούλος του Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου». (Ιακ 1:1· Ιου 1) Και τα δύο αδέλφια, με ταπεινότητα, απέφυγαν να συστηθούν ως σαρκικοί αδελφοί του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ο χαρακτηρισμός «ο Δίκαιος Ιάκωβος» που του αποδίδεται βασίζεται σε παραδόσεις οι οποίες λένε ότι αποκαλούνταν έτσι λόγω του τρόπου ζωής του. Οι Γραφές δεν αναφέρουν τίποτα για το θάνατο του Ιακώβου. Ο ιστορικός Ιώσηπος όμως λέει ότι, στο μεσοδιάστημα μεταξύ του θανάτου του Κυβερνήτη Φήστου, περίπου το 62 Κ.Χ., και της άφιξης του διαδόχου του τού Αλβίνου, ο αρχιερέας Άνανος (Ανανίας) «συγκάλεσε συνέδριο κριτών και έφερε ενώπιόν του κάποιον άντρα ονόματι Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού, και μερικούς άλλους. Τους κατηγόρησε ότι είχαν παραβιάσει το νόμο και τους παρέδωσε για λιθοβολισμό».—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Κ΄, 200 (ix, 1).